Αστέριος, Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλα οι Άγιοι αυτάδελφοι Μάρτυρες, έζων
κατά την πρώτην υπατείαν του Διοκλητιανού, όταν ηγεμόνευεν ο Λυσίας εις την
Κιλικίαν, εν έτει σπη΄ (288). Ήσαν δε πάντες ούτοι οι Άγιοι αυτάδελφοι και
Χριστιανοί, κατοικούντες όλοι ομού και χρήματα αρκετά έχοντες. Είχον δε μεθ’
εαυτών και την μητρυιάν των, επειδή η μήτηρ των είχεν αποθάνει πρότερον,
ύστερον δε απέθανε και ο πατήρ των.
Επειδή δε η μητρυιά των προσεπάθει να κατακρατήση αδίκως τα πράγματα των γονέων των, δια τούτο επρόδωσεν αυτούς εις τον ηγεμόνα κατηγορούσα αυτούς ότι είναι Χριστιανοί. Παρασταθέντες λοιπόν οι νέοι εις τον ηγεμόνα, είπον προς αυτόν· «Ημείς τώρα καταφρονούμεν όλα τα πράγματά μας, ω ηγεμών, και δια την πίστιν μας υπομένομεν παν κακόν, το οποίον θα μας συμβή. Η δε μητρυιά μας, ήτις δεν εξελέγη επιτυχώς εις αντικατάστασιν της μητρός μας, αύτη, μάθε, ότι δεν επρόδωσεν ημάς εις σε, διότι υπερασπίζεται την θρησκείαν των ιδικών σας θεών, όχι, αλλά διότι επιδιώκει να αφαιρέση αδίκως την πατρικήν και μητρικήν μας κληρονομίαν, η οποία είναι μεγάλη». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών εφάνη και αυτός ότι συνεφώνησε με τον σκοπόν της μητρυιάς των και ηθέλησε να θανατώση τους Αγίους δια να αποκτήση και αυτός μέρος της πατρικής και μητρικής των κληρονομίας. Όθεν ευθύς προστάσσει να εξαπλωθή ο Κλαύδιος από τα τέσσαρα μέρη και να καταξεσχίζεται εις τας ωμοπλάτας με ραβδία· έπειτα εκρέμασαν αυτόν από τας άκρας των χειρών και έκαυσαν μεν τους πόδας του με ανημμένους άνθρακας, κατεχάραξαν δε αυτόν εις τας πλευράς με χάλκινα κέντρα. Έπειτα με πλίνθους κατασυντρίβουσιν αυτόν και με χόρτα του παπύρου τον κατακαίουσιν. Ακούων δε ο Άγιος τον ηγεμόνα να λέγη· «Θυσίασον εις τους θεούς δια να σωθής» απεκρίθη: «Είπον εις σε και επαναλαμβάνω άπαξ έτι, ότι δια την πίστιν του Χριστού και αυτόν τον θάνατον καταφρονώ. Λοιπόν ποίει ό,τι αν βούλεσαι, ω δικαστά». Όθεν βασανισθείς επ’ αρκετόν κατεβιβάσθη κατόπιν από το ξύλον και ερρίφθη εις την φυλακήν. Έπειτα παρεστάθη εις το κριτήριον ο Αστέριος, προς τον οποίον είπεν ο Λυσίας· «Πως λέγεται το όνομά σου»; Επειδή δε ο Άγιος εσιώπα, δια τούτο προσέταξεν ο ηγεμών να θλάσωσι τους οδόντας του Μάρτυρος· εν όσω δε εθραύοντο οι οδόντες του, εφώναζεν ο διαλαλητής· «Θυσίασον εις τους θεούς και σώσον την ζωήν σου». Ο δε Μάρτυς, καίτοι ετιμωρείτο και ήκουε την φωνήν του διαλαλητού, δεν έπαυεν όμως να αντιλέγη και αυτός: «Ό,τι θέλεις να πράξης, ω ηγεμών, ποίησον και μη αμελής, διότι εγώ δεν θέλω αρνηθή τον Χριστόν και Θεόν μου». Τότε εκρέμασαν αυτόν και κατεξέσχισαν μεν τας πλευράς του, κατέκαυσαν δε τους πόδας του, αφ’ ου εστρώθησαν υποκάτω αυτού άνθρακες ανημμένοι· έπειτα δείραντες αυτόν με ράβδους τον έρριψαν εις την φυλακήν. Μετά ταύτα παρίσταται εις το κριτήριον και ο Νέων· ερωτηθείς δε και ούτος πως λέγεται, απεκρίθη: «Εάν θέλης να μάθης το όνομά μου, ω ηγεμών, γίνωσκε, ότι καλούμαι Νέων. Περισσότερον δε από τούτο μη ελπίζης να μάθης, διότι εγώ είμαι αδελφός των προ εμού βασανισθέντων Κλαυδίου και Αστερίου. Όθεν να χωρισθώ απ’ αυτών δεν είναι δυνατόν, αλλά δια την του Χριστού μου ομολογίαν ιδού τώρα παρίσταμαι ενώπιόν σου· και λοιπόν μη αργοπορής να πράξης εκείνο, όπερ θέλεις». Τότε λοιπόν εξήπλωσαν και αυτόν κατά γης και τον έδερον δυνατά, στρώσαντες υπό τους πόδας του άνθρακας ανημμένους. Αφ’ ου δε έδειραν αυτόν επί πολλάς ώρας, τον έρριψαν εις την φυλακήν. Κατά δε την ερχομένην ημέραν εκάθησεν ο Λυσίας εις το κριτήριον και φέρων έμπροσθέν του τον Άγιον Κλαύδιον, λέγει προς αυτόν· «Ειπέ εις ημάς, εάν μετεμελήθης και εσκέφθης καλλίτερον λογισμόν». Ο Άγιος απεκρίθη· «Πλέον τολμηρός και άφοβος παρίσταμαι ενώπιόν σου σήμερον ή χθες, επειδή έγινα δια των βασάνων δυνατώτερος και θαρραλεώτερος». Όθεν ευθύς έδεσαν τα άκρα των χειρών και των ποδών του και κρεμάσαντες αυτόν έφεραν όργανα μηχανικά, τα οποία εισέρχονται εντός των άρθρων και των αρμών των μελών του σώματος· ομοίως έφεραν και ηλάγρας και με αυτάς εξήρθρωσαν τα πέλματα των ποδών του και τας παλάμας του· και αφ’ ου μετά πολλάς ώρας κατεβιβάσθη ημιθανής, ερρίφθη και πάλιν εις την φυλακήν. Έπειτα παρέστη εις το κριτήριον ο Άγιος Αστέριος, προς τον οποίον βλέπων ο Λυσίας, του είπε· «Συ τι λέγεις; Διανοείσαι να θυσιάσης εις τους θεούς και να ελευθερωθής από τα βάσανα»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ο πιστεύων εις τον αληθινόν Θεόν και εις αυτόν όλας του αφιερών τας ελπίδας, αυτός δεν φοβείται τον θάνατον, αλλά καταφρονεί και πάθη και μυρίας βασάνους». Τότε ο Λυσίας είπε· «Κρεμάσατε αυτόν και καταξεσχίσατε τας πλευράς του και κατακόψατε τα άκρα των χειρών και ποδών του και κατακαύσατε τους μηρούς του με πεπυρωμένους οβελούς». Τούτων ούτω γινομένων, ο Μάρτυς αισθανόμενος δριμυτάτους πόνους είπεν· «Είθε να ίδη ο Θεός αυτά τα οποία πράττεις κατά των δούλων του, δυσσεβέστατε, και να ποιήση κατά σου ανταξίαν εκδίκησιν». Τότε ο Λυσίας, τον μεν Άγιον Αστέριον προσέταξε να ρίψωσιν εις την φυλακήν, παριστά δε έμπροσθέν του τον Νέωνα. Επειδή δε και αυτός έμεινεν αμετάβλητος εις την πίστιν, εξηπλώθη πάλιν κατά γης και κατεξεσχίσθη με βούνευρα· και αφ’ ου έγινεν όλον το σώμα του μία πληγή, ερρίφθη εις την φυλακήν. Τότε προσέταξεν ο ηγεμών να φέρωσι και την αδελφήν των Αγίων Νεονίλλαν, την οποίαν ευρών εις την πίστιν του Χριστού στερεωτέραν από την πέτραν, έδωκε διαταγήν να την δείρωσιν εις το πρόσωπον. Έπειτα έδεσαν αυτήν εκ των ποδών και την εκρέμασαν· είτα έδειραν αυτήν εις τους πόδας με λωρία και μετά ταύτα την εκρέμασαν από τας τρίχας της κεφαλής. Ύστερον δε εξύρισαν και την κεφαλήν της δια ατιμίαν και εξαπλώσαντες αυτήν από τα τέσσαρα μέρη, κατεξέσχιζον τας σάρκας της με λωρία ωμά. Είτα εξαπλώσαντες αυτήν υπτίαν, έθηκαν επάνω εις τα στήθη της άνθρακας ανημμένους και ούτως η μακαρία Νεονίλλα παρέψωκε το πνεύμα της εις χείρας Θεού. Το δε τίμιον αυτής σώμα έβαλον εντός σάκκου και κατεβύθισαν αυτό εις την θάλασσαν. Τους δε Αγίους Μάρτυρας Κλαύδιον, Αστέριον και Νέωνα απεκεφάλισαν έξω της πόλεως και τα σώματα τούτων έρριψαν εις τα θηρία και όρνεα δια να τα φάγωσι. Με τοιούτον μακάριον τέλος ετελειώθησαν ούτοι οι Άγιοι καλλίνικοι του Χριστού Μάρτυρες και αυτάδελφοι και έλαβον τους στεφάνους της αθλήσεως.
Επειδή δε η μητρυιά των προσεπάθει να κατακρατήση αδίκως τα πράγματα των γονέων των, δια τούτο επρόδωσεν αυτούς εις τον ηγεμόνα κατηγορούσα αυτούς ότι είναι Χριστιανοί. Παρασταθέντες λοιπόν οι νέοι εις τον ηγεμόνα, είπον προς αυτόν· «Ημείς τώρα καταφρονούμεν όλα τα πράγματά μας, ω ηγεμών, και δια την πίστιν μας υπομένομεν παν κακόν, το οποίον θα μας συμβή. Η δε μητρυιά μας, ήτις δεν εξελέγη επιτυχώς εις αντικατάστασιν της μητρός μας, αύτη, μάθε, ότι δεν επρόδωσεν ημάς εις σε, διότι υπερασπίζεται την θρησκείαν των ιδικών σας θεών, όχι, αλλά διότι επιδιώκει να αφαιρέση αδίκως την πατρικήν και μητρικήν μας κληρονομίαν, η οποία είναι μεγάλη». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών εφάνη και αυτός ότι συνεφώνησε με τον σκοπόν της μητρυιάς των και ηθέλησε να θανατώση τους Αγίους δια να αποκτήση και αυτός μέρος της πατρικής και μητρικής των κληρονομίας. Όθεν ευθύς προστάσσει να εξαπλωθή ο Κλαύδιος από τα τέσσαρα μέρη και να καταξεσχίζεται εις τας ωμοπλάτας με ραβδία· έπειτα εκρέμασαν αυτόν από τας άκρας των χειρών και έκαυσαν μεν τους πόδας του με ανημμένους άνθρακας, κατεχάραξαν δε αυτόν εις τας πλευράς με χάλκινα κέντρα. Έπειτα με πλίνθους κατασυντρίβουσιν αυτόν και με χόρτα του παπύρου τον κατακαίουσιν. Ακούων δε ο Άγιος τον ηγεμόνα να λέγη· «Θυσίασον εις τους θεούς δια να σωθής» απεκρίθη: «Είπον εις σε και επαναλαμβάνω άπαξ έτι, ότι δια την πίστιν του Χριστού και αυτόν τον θάνατον καταφρονώ. Λοιπόν ποίει ό,τι αν βούλεσαι, ω δικαστά». Όθεν βασανισθείς επ’ αρκετόν κατεβιβάσθη κατόπιν από το ξύλον και ερρίφθη εις την φυλακήν. Έπειτα παρεστάθη εις το κριτήριον ο Αστέριος, προς τον οποίον είπεν ο Λυσίας· «Πως λέγεται το όνομά σου»; Επειδή δε ο Άγιος εσιώπα, δια τούτο προσέταξεν ο ηγεμών να θλάσωσι τους οδόντας του Μάρτυρος· εν όσω δε εθραύοντο οι οδόντες του, εφώναζεν ο διαλαλητής· «Θυσίασον εις τους θεούς και σώσον την ζωήν σου». Ο δε Μάρτυς, καίτοι ετιμωρείτο και ήκουε την φωνήν του διαλαλητού, δεν έπαυεν όμως να αντιλέγη και αυτός: «Ό,τι θέλεις να πράξης, ω ηγεμών, ποίησον και μη αμελής, διότι εγώ δεν θέλω αρνηθή τον Χριστόν και Θεόν μου». Τότε εκρέμασαν αυτόν και κατεξέσχισαν μεν τας πλευράς του, κατέκαυσαν δε τους πόδας του, αφ’ ου εστρώθησαν υποκάτω αυτού άνθρακες ανημμένοι· έπειτα δείραντες αυτόν με ράβδους τον έρριψαν εις την φυλακήν. Μετά ταύτα παρίσταται εις το κριτήριον και ο Νέων· ερωτηθείς δε και ούτος πως λέγεται, απεκρίθη: «Εάν θέλης να μάθης το όνομά μου, ω ηγεμών, γίνωσκε, ότι καλούμαι Νέων. Περισσότερον δε από τούτο μη ελπίζης να μάθης, διότι εγώ είμαι αδελφός των προ εμού βασανισθέντων Κλαυδίου και Αστερίου. Όθεν να χωρισθώ απ’ αυτών δεν είναι δυνατόν, αλλά δια την του Χριστού μου ομολογίαν ιδού τώρα παρίσταμαι ενώπιόν σου· και λοιπόν μη αργοπορής να πράξης εκείνο, όπερ θέλεις». Τότε λοιπόν εξήπλωσαν και αυτόν κατά γης και τον έδερον δυνατά, στρώσαντες υπό τους πόδας του άνθρακας ανημμένους. Αφ’ ου δε έδειραν αυτόν επί πολλάς ώρας, τον έρριψαν εις την φυλακήν. Κατά δε την ερχομένην ημέραν εκάθησεν ο Λυσίας εις το κριτήριον και φέρων έμπροσθέν του τον Άγιον Κλαύδιον, λέγει προς αυτόν· «Ειπέ εις ημάς, εάν μετεμελήθης και εσκέφθης καλλίτερον λογισμόν». Ο Άγιος απεκρίθη· «Πλέον τολμηρός και άφοβος παρίσταμαι ενώπιόν σου σήμερον ή χθες, επειδή έγινα δια των βασάνων δυνατώτερος και θαρραλεώτερος». Όθεν ευθύς έδεσαν τα άκρα των χειρών και των ποδών του και κρεμάσαντες αυτόν έφεραν όργανα μηχανικά, τα οποία εισέρχονται εντός των άρθρων και των αρμών των μελών του σώματος· ομοίως έφεραν και ηλάγρας και με αυτάς εξήρθρωσαν τα πέλματα των ποδών του και τας παλάμας του· και αφ’ ου μετά πολλάς ώρας κατεβιβάσθη ημιθανής, ερρίφθη και πάλιν εις την φυλακήν. Έπειτα παρέστη εις το κριτήριον ο Άγιος Αστέριος, προς τον οποίον βλέπων ο Λυσίας, του είπε· «Συ τι λέγεις; Διανοείσαι να θυσιάσης εις τους θεούς και να ελευθερωθής από τα βάσανα»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ο πιστεύων εις τον αληθινόν Θεόν και εις αυτόν όλας του αφιερών τας ελπίδας, αυτός δεν φοβείται τον θάνατον, αλλά καταφρονεί και πάθη και μυρίας βασάνους». Τότε ο Λυσίας είπε· «Κρεμάσατε αυτόν και καταξεσχίσατε τας πλευράς του και κατακόψατε τα άκρα των χειρών και ποδών του και κατακαύσατε τους μηρούς του με πεπυρωμένους οβελούς». Τούτων ούτω γινομένων, ο Μάρτυς αισθανόμενος δριμυτάτους πόνους είπεν· «Είθε να ίδη ο Θεός αυτά τα οποία πράττεις κατά των δούλων του, δυσσεβέστατε, και να ποιήση κατά σου ανταξίαν εκδίκησιν». Τότε ο Λυσίας, τον μεν Άγιον Αστέριον προσέταξε να ρίψωσιν εις την φυλακήν, παριστά δε έμπροσθέν του τον Νέωνα. Επειδή δε και αυτός έμεινεν αμετάβλητος εις την πίστιν, εξηπλώθη πάλιν κατά γης και κατεξεσχίσθη με βούνευρα· και αφ’ ου έγινεν όλον το σώμα του μία πληγή, ερρίφθη εις την φυλακήν. Τότε προσέταξεν ο ηγεμών να φέρωσι και την αδελφήν των Αγίων Νεονίλλαν, την οποίαν ευρών εις την πίστιν του Χριστού στερεωτέραν από την πέτραν, έδωκε διαταγήν να την δείρωσιν εις το πρόσωπον. Έπειτα έδεσαν αυτήν εκ των ποδών και την εκρέμασαν· είτα έδειραν αυτήν εις τους πόδας με λωρία και μετά ταύτα την εκρέμασαν από τας τρίχας της κεφαλής. Ύστερον δε εξύρισαν και την κεφαλήν της δια ατιμίαν και εξαπλώσαντες αυτήν από τα τέσσαρα μέρη, κατεξέσχιζον τας σάρκας της με λωρία ωμά. Είτα εξαπλώσαντες αυτήν υπτίαν, έθηκαν επάνω εις τα στήθη της άνθρακας ανημμένους και ούτως η μακαρία Νεονίλλα παρέψωκε το πνεύμα της εις χείρας Θεού. Το δε τίμιον αυτής σώμα έβαλον εντός σάκκου και κατεβύθισαν αυτό εις την θάλασσαν. Τους δε Αγίους Μάρτυρας Κλαύδιον, Αστέριον και Νέωνα απεκεφάλισαν έξω της πόλεως και τα σώματα τούτων έρριψαν εις τα θηρία και όρνεα δια να τα φάγωσι. Με τοιούτον μακάριον τέλος ετελειώθησαν ούτοι οι Άγιοι καλλίνικοι του Χριστού Μάρτυρες και αυτάδελφοι και έλαβον τους στεφάνους της αθλήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου