ο εν Κωνσταντινουπόλει
μαρτυρήσας εν έτει αψπδ΄ (1784), ξίφει τελειούται.
Ιωάννης ο μακάριος Νεομάρτυς του Χριστού κατήγετο από την Βουλγαρίαν. Ήτο δε νέος την ηλικίαν, έως δεκαοκτώ χρόνων, ωραίος εις την όψιν και πείραν γραμματικήν έχων. Από δε περιπέτειαν τινά, ήτις του συνέβη, ηρνήθη, φευ! τον Χριστόν. Μετ’ ολίγον καιρόν όμως ελθών εις συναίσθησιν του κακού όπου έπαθε, μετέβη εις το Άγιον Όρος και έμεινεν εις την Ιεράν Μονήν της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου τρεις χρόνους, υπηρετών πνευματικόν τινα Γέροντα ανάπηρον κατά την μίαν χείρα και καταγινόμενος εις ανάγνωσιν των ιερών βιβλίων.
Επειδή δε η συνείδησίς του τον έτυπτε, διότι είχεν αρνηθή τον Χριστόν, περιεπάτει πάντοτε σκυθρωπός, λυπημένος και σιωπηλός, εις τρόπον ώστε και από την εξωτερικήν λυπηράν του εμφάνισιν εδείκνυεν εις τους ορώντας ότι έπαθε μεγάλον τι κακόν. Εν μια λοιπόν των ημερών, προφασιζόμενος, ότι έχει να υπάγη εις την πατρίδα του, αναχωρεί εκείθεν και μεταβάς εις Κωνσταντινούπολιν, φορεί φέσι, κόκκινα υποδήματα εις τους πόδας και με τοιαύτην ενδυμασίαν εισέρχεται εις το τζαμί της Αγίας Σοφίας. Κάμνων δε το σημείον του Τιμίου Σταυρού προσεκύνησε κατά την συνήθειαν των Χριστιανών. Βλέποντες δε αυτόν οι εκεί ευρισκόμενοι Αγαρηνοί εταράχθησαν και δραμόντες κατ’ αυτού τον ηρώτησαν με σκληρότητα διατί κάμνει ταύτα. Αυτός τότε, ο αοίδιμος, μη δειλιάσας, ωμολόγησεν, ότι είναι Χριστιανός και ότι πιστεύει εις τον Χριστόν, όστις είναι αληθινός Υιός του Θεού και Θεός. Προσεπάθησαν τότε εκείνοι να τον διαστρέψουν με διαφόρους τρόπους, αλλά δεν εστάθη δυνατόν. Τέλος βλέποντες το αμετάθετον της γνώμης του, τον απεκεφάλισαν έξω από την αυλήν του ρηθέντος τζαμίου και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον παρά Χριστού του Θεού ημών. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Ιωάννης ο μακάριος Νεομάρτυς του Χριστού κατήγετο από την Βουλγαρίαν. Ήτο δε νέος την ηλικίαν, έως δεκαοκτώ χρόνων, ωραίος εις την όψιν και πείραν γραμματικήν έχων. Από δε περιπέτειαν τινά, ήτις του συνέβη, ηρνήθη, φευ! τον Χριστόν. Μετ’ ολίγον καιρόν όμως ελθών εις συναίσθησιν του κακού όπου έπαθε, μετέβη εις το Άγιον Όρος και έμεινεν εις την Ιεράν Μονήν της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου τρεις χρόνους, υπηρετών πνευματικόν τινα Γέροντα ανάπηρον κατά την μίαν χείρα και καταγινόμενος εις ανάγνωσιν των ιερών βιβλίων.
Επειδή δε η συνείδησίς του τον έτυπτε, διότι είχεν αρνηθή τον Χριστόν, περιεπάτει πάντοτε σκυθρωπός, λυπημένος και σιωπηλός, εις τρόπον ώστε και από την εξωτερικήν λυπηράν του εμφάνισιν εδείκνυεν εις τους ορώντας ότι έπαθε μεγάλον τι κακόν. Εν μια λοιπόν των ημερών, προφασιζόμενος, ότι έχει να υπάγη εις την πατρίδα του, αναχωρεί εκείθεν και μεταβάς εις Κωνσταντινούπολιν, φορεί φέσι, κόκκινα υποδήματα εις τους πόδας και με τοιαύτην ενδυμασίαν εισέρχεται εις το τζαμί της Αγίας Σοφίας. Κάμνων δε το σημείον του Τιμίου Σταυρού προσεκύνησε κατά την συνήθειαν των Χριστιανών. Βλέποντες δε αυτόν οι εκεί ευρισκόμενοι Αγαρηνοί εταράχθησαν και δραμόντες κατ’ αυτού τον ηρώτησαν με σκληρότητα διατί κάμνει ταύτα. Αυτός τότε, ο αοίδιμος, μη δειλιάσας, ωμολόγησεν, ότι είναι Χριστιανός και ότι πιστεύει εις τον Χριστόν, όστις είναι αληθινός Υιός του Θεού και Θεός. Προσεπάθησαν τότε εκείνοι να τον διαστρέψουν με διαφόρους τρόπους, αλλά δεν εστάθη δυνατόν. Τέλος βλέποντες το αμετάθετον της γνώμης του, τον απεκεφάλισαν έξω από την αυλήν του ρηθέντος τζαμίου και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον παρά Χριστού του Θεού ημών. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου