Ευγένιος και Μακάριος οι όντως ευγενείς και μακάριοι Ομολογηταί της
ευσεβούς ημών Πίστεως ήσαν κατά τον καιρόν του Παραβάτου Ιουλιανού του κατά
συγχώρησιν Θεού βασιλεύσαντος κατά τα έτη τξα΄ - τξγ΄ (361-363). Τότε οι
Χριστιανοί όλοι έφευγον και εκρύπτοντο ίνα μη βλέπωσι τας μιαράς θυσίας, τας
οποίας, ο αλιτήριος, προσέφερεν εις τα είδωλα· οι δε ομόφρονές του ειδωλολάτραι
όχι μόνον έπραττον μετ’ αυτού ασελγείας, καθιστώντες ούτω τον εαυτόν των ύλην
και προσάναμμα του αιωνίου πυρός της κολάσεως, αλλ’ ηνάγκαζον προσέτι και τους
Χριστιανούς να πράττωσιν ακουσίως τα αυτά.
Τότε λοιπόν συνελήφθησαν οι ευλογημένοι ούτοι δούλοι και θεράποντες του Χριστού Ευγένιος και Μακάριος και ωμολόγησαν ενώπιον του Παραβάτου τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και κριτήν ζώντων και νεκρών, ήλεγξαν δε τον δυσσεβή και αλάστορα τύραννον, διότι εγκατέλειψε την εις Χριστόν πίστιν και έγινεν ειδωλολάτρης. Οργισθείς όθεν ο μιαρός, διέταξε να δεθώσιν οι Άγιοι με λεπτά λωρία και να κρεμασθώσι κατακέφαλα και επί πολλάς ώρας να καπνίζωνται κάτωθεν δια κόπρου. Έπειτα διέταξε να πυρωθή μία εσχάρα και επ’ αυτής να απλωθώσι γυμνοί οι Άγιοι Μάρτυρες, οι οποίοι, έχοντες τους οφθαλμούς των προσηλωμένους εις τον ουρανόν και ενδυναμούμενοι υπό της θείας Χάριτος, ήλεγχον την πονηρίαν και ασέβειαν του Παραβάτου. Δια τούτο ο θηριώδης επρόσταξε και έβαλαν σίδηρα εις όλα τα μέλη του σώματός των και ούτω τους εξώρισεν εις την εν Αφρική Μαυριτανίαν, η οποία ευρίσκεται πέραν της Αλγερίας. Οι δε Άγιοι Μάρτυρες χαίροντες, διότι εξωρίζοντο υπέρ του Χριστού, έψαλλον αγαλλόμενοι· «Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου» (Ψαλμ. ριη: 1). Όταν δε έφθασαν εις την Μαυριτανίαν ανέβησαν επί τόπου υψηλού και εκεί έζων μόνοι. Οι δε εγχώριοι έλεγον εις αυτούς· «Φεύγετε, αδελφοί, από τούτον τον τόπον, διότι εις αυτόν κατοικεί φοβερός τις δράκων, ο οποίος είναι ολέθριος εις όσους τον πλησιάζουσιν». Οι δε Άγιοι είπον· «Δείξατε εις ημάς το σπήλαιον εις το οποίον ο δράκων ευρίσκεται». Αφού λοιπόν έδειξαν εις αυτούς το σπήλαιον, κλίναντες οι αοίδιμοι Μάρτυρες τα γόνατα εις την γην προσηυχήθησαν και, ω του θαύματος! παρευθύς κατέπεσε κεραυνός ουρανόθεν και κατέκαυσε τον δράκοντα, ο οποίος προσεπάθει, όπως διαφύγη, αλλά δεν ηδυνήθη· κατεκάη λοιπόν και αυτό το χώμα της γης μετά του δράκοντος και ο αήρ όλος επληρώθη δηλητηρίου. Τούτο το θαύμα βλέποντες οι εγχώριοι Έλληνες επίστευσαν εις τον Ιησούν Χριστόν. Εισελθόντες τότε οι Άγιοι εν τω σπηλαίω, εις το οποίον διέμενεν ο δράκων, προσηύχοντο τριάκοντα ολοκλήρους ημέρας, χωρίς να έχωσι την ελαχίστην τροφήν ή πόσιν. Μετά ταύτα ηκούσθη φωνή λέγουσα· «Δούλοι του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, υπάγετε εις την πλησίον σας πέτραν». Οι δε Άγιοι, προσέξαντες, είδον φως εις πέτραν τινά και, ω του θαύματος! Ευθύς εσχίσθη η πέτρα εις δύο και ανέβλυσεν ύδωρ πολύ, εκ του οποίου πιόντες οι Άγιοι ανέλαβον και με την δύναμιν εκείνου ανεκουφίσθησαν από την πείναν και την δίψαν, την οποίαν είχον πρότερον. Κατά δε την τριακοστήν ογδόην ημέραν παρεκάλεσαν τον Θεόν να τελειώσωσι την παρούσαν ζωήν και να απέλθωσιν εις την άλλην· ο δε Κύριος, επακούσας της δεήσεώς των, παρέλαβε τας ψυχάς και των δύο, δοξαζόντων και ευλογούντων Αυτόν.
Τότε λοιπόν συνελήφθησαν οι ευλογημένοι ούτοι δούλοι και θεράποντες του Χριστού Ευγένιος και Μακάριος και ωμολόγησαν ενώπιον του Παραβάτου τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και κριτήν ζώντων και νεκρών, ήλεγξαν δε τον δυσσεβή και αλάστορα τύραννον, διότι εγκατέλειψε την εις Χριστόν πίστιν και έγινεν ειδωλολάτρης. Οργισθείς όθεν ο μιαρός, διέταξε να δεθώσιν οι Άγιοι με λεπτά λωρία και να κρεμασθώσι κατακέφαλα και επί πολλάς ώρας να καπνίζωνται κάτωθεν δια κόπρου. Έπειτα διέταξε να πυρωθή μία εσχάρα και επ’ αυτής να απλωθώσι γυμνοί οι Άγιοι Μάρτυρες, οι οποίοι, έχοντες τους οφθαλμούς των προσηλωμένους εις τον ουρανόν και ενδυναμούμενοι υπό της θείας Χάριτος, ήλεγχον την πονηρίαν και ασέβειαν του Παραβάτου. Δια τούτο ο θηριώδης επρόσταξε και έβαλαν σίδηρα εις όλα τα μέλη του σώματός των και ούτω τους εξώρισεν εις την εν Αφρική Μαυριτανίαν, η οποία ευρίσκεται πέραν της Αλγερίας. Οι δε Άγιοι Μάρτυρες χαίροντες, διότι εξωρίζοντο υπέρ του Χριστού, έψαλλον αγαλλόμενοι· «Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου» (Ψαλμ. ριη: 1). Όταν δε έφθασαν εις την Μαυριτανίαν ανέβησαν επί τόπου υψηλού και εκεί έζων μόνοι. Οι δε εγχώριοι έλεγον εις αυτούς· «Φεύγετε, αδελφοί, από τούτον τον τόπον, διότι εις αυτόν κατοικεί φοβερός τις δράκων, ο οποίος είναι ολέθριος εις όσους τον πλησιάζουσιν». Οι δε Άγιοι είπον· «Δείξατε εις ημάς το σπήλαιον εις το οποίον ο δράκων ευρίσκεται». Αφού λοιπόν έδειξαν εις αυτούς το σπήλαιον, κλίναντες οι αοίδιμοι Μάρτυρες τα γόνατα εις την γην προσηυχήθησαν και, ω του θαύματος! παρευθύς κατέπεσε κεραυνός ουρανόθεν και κατέκαυσε τον δράκοντα, ο οποίος προσεπάθει, όπως διαφύγη, αλλά δεν ηδυνήθη· κατεκάη λοιπόν και αυτό το χώμα της γης μετά του δράκοντος και ο αήρ όλος επληρώθη δηλητηρίου. Τούτο το θαύμα βλέποντες οι εγχώριοι Έλληνες επίστευσαν εις τον Ιησούν Χριστόν. Εισελθόντες τότε οι Άγιοι εν τω σπηλαίω, εις το οποίον διέμενεν ο δράκων, προσηύχοντο τριάκοντα ολοκλήρους ημέρας, χωρίς να έχωσι την ελαχίστην τροφήν ή πόσιν. Μετά ταύτα ηκούσθη φωνή λέγουσα· «Δούλοι του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, υπάγετε εις την πλησίον σας πέτραν». Οι δε Άγιοι, προσέξαντες, είδον φως εις πέτραν τινά και, ω του θαύματος! Ευθύς εσχίσθη η πέτρα εις δύο και ανέβλυσεν ύδωρ πολύ, εκ του οποίου πιόντες οι Άγιοι ανέλαβον και με την δύναμιν εκείνου ανεκουφίσθησαν από την πείναν και την δίψαν, την οποίαν είχον πρότερον. Κατά δε την τριακοστήν ογδόην ημέραν παρεκάλεσαν τον Θεόν να τελειώσωσι την παρούσαν ζωήν και να απέλθωσιν εις την άλλην· ο δε Κύριος, επακούσας της δεήσεώς των, παρέλαβε τας ψυχάς και των δύο, δοξαζόντων και ευλογούντων Αυτόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου