Ὑπάρχει ἄμεση ἐπικοινωνία μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς
Θριαμβευούσης Ἐκκλησίας καὶ τῆς Στρατευομένης. Μάλιστα σὲ μιὰ εὐχὴ τῶν
Θεοφανείων τοῦ Ἁγ. Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων λέγεται τὸ ἑξῆς: «Σήμερον τὰ
ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει, καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ». Καὶ πάλι σὲ ἄλλο
σημεῖο λέγει: «καὶ Ἄγγελοι μετὰ ἀνθρώπων συνεορτάζουσι». Ὅπως βλέπουμε λοιπὸν δὲν
ἐμποδίζει τὴν ἐπικοινωνία, οὔτε ἡ διαφορὰ τῆς οὐράνιας καὶ ἐπίγειας ζωῆς, οὔτε ἡ
σάρκα. Ἀλλὰ τοὺς ἑνώνει ὁ Χριστός. Ἕνα ὡραῖο παράδειγμα εἶναι ἡ συνεργασία τοῦ Ἀπ.
Παύλου καὶ τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὠργίσθηκε κάποτε ὁ βασιλεὺς τῆς Πόλεως
ἐναντίον κάποιου ἄρχοντος τοῦ παλατιοῦ.
Τοῦ πῆρε τὴν περιουσία καὶ ἤθελε νὰ τὸν φονεύση. Ἐκεῖνος μὴ ἔχοντας ποῦ ἀλλοῦ νὰ καταφύγη, ἔτρεξε στὸν Πατριάρχη Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀπουσίαζε ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ ἔτσι δὲν τὸν εἶδε αὐτοπροσώπως. Ὅταν ὅμως ὁ Ἅγιος ἔμαθε ὅτι τὸν ζήτησε ὁ ἄρχοντας, τοῦ παρήγγειλε νὰ πάη τὴν ὥρα τοῦ Ἀποδείπνου νὰ συνομιλήσουν. Ἔδωσε μάλιστα ἐντολὴ στὸ μαθητή του τὸν Πρόκλο, ποὺ ἀργότερα ἔγινε καὶ αὐτὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ἔλθη ὁ ἄρχοντας νὰ τὸν πάη κρυφὰ στὸ κελλί του. Πράγματι, ὅταν νύχτωσε, πῆγε ὁ ἄρχοντας κατὰ τὴν παραγγελία τοῦ Ἁγίου. Ὁ Πρόκλος πηγαίνει νὰ εἰδοποιήση τὸν Ἅγιο καὶ βρίσκει τὴν πόρτα κλειστή. Νόμισε ὅτι δὲν ἦταν κανένας μέσα. Κοίταξε ὅμως ἀπὸ μιὰ θυρίδα, γιὰ νὰ βεβαιωθῆ καὶ βλέπει ὅτι ὁ μὲν Ἅγιος καθόταν καὶ ἔγραφε, κάποιος δὲ ἄνθρωπος φαλακρὸς καὶ μὲ πλατειὰ γένεια στεκόταν ἐπάνω ἀπὸ τοὺς ὤμους τοῦ Ἁγίου λίγο σκυμμένος καὶ τοῦ μιλοῦσε συνεχῶς στὸ αὐτί. Μόλις εἶδε αὐτὸ ὁ Πρόκλος, νόμισε ὅτι κάποιος ἄνθρωπος εἶχε ἔρθει ἀπ᾽ ἔξω καὶ συνομιλοῦσε μὲ τὸν Ἅγιο. Περίμενε πολλὴ ὥρα νὰ βγῆ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Ἀλλὰ ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ἐκεῖνος δὲν ἔβγαινε. Ἐπῆγε τότε καὶ εἶπε στὸν Ἄρχοντα ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν δῆ, διότι κάποιος ἄνθρωπος φαίνεται νὰ ὁμιλῆ μαζί του γιὰ σοβαρὴ ὑπόθεση. Ὁ ἄρχοντας περίμενε ἀκόμη λίγο καὶ ξαναστέλλει τὸν Πρόκλον. Ἐπέστρεψε λυπημένος, γιατὶ δὲν βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ βάλη μέσα τὸν ἄρχοντα καὶ διότι νόμισε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπῆκε κρυφὰ μέσα, χωρὶς νὰ τὸν ἐρωτήση. Περίμενε καὶ πάλι καὶ ἐνοχλούμενος ἀπὸ τὸν ἄρχοντα, πῆγε ξανὰ νὰ ἰδῆ. Βλέπει καὶ τώρα τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο νὰ ὁμιλῆ μὲ μεγάλη προσοχὴ στὸ αὐτὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ὥσπου ἦρθε ἡ ὥρα καὶ ἐσήμαναν γιὰ τὸν ὄρθρο. Τότε σηκώθηκε ὁ Ἅγιος καὶ πῆγε στὴν Ἐκκλησία, μὴ γνωρίζοντας οὔτε ὅτι ἦρθε ὁ ἄρχοντας ἐκεῖνος οὔτε τὰ ὅσα ἔβλεπε ὁ Πρόκλος. Τὸ ἄλλο βράδυ πηγαίνει καὶ πάλιν ὁ ἄρχοντας ἐκεῖνος, διότι εἶχε μεγάλη ἀνάγκη νὰ συναντήση τὸν Ἅγιο. Ὁ Πρόκλος πῆγε νὰ δώση τὴν εἴδηση στὸν Ἅγιο. Ἀλλὰ καὶ πάλι εἶδε ἐκεῖνον τὸν φαλακρό, ποὺ ἔβλεπε καὶ τὸ προηγούμενο βράδυ. Μιλοῦσε στὸ αὐτὶ τοῦ Ἁγίου καὶ ὁ Ἅγιος τὸν ἄκουε μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ ἔγραφε. Τότε εἶπε στὸν ἑαυτό του ὁ Πρόκλος: - Οὔτε θὰ φάγω οὔτε θὰ κλείσω μάτι, ἂν δὲν μπορέσω νὰ καταλάβω καὶ νὰ δῶ ἀπὸ ποῦ τέλος πάντων μπαίνει μέσα ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς καὶ ποιὸς εἶναι καὶ τὶ θέλει. Τὴν τρίτη νύχτα ξανάρχεται ὁ ἄρχοντας. Τὸν ἐρώτησε τότε ὁ Πρόκλος τὸν ἄρχοντα νὰ τοῦ πῆ, τὶ ἤθελε τὸν Πατριάρχη γιὰ τὴν ὑπόθεσή του. Ἐκεῖνος τοῦ ἐξέθεσε ἀκολούθως τὸ βάσανό του. - Μὴ στενοχωριέσαι, τοῦ ἀπάντησε ὁ Πρόκλος. Ἀπόψε εἶναι μόνος του, διότι ἐγὼ φύλαξα καὶ δὲν μπῆκε μέσα κανένας ἄλλος. Πηγαίνω τώρα ἀμέσως νὰ τοῦ τὸ πῶ. Ἐπῆγε, ἀλλὰ καὶ πάλιν, εἶδε τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο νὰ συνομιλῆ μὲ τὸν Ἅγιο. Περίμενε ἀρκετά, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν βγῆκε καθόλου. Τότε ἐπέστρεψε στὸν ἄρχοντα καὶ τοῦ εἶπε: - Πήγαινε στὸ καλό, ἄνθρωπέ μου καὶ παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ σὲ βοηθήση στὴν ἀνάγκη ποὺ βρίσκεσαι, διότι, καθὼς βλέπω, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνομιλήσης μὲ τὸν Πατριάρχη οὔτε σήμερα οὔτε αὔριο. Ἔτσι ἔφυγε ὁ ἄρχοντας λυπημένος, γιὰ τὴ συμφορά του. Κινδύνευε τὸ κεφάλι του. Τὴν ἄλλη ὅμως ἡμέρα τὸ πρωῒ θυμήθηκε ὁ Ἅγιος τὸν ἄρχοντα καὶ ρώτησε τὸν Πρόκλο, λέγοντας: - Γιατὶ δὲν ἦρθε ἐκεῖνος ὁ ἄρχοντας, ποὺ ἤθελε νὰ μοῦ μιλήση; Μήπως τακτοποιήθηκε ἡ ὑπόθεσή του; -Ὄχι, Δέσποτά μου, τοῦ ἀπάνταει ὁ Πρόκλος. Ἦλθε καὶ περίμενε ἐδῶ τρία μερόνυχτα, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ σὲ συναντήση. - Καὶ γιατὶ δὲν ἦρθες νὰ μοῦ τὸ πῆς; ἐρωτᾶ ὁ Πατριάρχης. - Ἦρθα, Δέσποτά μου, ἀποκρίθηκε ὁ Πρόκλος, καὶ πέντε καὶ δέκα φορές, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ σοῦ μιλήσω, διότι κάποιος γέροντας σεβάσμιος στεκόταν ἀπὸ ἐπάνω σου καὶ σοῦ μιλοῦσε στὸ αὐτὶ συνεχῶς. Δὲν ἤθελα νὰ σὲ διακόψω στὴ συνομιλία σου μὲ ἐκεῖνον, διότι ἔβλεπα ὅτι τὸν ἄκουγες μὲ μεγάλη προσοχή. - Καὶ ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος, ποὺ μοῦ μιλοῦσε; ἐρωτᾶ ὁ Ἅγιος. - Δὲν τὸν γνωρίζω, ἀλλὰ συμπεραίνω, ὅτι μοιάζει μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, τοῦ ὁποίου τὴν εἰκόνα ἔχεις πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου καὶ τὴν κοιτάζεις, ὅταν γράφης. Τότε κατάλαβε ὁ Ἅγιος ὅτι ἄκουσε ὁ Θεὸς τὴν προσευχή του καὶ ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ ἐξηγήση τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου Παύλου, οἱ ὁποῖες εἶναι θησαυρὸς μέγας καὶ πλοῦτος ἀδαπάνητος στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τακτοποίησε ἀμέσως τότε καὶ τὴν ὑπόθεση τοῦ ἄρχοντα. Παρακάλεσε τὸν βασιλέα, τὸν ἐσυγχώρησε καὶ τὸν ἐπανέφερε πάλι στὴ θέση του.
Τοῦ πῆρε τὴν περιουσία καὶ ἤθελε νὰ τὸν φονεύση. Ἐκεῖνος μὴ ἔχοντας ποῦ ἀλλοῦ νὰ καταφύγη, ἔτρεξε στὸν Πατριάρχη Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀπουσίαζε ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ ἔτσι δὲν τὸν εἶδε αὐτοπροσώπως. Ὅταν ὅμως ὁ Ἅγιος ἔμαθε ὅτι τὸν ζήτησε ὁ ἄρχοντας, τοῦ παρήγγειλε νὰ πάη τὴν ὥρα τοῦ Ἀποδείπνου νὰ συνομιλήσουν. Ἔδωσε μάλιστα ἐντολὴ στὸ μαθητή του τὸν Πρόκλο, ποὺ ἀργότερα ἔγινε καὶ αὐτὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ἔλθη ὁ ἄρχοντας νὰ τὸν πάη κρυφὰ στὸ κελλί του. Πράγματι, ὅταν νύχτωσε, πῆγε ὁ ἄρχοντας κατὰ τὴν παραγγελία τοῦ Ἁγίου. Ὁ Πρόκλος πηγαίνει νὰ εἰδοποιήση τὸν Ἅγιο καὶ βρίσκει τὴν πόρτα κλειστή. Νόμισε ὅτι δὲν ἦταν κανένας μέσα. Κοίταξε ὅμως ἀπὸ μιὰ θυρίδα, γιὰ νὰ βεβαιωθῆ καὶ βλέπει ὅτι ὁ μὲν Ἅγιος καθόταν καὶ ἔγραφε, κάποιος δὲ ἄνθρωπος φαλακρὸς καὶ μὲ πλατειὰ γένεια στεκόταν ἐπάνω ἀπὸ τοὺς ὤμους τοῦ Ἁγίου λίγο σκυμμένος καὶ τοῦ μιλοῦσε συνεχῶς στὸ αὐτί. Μόλις εἶδε αὐτὸ ὁ Πρόκλος, νόμισε ὅτι κάποιος ἄνθρωπος εἶχε ἔρθει ἀπ᾽ ἔξω καὶ συνομιλοῦσε μὲ τὸν Ἅγιο. Περίμενε πολλὴ ὥρα νὰ βγῆ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Ἀλλὰ ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ἐκεῖνος δὲν ἔβγαινε. Ἐπῆγε τότε καὶ εἶπε στὸν Ἄρχοντα ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν δῆ, διότι κάποιος ἄνθρωπος φαίνεται νὰ ὁμιλῆ μαζί του γιὰ σοβαρὴ ὑπόθεση. Ὁ ἄρχοντας περίμενε ἀκόμη λίγο καὶ ξαναστέλλει τὸν Πρόκλον. Ἐπέστρεψε λυπημένος, γιατὶ δὲν βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ βάλη μέσα τὸν ἄρχοντα καὶ διότι νόμισε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπῆκε κρυφὰ μέσα, χωρὶς νὰ τὸν ἐρωτήση. Περίμενε καὶ πάλι καὶ ἐνοχλούμενος ἀπὸ τὸν ἄρχοντα, πῆγε ξανὰ νὰ ἰδῆ. Βλέπει καὶ τώρα τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο νὰ ὁμιλῆ μὲ μεγάλη προσοχὴ στὸ αὐτὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ὥσπου ἦρθε ἡ ὥρα καὶ ἐσήμαναν γιὰ τὸν ὄρθρο. Τότε σηκώθηκε ὁ Ἅγιος καὶ πῆγε στὴν Ἐκκλησία, μὴ γνωρίζοντας οὔτε ὅτι ἦρθε ὁ ἄρχοντας ἐκεῖνος οὔτε τὰ ὅσα ἔβλεπε ὁ Πρόκλος. Τὸ ἄλλο βράδυ πηγαίνει καὶ πάλιν ὁ ἄρχοντας ἐκεῖνος, διότι εἶχε μεγάλη ἀνάγκη νὰ συναντήση τὸν Ἅγιο. Ὁ Πρόκλος πῆγε νὰ δώση τὴν εἴδηση στὸν Ἅγιο. Ἀλλὰ καὶ πάλι εἶδε ἐκεῖνον τὸν φαλακρό, ποὺ ἔβλεπε καὶ τὸ προηγούμενο βράδυ. Μιλοῦσε στὸ αὐτὶ τοῦ Ἁγίου καὶ ὁ Ἅγιος τὸν ἄκουε μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ ἔγραφε. Τότε εἶπε στὸν ἑαυτό του ὁ Πρόκλος: - Οὔτε θὰ φάγω οὔτε θὰ κλείσω μάτι, ἂν δὲν μπορέσω νὰ καταλάβω καὶ νὰ δῶ ἀπὸ ποῦ τέλος πάντων μπαίνει μέσα ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς καὶ ποιὸς εἶναι καὶ τὶ θέλει. Τὴν τρίτη νύχτα ξανάρχεται ὁ ἄρχοντας. Τὸν ἐρώτησε τότε ὁ Πρόκλος τὸν ἄρχοντα νὰ τοῦ πῆ, τὶ ἤθελε τὸν Πατριάρχη γιὰ τὴν ὑπόθεσή του. Ἐκεῖνος τοῦ ἐξέθεσε ἀκολούθως τὸ βάσανό του. - Μὴ στενοχωριέσαι, τοῦ ἀπάντησε ὁ Πρόκλος. Ἀπόψε εἶναι μόνος του, διότι ἐγὼ φύλαξα καὶ δὲν μπῆκε μέσα κανένας ἄλλος. Πηγαίνω τώρα ἀμέσως νὰ τοῦ τὸ πῶ. Ἐπῆγε, ἀλλὰ καὶ πάλιν, εἶδε τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο νὰ συνομιλῆ μὲ τὸν Ἅγιο. Περίμενε ἀρκετά, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν βγῆκε καθόλου. Τότε ἐπέστρεψε στὸν ἄρχοντα καὶ τοῦ εἶπε: - Πήγαινε στὸ καλό, ἄνθρωπέ μου καὶ παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ σὲ βοηθήση στὴν ἀνάγκη ποὺ βρίσκεσαι, διότι, καθὼς βλέπω, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνομιλήσης μὲ τὸν Πατριάρχη οὔτε σήμερα οὔτε αὔριο. Ἔτσι ἔφυγε ὁ ἄρχοντας λυπημένος, γιὰ τὴ συμφορά του. Κινδύνευε τὸ κεφάλι του. Τὴν ἄλλη ὅμως ἡμέρα τὸ πρωῒ θυμήθηκε ὁ Ἅγιος τὸν ἄρχοντα καὶ ρώτησε τὸν Πρόκλο, λέγοντας: - Γιατὶ δὲν ἦρθε ἐκεῖνος ὁ ἄρχοντας, ποὺ ἤθελε νὰ μοῦ μιλήση; Μήπως τακτοποιήθηκε ἡ ὑπόθεσή του; -Ὄχι, Δέσποτά μου, τοῦ ἀπάνταει ὁ Πρόκλος. Ἦλθε καὶ περίμενε ἐδῶ τρία μερόνυχτα, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ σὲ συναντήση. - Καὶ γιατὶ δὲν ἦρθες νὰ μοῦ τὸ πῆς; ἐρωτᾶ ὁ Πατριάρχης. - Ἦρθα, Δέσποτά μου, ἀποκρίθηκε ὁ Πρόκλος, καὶ πέντε καὶ δέκα φορές, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ σοῦ μιλήσω, διότι κάποιος γέροντας σεβάσμιος στεκόταν ἀπὸ ἐπάνω σου καὶ σοῦ μιλοῦσε στὸ αὐτὶ συνεχῶς. Δὲν ἤθελα νὰ σὲ διακόψω στὴ συνομιλία σου μὲ ἐκεῖνον, διότι ἔβλεπα ὅτι τὸν ἄκουγες μὲ μεγάλη προσοχή. - Καὶ ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος, ποὺ μοῦ μιλοῦσε; ἐρωτᾶ ὁ Ἅγιος. - Δὲν τὸν γνωρίζω, ἀλλὰ συμπεραίνω, ὅτι μοιάζει μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, τοῦ ὁποίου τὴν εἰκόνα ἔχεις πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου καὶ τὴν κοιτάζεις, ὅταν γράφης. Τότε κατάλαβε ὁ Ἅγιος ὅτι ἄκουσε ὁ Θεὸς τὴν προσευχή του καὶ ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ ἐξηγήση τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου Παύλου, οἱ ὁποῖες εἶναι θησαυρὸς μέγας καὶ πλοῦτος ἀδαπάνητος στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τακτοποίησε ἀμέσως τότε καὶ τὴν ὑπόθεση τοῦ ἄρχοντα. Παρακάλεσε τὸν βασιλέα, τὸν ἐσυγχώρησε καὶ τὸν ἐπανέφερε πάλι στὴ θέση του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου