ΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ -- Αθωνικά άνθη

Το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» είναι εν επισημότατον κείμενον της Εκκλησίας. Είναι «Συνοδικόν». Αλλ’ από τότε που εξεδόθη μέχρι σήμερον, έχουν παρέλθει ένδεκα συναπτοί αιώνες. Και αυτό προβάλλεται υπό των νεωτεριζόντων, ως το τρωτόν του, σημείον. Διότι οι ελευθερίως ερμηνεύοντες την διδασκαλίαν της Εκκλησίας επικαλούνται τι; Τον χρόνον. Λέγουν ότι εκείνα ήσαν καλά δια την εποχήν των. Σήμερον όμως τα πάντα ήλλαξαν. «Γέγονε τα πάντα καινά». Αλλά ποία είναι «εκείνα»; Η δογματική διδασκαλία, η Ηθική, η λειτουργική πράξις, η θεόθεν μαρτυρηθείσα «εν πολλοίς τεκμηρίοις» πνευματική πείρα της Ορθοδοξίας. Αλλάσσουν αυτά; Πως δυνάμεθα να παραθεωρήσωμεν ανενόχως δόγματα, Ορους, Ι. Κανόνας;
Το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» έχει πολύ ευρυτέραν σημασίαν από μίαν απλήν επισφράγισιν της νίκης κατά των εικονομάχων.
Ναι μεν, η αναστήλωσις των Ι. Εικόνων αποτελεί σπουδαιότατον θεολογικόν γεγονός, του οποίου την σημασίαν αναλύουν τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Αλλ’ η αναδρομή του «Συνοδικού» εις τας αρχάς του 4ου αιώνος και η κατ’ όνομα μνεία, τόσον των προασπιστών των Ορθοδόξων δογμάτων, όσον και των αιρεσιαρχών, εκ του άλλου δε, η προέκτασίς του μέχρι του 14ου αιώνος, εις τας Ησυχαστικάς Έριδας, προσδίδουν εις τούτο τον χαρακτήρα αιωνίου κύρους κώδικος της Εκκλησίας.
Το «ανάθεμα τρις» κατά των αιρετικών και το «αιωνία η μνήμη» δια τους αγωνισθέντας υπέρ της Ορθοδοξίας, μέσα εις τας διαστάσεις δέκα ολοκλήρων αιώνων, αποτελούν την ανακεφαλαίωσιν της διδασκαλίας της Εκκλησίας, ανανεώνουν την στερράν στάσιν της και εξαίρουν το νόημα της Παραδόσεως.
Αυτή η Πράξις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και των Τοπικών της Κωνσταντινουπόλεως του 14ου αιώνος, υπογραμμίζει το αιώνιον και αναλλοίωτον των θείων αληθειών. Και ότι ο χρόνος δια την Εκκλησίαν αποτελεί απλώς την διάρκειαν εντός της οποίας στρατεύεται, ως ζώσα πάντοτε εν τη αισθήσει της αιωνιότητος και υπερβαίνουσα τας εκ του χρόνου μεταβολάς των εγκοσμίων πραγμάτων. Εάν σήμερον συνήρχετο μία Οικουμενική Σύνοδος, δύναταί τις να φαντασθή ότι θα απεφαίνετο διαφόρως απ’ ό,τι η Εβδόμη; Εάν ναι, διατί από την Πρώτην Οικουμενικήν μέχρι την Εβδόμην και μέχρι τας Τοπικάς, αι οποίαι φθάνουν έως τον 19ον αιώνα, δεν εσημειώθησαν παρεκκλίσεις;
Και ετέρα απορία, εις απάντησιν των νεωτερικών. Εάν οι καιροί πρέπει να προσδιορίζουν το πνεύμα της Εκκλησίας, διατί οι τελευταίοι προς ημάς Πατέρες ενέμειναν εις την διδασκαλίαν των Πατέρων των πρώτων αιώνων; Και όχι μόνον ενέμειναν, αλλά και ήντλησαν. Όχι κατά τρόπον δουλικόν, μιμητικόν, αλλά κατά εσωτερικήν κοινωνίαν, εκ ταυτότητος βίου, από «νουν Χριστού».
Και αυτοί δεν είναι ολίγοι και άσημοι. Πλήθη Οσίων και Ομολογητών, που ανέπνεαν Χριστόν, πλήθη αγίων διδασκάλων, από τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμά μέχρις Ιωσήφ του Βρυεννίου και του Αγίου Μάρκου Εφέσου, του Πατριάρχου Γενναδίου, Ευγενίου Βουλγάρεως, αγίου Μακαρίου Κορίνθου, Αθανασίου του Παρίου, αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και μέχρις εσχάτων, έως του αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως. Τι σημαίνει λοιπόν η εμμονή εις την διδασκαλίαν της Εκκλησίας, η ενότης μεταξύ των αγίων Πατέρων, η ακαταμάχητος αυτή Consensus patrum; Τι άλλο από το ότι αυτό το Άγιον Πνεύμα κατευθύνει την Ορθόδοξον Εκκλησίαν μέχρι των ημερών μας;
Βεβαίως, η Εκκλησία δύναται να αλλάσση τρόπους δράσεως, μεθόδους, να χρησιμοποιή κάποιαν συγκατάβασιν. Να προσαρμόζεται, χωρίς να ανατρέπη. Να οικονομή, χωρίς να καταργή. Η λέξις Οικονομία αποτελεί Εκκλησιαστικόν όρον, σημαίνοντα την, λόγω ανυπερβλήτου ανάγκης, προς καιρόν αναστολήν της Ακριβείας. Αλλ’ αυτή η Οικονομία είναι γνωστή από τους Αποστολικούς χρόνους, ότε ο Απόστολος Παύλος «εγένετο τα πάντα τοις πάσιν» εις θέματα εντελώς τυπικά. Απόδειξις τούτου, ότι ο ίδιος εκστομίζει βαρύτατον ανάθεμα εις πάντα, όστις θα «ευηγγελίζετο παρ’ ο ευηγγελίσθη» αυτός, έστω και αν συνέβαινε το αδύνατον, ώστε ο ευαγγελιζόμενος να είναι «άγγελος εξ ουρανού».
Το μάλλον επικρατούν σήμερον ρεύμα μεταξύ των Χριστιανών όλου του κόσμου είναι ο οικουμενισμός. Τι σημαίνει ο νεολογισμός αυτός; Εκάστη «εκκλησία» τον αντιλαμβάνεται κατά τον ιδικόν της τρόπον.
Ο Παπισμός αίφνης τον βλέπει ως ευκαιρίαν απορροφήσεως των πάντων υπό του πάπα. Ο Προτεσταντισμός ως πολυώνυμος και λάλος, ως αντικείμενο ατερμόνων συζητήσεων, προς «εύρεσιν» ορθολογικώς της αληθείας. Η Ορθοδοξία, αυτάρκης εν τη αληθεία της, πέραν της υποχρεώσεώς της να «δίδη λόγον παντί τω αιτούντι», ουδέν ζητεί και κινεί μετά θλίψεως και οίκτου την κεφαλήν δια πάντας τους «ματαιωθέντας εν τοις διαλογισμοίς αυτών», θρηνούσα τα παρασυρόμενα από το ρεύμα τέκνα της.
Άλλο η Ορθοδοξία και άλλο οι ορθόδοξοι. Εκείνη ουδέποτε πλανάται. Αυτοί υπόκεινται εις πλάνας μέχρι και αρνήσεως. Και δυστυχώς, οι πολλοί Νεοέλληνες και μάλιστα θεολόγοι και ηγέται της Ορθοδοξίας, θέλουν τον Οικουμενισμόν, εν αρχή μεν ως «διάλογον» και ανάπτυξιν αδελφικών σχέσεων και αργότερον, διδομένων ωρισμένων εξηγήσεων επί των διαφορών, ως ενότητα και ένωσιν.
Δια τας Σλαυϊκάς Εκκλησίας δεν δυνάμεθα να εκφέρωμεν γνώμην, διότι δεν γνωρίζομεν πότε ενεργούν εκ σεβασμού προς την ορθόδοξον Παράδοσιν και πότε εκ πολιτικών, ως ταις επιβάλλεται, ελατηρίων.
Λοιπόν οι Νεοέλληνες, ιδίως θεολόγοι, ζητούν τον Οικουμενισμόν, διότι δεν πιστεύουν εις την Ορθοδοξίαν, επειδή δεν βιούν την Ορθοδοξίαν. Και παραδέχονται, εκ της φυσιωσάσης αυτούς γνώσεως, ότι αι διαφοραί μεταξύ Ορθοδοξίας και Λατίνων οφείλονται μάλλον εις τον τρόπον του σκέπτεσθαι παρά εις ουσιαστικούς λόγους. Αυτής της θεωρίας ο επισημότερος θεωρητικός είναι ο Πατριάρχης κ. Αθηναγόρας.
Εάν επίστευεν εις την Εκκλησίαν μας, ως Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν, πέραν ενός οφειλομένου διαφωτιστικού διαλόγου, καμμίαν άλλην διάθεσιν επαφής δεν θα είχε με τους πάσης φύσεως αιρετικούς.
Η Ορθοδοξία διαλέγεται ανά τους αιώνας, αλλά τίποτε δεν θυσιάζει χάριν σκοπιμότητος. Ημπορεί να απειλούμεθα με αφανισμόν, αλλ’ αυτό ενδιαφέρει τον Θεόν, όχι ημάς. Εις ημάς επιβάλλεται να τηρώμεν την πίστιν μας και να μετανοώμεν, εφ’ οις ημάρτομεν. Και να μεριμνώμεν ανθρωπίνως υπέρ εαυτών και των άλλων, μέχρι του σημείου, όπου η πίστις η ορθόδοξος δεν θίγεται.
Όταν όμως ο οικουμενισμός, μας ισοπεδώνη με τους αιρετικούς, τότε επέρχεται σύγχυσις και εις ημάς και εις αυτούς. Ημείς λησμονούμεν ότι είμεθα ορθόδοξοι και αυτοί αυταπατώνται ότι δεν είναι αιρετικοί.
Ο διάλογος έχει γελοίαν την βάσιν. Διότι ποίαν μεταβολήν επί το ορθόδοξον έσχον οι Προτεστάνται από τετρακοσίων ετών, που μελετούν την Ορθοδοξίαν; Ή οι Λατίνοι ποίαν διάθεσιν έχουν δια συζήτησιν, αφού δια της τελευταίας συνόδου των εστερέωσαν επί πλείον τας πεπλανημένας δοξασίας των; Και όχι μόνον αυτό, αλλά και μας … προσκαλούν να εισέλθωμεν εις την ποίμνην των! Εάν ζητούν διάλογον μεθ’ ημών, είναι διότι ανεκάλυψαν ρήγματα εις το τείχος μας. Δεν θέλουν συζητήσεις περί Ορθοδοξίας. Τα ξεύρουν όλα. Ούτε ζητούν να ακούσωμεν τας ιδικάς των απόψεις. Γνωρίζουν ότι τας ξεύρομεν. Θέλουν να αναγνωρίσωμεν τον Πάπαν και ημείς, ως ουνίται, ας φρονώμεν όπως νομίζομεν. Έτσι σκέπτεται και ο Πατριάρχης μας. Αλλά, λέγουν ότι το κάμνει αυτό πιεζόμενος από την Τουρκικήν βαρβαρότητα. Όχι, διότι τα ίδια έλεγε και όταν αι ημέραι εν Φαναρίω ήσαν ρόδιναι. Ο Πατριάρχης είναι βαρύτατα άρρωστος. Πάσχει από αγάπην νοσηράν, αφιλόθεον, δια να μη είπωμεν αντίθεον, αφού περιφρονεί τας αληθείας Του ή δεν τας πιστεύει, όπως και όσοι τον ακολουθούν εις τον κατήφορον.
Η  Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος απεφάνθη: «Ανάθεμα πάσι τοις αιρετικοίς και τοις κοινωνούσιν αυτοίς». Εις το «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» έχουν περιληφθή και αναθέματα «κατά Βαρλαάμ και Ακινδύνου και τοις οπαδοίς και διαδόχοις αυτών». Οπαδοί και διάδοχοι αυτών είναι οι Λατίνοι, οι οποίοι ακριβέστερον υπήρξαν οι διδάσκαλοι αυτών. Αλλά τα αναθέματα ταύτα δεν έχουν σημασίαν δια τους φιλοδιαλόγους, δια να επιβεβαιούται ότι δεν πιστεύουν ορθώς.
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας είναι μία Κυριακή παρατεινομένη μέσα εις την ψυχήν των Ορθοδόξων και εν βέλος εις την καρδίαν πάντων των αιρετικών όλων των αιώνων. Όσοι οι πιστοί, «στώμεν καλώς». Η πανάμωμος Ορθοδοξία μας κυκλούται πανταχόθεν. Ας αγρυπνούμεν προσευχόμενοι. Η εικονομαχία επεκράτησεν επί εκατόν έτη, αλλ’ έσβησε. Νέοι εικονοκλάσται, δεινότεροι εκείνων έχουν εμφανισθή. Αλλ’ η Ορθοδοξία θα δοκιμασθή και πάλιν θα νικήση εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: