Φιλητός
ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς και οι συν αυτώ συναθλήσαντες Άγιοι Μάρτυρες, Λυδία
η τούτου σύζυγος, Θεοπρέπιος και Μακεδών τα τέκνα αυτών. Αμφιλόχιος ο δούξ και
Κρονίδης ο Κομενταρήσιος έζων κατά τους χρόνους Αδριανού του βασιλέως του
βασιλεύσαντος κατά τα έτη ριζ΄ - ρλη΄ (117
- 138). Ήσαν δε ούτοι Χριστιανοί κατά την πίστιν και καθ’ εκάστην ημέραν
ελάτρευον τον Θεόν. Συλληφθείς δε ο μακάριος Φιλητός μετά της συζύγου του
Λυδίας και των δύο τέκνων του Θεοπρεπίου και Μακεδόνος ωδηγήθη εις τον βασιλέα.
Ο δε βασιλεύς, επειδή δεν ηδυνήθη να αντισταθή κατά της σοφίας του Αγίου, απέστειλεν αυτόν και την σύζυγόν του εις τον Αμφιλόχιον, όστις ήτο δουξ της Σλαβονίας, ευθύς δε εκείνος εκρέμασεν αυτούς επί ξύλου και διέταξε να κτυπώσι τα σώματά των με ξυλίνας σπάθας. Βλέπων την υπομονήν και την καρτερίαν αυτών ο Κομενταρήσιος Κρονίδης επίστευσεν εις τον Χριστόν, ομολογήσας δε την πίστιν του ταύτην παρρησία ερρίφθη ευθύς, μετά των λοιπών, εις την φυλακήν. Κατά την νύκτα λοιπόν εκείνην, ενώ οι Άγιοι έψαλλον και προσηύχοντο, εφάνησαν ουράνιοι Άγγελοι παραθαρρύνοντες και ενδυναμώνοντες αυτούς εις τον αγώνα του Μαρτυρίου, το δε πρωϊ ωδηγήθησαν εις τον Αμφιλόχιον, ο οποίος αφού είπε πρότερον προς αυτούς. «Πολλαί βάσανοι και τιμωρίαι είναι ητοιμασμέναι δια σας», έρριψε τους Αγίους εντός λέβητος πλήρους ζέοντος ελαίου και ρητίνης. Και, ω του θαύματος! Παρευθύς ο λέβης εψυχράνθη. Τότε, θαυμάσας ο δουξ Αμφιλόχιος δια το γενόμενον θαύμα, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εισήλθε και αυτός εντός του λέβητος, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει μοι». Φωνή τότε θεϊκή ηκούσθη υπ’ Αυτού, λέγουσα· «Εισηκούσθη η δέησίς σου και ανάβηθι εδώ εις εμέ». Ταύτα μαθών ο βασιλεύς, ανεχώρησεν εκ της Ρώμης και μετέβη εις την Σλαβονίαν, οργής έμπλεως και εκτοξεύων απειλάς. Φθάσας λοιπόν εκεί, προστάσσει να καή επί επτά ημέρας λέβης πλήρης ελαίου και εντός αυτού να ριφθώσιν και οι εξ Άγιοι. Τούτου γενομένου εφυλάχθησαν άπαντες αβλαβείς υπό της Χάριτος του Θεού. Καταισχυνθείς λοιπόν ο βασιλεύς δια το θαυμάσιον τούτο, επανήλθεν εις την Ρώμην, οι δε Άγιοι προσευχηθέντες και ευχαριστήσαντες τω Θεώ, παρέδωκαν εις Αυτόν τας ψυχάς των και έλαβον τους στεφάνους της αθλήσεως.
Ο δε βασιλεύς, επειδή δεν ηδυνήθη να αντισταθή κατά της σοφίας του Αγίου, απέστειλεν αυτόν και την σύζυγόν του εις τον Αμφιλόχιον, όστις ήτο δουξ της Σλαβονίας, ευθύς δε εκείνος εκρέμασεν αυτούς επί ξύλου και διέταξε να κτυπώσι τα σώματά των με ξυλίνας σπάθας. Βλέπων την υπομονήν και την καρτερίαν αυτών ο Κομενταρήσιος Κρονίδης επίστευσεν εις τον Χριστόν, ομολογήσας δε την πίστιν του ταύτην παρρησία ερρίφθη ευθύς, μετά των λοιπών, εις την φυλακήν. Κατά την νύκτα λοιπόν εκείνην, ενώ οι Άγιοι έψαλλον και προσηύχοντο, εφάνησαν ουράνιοι Άγγελοι παραθαρρύνοντες και ενδυναμώνοντες αυτούς εις τον αγώνα του Μαρτυρίου, το δε πρωϊ ωδηγήθησαν εις τον Αμφιλόχιον, ο οποίος αφού είπε πρότερον προς αυτούς. «Πολλαί βάσανοι και τιμωρίαι είναι ητοιμασμέναι δια σας», έρριψε τους Αγίους εντός λέβητος πλήρους ζέοντος ελαίου και ρητίνης. Και, ω του θαύματος! Παρευθύς ο λέβης εψυχράνθη. Τότε, θαυμάσας ο δουξ Αμφιλόχιος δια το γενόμενον θαύμα, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εισήλθε και αυτός εντός του λέβητος, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει μοι». Φωνή τότε θεϊκή ηκούσθη υπ’ Αυτού, λέγουσα· «Εισηκούσθη η δέησίς σου και ανάβηθι εδώ εις εμέ». Ταύτα μαθών ο βασιλεύς, ανεχώρησεν εκ της Ρώμης και μετέβη εις την Σλαβονίαν, οργής έμπλεως και εκτοξεύων απειλάς. Φθάσας λοιπόν εκεί, προστάσσει να καή επί επτά ημέρας λέβης πλήρης ελαίου και εντός αυτού να ριφθώσιν και οι εξ Άγιοι. Τούτου γενομένου εφυλάχθησαν άπαντες αβλαβείς υπό της Χάριτος του Θεού. Καταισχυνθείς λοιπόν ο βασιλεύς δια το θαυμάσιον τούτο, επανήλθεν εις την Ρώμην, οι δε Άγιοι προσευχηθέντες και ευχαριστήσαντες τω Θεώ, παρέδωκαν εις Αυτόν τας ψυχάς των και έλαβον τους στεφάνους της αθλήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου