Σεβαστιανή η Αγία
Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Δομετιανού του εν έτει πα΄ (81)
βασιλεύσαντος και διέτριβεν εις την πόλιν του Μαρκιανού, κηρύττουσα τον
Χριστόν. Όθεν διεβλήθη εις τον ηγεμόνα Σέργιον ως Χριστιανή. Παρασταθείσα λοιπόν εις αυτόν ωμολόγησεν ότι πιστεύει εις
τον Χριστόν, ότι εδιδάχθη από τον Απόστολον Παύλον και ότι είναι ετοίμη να
αποθάνη δια τον Χριστόν. Τούτου ένεκα πρώτον μεν έδειραν αυτήν εις όλον το σώμα
με σφαίρας μολυβδίνας· έπειτα έρριψαν αυτήν εις την φυλακήν.
Εκεί δε εφάνη εις αυτήν ο Απόστολος Παύλος και της είπε: «Χαίρε και μη λυπήσαι, διότι θέλεις υπάγει δεδεμένη εις την ιδικήν σου πατρίδα δια την ομολογίαν του Χριστού». Μετά επτά ημέρας εξήγαγεν αυτήν ο άρχων εκ της φυλακής και εκκαύσας μίαν κάμινον προσέταξε να ρίψωσιν εντός αυτής την Αγίαν. Όθεν ερρίφθη εις την κάμινον και έμεινεν εντός αυτής αρκετήν ώραν· φυλαχθείσα δε αβλαβής εξήλθε και εποίησεν όλους να θαυμάζωσι και να εξίστανται. Είτα, εν ω η Μάρτυς προσηύχετο, ηκούστη βοή εκ του ουρανού φοβερά μετ’ αστραπών και βροντών· έπεσε δε και χάλαζα τόσον πολλή, ώστε έσβεσε το πυρ της καμίνου, πολλοί δε εξ αυτής εκινδύνευσαν να αποθάνωσι. Αλλά και αυτός ο ηγεμών φοβηθείς έφυγε με τους εκεί παρευρεθέντας. Μετά ταύτα λέγει προς αυτήν ο ηγεμών· «Ποία είσαι συ; Και ποία είναι τα κατά σε; Και από ποίαν χώραν κατάγεσαι»; Η δε Αγία εσιώπα. Μαθών δε από τους παρεστώτας, ότι ήτο από την πόλιν της Ηρακλείας, έστειλεν αυτήν δεδεμένην εις τον εκεί ηγεμόνα. Τότε Άγγελος Κυρίου εφάνη εις αυτήν και της είπεν: «Έχε θάρρος, θύγατερ, διότι όταν μέλλης να παρασταθής εις τον ηγεμόνα, τότε εγώ θέλω είσθαι μετά σου». Φθάσασα η Αγία εις την Ηράκλειαν, παρεστάθη εις τον ηγεμόνα· ο οποίος, κρεμάσας αυτήν επί ξύλου, το οποίον ωμοίαζε με μάγγανον, κατεξέσχιζε το σώμα της εις διάστημα τριών ωρών. Και αι μεν σάρκες της Αγίας κοπτόμεναι ανέδιδον ευωδίαν μύρου· αυτή δε σιωπηλώς προσηύχετο, ώστε όλοι έλεγον, ότι δεν πάσχει σώμα έμψυχον, αλλά άψυχον. Καταβιβάσας δε αυτήν από το μάγγανον, την έρριψεν εις βοράν των θηρίων. Λέων δε τις μέγας επλησίασεν εις την Αγίαν και λαβών παραδόξως ανθρωπίνην φωνήν, την μεν του Χριστού Μάρτυρα επήνει και εμακάριζε, τους δε απίστους και παρανόμους ήλεγχε και κατηγόρει. Έπειτα αφέθη και μία λέαινα κατά της Αγίας, ήτις πλησιάσασα εστάθη παρά την άλλην πλευράν της Μάρτυρος. Ίσταντο δε οι δύο λέοντες ο μεν εκ δεξιών, η δε εξ αριστερών της Αγίας, ως αρνία άκακα. Επειδή λοιπόν ηπόρει ο ηγεμών και δεν ήξευρε τι να πράξη, δια τούτο προσέταξε να αποκεφαλίσωσι την Μάρτυρα εκτός της πόλεως· η δε Αγία αποκεφαλισθείσα, ω του θαύματος! αντί να ρεύση αίμα, έβλυσε γάλα. Το δε άγιον αυτής σώμα και την κεφαλήν προσέταξεν ο δυσσεβέστατος ηγεμών να θέσωσιν εντός σάκκου και μετ’ αυτών τριακοσίας λίτρας μολύβδου και ούτω να ρίψωσιν αυτά εις την θάλασσαν. Άγγελος δε Κυρίου έσχισε τον σάκκον και έφερεν έξω το λείψανον εις τόπον λεγόμενον Ρισητόν. Τούτο δε μαθούσα γυνή τις της συγκλήτου, Άμμια ονομαζομένη, μετέβη εις τον τόπον εκείνον και τυλίξασα με σινδόνια και αλείψασα με μύρα το τίμιον λείψανον, ενεταφίασεν αυτό εις ιδιαίτερον τινα τόπον του Ρισητού, εις δόξαν Θεού.
Εκεί δε εφάνη εις αυτήν ο Απόστολος Παύλος και της είπε: «Χαίρε και μη λυπήσαι, διότι θέλεις υπάγει δεδεμένη εις την ιδικήν σου πατρίδα δια την ομολογίαν του Χριστού». Μετά επτά ημέρας εξήγαγεν αυτήν ο άρχων εκ της φυλακής και εκκαύσας μίαν κάμινον προσέταξε να ρίψωσιν εντός αυτής την Αγίαν. Όθεν ερρίφθη εις την κάμινον και έμεινεν εντός αυτής αρκετήν ώραν· φυλαχθείσα δε αβλαβής εξήλθε και εποίησεν όλους να θαυμάζωσι και να εξίστανται. Είτα, εν ω η Μάρτυς προσηύχετο, ηκούστη βοή εκ του ουρανού φοβερά μετ’ αστραπών και βροντών· έπεσε δε και χάλαζα τόσον πολλή, ώστε έσβεσε το πυρ της καμίνου, πολλοί δε εξ αυτής εκινδύνευσαν να αποθάνωσι. Αλλά και αυτός ο ηγεμών φοβηθείς έφυγε με τους εκεί παρευρεθέντας. Μετά ταύτα λέγει προς αυτήν ο ηγεμών· «Ποία είσαι συ; Και ποία είναι τα κατά σε; Και από ποίαν χώραν κατάγεσαι»; Η δε Αγία εσιώπα. Μαθών δε από τους παρεστώτας, ότι ήτο από την πόλιν της Ηρακλείας, έστειλεν αυτήν δεδεμένην εις τον εκεί ηγεμόνα. Τότε Άγγελος Κυρίου εφάνη εις αυτήν και της είπεν: «Έχε θάρρος, θύγατερ, διότι όταν μέλλης να παρασταθής εις τον ηγεμόνα, τότε εγώ θέλω είσθαι μετά σου». Φθάσασα η Αγία εις την Ηράκλειαν, παρεστάθη εις τον ηγεμόνα· ο οποίος, κρεμάσας αυτήν επί ξύλου, το οποίον ωμοίαζε με μάγγανον, κατεξέσχιζε το σώμα της εις διάστημα τριών ωρών. Και αι μεν σάρκες της Αγίας κοπτόμεναι ανέδιδον ευωδίαν μύρου· αυτή δε σιωπηλώς προσηύχετο, ώστε όλοι έλεγον, ότι δεν πάσχει σώμα έμψυχον, αλλά άψυχον. Καταβιβάσας δε αυτήν από το μάγγανον, την έρριψεν εις βοράν των θηρίων. Λέων δε τις μέγας επλησίασεν εις την Αγίαν και λαβών παραδόξως ανθρωπίνην φωνήν, την μεν του Χριστού Μάρτυρα επήνει και εμακάριζε, τους δε απίστους και παρανόμους ήλεγχε και κατηγόρει. Έπειτα αφέθη και μία λέαινα κατά της Αγίας, ήτις πλησιάσασα εστάθη παρά την άλλην πλευράν της Μάρτυρος. Ίσταντο δε οι δύο λέοντες ο μεν εκ δεξιών, η δε εξ αριστερών της Αγίας, ως αρνία άκακα. Επειδή λοιπόν ηπόρει ο ηγεμών και δεν ήξευρε τι να πράξη, δια τούτο προσέταξε να αποκεφαλίσωσι την Μάρτυρα εκτός της πόλεως· η δε Αγία αποκεφαλισθείσα, ω του θαύματος! αντί να ρεύση αίμα, έβλυσε γάλα. Το δε άγιον αυτής σώμα και την κεφαλήν προσέταξεν ο δυσσεβέστατος ηγεμών να θέσωσιν εντός σάκκου και μετ’ αυτών τριακοσίας λίτρας μολύβδου και ούτω να ρίψωσιν αυτά εις την θάλασσαν. Άγγελος δε Κυρίου έσχισε τον σάκκον και έφερεν έξω το λείψανον εις τόπον λεγόμενον Ρισητόν. Τούτο δε μαθούσα γυνή τις της συγκλήτου, Άμμια ονομαζομένη, μετέβη εις τον τόπον εκείνον και τυλίξασα με σινδόνια και αλείψασα με μύρα το τίμιον λείψανον, ενεταφίασεν αυτό εις ιδιαίτερον τινα τόπον του Ρισητού, εις δόξαν Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου