Μία ἐνδιαφέρουσα ἐπιστολή τοῦ "Αὐστραλίας" Στυλιανοῦ (ἤδη ἀποβιώσαντος) πρός τόν "ἀντι-οἰκουμενιστήν" ἱερέαν τῶν Πατρῶν κ. Ἀναστάσιον Γκοτσόπουλον

Αἰδεσιμολογιώτατον
Πρεσβύτερον π. Ἀναστάσιον Κ. Γκοτσόπουλον
Ἐφημέριον Ι. Ν. Ἀγ. Νικολάου
Ὁδὸς Ἀγ. Νικολάου τέρμα
262 25 Πάτρα

Ἀγαπητέ μου πάτερ Γκοτσόπουλε,
Πρωτίστως ἐπιθυμῶ να ζητήσω συγγνώμην ὅτι ἀπαντῶ τόσο καθυστερημένα εἰς τὴν ἀπὸ 28/12/08 ἐπιστολὴν σας, συνοδευτικὴν τοῦ Πονήματος σᾶς «οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι».
Ἀτυχῶς, μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν ὑποχρεώσεών μου ἀνὰ τὴν ἀπέραντον Αὐστραλίαν, καὶ ἐν τῇ Θεολογικῇ μας Σχολῇ τοῦ Ἀποστ. Ἀνδρέου, εὑρισκόμην οἰκουρῶν μέχρι προσφάτως, λόγῳ ὑπερβολικῆς ἑξαντλήσεως. Ἐλπίζω ὅμως εἰς τὴν κατανόησιν σας.
Εὐχαριστῶ πάντως θερμοτατα καὶ συγχαίρω συγχρόνως διὰ τὸ ἐν λόγῳ Πόνημα, τὸ ὁποῖον δι’ ἐμὲ προσωπικῶς εἶχε σὺν ἄλλοις καὶ τοῦτο τὸ εὐεργέτημα : Εἶσθε ὁ μόνος ἐκ τῶν μέχρι σήμερον ἐπικριτῶν τοῦ Διαλόγου μετὰ τῶν Ῥωμαιοκαθολικών, ὁ ὁποῖος παραπέμπει εἰς τὰ δύο καιριώτατα ἐπὶ τοῦ προκειμένου δημοσιεύματά μου,

α) «Ὁ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ Ῥωμαιοκαθολικὼν Θεολογικὸς Διάλογος, προβλήματα καὶ προοπτικὲς» καί,
β) «Περὶ τὴν κακοδαιμονίαν τοῦ Ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου  Ὀρθοδόξων καὶ Ῥωμαιοκαθολικών»,
ἀμφότερα φιλοξενηθέντα εἰς τὴν Ἐπιστημονικὴν Ἐπετηρίδα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἐν τῇ ὁποίᾳ εἶχον ὑπηρετήσει ὡς Ὑφηγητής, πρὸ τῆς ἐνταῦθα ἐγκαταστάσεώς μου ὡς Ποιμενάρχου.
Οι λοιποί εκ της Εκκλησίας της Ελλάδος, επικριτικώς και μόνον ασχοληθέντες κατά τρόπον δε όλως επιλεκτικόν και επιπόλαιον, υπήρξαν κυρίως οι Καντιωτικοί κύκλοι και οι προσωπολάτραι των κεκοιμημένων πλέον π. Ιωάν. Ρωμανίδου και Κ. Μουρατίδου, χωρίς ουδέ τους τίτλους των εις την Ελληνικήν τουλάχιστον πονημάτων μου να καταδεχθούν να μνημονεύσουν, ουδέ καν την επί Διδακτορία Θεολογικήν Διατριβήν μου «Περί το αλάθητον της Εκκλησίας εν τη Ορθοδόξω Θεολογία, Αθήναι 1965», ή την επί Υφηγεσία ογκώδη Μελέτη μου «Το περί Εκκλησίας Σύνταγμα της Β΄ Βατικανής Συνόδου, Θες/νίκη 1969».
Ἀλλὰ καὶ σεις, ἀγαπητέ, προφανῶς μήτε τὰ δύο εἰς ἃ παραπέμπετε κείμενά μου ἀνεγνώσατε μετὰ προσοχῆς, διὰ τοῦτο καὶ δεν ἀντελήφθητε μέχρι ποίου σημείου διεπίστωσα  τὴν ἄκρως ἀπογοητευτικὴν ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων συμπεριφοράν, ἀκόμη καὶ ἐντὸς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου εὑρισκομένων, πρᾶγμα ποῦ μὲ ὑποχρέωσε νὰ ὑποβάλω τρεῖς φορὰς τὴν ἐκ τοῦ Διαλόγου παραίτησίν μου, τελικὼς δὲ νὰ τὴν ἐπιβάλω, ὡς θὰ ἔπραττε κάθε τίμιος Ὀρθόδοξος Ἱεράρχης.
Ὑποχρεοῦμαι λοιπὸν να δηλώσω, ὅτι κατὰ τὴν διαρκεια τῆς 20ετούς Προεδρείας μου ἐν τῷ Διαλόγῳ, αἱ μὲν πονηρίαι τῆς Ῥώμης ἀντιμετωπίσθησαν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ Διαλόγου μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐντιμότητος, ἀλλὰ ἡ ἱερὰ αὐτὴ προσπάθεια συστηματικὼς καὶ ἀνιέρως ὑπονομεύθη, ὡς μὴ ὤφελε, ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Βατικανού, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν νοσηρὰν φιλοδοξίαν καὶ ἀνειλικρίνειαν ὡρισμένων Ἑλλήνων Θεολόγων (Περγάμου Ἰωάν. Ζηζιούλας, Καθηγ. Φαράντος Μέγας,  Μητροπολίτης Περιστερίου Χρυσόστομος κ.α.)
Διὰ να ἀντιληφθεῖτε μέχρι ποίου σημείου ἀνευθυνότητος ἔφθασαν, ἀκόμη κι’ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔστερξαν να ἀναφερθούν, ὡς ἐν παρόδῳ, εἰς τὴν ἐν ἀγανακτήσει γενομένην παραίτησίν μου (Ὀρθόδοξος Τύπος), ἐνῶ ἐγὼ ἐδήλουν πρὸς τὸ Φανάρι ὅτι δεν ἐπεθύμουν πλέον να μετέχω ἑνὸς τόσο ἀνοσίου παιγνίου, ἐκεῖνοι τὸ ἐπίθετον «ἀνόσιον» ἐλαφρὰ τῇ συνειδήσει μετέτρεψαν εἰς «ἀνούσιον», ὥστε να θεωρηθεῖ τυπογραφικὸν λάθος.
Πάντως διέξηλθον μετὰ πολλῆς προσοχῆς τὸ δικὸ σᾶς Πόνημα, καὶ συμφωνῶ μὲ πολλὰς τῶν γενομένων παρατηρήσεων σᾶς, εἰς τοὺς πλαδαρὼς τὰ τῶν Ὀρθοδόξων κατὰ καιροὺς ἐκπροσωπήσαντας Θεολόγους.
Διερωτώμαι ὅμως : Πῶς ἦτο δυνατὸν να παρασιωπήσετε τοὺς λόγους διὰ τοὺς ὁποίους ἀπεχώρησα, μὴ ἀνεχθεὶς τὴν δολιότητα τῶν Ῥωμαιοκαθολικὼν να ὑπαναχωρήσουν εἰς τὸ τόσον θεμελιῶδες ζήτημα τῆς Οὐνίας, ἐνῶ εἴχομεν ἐν τῷ Διαλόγῳ ἐπιτυχεῖ τὴν κοινὴν «καταδίκην» (rejection) αὐτῆς ἐν Freising τῆς Βαυαρίας.
Πῶς ἦτο δυνατόν, ὁ θεωρούμενος «πολὺς» τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας μύστης(!) Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης να δηλώνει, ὅτι τὸ ζήτημα τῆς Οὐνίας δεν ἀποτελεῖ Ἐκκλησιολογίαν, ἀλλὰ πρακτικὸν ἐρώτημα, τὸ ὁποῖον ὀφείλει να ἀντιμετωπίσει κάθε Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καθ’  ἑαυτὴν ;
Κάμετε, παρακαλῶ τὸν κόπον να ἀναγνώσετε μέχρι τέλους καὶ μετὰ προσοχῆς τὸ κείμενόν μου «Περὶ τὴν κακοδαιμονίαν…»  καὶ τότε θὰ ἔχετε ἀνάγλυφον τὴν κλεῖδα, πρὸς ἐξήγησιν τῶν ἐπακολουθησάντων ἐκτρόπων περὶ τὴν δογματικὴν ἀκρίβειαν τῆς Ὀρθοδόξου συμπεριφορᾶς.
Ἐάν, λόγου χάριν, παρακολουθήσετε τάς δηλώσεις ἀπὸ Πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ  Περγάμου Ἰωάν. Ζηζιούλα (ἰδίως ἀφ’ ἧς ὁ τελευταῖος κατέλαβεν, ὡς κατέλαβε, τὴν Προεδρείαν τοῦ Διαλόγου), εἲναι ἀδύνατον να μὴ διαπιστώσετε ὅτι οὐδεμίαν ἔχουν σχέσιν μὲ τὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα ἐξεπόνησεν ὁ Διάλογος ἐπὶ Προεδρείας μου.
Παρὰ ταῦτα, οὐδεὶς ἐρωτᾷ : Πῶς εἲναι δυνατὸν να θεωρῶνται τὰ σημερινὰ κείμενα συνέχεια ἐκείνων τῆς Προεδρείας μου; Σήμερον, ἀτυχῶς, οὐδόλως διαφέρομεν τῶν Οὐνιτῶν (ἐφ’ ὅσον ἐδέχθημεν ἀδιαμαρτύρητα τὴν ἀπαράδεκτον ὑπαναχώρησιν τῶν Ῥωμαιοκαθολικῶν, εἰς τὸ θέμα τῆς ἐπὶ ἡμερῶν μου ἀπὸ κοινοῦ καταδικασθείσης Οὐνίας).
Διὰ τοῦτο ὁ σημερινὸς Πάπας ἐτόλμησε τὰ ἀτόλμητα, ἤτοι να ἀρνηθεῖ τὸν ἑαυτὸν τοῦ ὡς Θεολόγου καὶ να δηλώσει, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουν «ἔλλειμμα ἐκκλησιαστικόν, ἐφ’ ὅσον δεν ἔχουν πλήρη κοινωνίαν μὲ τὸν Πάπα» !
Ἐκεῖ μας ὁδήγησαν αἱ νοσηραὶ φιλοδοξίαι, ἂς ἀνέφερα ἀνωτέρω, ἐνῶ ἡ ταπεινότης μου, μετὰ τὴν ἀνύψωσιν τοῦ Ratzinger  εἰς τὸ Παπικὸν ἀξίωμα καὶ τὴν ἐν λόγῳ ἐπαίσχυντον δήλωσίν του περὶ ἐλλείμματος τῶν Ὀρθοδόξων, διέκοψα ῥιζικὼς πᾶσαν σχέσιν καὶ ἐπικοινωνίαν μου πρὸς τοὺς Ῥωμαιοκαθολικούς, πρωτίστως δὲ πρὸς τὸν ἄλλοτε Καθηγητὴν καὶ ἐν συνεχείᾳ συναδελφόν μου  Joseph Ratzinger   (ἐν Βόννη καὶ Regensburg).
Κατόπιν ὅλων τῶν ἀνωτέρω, δικαιοῦμαι να σᾶς ὑποδείξω ὅτι ἡ «ἑνότης τῆς Πίστεως» ἀποτελεῖ ἀδιάλειπτον ἀγῶνα, ἀκόμη καὶ μεταξὺ ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων, διὰ τοῦτο καὶ ἐπιβάλλει σχετικὴν ἐπιείκειαν ἔναντι τῶν ὀπαδῶν τῶν αἱρεσιαρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐγεννήθησαν ἐν τῇ αἱρέσει καὶ προσεγγίζουν τὴν Ὀρθοδοξίαν, καλὴ τῇ πίστει.
Εἲναι μήπως τυχαῖον, ὅτι εἰς πᾶσαν τέλεσιν τῆς θείας Λειτουργίας μας στερεοτύπως ἐπαναλαμβάνομεν : «τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι…»;
Διατὶ δεν τολμοῦμεν ἀντ’  αὐτοῦ να εἴπωμεν «κτησάμενοι» ἢ «κεκτημένοι», ἐνῶ εἰς τὸ τέλος ψάλλομεν τὸ «Ἴδωμεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον» ;
Ὠσαύτως, τὸ χωρίον τοῦ Παύλου Β΄ Κορ. 4, 7 καταπελτικὼς ἀναχαιτίζει πᾶσαν ἐν προκειμένῳ «φιλαρέσκειαν» μας, ὥστε να ἐνθυμούμεθα τὸ ἕτερον καὶ πάλι τοῦ Παύλου θεσπέσιον πρόσταγμα «ὁ δοκὼς ἐστάναι βλεπέτω μὴ πέση» (Ἃ΄ Κορ. 10,12).
Ὡς ἀντίδωρον, σᾶς ἀποστέλλω σήμερον τὴν «Περὶ τὸ ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας…» Διδακτορικὴν Διατριβήν μου, εἰς πρόσφατον εἰς Ἀγγλικὴν μετάφρασιν (ἀτυχῶς δεν ἔχω τὴν εἰς τὴν Ἑλληνικὴν ἑξαντληθείσαν ἔκδοσιν, ἀσφαλῶς ὅμως τὴν ἔχουν αἱ μεγάλαι Βιβλιοθῆκαι. ἴσως καὶ ἐν Πάτραις).
Εὐχόμενος διαπύρως να συνεχίσετε τὴν ἐκκλησιολογικὴν προσπάθειαν ἐν τοῖς καιρίοις, διατελῶ.

Ἐν Σύνδεϋ τῇ 9ῃ Ἰουλίου 2010
Μετὰ πολλῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης

Ὁ Αὐστραλίας Στυλιανὸς


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μπα πέθανε? Δεν το πήρα είδηση.......πόσο άδικος υπήρξε με τον μακαριστό κ. Νικόλαο Σωτηρόπουλο

Ανώνυμος είπε...

Τώρα δεν έχει τον Βαρθολομαίο πλέον να τον στηρίζει και να τον σιγοντάρει στις αιρέσεις του...τώρα ο Δεσπότης ο Ίδιος θα αποδώσει την δικαιοσύνη..