O Συναξαριστής της ημέρας.
Ευτρόπιος, Κλεόνικος και Βασιλίσκος οι Άγιοι Μάρτυρες έζων κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284 – 305), καταγόμενοι μεν εξ Αμασείας, ήτις είναι πόλις διάσημος της εν τω Πόντω Καππαδοκίας, ήσαν δε συγγενείς και συστρατιώται του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος.
Αφού δε ο μακάριος
Θεόδωρος ετέλεσε τον δρόμον του Μαρτυρίου του και παρέστη στεφανηφόρος
ενώπιον του Θεού, παρεκάλεσε και δια
τους συστρατιώτας του Αγίους Ευτρόπιον, Κλεόνικον και Βασιλίσκον, τους ενταύθα
αναφερομένους, ίνα και ούτοι των αυτών αξιωθώσι στεφάνων. Μετά λοιπόν το
Μαρτύριον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου και αφού ετελεύτησε κακώς ο ηγεμών
Πούπλιος, όστις εθανάτωσε τον Άγιον Θεόδωρον και είχε φυλακίσει τους Αγίους
τούτους, ήλθεν εις την Αμάσειαν άλλος ηγεμών, Ασκληπιόδοτος λεγόμενος, ωμός και
απάνθρωπος, πολλά δεινά κατά των Χριστιανών τεχνευόμενος. Αφού λοιπόν ο Ασκληπιόδοτος
εκάθισεν επί του βήματος, κατά την προσταγήν των τότε βασιλευόντων Μαξιμιανού
του Γαλερίου (305 – 311) και Μαξιμίνου (307 – 313), ήρχισε να εξετάζη δια τους
Χριστιανούς, καλέσας δε ευθύς τον δεσμοφύλακα των Σκρινίων ονόματι Ευϊλάσιον,
ηθέλησε να πληροφορηθή περ’ αυτού
λεπτομερώς τα κατά τον Άγιον Θεόδωρον· όθεν επρόσταξε να αναγνωσθή το Μαρτύριον
αυτού. Τούτου δε αναγνωσθέντος, εθαύμασεν ο Ασκληπιόδοτος την μεγάλην υπομονήν
του Μάρτυρος. Έπειτα είπεν εις τον Ευϊλάσιον· «Που ευρίσκονται οι αναφερόμενοι
εις την διήγησιν του Θεοδώρου»; Απεκρίθη ο Ευϊλάσιος· «Ομού με τους άλλους
δεσμίους φυλάττονται και αυτοί εις την φυλακήν». Βλέπων δε ο ηγεμών τον ναόν
της θεάς κατακεκαυμένον, εβρυχήθη ως λέων κατά των Αγίων και επρόσταξεν ευθύς
να παρουσιασθούν έμπροσθέν του ο Ευτρόπιος, ο Κλεόνικος και ο Βασιλίσκος. Ήτο
δε ο Κλεόνικος αδελφός του Ευτροπίου από μητέρα, ο δε Βασιλίσκος ανεψιός του
Θεοδώρου· αλλά τόσον ηγαπώντο μεταξύ των, ώστε ωνομάζοντο και οι τρεις αδελφοί.
Μεταβάντες λοιπόν οι στρατιώται του ηγεμόνος εις την φυλακήν, εζήτησαν τους
Μάρτυρας από τον δεσμοφύλακα· ο δε δεσμοφύλαξ εισελθών, είπε προς τους Αγίους·
«Εγέρθητε· ιδού ήλθεν ο καιρός, τον οποίον νύκτα και ημέραν παρεκαλείτε να
ίδητε· εξέλθετε λοιπόν, σας καλεί ο ηγεμών· αλλά,
σας παρακαλώ, ενθυμηθήτε και εμέ εις την καλήν σας ομολογίαν. Διότι καθ’
εκάστην, ενώ σεις ανεπέμπετε τας προσευχάς σας εις τον Θεόν, έβλεπον και εγώ ο
ανάξιος τα θαυμάσια του Θεού σας. Έβλεπον επάνω σας φως ανεκδιήγητον και πλήθος
ανδρών λευκοφόρων συμψαλλόντων μεθ’ υμών και ευρίσκων τας θύρας της φυλακής
ανεωγμένας εβεβαιώθην, ότι ο Θεός, εις τον οποίον πιστεύετε, είναι μέγας και
παντοδύναμος και αυτός σας βοηθεί και τοιαύτα θαυμάσια τελεί δια σας· δια τούτο
και εγώ εις αυτόν ολοψύχως πιστεύω και αυτόν μόνον ομολογώ Θεόν αληθινόν».Ταύτα
ειπών ο δεσμοφύλαξ κατεφίλει τους πόδας των Αγίων. Ότε δε εξήρχοντο της φυλακής
οι Άγιοι, άπαντες οι εν τη φυλακή ευρισκόμενοι έκλαιον· στραφείς δε ο μακάριος
Ευτρόπιος είπε προς αυτούς· «Μη κλαίετε, αδελφοί μου, διότι πάλιν θέλομεν ίδει
αλλήλους· αλλ’ εύξασθε προς Κύριον, ίνα εγώ και οι σύντροφοί μου αγωνισθώμεν
έως τέλους εις την καλήν ομολογίαν και αξιωθώμεν να πάθωμεν δια την αγάπην του
Χριστού και ίνα ευρίσκοντες προς αυτόν παρρησίαν πρεσβεύσωμεν υπέρ καταπαύσεως
της μανίας των ειδωλολατρών και φωτισμού του κόσμου δια της Πίστεως του
Χριστού». Ταύτα αφού είπον προς αυτούς και αφού τους παρηγόρησαν ικανώς
ανεχώρησαν μετά των στρατιωτών. Έψαλλε δε τότε ο μακάριος Ευτρόπιος τον Ψαλμόν
του Δαβίδ· «Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν, αλλ’ ή το κατοικείν αδελφούς επί το
αυτό»; (Ψαλμ. ρλβ΄ 1). Φωνή δε τότε ήλθεν εκ του ουρανού λέγουσα· «Αληθώς,
Ευτρόπιε, δεν θέλω σε χωρίσει από τους αδελφούς σου, έως ότου έλθητε προς τον
Θεόδωρον, εν φωτί ζώντων, εις κόλπους των Πατριαρχών». Ταύτην την φωνήν
ακούσαντες οι Άγιοι εχάρησαν χαράν μεγάλην. Ευχαριστούντες δε τω Θεώ εβάδιζον.
Ήτο δε ο μακάριος Ευτρόπιος ωραίος την όψιν και σοφός τον λόγον, ως ήτο σοφός
και ο αδελφός του Κλεόνικος, αμφότεροι Καππαδόκες το γένος· ο δε Βασιλίσκος,
καθώς και ο Θεόδωρος, ήσαν από χωρίον τι της Αμασείας, Χουμιάλων καλούμενον.
Ελθόντες λοιπόν οι Μάρτυρες εστάθησαν έμπροσθεν του ηγεμόνος, λαμπροί τα πρόσωπα.
Ηρώτησε δε τότε ο ηγεμών· «Ούτοι είναι οι
συνδεσμώται του Θεοδώρου»; Απεκρίθησαν οι στρατιώται· «Ναι, ούτοι είναι». Τότε
ο ηγεμών είπε προς τους Αγίους· «Πως τα πρόσωπά σας δεν είναι σκυθρωπά, ως από
φυλακής εξελθόντες, αλλά λαμπρά, ωσάν να ευφραίνεσθε καθ’ ημέραν»; Απεκρίθη ο
Άγιος Ευτρόπιος· «Αληθώς είπας, ω ηγεμών· διότι ο Χριστός καθ’ ημέραν μας
ευφραίνει φανερούμενος προς ημάς. Πραγματοποιείται δε εις ημάς το γεγραμμένον·
«Καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει». (Παρ. ιε: 13). Ηρώτησε πάλιν ο ηγεμών·
«Πως ονομάζεσαι»; Απεκρίθη ο Ευτρόπιος· «Χριατιανός είμαι, ονομάζομαι δε
Ευτρόπιος». Λέγει ο ηγεμών· «Ναι, αληθώς και Εύτροπος και καλόγνωμος και σοφός
είσαι». Απεκρίθη και πάλιν ο Ευτρόπιος· «Εγώ θεόπνευστον σοφίαν έμαθον παρά του
Κυρίου μου Ιησού Χριστού και ελπίζω εις αυτόν, ότι θέλει με ενδυναμώσει και
καθοδηγήσει». Τότε ο ηγεμών με αυστηροτέραν φωνήν λέγει προς τον Άγιον·
«Άκουσόν μου, Ευτρόπιε· κατάπεισε τους συντρόφους σου και θυσιάσατε αμέσως προς
αυτούς να σε ορίσουν ύστερον από εμέ ηγεμόνα και διάδοχόν μου, την δε πατρίδα
σου πολύ θέλω τιμήσει, δια να γνωρίσης, ότι καλόν είναι να υπακούη τις εις τους
άρχοντας και τους βασιλείς. Εάν όμως παρακούσης, θέλω κατακόψει τας σάρκας σου
κατά μέλη και θέλω ρίψει αυτά εις τους σκύλους και τα θηρία, όσα δε οστά σου
απομείνουν θα τα κατακαύσω. Αλλά και αυτό το χώμα το οποίον θέλει απομείνει από
σε θα το σκορπίσω εις τον ποταμόν. Μη νομίσης λοιπόν, ότιθέλουν εύρει οι Χριστιανοί
το σώμα σου, δια να το ενταφιάσουν ως άγιον με τιμήν και δόξαν. Όθεν καταπείσου
και θυσίασε εις τους θεούς. Εάν πάλιν τούτο σου φαίνεται δύσκολον, λόγον μόνον
ειπέ εις τον λαόν, ότι θυσιάζεις και ότι υπακούεις εις τας εντολάς μου, διότι
όλοι εις σε στρέφουν τα βλέμματα. Λυπήσου λοιπόν και τον εαυτόν σου και τους
συντρόφους σου». Τότε ο Μάρτυς, αποκριθείς, είπε προς τον ηγεμόνα· «Παύσε, υιέ
του διαβόλου· παύσε, κληρονόμε γεέννης· παύσε, πνεύμα πολύλογον· παύσε, εχθρέ
του Θεού και του Παραδείσου και των αγαθών του εξόριστε· παύσε, αναίσθητε,
πλούτον και τιμήν υποσχόμενος, πράγματα πρόσκαιρα, αίτια πολλάκις απωλείας· δεν
ήκουσας την διήγησιν του Μάρτυρος Θεοδώρου, τι έπαθεν ο προηγούμενός σου
ηγεμών; Ότι έμεινεν άταφος, αναβραζόμενος από την γην; Και εις σε λοιπόν
συντόμως θέλει έλθει η οργή του Θεού. Τι με απειλείς με πυρ και ξίφη και θηρία;
Μη νομίσης, ασύνετε, ότι θέλω υποταχθή εις τα δώρα σου ή εις τας απειλάς σου.
Εις εμέ πλούτος και δύναμις είναι ο Χριστός, από τον οποίον δεν θέλω χωρίσει
ποτέ, ούτε εγώ ούτε οι αδελφοί μου· διότι η υπομονή
μας είναι αυτός ο Σωτήρ, ο αρχηγός της ζωής, ο αληθινός αθλοθέτης και στρατηγός
ακατανίκητος, όστις ελευθερώνει τους επικαλουμένους αυτόν από πολλούς
πειρασμούς. Αυτός λοιπόν δύναται να ελευθερώση και ημάς τους δούλους του από
τας ανόμους χείρα σου». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών και πολύ θυμωθείς επρόσταξε να
δείρουν τον Άγιον εις το στόμα. Ενώ δε τούτο εγένετο, λέγει ο ηγεμών προς τον
Άγιον· «Ανόσιε, σε εκάλεσα να θυσιάσης και όχι να ρητορεύσης και να υβρίζης».
Θαύμα όμως εξαίσιον ηκολούθησε τότε, διότι καθ’ ον χρόνον οι δήμιοι έδερον
σφοδρώς το στόμα του Αγίου, εξηράνθησαν αι χείρες αυτών. Ιδών δε ο ηγεμών την
υπομονήν του ανδρός και ακούσας τους ονειδισμούς επρόσταξε να μη γράφωνται οι
λόγοι του Μάρτυρος. Παρευθύς τότε οι γραφείς έπαυσαν να γράφουν τα γενόμενα,
πλην ενός, όστις έγραφε ταύτα κρυφίως. Ο δε ηγεμών επανέλαβε· «Θυσιάζεις εις
τους θεούς, Ευτρόπιε, δια να ζήσης, ή δεν θυσιάζεις»; Ο Άγιος απήντησεν· «Εγώ
δεν θύω εις αναισθήτους δαίμονας, καθώς συ, ο οποίος, αναίσθητος ων, μωραίνεις,
αλλά θύω εις τον αληθή Θεόν θυσίαν αινέσεως. Οι ιδικοί σας θεοί είναι είδωλα
άψυχα, «αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων. Στόμα έχουσι και ου
λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται· ώτα έχουσι και ουκ ακούσονται,
ρίνας έχουσι και ουκ οσφρανθήσονται· χείρας έχουσι και ου ψηλαφήσουσι, πόδας
έχουσι και ου περιπατήσουσιν, ου φωνήσουσιν εν τω λάρυγγι αυτών. Όμοιοι αυτοίς
γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτοίς» (Ψαλμ. ριγ:
12-16). Συ λοιπόν, τυφλός ων και κωφός και άλαλος, θέλεις να σύρης και εμέ εις
την αυτήν απώλειαν; Αλλά γνώριζε, ότι εγώ δεν χωρίζομαι από την αγάπην του
Κυρίου μου Ιησού Χριστού». Μη δυνάμενος τότε πλέον να αντιλέγη προς ταύτα ο
παράνομος ηγεμών, είπε προς τον Κλεόνικον και τον Βασιλίσκον· «Και σεις τι
λέγετε; Θυσιάζετε εις τους θεούς δια να ζήσετε, ή τα αυτά φρονείτε, δια να
βασανισθήτε ωσάν αυτόν»; Οι Άγιοι απεκρίθησαν· «Καθώς πιστεύει ο αδελφός μας
Ευτρόπιος, όστις είναι θεμελιωμένος επάνω εις την άσειστον πέτραν της του
Χριστού Πίστεως, ούτω και ημείς είμεθα στερεωμένοι εις Πατέρα και Υιόν και
Άγιον Πνεύμα και πάσχομεν δια τον Χριστόν, καθώς ο Ευτρόπιος· και είμεθα
πρόθυμοι να θυσιασθώμεν δι’ Αυτόν· και δεν θέλει δυνηθή να εισχωρήση εις το
μέσον ημών ο συνεργός σου διάβολος, επειδή ο Χριστός μάς συνέσφιγξε με άρρηκτον
πίστιν· διότι ημείς, ως τρίπλοκον σχοινίον, δεν αποχωριζόμεθα απ’ αλλήλων.
Καθώς δε η Αγία Τριάς, ο Θεός μας, είναι εις και αμέριστος κατά την φύσιν, ούτω
και ημείς είμεθα αχώριστοι κατά την Πίστιν. Τάχυνον λοιπόν εις το να τιμωρήσης
ημάς δια μεγαλυτέρων βασάνων, διότι βιαζόμεθα να φθάσωμεν εις τα αγαθά, τα
οποία συ μισείς». Ταύτα αφού είπον οι Άγιοι επρόσταξεν ο ηγεμών να γυμνωθούν
και να δαρούν σφοδρώς με βούνευρα ωμά. Τυπτομένων δε των Αγίων επί ώρας πολλάς
αγρίως, εθαύμαζεν ο ηγεμών και όλοι οι βλέποντες την άμετρον υπομονήν αυτών. Οι
δε Μάρτυρες γενναίως φέροντες τας βασάνους, ηυχαρίστουν τον Θεόν, όστις τους
ενεδυνάμωνεν. Αναβλέψας δε ο μακάριος Ευτρόπιος εις τον ουρανόν, είπε· «Κύριε ο
Θεός ο Παντοκράτωρ, ο αγαθός και αψευδής, ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού·
ο τους δικαίους διασώζων και τους αμαρτωλούς οδηγών προς μετάνοιαν· ο τους
ευσεβείς διαφυλάττων και τους ασεβείς επιστρέφων· ο τους αγαθούς αγαπών και
τους πονηρούς μεταβάλλων· ο τους σοφούς διασώζων και τους άφρονας νουθετών· ο
τον άνθρωπον λύσας, ο εν δεσμοίς και βασάνοις βοηθός και δοτήρ Χάριτος· ο των
ψυχών σωτήρ· ο της μαρτυρίας αρχηγός και της υπομονής και πάσης αγαθωσύνης
χορηγός, δος ημίν τον της υπομονής στέφανον και βοήθησόν μας, ως και τον δούλον
σου Θεόδωρον· και δείξον εις τους ασεβείς, ότι και ημείς αληθώς έχομεν βασιλέα
τον ιδικόν σου Υιόν και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, σοι γαρ πρέπει η δόξα εις
τους αιώνας· αμήν». Αμέσως τότε έγινε σεισμός μέγας, ώστε εσαλεύθη όλον το
κριτήριον και λυθέντες οι Άγιοι από τα δεσμά, εστάθησαν σώοι. Επιφανείς δε και
ο Κύριος με στρατιάς Αγγέλων και μετά του Αγίου Θεοδώρου, τους επλήρωσε χαράς
και ευφροσύνης. Τότε ο μακάριος Ευτρόπιος κλίνας τα γόνατα προσηύξατο προς τον
Θεόν, λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, ότι τόσον ταχέως επήκουσάς
μου του αμαρτωλού. Τις είμαι εγώ, ίνα ο Κύριός μου έλθη προς με»; Στραφείς
κατόπιν προς τους Αγίους Κλεόνικον και Βασιλίσκον είπε· «Ίδετε αδελφοί. Ιδού ο
Βασιλεύς ημών Χριστός παρίσταται ενταύθα περιβεβλημένος με δόξαν πολλήν, έχων
μεθ’ εαυτού και τον Θεόδωρον». Τότε ο μέγας Θεόδωρος εμφανισθείς πλησίον του
Κυρίου είπε προς τον Ευτρόπιον· «Αδελφέ Ευτρόπιε, ευθύς μόλις προσηυχήθης,
εισηκούσθη η δέησίς σου και δια τούτο ήλθεν ο Σωτήρ, ίνα σας βοηθήση και σας
ευαγγελίση την αιώνιον ζωήν». Ωμίλησε δε προς τους Αγίους και ο Κύριος και
λέγει προς αυτούς· «Ότε εβασανίζεσθε παρών ήμην και ανέμενον ίνα ίδω την
υπομονήν σας· επειδή δε υπεμείνατε τας βασάνους δι’ εμέ, εγώ θα σας ενισχύσω,
να τελειώσετε το Μαρτύριον και να γραφώσι τα ονόματά σας εν βίβλω ζωής». Ταύτα
αφού είπεν ο Κύριος, ευθύς έπαυσεν ο πόνος των πληγών των. Ευλογήσας δε αυτούς
ο Σωτήρ έγινεν αφανής απ’ αυτών. Ταύτα όχι μόνον οι Άγιοι είδον, αλλά και
πολλοί από τους περιεστώτας και τους τύπτοντας τους Αγίους, οίτινες τοιαύτα
εξαίσια ιδόντες εβόησαν· «Δεόμεθά σου, ηγεμών, ημείς δεν δυνάμεθα πλέον να τους
βασανίζωμεν». Ο δε ηγεμών είπε προς αυτούς· «Σας εμάγευσαν οι γόητες»· το δε
πλήθος εβόησε· «Δεν είναι μαγείαι τα γενόμενα, αλλ’ ο Θεός των Χριστιανών
βοηθεί τούτους. Ημείς και την μορφήν του βασιλέως αυτών Χριστού είδομεν και την
φωνήν τών μετ’ αυτών Αγγέλων ηκούσαμεν, ακόμη δε και τον προ πολλού τελειωθέντα
Θεόδωριν εγνωρίσαμεν και το σημείον της αναστάσεως είδομεν». Απεκρίθη δε προς
αυτούς ο ηγεμών και είπεν· «Εγώ ούτε μορφήν είδον, ούτε φωνήν ήκουσα». Λέγει
τότε προς αυτόν ο Άγιος· «Αληθώς λέγεις· διότι ο σατανάς ετύφλωσε την καρδίαν
σου, κατά την προφητείαν, «τους οφθαλμούς εκάμμυσαν μήποτε ίδωσι τοις
οφθαλμοίς, και τοις ωσίν ακούσωσι» (Ησαϊας στ: 10). Ο δε ηγεμών, φοβηθείς τας
φωνάς του λαού, έστειλε τους Αγίους εις την φυλακήν. Ιδόντες δε αυτούς οι άλλοι
φυλακισμένοι εχάρησαν. Οι δε Άγιοι έψαλλον· «Η βοήθεια ημών εν ονόματι Κυρίου του
ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην» (Ψαλμ. ρκγ: 8). Εδίδασκον δε και τους
άλλους δεσμίους και εστερέωνον αυτούς εις το Μαρτύριον. Μετά τα συμβάντα ταύτα,
ο ηγεμών συνεβουλεύθη τους συμβούλους του, τι να κάμη τους Αγίους και εκείνοι
του απεκρίθησαν· «Συντόμως θανάτωσον αυτούς, διότι άπασα η πόλις κινδυνεύει να
πιστεύση εις τον Χριστόν, αφού μάλιστα ο Ευτρόπιος είναι ρήτωρ και σοφός».
Λέγει ο ηγεμών· «Ας καλέσωμεν κατά μόνας τον Ευτρόπιον να τον παρακινήσωμεν
όλοι από κοινού και εάν δεν πεισθή, ευθύς να τον θανατώσωμεν». Έφεραν λοιπόν
εκεί τον Άγιον και ο ηγεμών καλέσας αυτόν πλησίον του εις την τράπεζαν, του
είπε· «Παρακαλούμεν σε, Ευτρόπιε, θυσίασον εις τους θεούς και κάθησον φάγε μεθ’
ημών». Τα αυτά δε και οι λοιποί έλεγον· ο δε Άγιος απεκρίθη· «Αδύνατον είναι, ω
ηγεμών, να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου, μη γένοιτο δε να καθήσω και εγώ μετά
μιαρών ειδωλολατρών, διότι λέγει ο Προφήτης· «Μακάριος ανήρ, ος ουκ επορεύθη εν
βουλή ασεβών, και εν οδώ αμαρτωλών ούκ έστη, και επί καθέδρα λοιμών ουκ
εκάθισεν» (Ψαλμ. α: 1). Και πάλιν· «Ουκ εκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος, και
μετά παρανομούντων ου μη εισέλθω» (Ψαλμ. κε: 4). Και αλλαχού πάλιν λέγει·
«Εξέλθετε εκείθεν και ακαθάρτου μη άπτεσθε, εξέλθετε εκ μέσου αυτών και
αφορίσθητε λέγει Κύριος». Ησ. νβ:11). Ταύτα του Αγίου ειπόντος, είπε προς αυτόν
ο ηγεμών· «Εύτροπος καλείσαι, αλλά κακότροπος έγινες». Απεκρίθη ο Άγιος· «Εγώ
κακότροπος δεν είμαι, αλλά τας εντολάς του Θεού μου φυλάττω· διότι εάν συ
φροντίζης να εκτελής τα προστάγματα του θνητού βασιλέως σου, πόσον μάλλον εγώ
πρέπει να εκτελώ τα προστάγματα του επουρανίου και αθανάτου Βασιλέως ημών»;
Λέγει ο ηγεμών· «Θυσίασον μετ’ εμού εις τους θεούς, δια να ίδη ο λαός και να
καταπεισθή να θυσιάση». Επρόσταξε δε και έφεραν και πολλά ενδύματα
χρυσοστόλιστα και χρυσίον και αργύριον
λίτρας εκατόν τριάκοντα και λέγει προς τον Άγιον· «Υπόσχομαι ενώπιον των θεών,
ότι όλα αυτά θέλω σου χαρίσει, εάν είπης και μόνον ότι επείσθης εις εμέ και
μετά πάλιν πίστευε εις τον Θεόν σου, καθώς θέλεις». Ο Άγιος απεκρίθη· «Μη
γένοιτο να γίνω εγώ εις την ποίμνην του Χριστού οδηγός της απωλείας· διότι
λέγει ο Κύριος· «Ος δ’ αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις
εμέ, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός εις τον τράχηλον αυτού και
καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης» (Ματθ. ιη: 6). Και πάλιν «Ου δύνασθε
Θεώ δουλεύειν και μαμμωνά» (Ματθ. στ: 24). Ποία λοιπόν επικοινωνία δύναται να
υπάρξη μεταξύ φωτός και σκότους; Και ποία συσχέτισις του Ναού του Θεού μετά των
ειδώλων; Λέγει δε και περί των θησαυρών σου τούτων ο Κύριος· «Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον
κερδήση την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή»; (Ματθ. ιστ: 26). Δια τούτο, μη βραδύνης·
διότι ημάς δεν θέλει χωρίσει τίποτε από την αγάπην του Χριστού». Θυμωθείς τότε
ο ηγεμών επρόσταξεν ειπών· «Υπάγετε αυτόν εις την φυλακήν. Διότι κακή φύσις δεν
μεταστρέφεται, ούτε μεταβάλλεται». Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Εγώ την προαίρεσίν σου
μέμφομαι και όχι την φύσιν σου· διότι συ πονηρόν και άκαρπον δένδρον ων,
κοπτόμενος θέλεις απορριφθή εις το αιώνιον πυρ». Ταύτα ειπόντος του Αγίου
ωδηγήθη εις την φυλακήν και εισελθών εν αυτή εύρε τον Κλεόνικον και τον
Βασιλίσκον προσευχομένους δι’ αυτόν. Ο δε μιαρώτατος ηγεμών, μετά την
αναχώρησιν του Αγίου, λέγει εις τους συμβούλους του· «Ούτος ο άνθρωπος όχι
μόνον δεν πείθεται εις ημάς, αλλά προσπαθεί να παρασύρη προς το μέρος του και
την πόλιν ολόκληρον. Λοιπόν, ας κάμωμεν θυσίαν κοινήν και ας καλέσωμεν και τους
φυλακισμένους Χριστιανούς· και όστις δεν πεισθή να θυσιάση, ευθύς να θανατωθή».
Τη επαύριον, άμα τη φωνή του κήρυκος, συνηθροίσθη όλη η πόλις εις τον ναόν της
Αρτέμιδος. Έφεραν δε εκεί και τους Αγίους, οίτινες ερχόμενοι έψαλλον με μίαν
φωνήν· «Οδόν αληθείας ηρετισάμην… νομοθέτησόν με, Κύριε, την οδόν των
δικαιωμάτων σου» (Ψαλμ. ριη: 30 – 33). Αφού δε προσήλθον οι Άγιοι ενώπιον του
ηγεμόνος λέγει ούτος προς τον Ευτρόπιον· «Οι άλλοι εθυσίασαν· θυσίασον λοιπόν
και συ με τους συντρόφους σου, δια να μη θανατωθήτε». Τότε ο Ευτρόπιος μετά των
συ αυτώ Αγίων προσηύξατο προς τον Θεόν λέγων· «Κύριε Θεέ Παντοκράτωρ, αιώνιε
και αναλλοίωτε, ο κατοικών εν ουρανοίς και επί γης ανυμνούμενος, ο στερεώσας
τον ουρανόν και την γην επ’ ουδενός πήξας, ο τους Αγίους σου Τρεις Παίδας
ρυσάμενος εκ του πυρός και τον Δανιήλ εκ του στόματος των λεόντων, ο τον συν
ημίν μακάριον Θεόδωρον τελειώσας, συνέτισον και συντελείωσον και ημάς. Βοήθησον
και νυν, Κύριε, και αφάνισον την μανίαν των ειδωλολατρών, δώσε δε εις τον τόπον
τούτον την ευλογίαν σου, ίνα θυσίας αναιμάκτους προσφέρη εις Σε τον αληθινόν
Θεόν, υπέρ της σωτηρίας των ψυχών των ευσεβών Χριστιανών, ότι Σου εστιν η δόξα
του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματι του ενός Θεού, νυν και αεί και
εις τους αιώνας των αιώνων· αμήν. Ταύτα ειπόντων
των Αγίων εγένετο βροντή φοβερά και σεισμός μέγας, ώστε εσείσθη ο ναός, το δε
είδωλον της Αρτέμιδος καταπεσόν συνετρίβη. Εγένετο δε και φωνή προς τους Αγίους
λέγουσα· «Εισηκούσθη η δέησίς σας περί πάντων, ων εδεήθητε, από τώρα δε και εις
το εξής ο τόπος ούτος θέλει γίνει Ναός Χριστιανικός, εις τον οποίον θα
λατρεύεται ο αληθής Θεός». Ιδών ο ηγεμών τον σεισμόν εφοβήθη σφόδρα, καθώς και
όλοι όσοι ήσαν μετ’ αυτού και εγερθέντες έφυγον παρευθύς δια να μη θανατωθούν,
οι δε Άγιοι έχαιρον. Καθήσας δε πάλιν μετά ταύτα ο ηγεμών επί του βήματος και
ωσεί λέων εξαγριωθείς κατά των Αγίων, επρόσταξε να βράσουν πίσσαν εις τρεις
λέβητας, να καρφώσουν δε και πασσάλους εις τέσσαρα μέρη. Τούτου δε γενομένου,
έφεραν τους Αγίους, οίτινες προσηύξαντο ομού λέγοντες· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο
Θεός ημών, δείξον και εις ημάς την δύναμίν σου, όχι διότι φοβούμεθα την
τιμωρίαν, αλλά δια να μη είπουν οι εχθροί σου, που είναι ο Θεός αυτών». Ενώ δε
οι Άγιοι του Χριστού Μάρτυρες ήσαν δεδεμένοι και γυμνοί, οι δε υπηρέται έχυνον την
πίσσαν βράζουσαν επάνω αυτών, είπεν ο Άγιος Ευτρόπιος· «Ο Κύριος να μεταστρέψη
την πονηρίαν σας κατ’ επάνω σας». Τότε η πίσσα εκυλίσθη από τα νώτα των Αγίων,
όπως το ύδωρ επάνω εις το μάρμαρον και εκτοξευθείσα εις τα σώματα των υπηρετών
κατέκαυσε τούτους μέχρι των οστέων. Ιδών δε ο ηγεμών τους μεν υπηρέτας
κατακεκαυμένους, τους δε Αγίους αβλαβείς, επρόσταξε να ξεσχίσωσι τας σάρκας των
Αγίων με σιδηρούς όνυχας και να χύσουν επάνω εις τας πληγάς αυτών όξος
αναμεμιγμένον μετά σινάπεως και τούτο να γίνεται εν συνεχεία. Τιμωρούμενος δε ο
μακάριος Ευτρόπιος έλεγε· «Κύριε Θεέ Παντοδύναμε, γνωρίζομεν την βοήθειαν, την
οποίαν παρέσχες εις ημάς, αλλά και τώρα έως τέλους βοήθησον ημάς και
ελευθέρωσόν μας από του ασεβούς τούτου Ασκληπιοδότου». Είτα στραφείς προς τον ηγεμόνα,
είπε· «Δυσσεβέστατε και εχθρέ του Θεού, βασάνιζε ημάς περισσότερον δια να
γίνουν λαμπρότεροι και οι στέφανοι ημών». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, προσέταξε να
δείρουν τους Αγίους με νεύρα ωμά και πάλιν ύστερον να τους φυλακίσουν. Οι δε
Άγιοι προσηύξαντο εις την φυλακήν λέγοντες· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών,
μη εγκαταλείψης ημάς έως ότου αντιπαρέλθωμεν τον χειμώνα του ασεβούς τούτου
ηγεμόνος». Ταύτα δε προσευξαμένων, εφάνη προς αυτούς ο Κύριος και τους λέγει·
«Επειδή παρεδώκατε τον εαυτόν σας εις θάνατον δι’ εμέ, θέλετε λάβει την
αιώνιονζωήν μετά των Αγίων». Ταύτα οι Άγιοι Μάρτυρες ακούσαντες ενεδυναμώθησαν
περισσότερον εις την Πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Την άλλην ημέραν
έφεραν και πάλιν τους Αγίους έμπροσθεν του ηγεμόνος, όστις τους είπε· «Θυσιάζετε
εις τους θεούς ή θέλετε να θανατωθήτε»; Ο Άγιος Ευτρόπιος απεκρίθη· «Τυφλέ και
αναίσθητε, δεν προσφέρομεν θυσίαν εις αναισθήτους δαίμονας, κάμε λοιπόν ό,τι
νομίζεις». Τότε ο ηγεμών απεφάσισεν ούτως· «Προστάζω να θανατωθή ο Ευτρόπιος,
διδάσκαλος ων των μάγων και ο σύντροφός του Κλεόνικος, μάγος ων και αυτός,
επειδή δεν υπήκουσαν εις τα προστάγματα των βασιλέων, αλλ’ ωμολόγησαν την
Πίστιν των Χριστιανών. Δια δε τον Βασιλίσκον τον σύντροφόν των, προστάζω να
παραμείνη ακόμη εις την φυλακήν, μήπως και καταπεισθή αυτός να θυσιάση εις τους
θεούς». Ταύτα ακούσας ο Άγιος Βασιλίσκος ανεβόησε· «Δεν πείθομαι· γράψον και
κατ’ εμού την απόφασιν». Απεκρίθη ο ηγεμών· «Επειδή
έχετε συμφωνίαν να μη χωρίσητε, δεν αποφασίζω τώρα και δια τους τρεις». Ο Άγιος
Ευτρόπιος είπε τότε· «Αληθώς παντός θηρίου αγριώτερε και αλογώτερε, ο Θεός
θέλει σε τιμωρήσει ταχέως και θα λάμψη πάλιν η Ευσέβεια. Αυτός ο Θεός θα δώση
καρπόν και ωφέλειαν εις τας Εκκλησίας του Χριστού». Ταύτα αφού είπεν ο
Ευτρόπιος, μετεφέρθη έξω της πόλεως μετά του Κλεονίκου, πάσα δε η πόλις
ηκολούθει, ειδωλολάτραι και Χριστιανοί, ίνα ίδουν το τέλος αυτών. Ελθόντες δε
οι Μάρτυρες εις τον τόπον, όπου έμελλον να σταυρωθούν, προσηύξαντο λέγοντες· «Κύριε ο Θεός ημών, ευχαριστούμεν Σοι,
ότι ηξίωσας ημάς των στεφάνων της δικαιοσύνης, ευχαριστούμεν Σοι ότι δια του
Σταυρού σου εγίναμεν όμοιοι των παθημάτων σου, καταξίωσον δε του λοιπού να
ειρηνεύση το γένος των Χριστιανών, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας· αμήν».
Ούτω προσευχηθέντων των Αγίων Μαρτύρων, εκάρφωσαν αυτούς οι δήμιοι εις τα ξύλα.
Υψώσαντες δε οι Άγιοι τα όμματα προς τον ουρανόν, αφήκαν τελευταίαν φωνήν
λέγοντες· «Κύριε, εις χείρας σου παρατιθέμεθα τα πνεύματα ημών». Ευθύς δε με
τον λόγον και τας αγίας αυτών ψυχάς απέδωκαν. Ηκούσθη τότε φωνή εκ του ουρανού
λέγουσα· «Ευτρόπιε και Κλεόνικε, καλώς ηγωνίσθητε·
έλθετε λοιπόν, ίνα απολαύσητε τους της δικαιοσύνης στεφάνους». Πάντες δε οι
ακούσαντες την φωνήν ταύτην εδόξασαν τον Θεόν, τον ούτω δοξάσαντα αυτούς. Τότε
ευσεβείς τινες Χριστιανοί, Κόϊντος και Βελόνικος καλούμενοι, λαβόντες τα σώματα
των Αγίων, έθαψαν αυτά εντίμως· και ο μεν Βελόνικος κατέθετο το ιερόν του Αγίου
Ευτροπίου Λείψανον εις τόπον τινά ιδικόν του λεγόμενον Θερμά, μακράν από την
πόλιν Αμάσειαν δεκαοκτώ μίλια, ο δε Κόϊντος λαβών το σώμα του Κλεονίκου το
ενεταφίασεν εις χωρίον καλούμενον Κήμα, μακράν από την ιδίαν πόλιν Αμάσειαν
μίλια τριάκοντα. Εις τα μέρη ταύτα πολλαί ιατρείαι και θαύματα υπερφυσικά
τελούνται έως σήμερον υπό των Αγίων ενδόξων Μαρτύρων Ευτροπίου και Κλεονίκου,
εις δόξαν και ευχαριστίαν του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, συν
τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν
και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Κυριακή, 3 Μαρτίου 2019
Ευτρόπιος, Κλεόνικος και Βασιλίσκος οι Άγιοι Μάρτυρες έζων κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284 – 305), καταγόμενοι μεν εξ Αμασείας, ήτις είναι πόλις διάσημος της εν τω Πόντω Καππαδοκίας, ήσαν δε συγγενείς και συστρατιώται του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου