Πιαμούν η Οσία Παρθένος
ήτο από την Αίγυπτον, ήκμασε δε κατά τον Δ΄ μετά Χριστόν αιώνα. Διήγε δε η
μακαρία την ζωήν της εν προσευχαίς και νηστείαις ευρισκομένη πλησίον της μητρός
της. Επειδή δε ήσαν πτωχαί, ειργάζετο η μακαρία γνέθουσα νήμα δια να εξοικονομή
τα αναγκαία προς συντήρησίν των· ήτο δε η τροφή της τελείως πενιχρά και αύτη
άπαξ και μόνον της ημέρας. Ούτω λοιπόν αγωνιζομένη η μακαρία Πιαμούν ηξιώθη και
προορατικού χαρίσματος.
Καιρόν δε τινά συνέβη εις τα μέρη της Αιγύπτου χώρα τις να εγείρη πόλεμον εναντίον άλλης τινός χώρας, επειδή κατά την διανομήν του ύδατος του Νείλου, εκ του οποίου ηρδεύοντο, συνέβησαν φόνοι πολλοί. Επειδή δε η πρώτη εκ των χωρών εκείνων ήτο μεγαλυτέρα και πολυάνθρωπος, εξήλθον όλοι οι κάτοικοι αυτής αρματωμένοι με κοντάρια και άλλα έρματα και ώρμησαν να υπάγουν να φονεύσουν τους ανθρώπους της άλλης, της μικροτέρας χώρας. Εις την χώραν εκείνην ήτο και η ΠαρθένοςΠιαμούν. Ήλθε λοιπόν τότε προς αυτήν Άγγελος Κυρίου και της ανήγγειλεν, ότι έρχονται οι εχθροί των να αφανίσουν την χώραν των. Παρευθύς τότε έστειλεν η Πιαμούν και καλέσασα τους Ιερείς, τους είπε να εξέλθουν έξω της πόλεως, να προϋπαντήσουν τους φονείς και να τους παρακαλέσουν να μη προβούν εις τόσους φόνους. Οι Ιερείς όμως εφοβήθησαν να εξέλθουν εις προϋπάντησιν τοιαύτης ορμής. Δια τούτο προσέπεσαν άπαντες μικροί και μεγάλοι εις τους πόδας της Αγίας, παρακαλούντες αυτήν ίνα δι’ οιουδήποτε τρόπου γνωρίζη βοηθήση την χώραν της. Τότε η μακαρία Πιαμούν ησθάνθη λύπην εις την καρδίαν της και λέγουσα να ησυχάσουν και να έχουν την ελπίδα των εις τον Θεόν, ανέβη εις το δωμάτιόν της και καθ’ όλην την νύκτα εκείνην παρεκάλει γονυπετής τον Θεόν, ούτω μεταξύ άλλων λέγουσα· Κύριε, Κύριε, Συ όστις κρίνεις την γην, Συ, Κύριε, όστις μισείς την αδικίαν, παρακαλώ το έλεός Σου ίνα γίνη ευπρόσδεκτος αύτη η προσευχή μου ενώπιόν Σου. Ευδόκησον, Κύριε, ίνα εκεί όπου ήθελον ευρεθή εκείνοι, όπου κάμνουν την επίθεσιν, εκεί και να μείνουν και να μη δυνηθούν να προχωρήσουν παρεμπρός». Και πράγματι ούτω και εγένετο. Διότι ενώ τριών μόνον ωρών απόστασις απέμενεν από του σημείου εις το οποίον είχον προχωρήσει μέχρι της χώρας εκείνων, εκεί και έμειναν ακινητοι, μη δυνάμενοι να σαλεύσουν παντελώς. Επειδή δε απεκαλύφθη και εις εκείνους, ότι δια την προσευχήν της Αγίας Παρθένου Πιαμούν συνέβη το απρόοπτον δι’ αυτούς εμπόδιον, τότε εκείνοι με φόβον πολύν απέστειλαν ανθρώπους των και παρεκάλουν να γίνη ειρήνη μεταξύ των αντιμαχομένων, λέγοντες, ότι οφείλουν να ευχαριστώσι τον Θεόν όπου εισήκουσε την δέησιν της Οσίας και Παρθένου Πιαμούν και ημπόδισε την επίθεσιν, από την οποίαν τόσοι φόνοι έμελλον να γίνουν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Καιρόν δε τινά συνέβη εις τα μέρη της Αιγύπτου χώρα τις να εγείρη πόλεμον εναντίον άλλης τινός χώρας, επειδή κατά την διανομήν του ύδατος του Νείλου, εκ του οποίου ηρδεύοντο, συνέβησαν φόνοι πολλοί. Επειδή δε η πρώτη εκ των χωρών εκείνων ήτο μεγαλυτέρα και πολυάνθρωπος, εξήλθον όλοι οι κάτοικοι αυτής αρματωμένοι με κοντάρια και άλλα έρματα και ώρμησαν να υπάγουν να φονεύσουν τους ανθρώπους της άλλης, της μικροτέρας χώρας. Εις την χώραν εκείνην ήτο και η ΠαρθένοςΠιαμούν. Ήλθε λοιπόν τότε προς αυτήν Άγγελος Κυρίου και της ανήγγειλεν, ότι έρχονται οι εχθροί των να αφανίσουν την χώραν των. Παρευθύς τότε έστειλεν η Πιαμούν και καλέσασα τους Ιερείς, τους είπε να εξέλθουν έξω της πόλεως, να προϋπαντήσουν τους φονείς και να τους παρακαλέσουν να μη προβούν εις τόσους φόνους. Οι Ιερείς όμως εφοβήθησαν να εξέλθουν εις προϋπάντησιν τοιαύτης ορμής. Δια τούτο προσέπεσαν άπαντες μικροί και μεγάλοι εις τους πόδας της Αγίας, παρακαλούντες αυτήν ίνα δι’ οιουδήποτε τρόπου γνωρίζη βοηθήση την χώραν της. Τότε η μακαρία Πιαμούν ησθάνθη λύπην εις την καρδίαν της και λέγουσα να ησυχάσουν και να έχουν την ελπίδα των εις τον Θεόν, ανέβη εις το δωμάτιόν της και καθ’ όλην την νύκτα εκείνην παρεκάλει γονυπετής τον Θεόν, ούτω μεταξύ άλλων λέγουσα· Κύριε, Κύριε, Συ όστις κρίνεις την γην, Συ, Κύριε, όστις μισείς την αδικίαν, παρακαλώ το έλεός Σου ίνα γίνη ευπρόσδεκτος αύτη η προσευχή μου ενώπιόν Σου. Ευδόκησον, Κύριε, ίνα εκεί όπου ήθελον ευρεθή εκείνοι, όπου κάμνουν την επίθεσιν, εκεί και να μείνουν και να μη δυνηθούν να προχωρήσουν παρεμπρός». Και πράγματι ούτω και εγένετο. Διότι ενώ τριών μόνον ωρών απόστασις απέμενεν από του σημείου εις το οποίον είχον προχωρήσει μέχρι της χώρας εκείνων, εκεί και έμειναν ακινητοι, μη δυνάμενοι να σαλεύσουν παντελώς. Επειδή δε απεκαλύφθη και εις εκείνους, ότι δια την προσευχήν της Αγίας Παρθένου Πιαμούν συνέβη το απρόοπτον δι’ αυτούς εμπόδιον, τότε εκείνοι με φόβον πολύν απέστειλαν ανθρώπους των και παρεκάλουν να γίνη ειρήνη μεταξύ των αντιμαχομένων, λέγοντες, ότι οφείλουν να ευχαριστώσι τον Θεόν όπου εισήκουσε την δέησιν της Οσίας και Παρθένου Πιαμούν και ημπόδισε την επίθεσιν, από την οποίαν τόσοι φόνοι έμελλον να γίνουν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου