Όποιος πλησιάζει τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό μέ ὑπακοή καί
ταπείνωση, δέ θά θελήσει ποτέ νά τόν ἀποχωριστεῖ. Ἡ πρώτη δοκιμασία γιά νά
συμπεριληφθεῖ κάποιος στό στρατό τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ ἄσκηση στήν ὑπακοή καί
τήν ταπείνωση. Ὁ νέος κόσμος, ἡ νέα κτίση, ὁ νέος ἄνθρωπος, ὅλα ξεκίνησαν μέ ὑπακοή
καί ταπείνωση. Ὁ παλαιός κόσμος ἀψήφισε τήν ὑπακοή στό Θεό, τήν καταπάτησε,
μαζί μέ τήν ταπείνωσή του. Ἔτσι γκρέμισε τή γέφυρα πού ἕνωνε τή γῆ μέ τόν οὐρανό.
Τά πνευματικά ὑλικά γιά τήν ἀνακατασκευή τῆς γέφυρας αὐτῆς εἶναι κυρίως ἡ ὑπακοή
καί ἡ ταπείνωση.
Ὅσο ὁ Ἀδάμ ἀναπαυόταν στήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωση ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολο νά διαφοροποιηθεῖ τό πνεῦμα του ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό θέλημά του ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ κι ὁ τρόπος σκέψης του ἀπό ἐκεῖνον τοῦ Θεοῦ. Οἱ σκέψεις, οἱ ἐπιθυμίες καί τά αἰσθήματά του ἦταν πάντα ἐπικεντρωμένα στό Θεό. Ὅπως ἔστεκαν οἱ ἄγγελοι ἔμφοβοι καί πρόθυμοι μπροστά στό Θεό, ἔτσι ἔκανε κι ὁ Ἀδάμ. Ἦταν κοντά στό Θεό καί κοίταζε ἀπευθείας τήν πηγή τοῦ φωτός, τῆς σοφίας καί τῆς ἀγάπης. Δέν εἶχε ἀνάγκη ν᾿ ἀνάβει κάποιο φῶς ἀπό μόνος του, γιατί ζοῦσε κοντά στόν ἥλιο. Ἡ λαμπάδα πού θά ᾿ναβε μόνος του, κοντά στόν ἥλιο δέ θά ᾿δινε οὔτε φλόγα οὔτε φῶς. Ὅταν ὁ Ἀδάμ παραβίασε τήν ὑπακοή του κι ἔχασε τήν ταπείνωση -αὐτά τά δυό ἀποκτοῦνται ἤ χάνονται πάντα μαζί- τότε διακόπηκε ἡ ἄμεση ἐπικοινωνία του μέ τό Θεό, ἡ γέφυρα ἐπικοινωνίας γκρεμίστηκε. Ὁ Ἀδάμ βρέθηκε ξαφνικά σ᾿ ἕνα φοβερό καί πηχτό σκοτάδι, ὅπου γιά νά ᾿χει φῶς ἔπρεπε ν᾿ ἀνάψει τή δική του λαμπάδα, τή λαμπάδα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, πού τοῦ δόθηκε, ὅταν μέ τήν παράβασή του ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. Κι ἀπό τότε ἄρχισε νά ζεῖ διαφορετικά καί νά βλέπει τή διαφορά αὐτή, ἀλλά σπάνια ἀναγνώριζε στόν ἑαυτό του τήν «ὁμοίωσή» του μέ τό Θεό. Κι αὐτό γινόταν πολύ σπάνια, μόνο σέ στιγμές φωτισμοῦ. ΑΛΙΜΟΝΟ! Σέ τί ἄβυσσο, σέ τί ἐλεεινή κατάσταση βρέθηκε ἐκεῖνος πού δημιουργήθηκε «κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν» τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ! Κι ὅλ᾿ αὐτά ἀπό τήν παρακοή καί τήν ὑπερηφάνειά του. Ἀλίμονο! Εἴμαστε ὅλοι ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ, χαμόκλαδα τοῦ πεσμένου κυπαρισσιοῦ, πού κάποτε στεκόταν μεγαλόπρεπα, πιό ψηλά ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα πλάσματα τοῦ Θεοῦ στόν παράδεισο. Χαμόκλαδα πού πνίγηκαν ἀπό τά γερά ζιζάνια πού πρόβαλαν στήν ἄγρια φύση, πού εἶχε γίνει πιά σάν ἕνα παραπέτασμα, πού χώριζε τόν πρῶτο ἄνθρωπο ἀπό τήν πηγή τῆς ἀθάνατης ἀγάπης. Ὁ ἅγιος Φιλάρετος Μόσχας λέει στήν ὁμιλία του στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου: «Στόν ἀναμάρτητο ἄνθρωπο ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγή εὐλογίας. Στόν πεσμένο ἄνθρωπο ἡ ἴδια εἰκόνα εἶναι μόνο ἐλπίδα εὐλογίας». Ἡ παρακοή κι ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ προπάτορά μας ἄλλαξαν πάραυτα, σάν μέ μαγικό ραβδί, ὅλη τήν κτίση γύρω του. Κι ἀμέσως ὁ πρῶτος ἄνθρωπος κυκλώθηκε ἀπό ἕνα στρατό, πού ἀποτελοῦνταν ἀπό ἀνυπάκοους καί ὑπερήφανους. Ὅσο ὁ Ἀδάμ ἦταν ὑπάκουος καί ταπεινός ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ του, ὅλα γύρω του ἀνέπνεαν ὑπακοή καί ταπείνωση. Καί ὅμως, τί ἀλλαγή ἔγινε «ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ»! Τήν ἴδια στιγμή τῆς πτώσης τοῦ Ἀδάμ, ὅλα γύρω του ἔγιναν ἀνυπάκουα. Δίπλα του ἦταν ἡ παράκουη Εὔα. Παρών ἦταν κι ὁ ἀρχηγός καί διασπορέας τῆς παρακοῆς καί τῆς ὑπερηφάνειας, τό πνεῦμα τῆς παρακοῆς, ὁ σατανάς. Ἀλλά κι ἡ φύση μπροστά του ἦταν πιά ἀνυπάκουη, ἐπαναστατική, ἐχθρική. Καρποί πού ὥς τότε ἔλιωναν στό στόμα του μέ τή γλυκύτητά τους, τώρα ἄρχισαν νά τόν πικραίνουν. Ἡ χλόη πού κάλυπτε τά πόδια του μαλακά σάν μετάξι, ξαφνικά τόν πλήγωνε μέ ἀγκάθια. Τά λουλούδια πού χαίρονταν νά δίνουν τό ἄρωμά τους στόν κύριό τους, ἄρχισαν νά βγάζουν ζιζάνια, γιά νά τόν κρατήσουν μακριά τους. Τά ἄγρια θηρία πού χαϊδεύονταν κοντά του σάν ἀθῶα ἀρνιά, ξαφνικά τοῦ ἔδειχναν τά δόντια τους μέ φλεγόμενα μάτια, ἐπιθετικά. Τά πάντα ἔπαιρναν κάποια ἐπιθετική κι ἐχθρική διάθεση πρός τόν Ἀδάμ. Ἔτσι τό πλουσιότερο ἀπό τά πλάσματα, τό πιό χαρισματοῦχο, τώρα ἔδειχνε τό πιό φτωχό. Πρίν ἦταν στολισμένος μέ ἀγγελική δόξα, τώρα ἔγινε ταπεινός, καταφρονεμένος, γυμνός. Κι ἔνιωθε τόσο γυμνός, ὥστε ἔνιωσε τήν ἀνάγκη νά δανειστεῖ ὑλικά ἀπό τή φύση γιά νά κρύψει τή γύμνια του, τόσο τή φυσική ὅσο καί τήν πνευματική. Γιά τό σῶμα του ἀναζήτησε δέρματα ἀπό τά ζῶα καί φύλλα ἀπό τά δέντρα. Γιά τό πνεῦμα του ἄρχισε νά δανείζεται ἀπό ὅλα τά πλάσματα -ἀπό τά πλάσματα! - γνώση καί ἱκανότητες. Ἐκεῖνος πού πρίν ἔπινε ἀπό τήν ἀστείρευτη πηγή τῆς ζωῆς, τώρα ἦταν ἀναγκασμένος νά συντροφεύει τά ζῶα, νά σκύβει μαζί τους στή λάσπη καί νά πίνει νερό σέ γοῦρνες, γιά νά σβήσει τή φυσική μά καί τήν πνευματική του δίψα. ΑΣ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ τώρα στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὅλα ἐδῶ εἶναι ὑπακοή καί ταπείνωση. Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ἐκπρόσωπος τῆς ἀγγελικῆς ὑπακοῆς καί ταπείνωσης. Ἡ Παρθένος Μαρία - ὑπακοή καί ταπείνωση. Ὁ Ἰωσήφ – ὑπακοή καί ταπείνωση. Οἱ ποιμένες – ὑπακοή καί ταπείνωση. Οἱ μάγοι ἀπό τήν Ἀνατολή – ὑπακοή καί ταπείνωση. Οἱ ἄνεμοι ὑπακούουν, οἱ καταιγίδες ἐπίσης. Ὁ ἥλιος καί τό φεγγάρι κάνουν ὑπακοή, ὅπως κι οἱ ἄνθρωποι καί τά θηρία. Τά πάντα ὑπακούουν στό Νέο Ἀδάμ, ὅλα εἶναι ταπεινά μπροστά Του, γιατί κι ὁ ἴδιος κάνει ἀπροϋπόθετη ὑπακοή στόν Πατέρα Του, ταπεινώνεται μπροστά Του. Εἶναι γνωστό πώς ὅσο καλλιεργεῖ κανείς τή γῆ, μαζί μέ τούς καρπούς πού σπέρνει, φυτρώνουν κι ἄλλα χόρτα καί φυτά πού οὔτε τά ἔσπειρε κανείς οὔτε τά καλλιέργησε. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τίς ἀρετές. Πρέπει νά φροντίζεις νά σπέρνεις καί νά καλλιεργεῖς στήν ψυχή σου τήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωση καί θά δεῖς ὅτι μαζί τους θά ξεφυτρώσει ὁλόκληρη ἀνθοδέσμη ἀπό ἄλλες ἀρετες. Μιά ἀπ᾿ αὐτές θά εἶναι ἡ ἁπλότητα, ἐσωτερική κι ἐξωτερική. Ἡ ὑπάκουη καί ταπεινή Παρθένος Μαρία ἦταν ταυτόχρονα στολισμένη καί μέ παιδική ἁπλότητα. Τό ἴδιο γινόταν καί μέ τό δίκαιο Ἰωσήφ, καθώς καί μέ τούς Ἀποστόλους κι Εὐαγγελιστές. Πρόσεξε μέ τί ἀπαράμιλλη ἁπλότητα περιγράφουν οἱ Εὐαγγελιστές τά ὕψιστα ἱστορικά γεγονότα, πού ἀναφέρονται στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσης ὁλόκληρης. Μπορεῖς νά φανταστεῖς μέ πόσες λεπτομέρειες καί παραστατικότητα θά περιέγραφε ἕνας κοσμικός συγγραφέας τήν ἔγερση τοῦ Λαζάρου, γιά παράδειγμα, ἄν εἶχε παραστεῖ μάρτυρας σ᾿ ἕνα τέτοιο περιστατικό; Ἤ τί εἴδους πρόζα ἤ δράμα θά ᾿χε γράψει γιά ὅλα ὅσα δοκίμασε Ἡ ψυχή τοῦ ὑπάκουου, ταπεινοῦ καί ἁπλοῦ Ἰωσήφ τή στιγμή πού ἀνακάλυψε πώς ἡ κόρη πού εἶχε ἀναλάβει νά προστατέψει μέ τή μνηστεία ἦταν ἔγκυος; Κι αὐτά τά περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστής στό Εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς ἡμέρας μέ λίγες ἁπλές προτάσεις: «Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γάρ τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» (Ματθ. α´ 18).
Ὅσο ὁ Ἀδάμ ἀναπαυόταν στήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωση ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολο νά διαφοροποιηθεῖ τό πνεῦμα του ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό θέλημά του ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ κι ὁ τρόπος σκέψης του ἀπό ἐκεῖνον τοῦ Θεοῦ. Οἱ σκέψεις, οἱ ἐπιθυμίες καί τά αἰσθήματά του ἦταν πάντα ἐπικεντρωμένα στό Θεό. Ὅπως ἔστεκαν οἱ ἄγγελοι ἔμφοβοι καί πρόθυμοι μπροστά στό Θεό, ἔτσι ἔκανε κι ὁ Ἀδάμ. Ἦταν κοντά στό Θεό καί κοίταζε ἀπευθείας τήν πηγή τοῦ φωτός, τῆς σοφίας καί τῆς ἀγάπης. Δέν εἶχε ἀνάγκη ν᾿ ἀνάβει κάποιο φῶς ἀπό μόνος του, γιατί ζοῦσε κοντά στόν ἥλιο. Ἡ λαμπάδα πού θά ᾿ναβε μόνος του, κοντά στόν ἥλιο δέ θά ᾿δινε οὔτε φλόγα οὔτε φῶς. Ὅταν ὁ Ἀδάμ παραβίασε τήν ὑπακοή του κι ἔχασε τήν ταπείνωση -αὐτά τά δυό ἀποκτοῦνται ἤ χάνονται πάντα μαζί- τότε διακόπηκε ἡ ἄμεση ἐπικοινωνία του μέ τό Θεό, ἡ γέφυρα ἐπικοινωνίας γκρεμίστηκε. Ὁ Ἀδάμ βρέθηκε ξαφνικά σ᾿ ἕνα φοβερό καί πηχτό σκοτάδι, ὅπου γιά νά ᾿χει φῶς ἔπρεπε ν᾿ ἀνάψει τή δική του λαμπάδα, τή λαμπάδα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, πού τοῦ δόθηκε, ὅταν μέ τήν παράβασή του ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. Κι ἀπό τότε ἄρχισε νά ζεῖ διαφορετικά καί νά βλέπει τή διαφορά αὐτή, ἀλλά σπάνια ἀναγνώριζε στόν ἑαυτό του τήν «ὁμοίωσή» του μέ τό Θεό. Κι αὐτό γινόταν πολύ σπάνια, μόνο σέ στιγμές φωτισμοῦ. ΑΛΙΜΟΝΟ! Σέ τί ἄβυσσο, σέ τί ἐλεεινή κατάσταση βρέθηκε ἐκεῖνος πού δημιουργήθηκε «κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν» τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ! Κι ὅλ᾿ αὐτά ἀπό τήν παρακοή καί τήν ὑπερηφάνειά του. Ἀλίμονο! Εἴμαστε ὅλοι ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ, χαμόκλαδα τοῦ πεσμένου κυπαρισσιοῦ, πού κάποτε στεκόταν μεγαλόπρεπα, πιό ψηλά ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα πλάσματα τοῦ Θεοῦ στόν παράδεισο. Χαμόκλαδα πού πνίγηκαν ἀπό τά γερά ζιζάνια πού πρόβαλαν στήν ἄγρια φύση, πού εἶχε γίνει πιά σάν ἕνα παραπέτασμα, πού χώριζε τόν πρῶτο ἄνθρωπο ἀπό τήν πηγή τῆς ἀθάνατης ἀγάπης. Ὁ ἅγιος Φιλάρετος Μόσχας λέει στήν ὁμιλία του στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου: «Στόν ἀναμάρτητο ἄνθρωπο ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγή εὐλογίας. Στόν πεσμένο ἄνθρωπο ἡ ἴδια εἰκόνα εἶναι μόνο ἐλπίδα εὐλογίας». Ἡ παρακοή κι ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ προπάτορά μας ἄλλαξαν πάραυτα, σάν μέ μαγικό ραβδί, ὅλη τήν κτίση γύρω του. Κι ἀμέσως ὁ πρῶτος ἄνθρωπος κυκλώθηκε ἀπό ἕνα στρατό, πού ἀποτελοῦνταν ἀπό ἀνυπάκοους καί ὑπερήφανους. Ὅσο ὁ Ἀδάμ ἦταν ὑπάκουος καί ταπεινός ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ του, ὅλα γύρω του ἀνέπνεαν ὑπακοή καί ταπείνωση. Καί ὅμως, τί ἀλλαγή ἔγινε «ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ»! Τήν ἴδια στιγμή τῆς πτώσης τοῦ Ἀδάμ, ὅλα γύρω του ἔγιναν ἀνυπάκουα. Δίπλα του ἦταν ἡ παράκουη Εὔα. Παρών ἦταν κι ὁ ἀρχηγός καί διασπορέας τῆς παρακοῆς καί τῆς ὑπερηφάνειας, τό πνεῦμα τῆς παρακοῆς, ὁ σατανάς. Ἀλλά κι ἡ φύση μπροστά του ἦταν πιά ἀνυπάκουη, ἐπαναστατική, ἐχθρική. Καρποί πού ὥς τότε ἔλιωναν στό στόμα του μέ τή γλυκύτητά τους, τώρα ἄρχισαν νά τόν πικραίνουν. Ἡ χλόη πού κάλυπτε τά πόδια του μαλακά σάν μετάξι, ξαφνικά τόν πλήγωνε μέ ἀγκάθια. Τά λουλούδια πού χαίρονταν νά δίνουν τό ἄρωμά τους στόν κύριό τους, ἄρχισαν νά βγάζουν ζιζάνια, γιά νά τόν κρατήσουν μακριά τους. Τά ἄγρια θηρία πού χαϊδεύονταν κοντά του σάν ἀθῶα ἀρνιά, ξαφνικά τοῦ ἔδειχναν τά δόντια τους μέ φλεγόμενα μάτια, ἐπιθετικά. Τά πάντα ἔπαιρναν κάποια ἐπιθετική κι ἐχθρική διάθεση πρός τόν Ἀδάμ. Ἔτσι τό πλουσιότερο ἀπό τά πλάσματα, τό πιό χαρισματοῦχο, τώρα ἔδειχνε τό πιό φτωχό. Πρίν ἦταν στολισμένος μέ ἀγγελική δόξα, τώρα ἔγινε ταπεινός, καταφρονεμένος, γυμνός. Κι ἔνιωθε τόσο γυμνός, ὥστε ἔνιωσε τήν ἀνάγκη νά δανειστεῖ ὑλικά ἀπό τή φύση γιά νά κρύψει τή γύμνια του, τόσο τή φυσική ὅσο καί τήν πνευματική. Γιά τό σῶμα του ἀναζήτησε δέρματα ἀπό τά ζῶα καί φύλλα ἀπό τά δέντρα. Γιά τό πνεῦμα του ἄρχισε νά δανείζεται ἀπό ὅλα τά πλάσματα -ἀπό τά πλάσματα! - γνώση καί ἱκανότητες. Ἐκεῖνος πού πρίν ἔπινε ἀπό τήν ἀστείρευτη πηγή τῆς ζωῆς, τώρα ἦταν ἀναγκασμένος νά συντροφεύει τά ζῶα, νά σκύβει μαζί τους στή λάσπη καί νά πίνει νερό σέ γοῦρνες, γιά νά σβήσει τή φυσική μά καί τήν πνευματική του δίψα. ΑΣ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ τώρα στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὅλα ἐδῶ εἶναι ὑπακοή καί ταπείνωση. Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ἐκπρόσωπος τῆς ἀγγελικῆς ὑπακοῆς καί ταπείνωσης. Ἡ Παρθένος Μαρία - ὑπακοή καί ταπείνωση. Ὁ Ἰωσήφ – ὑπακοή καί ταπείνωση. Οἱ ποιμένες – ὑπακοή καί ταπείνωση. Οἱ μάγοι ἀπό τήν Ἀνατολή – ὑπακοή καί ταπείνωση. Οἱ ἄνεμοι ὑπακούουν, οἱ καταιγίδες ἐπίσης. Ὁ ἥλιος καί τό φεγγάρι κάνουν ὑπακοή, ὅπως κι οἱ ἄνθρωποι καί τά θηρία. Τά πάντα ὑπακούουν στό Νέο Ἀδάμ, ὅλα εἶναι ταπεινά μπροστά Του, γιατί κι ὁ ἴδιος κάνει ἀπροϋπόθετη ὑπακοή στόν Πατέρα Του, ταπεινώνεται μπροστά Του. Εἶναι γνωστό πώς ὅσο καλλιεργεῖ κανείς τή γῆ, μαζί μέ τούς καρπούς πού σπέρνει, φυτρώνουν κι ἄλλα χόρτα καί φυτά πού οὔτε τά ἔσπειρε κανείς οὔτε τά καλλιέργησε. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τίς ἀρετές. Πρέπει νά φροντίζεις νά σπέρνεις καί νά καλλιεργεῖς στήν ψυχή σου τήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωση καί θά δεῖς ὅτι μαζί τους θά ξεφυτρώσει ὁλόκληρη ἀνθοδέσμη ἀπό ἄλλες ἀρετες. Μιά ἀπ᾿ αὐτές θά εἶναι ἡ ἁπλότητα, ἐσωτερική κι ἐξωτερική. Ἡ ὑπάκουη καί ταπεινή Παρθένος Μαρία ἦταν ταυτόχρονα στολισμένη καί μέ παιδική ἁπλότητα. Τό ἴδιο γινόταν καί μέ τό δίκαιο Ἰωσήφ, καθώς καί μέ τούς Ἀποστόλους κι Εὐαγγελιστές. Πρόσεξε μέ τί ἀπαράμιλλη ἁπλότητα περιγράφουν οἱ Εὐαγγελιστές τά ὕψιστα ἱστορικά γεγονότα, πού ἀναφέρονται στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσης ὁλόκληρης. Μπορεῖς νά φανταστεῖς μέ πόσες λεπτομέρειες καί παραστατικότητα θά περιέγραφε ἕνας κοσμικός συγγραφέας τήν ἔγερση τοῦ Λαζάρου, γιά παράδειγμα, ἄν εἶχε παραστεῖ μάρτυρας σ᾿ ἕνα τέτοιο περιστατικό; Ἤ τί εἴδους πρόζα ἤ δράμα θά ᾿χε γράψει γιά ὅλα ὅσα δοκίμασε Ἡ ψυχή τοῦ ὑπάκουου, ταπεινοῦ καί ἁπλοῦ Ἰωσήφ τή στιγμή πού ἀνακάλυψε πώς ἡ κόρη πού εἶχε ἀναλάβει νά προστατέψει μέ τή μνηστεία ἦταν ἔγκυος; Κι αὐτά τά περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστής στό Εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς ἡμέρας μέ λίγες ἁπλές προτάσεις: «Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γάρ τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» (Ματθ. α´ 18).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου