Η
εμφάνιση και η πρόοδος της ψυχολογίας του ασυνειδήτου (Βάθους) υπήρξε
αναμφίβολα πολυσήμαντη. Όμως είναι γεγονός ότι κάθε αντικειμενικός ερευνητής
ημπορεί να παραλεχθεί σαν βασική κατεύθυνση της ψυχολογίας αυτής την αποκάλυψη
της ποιότητος και του περιεχομένου της ανθρώπινης προσωπικότητος.
Ήδη
έγινε λόγος για την σπηλιά των ενστικτικών τεράτων, που η ψυχολογία του Βάθους
απεκάλυψε. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για «τέρατα» που ενσαρκώνουν απλώς ανθρώπινα
πάθη. Κάθε ανθρώπινο, όσο «απάνθρωπο» κι αν είναι, μένει ανθρώπινο. Τα
ανθρώπινα πάθη, όπως τα γνώριζε ο άνθρωπος προ της εμφανίσεως της ψυχολογίας
του Φρόυδ, ήσαν πάντοτε στα μέτρα της ανθρώπινης αδυναμίας και ποταπότητος. Σαν
πάθη ήσαν πάντοτε μιαρά και μισητά, άλλα ήσαν απλώς ανθρώπινα πάθη γιατί είχαν
την αιτία τους στην ανθρώπινη αδυναμία.
Η
ψυχολογία του Βάθους, και κατ’ εξοχήν η ψυχανάλυση, προχώρησε πέρα από το βυθό
των ανθρώπινων παθών, σε στρώματα που φιλοξενούν (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς
της ψυχολογίας αυτής) ένα ασύλληπτο βόρβορο ηθικής ακαθαρσίας και ρυπαρότητας.
Πρόκειται για τους ψυχαναλυτικούς ισχυρισμούς «περί της δομικής λειτουργίας των
αιμομικτικών τάσεων που εμφωλεύουν σε κάθε ανθρώπινη ψυχή». Και, άσχετα βέβαια
αν είναι ή δεν είναι εύκολη η εξουδετέρωση των Ισχυρισμών αυτών και ακόμη άσχετα
από τον αποτροπιασμό με τον οποίο μπορεί να αντιδρά κανείς εναντίον μιας
τέτοιας γενικεύσεως της αιμομικτικής βδελυρότητας, η ψυχαναλυτική αυτή
ερμηνεία, ορισμένων συγγενικών σχέσεων, έχει ένα νόημα πέρα από κάθε
επιστημονική δικαίωση ή απόρριψη. Έχει το νόημα ότι δημιουργεί ένα αφάνταστα
εσωτερικό ρήγμα στη βάση της αξιοπρέπειας της ανθρώπινης προσωπικότητας, που
όμως στο τέλος-τέλος πρέπει να εκτιμηθεί εποικοδομητικά.
Αλήθεια!
Καθώς είμαστε παγιδευμένοι στα καθιερωμένα σχήματα ζωής και επίσης (όπως απέδειξε
επιδέξια ο Jung) ταυτισμένοι με το πολυδύναμο προσωπείο μας, αδυνατούμε συνήθως
να στρέψουμε «ειλικρινά» το βλέμμα στο ψυχολογικό και ζωώδες ορμεμφυτικό βυθό
της προσωπικότητάς μας για να γνωρίσουμε αυτό που είμαστε! Το «προσωπείο» δεν
επιτρέπει την προσβολή της αξιοπρέπειάς μας, που θα προκαλούσε ενδεχομένως μια
ματιά στα σκοτεινά βάθη του βυθού αυτού. Έτσι, κάθε τι που μειώνει την
ανθρώπινη προσωπικότητα, μάς προκαλεί. Μάλιστα κάθε τι που την αποδεικνύει
απάνθρωπη, μας αναστατώνει.
Παρ’
όλα αυτά θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι το εγχείρημα της ψυχαναλύσεως, έκτος της
αρνητικής του όψεως, έχει πράγματι και μια θετική πλευρά: το ξεσκέπασμα της
εσωτέρας φύσεως του ανθρώπου. Ένα τέτοιο ξεσκέπασμα μπορεί, υπό ορισμένη άποψη,
να εκτιμηθεί σαν μια ηρωική πράξη του ανθρώπου που αναζητεί το γνήσιο και
αυθεντικό εαυτό του. Πέρα ή πίσω από το προσωπείο, τις προφάσεις και τα
προσχήματα, ο άνθρωπος αυτός αναζητεί ό,τι είναι ανθρώπινο. Αλλά το ανθρώπινο
δεν είναι πάντοτε αξιοπρεπές και ενάρετο και ευγενές. Σε πολλές περιπτώσεις
είναι επίσης «ειδεχθές» και «δυσώδες»!
Η
συμφιλίωσή μας με μια πραγματικότητα τόσο εσωτερική και συγχρόνως τόσο
αρνητική, όσο είναι το «ειδεχθές» και το «δυσώδες» περιεχόμενο του εαυτοί) μας,
είναι ασφαλώς δύσκολο έργο. Συνήθως προτιμούμε να σκεπτόμαστε για τον εαυτό μας
τα κρείττονα, Το προσωπείο μας (ας είναι καλά!), σαν πολυδύναμος
ψυχοπνευματικός μηχανισμός, αναλαμβάνει να εμπνεύσει την «ιδεατή» μας εικόνα
και να μας δίνει αποδείξεις της ηθικής μας ανωτερότητας, και γιατί όχι, της
πνευματικής μας ολοκληρίας. Είναι φαίνεται στη φύση του ανθρώπου να
κατασκευάζει (ανεπίγνωστα) μια εικόνα του εαυτού του που είναι συνήθως άρτια
από κάθε πλευρά και που γι’ αυτό το λόγο δεν δέχεται να την θίξει κανείς από
καμιά της πλευρά. Αλλά η ιδιόμορφη αυτή αντίδραση του εαυτού μας στην εικόνα
του εαυτού του, ισοδυναμεί με μια προδοσία και με μια απάτη και παραπλάνηση.
Προδίδεται ο εαυτός μας από τον εαυτό του. Απατά αυτός εαυτόν. Αυταπατάται! Ζει
και δρα μέσα σε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες,
Στο
σημείο αυτό μόνο μπορεί κανείς να αντιληφθεί το σεισμικό συγκλονισμό που
προκαλεί στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου η ψυχολογία του Βάθους, που, σαν ένα
γιγαντιαίο ψυχοτρύπανο, κάνει να αναπηδά από τα έγκατα του βυθού του κόσμου
αυτού ο βόρβορος, ας πούμε, των αιμομικτικών τάσεων, που κατασπιλώνουν την
ιδεατή (πλαστή) εικόνα του άνθρωπου. Μα κι αν δεχθούμε (πράγμα που είναι
ασφαλώς πολύ σίγουρο) ότι οι τάσεις αυτές δεν αποτελούν αρχετυπικές λειτουργίες
της προσωπικότητος και ότι ο σχετικός ισχυρισμός της ψυχαναλύσεως είναι μια
τραγική υπερβολή, οπωσδήποτε η ψυχολογία του Βάθους «εξέθεσε εις κοινήν θέαν»
την εσωτερική ακαταστασία, τη διάσπαση, την αγριότητα και το ψεύδος που κλείνει
ο άνθρωπος μέσα του. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι υπηρεσίες που έχει προσφέρει
η ψυχολογία αυτή στο σύγχρονο άνθρωπο έχουν ένα χαρακτήρα ασκητικό, δηλ.
νηπτικό. Η ειλικρίνεια και γενικά ο ωμός τρόπος με τον οποίο η ψυχολογία του
Βάθους αντιμετωπίζει τον «πολιτισμένο» και εξευγενισμένο άνθρωπο, είναι
στοιχεία της ασκητικής συμπεριφοράς έναντι του βάθους της ανθρώπινης
προσωπικότητος.
Πράγματι!
Ο ασκητής της ερήμου, όπως όλοι γνωρίζουμε, προσανατολίζει τη σκέψη του όχι
προς την πλαστή και ιδεατή του εικόνα αλλά προς το ακάθαρτο βάθος του εαυτού
του. Μάλιστα κι’ όταν ακόμη, με πολλή προσπάθεια και με αιμάτινους αγώνες,
κατορθώσει να ξεπεράσει και να νικήσει τα πάθη του, όταν έχει εισέλθει πλέον
στην κατάσταση της απάθειας, δεν αποξενώνεται τελείως από το ακάθαρτο αυτό
βάθος. Η ενδοσκόπησή του είναι πάντοτε διάλογος με το βάθος αυτό. Αυτό σημαίνει
ότι όταν ο ασκητής στέκεται μπροστά στον εαυτό του, στέκεται συνήθως μπροστά
στον ακάθαρτο εαυτό του.
Ο
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην επιστολή του «Προς Ξένην μοναχήν», βεβαιώνει
ότι, όταν κατορθώσει ο άνθρωπος να απαλλαγεί ολίγον από τον κατακλυσμό των αισθητών
και από την τύρβη που προκαλούν αυτά, τότε μπορεί να «κατόπτευσει τον εντός
άνθρωπον». Και τί βλέπει τότε εντός του; Βλέπει απλούστατα «το προσγεγενημένον
ειδεχθές προσωπείον», «το δυσειδές κάλυμμα» του εσωτερικού του κόσμου, το οποίο
«διά πένθους απονίψασθαι σπεύδει». Ο δε Όσιος Νείλος ο Ασκητής υπενθυμίζει ότι
«ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί ακινδύνως να κατέρχεται μέχρι του εσωτερικού
ακαθάρτου βυθού του ανθρώπου». Εάν ο νους δεν είναι ενισχυμένος από τη χάρη του
Θεού και γυμνασμένος από την αδιάλειπτη άσκηση, δεν επιτρέπεται να κατέρχεται
στο ακάθαρτο αυτό βάθος γιατί αυτό αποτελεί «τον σκοτασμόν των ακαθάρτων
λογισμών», που όμως έχουν μια ελκτική δύναμη. Είναι ικανοί να αιχμαλωτίσουν τη
διάνοια και να τη θάψουν μέσα στον σκοτασμό αυτόν. Το ακατάβλητο δε, από κάποια
άποψη, δυναμικό του ακαθάρτου περιεχομένου του ανθρώπου, υπογραμμίζει και η
εξαγόρευση του νηπτικού αγωνιστή που, ενώ γεύθηκε μόλις προ ολίγου τη θεωρία
του θείου φωτός, προσέγγισε και πάλι διά του νου τα «γεώδη» και «κόπρια». «Φως αειλαμπές
πνευματικόν και ζωήν υπερκόσμιον έχω, θείαν και τροφήν και τρυφήν, αναβάσεις
και εφέσεις και ενώσεις και απολαύσεις της τρισυπόστατου θεότητας, ξενότροπους
και μετά Χριστού Ιησού του κυρίου των πάντων αρρήκτους φιλικάς διαθέσεις· αλλ’
οίμοι της ταλαιπωρίας και αφροσύνης μου! Οίμοι των κακών της ανοίας μου! Ο ούτω
διά της χάριτος υπερουράνιος γεγονώς νους μου, έστι ότε αποκλίναι κλαπείς προς
σφαλερά και γεώδη και κόπρια και όλων δυσωδίας ανάπλεως, οίμοι! Τις ου
θαυμάσεται και θρηνήσει εις τα εμά, και εξ ελέους προκαλέσας υπέρ εμού Θεόν…».
Έτσι η ασκητική εμπειρία συμφωνεί απόλυτα με τη βασική θέση της ψυχολογίας, που
ορίζει ότι ο βυθός της ανθρώπινης προσωπικότητος είναι ένας «ακάθαρτος»,
αφάνταστα «ακάθαρτος» χώρος!
Εξάλλου
η ψυχοθεραπεία, σαν εφαρμοσμένη ψυχολογία, έχει την εμπειρία του ποιοτικού
περιεχομένου του βάθους της ανθρώπινης προσωπικότητος από μια άλλη πλευρά.
Δηλαδή, όπως γνωρίζουμε, ο νευρωτικός άνθρωπος που ζητεί τη βοήθεια της
ψυχοθεραπείας, οδηγείται τελικά, με τη βοήθεια των μεθόδων και των μέσων που
εκείνη χρησιμοποιεί, μπροστά στον εαυτό του. Χειραγωγείται στο να συναντήσει
τον εαυτό του, να κατανοήσει το εσώτερο βάθος του και να αναλάβει τις ευθύνες
του για μια καινούργια, ανανεωμένη ζωή. Αλλά η ψυχοθεραπευτική αυτή πείρα
διδάσκει, ότι δεν μπορεί εύκολα και άνετα να σταθεί κανείς μπροστά στον εαυτό
του! Ο όρος «ψυχική αντίσταση» χρησιμοποιείται πλέον πληθωρικά για να δηλώσει
το είδος της αντιδράσεως του ανθρώπου που καλείται να σταθεί μπροστά στον
αποκεκαλυμμένο εαυτό του. Ο άνθρωπος αυτός δεν θέλει να δει κατάματα τον εαυτό
του. Κλείνει τα μάτια του μπροστά στην εικόνα του εαυτού του που αποκαλύπτει ο
ψυχοθεραπευτικός διάλογος και αντιδρά με μια ιδιότυπη συμπεριφορά. Ο εαυτός του
εναντίον του εαυτού!
Η
σύγχρονη αυτή εμπειρία της ψυχοθεραπευτικής μεθοδολογίας και αγωγής δείχνει
λοιπόν εύγλωττα, ότι και από την άποψη αυτή ο άνθρωπος αντιδρά ανακλαστικά στη
θέα του βάθους του εαυτού του. Αλλ’ αυτό ακριβώς το ψυχοθεραπευτικό δεδομένο σε
σχέση με τη γενική απέχθεια του ανθρώπου για ενδοσκοπήσεις και βυθοσκοπήσεις,
επιμαρτυρεί ότι μόνον υπό ορισμένους όρους ή (τουλάχιστον) υπό κάποιον όρο
είναι δυνατόν να σταθεί ο άνθρωπος άνετα μπροστά στον εαυτό του. Και ο όρος
αυτός είναι ασφαλώς η πνευματική ωριμότητας. Βέβαια εδώ μπορεί κανείς να διερωτηθεί
πώς θα αποκτηθεί η πνευματική αυτή ωριμότητα χωρίς προηγούμενες προσπάθειες
αυτογνωσίας; Πρόκειται ασφαλώς για μια αμοιβαιότητα που όσο περισσότερο
εξελίσσεται τόσο πιο άνετα επιτρέπει στο άτομο να θεωρεί τον εαυτό του. Οι
απόπειρες αυτογνωσίας που εξελίσσονται σε προσπάθειες αυτοθεωρήσεως και εκείνες
σε συστηματικούς μόχθους βυθοσκοπήσεως προάγουν σε μια πνευματικότητα που είναι
προϋπόθεση μιας πέρα για πέρα ειλικρινούς και «αδιάστατης» αυτογνωσίας. Η
αμοιβαιότητα αυτή κατανοείται ευκολότερα μέσα στη ζωή της ερήμου. Τη διαπίστωση
αυτή επικυρώνει πλέον πανηγυρικά η ασκητική εμπειρία, αφού, όπως είπαμε ήδη, ο
αγωνιστής της ερήμου είναι βασικά προσανατολισμένος όχι προς την ιδεατή του
εικόνα ή προς τις πνευματικές του κατακτήσεις, αλλά προς το ακάθαρτο βάθος του
εαυτού του. Όσο περισσότερο προάγεται στην πνευματική ζωή, τόσο βαθύτερα
ανερευνά και εξετάζει τον εαυτό του.
Την
άποψη αυτή, ότι δηλαδή η ειλικρινής και «άνετη» αυτοθεώρηση του εσωτερικού
δράματος του ανθρώπου μπορεί να γίνεται μόνο υπό τον όρο της πνευματικής
ωριμότητας, την επιβεβαιώνει και ο Επίσκοπος της Εμέσης Νεμέσιος με μια
πρωτότυπη κάπως ερμηνεία της εδεμικής απαγορεύσεως. Ο Νεμέσιος, στο έργο του
«Περί φύσεως του ανθρώπου», υποστηρίζει την άποψη σύμφωνα με την οποία η
απαγόρευση εκ μέρους του Θεού της βρώσεως του καρπού του δένδρου της γνώσεως
του καλού και του κακού αφορούσε την απαγόρευση της αυτογνωσίας. «Επειδή δε ου
συνέφερεν αυτώ προ της τελειώσεως γνώναι την φύσιν εαυτού, απηγόρευσεν αυτώ μη
γεύσασθαι του ξύλου της γνώσεως. Ήσαν γαρ, μάλλον δε εισίν έτι και νυν δυνάμεις
εν τοις φυτοίς μέγισται· τότε δε, ως εν αρχή της κοσμοποιίας, ακραιφνείς ούσαι,
ισχυροτάτην είχον την ενέργειαν. Ην ούν και απόγευσίς τίνος καρπού, γνώσιν
εμποιούσα της οικείας φύσεως. Ουκ ηβούλετο δε αυτόν ο Θεός προ της τελειώσεως
γνώναι την οικείαν φύσιν, ίνα μη, γνους εαυτόν ενδεά πολλών όντα, της σωματικής
επιμεληθή χρείας, καταλιπών την της ψυχής πρόνοιαν. Και διά ταύτην την αιτίαν
εκώλυσεν αυτόν μεταλαβείν του καρπού της γνώσεως. Παρακούσας δε και γνους
εαυτόν, της μεν τελειώσεως εξέπεσε, της δε σωματικής χρείας εγένετο».
Η
ερμηνεία αυτή του Νεμεσίου Εμέσης υπενθυμίζει την προπτωτική αδυναμία του
ανθρώπου να θεωρεί εαυτόν. Δηλαδή, όχι μόνον μετά την πτώση του ανθρώπου αλλά
-καϊ προ της πτώσεως, κατά τον Νεμέσιον, υπήρχε, όπως άλλωστε είναι εύλογο, το
πρόβλημα της διαστάσεως μεταξύ του τί είναι ο άνθρωπος και τί οφείλει να γίνει
ή να είναι. Εξάλλου η διάσταση αυτή υπογράμμιζε και κατά την περίοδο αυτή της
«αθωότητας» ότι ο άνθρωπος μόνο από ορισμένους όρους θα είχε τη δυνατότητα να
αποκτά μια εποικοδομητική αυτογνωσία. Έτσι η ψυχολογική και πνευματική εκδοχή
της φράσεως «Ου παντός εις Κόρινθον πλειν» πρέπει ασφαλώς να θεωρείται έγκυρη
και προ και μετά την πτώση του ανθρώπου. Δεν μπορεί πράγματι ο καθένας μόνος
του και χωρίς ορισμένες βασικές προϋποθέσεις να προσπαθεί να γνωρίσει τον εαυτό
του. Η ερημική μάλιστα εσωτερικότητα αποκλείει σαφώς μια τέτοια δυνατότητα. Ο
μαθητευόμενος ασκητής είναι ψυχικά και πνευματικά δεμένος με τον γέροντά του
και μόνο με την καθοδήγηση και την ερημική του σοφία προχωρεί βήμα προς βήμα
στους δαιδαλώδεις δρομίσκους της εσωτερικότητας. Σε στιγμές που η θέα της
εσωτερικότητας αυτής τον τρομάζει ή τον απογοητεύει, τον ενθαρρύνει και τον
στηρίζει η πνευματική οντότης του γέροντος. Κι αυτό, από πλευράς πνευματικής
στρατηγικής και τέχνης, έχει ανεκτίμητη αξία και μοναδικό νόημα. Η
προειδοποίηση «Ουαί τω ενί» (Εκκλ. 4, 10) κατανοείται εδώ σ’ όλη την έντασή
της. Αλλοίμονο σ’ εκείνον που στέκεται «μόνος» μπροστά στον εαυτό του. Δηλαδή
«μόνος» δεν είναι εύκολο να σταθεί κανείς μπροστά στο γνήσιο και αυθεντικό
εαυτό του, αλλά και αν ακόμη κατορθώσει «μόνος» του να σταθεί μπροστά στο χάος
του εαυτού του, μόλις σταθεί θα πέσει. Γιατί ποιός μπορεί να σηκώσει το
ψυχολογικό και πνευματικό βάρος ενός χάους;
Εδώ
ας θυμηθούμε τη μεγάλη μορφή του ευαγγελικού τελώνη. Με το κεφάλι κρεμασμένο
στο στήθος του έχει μπροστά του την πανοραμική θέα του εαυτού του. Μια θέα
συγκλονιστική, απογοητευτική, φρικτή, απερίγραπτη! Αλλά ο τελώνης στέκεται, δεν
πέφτει. Στέκεται μπροστά στον εαυτό του. Ναι, αλλά τη δύναμη την οφείλει σε μια
παρουσία. Στην παρουσία του Θεού που κλείνει μέσα του. Γι’ αυτό άλλωστε, ό,τι
βλέπει, ό,τι τον τρομάζει, ό,τι τον συγκλονίζει, το συνοψίζει στη σωτήρια προς
Αυτόν κραυγή· «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18, 13). Υπό τον όρο
αυτόν η αυτογνωσία του τελώνη είναι συγχρόνως βίωση σωτηρίας. Βλέπει,
κραυγάζει, σώζεται. Μια εξελικτική πνευματική πορεία που καταξιώνει την
αυτοθεώρηση και, δείχνει ότι ύπαρχε: ένας νόμιμος τρόπος για να μπορέσει κανείς
να σταθεί λυτρωτικά μπροστά στον εαυτό του. Αιώνες τώρα γνωρίζουμε ότι ο τρόπος
αυτός είναι η πορεία μέσα από τα μονοπάτια της ερημικής εσωτερικότητας..!
Ο
σύγχρονος άνθρωπος δίνει καθημερινά πληθωρικές αποδείξεις για το γεγονός ότι…
αποφεύγει τον εαυτό του! Είναι παγιδευμένος στο φαύλο αυτό κύκλο: είναι τελείως
μόνος με τον εαυτό του και συγχρόνως αφάνταστα μακρυά από τον εαυτό του. Ο
διάλογος με τον εαυτό του, οσάκις τον απειλεί, τον αναστατώνει και τον
τρομάζει. Αδιάψευστος μάρτυς του γεγονότος αυτού η ψυχολογία του Βάθους και
δημόσιος… κατήγορος η αντικοινωνική του κοινωνικότητα!
Αλλά
και ο σύγχρονος χριστιανός, σε πολλές περιπτώσεις, δείχνει ότι υποδύεται απλώς
κάποιο ρόλο ή ότι είναι άσχετος με τον εαυτό του. Έτσι και στη περίπτωσή του το
πρόβλημα, πολλές φορές, είναι το ίδιο· η μόνωση και η αποξένωση. Φαίνεται πως η
«καθιερωμένη» ευσέβεια πολύ λίγα πράγματα μπορεί να προσφέρει στη δυναμική και
αυθεντική ανανέωση της εσωτερικότητάς του. Γι’ αυτό περισσότερο για το σύγχρονο
χριστιανό είναι αναγκαία η αυτοθεώρηση που βιώνεται στ’ αχνάρια της φιλοκαλικής
ερημικής εσωτερικότητας. Όταν γευθεί τις εμπειρίες της εσωτερικότητας αυτής, θα
καταλάβει ο χριστιανός αυτός, χωρίς δυσκολία, ότι πράγματι μόνο υπό τον όρο
αυτό μπορεί ο εαυτός του να σταθεί μπροστά στον εαυτό του. Κι αυτό σημαίνει
ασφαλώς την αρχή της αυθεντικής πνευματικής ζωής, της ζωής που το Ευαγγέλιο του
Χριστού καταγγέλλει…!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου