Βενιαμίν ο αοίδιμος Ιερομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως μεν
της Περσίας Ισδιγέρδου, υιού Γορωράνη, βασιλέως χρηματίσαντος και αυτού των
Περσών, του Ρωμαίων δε βασιλέως Θεοδοσίου του Μικρού εν έτει υιβ΄ (412).
Φαίνεται δε ότι κατήγετο από την Περσίαν και ταύτην είχε πατρίδα του. Ούτος
λοιπόν με το να ήτο Διάκονος της εν Περσία Εκκλησίας, πολλούς Έλληνας ομού και
Πέρσας επέστρεψεν εις την θεογνωσίαν δια μέσου του λόγου της διδασκαλίας του.
Όθεν εκ της αιτίας ταύτης κατηγγέλθη εις τον ρηθέντα βασιλέα ως κακοποιός. Δια
τούτο παρασταθείς ενώπιον του βασιλέως εδάρη.
Μετά δε τον δαρμόν βάλλεται εις την φυλακήν, εις την οποίαν έμεινε δύο ολοκλήρους χρόνους. Μετά δε τους δύο χρόνους επέμφθη από τον βασιλέα των Ρωμαίων Θεοδόσιον πρέσβυς εις την Περσίαν, ο οποίος, αφ’ ου έμαθε την εν τη φυλακή πολυχρόνιον κακοπάθειαν του Αγίου Βενιαμίν, εμεσίτευσεν εις τον βασιλέα των Περσών Ισδιγέρδην δια να τον ελευθερώση από την φυλακήν. Ο δε βασιλεύς υπεσχέθη μεν εις τον πρέσβυν, ότι θα τον ελευθερώση, εάν παύση από το να διδάσκη τον Χριστιανισμόν εις τους εν Περσία μάγους (μάγους δε συνήθιζον να ονομάζουν οι Πέρσαι, κατά τον Θεοδώρητον, τους τα στοιχεία θεοποιούντας). Ο δε πρέσβυς απεκρίθη· «Ναι, ανάγκη είναι και εξάπαντος θα φυλάξη την προσταγήν σου, βασιλεύ». Τούτον δε τον λόγον του πρέσβεως ευθύς ως ήκουσεν ο φιλόθεος ομού και φιλάδελφος Βενιαμίν απεκρίθη προς τον πρέσβυν· «Αδύνατον είναι να μη μεταδώσω εγώ εις τους εσκοτισμένους το φως της θεογνωσίας, όπερ έλαβον· διότι πόσην τιμωρίαν είναι άξιος να λάβη εκείνος, όστις ήθελε κατακρύψει το τάλαντον του ιδικού του Δεσπότου, τούτο σαφώς μας το λέγει η των θείων Ευαγγελίων διδασκαλία». Τους λόγους όμως τούτους του Αγίου δεν ηννόησεν ο βασιλεύς, ως άπιστος και αμύητος. Όθεν προσέταξε να ελευθερωθή από τα δεσμά και από την φυλακήν ο Άγιος. Ελευθερωθείς λοιπόν ο θείος Βενιαμίν πάλιν εδίδασκε τους εν Περσία μάγους και Έλληνας κατά την προτέραν αυτού συνήθειαν. Χρόνος παρήλθεν ολόκληρος, κατά τον οποίον ο φωστήρ της ευσεβείας Βενιαμίν μετέδιδε το φως της θεογνωσίας δια της διδασκαλίας του εις τους Πέρσας και Έλληνας. Όθεν ο βασιλεύς, τούτο μαθών, παρέστησεν έμπροσθέν του τον Άγιον και προστάσσει τούτον να αρνηθή τον Χριστόν. Ο δε Βενιαμίν ηρώτησε· «Πόσης τιμωρίας είναι άξιος, ω βασιλεύς, εκείνος όστις ήθελε μεν καταφρονήσει την ιδικήν σου βασιλείαν, προτιμήσει δε άλλην»; «Θανάτου είναι άξιος», απεκρίθη ο βασιλεύς. Ανταπεκρίθη ο Μάρτυς· «Και αν ο την βασιλείαν σου του θνητού βασιλέως καταφρονήσας είναι θανάτου άξιος, ποίαν άραγε κόλασιν έχει δικαίως να πάθη, όστις καταφρονήση μεν τον ποιητήν και πάντων Δημιουργόν, προσκυνήση δε ως Θεόν ένα από τα ομόδουλα κτίσματα»; Τούτον τον σοφόν λόγον ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη και προστάσσει να λεπτύνουν είκοσι καλάμους και να τους εμπήξουν εις τους είκοσιν όνυχας των χειρών και των ποδών του Μάρτυρος. Επειδή δε έβλεπεν, ότι την τιμωρίαν ταύτην ενόμιζεν ως παίγνιον ο του Χριστού Αθλητής, δια τούτο προσέταξε να λεπτύνουν και να κάμουν κοπτερόν ένα καλάμιον και τούτο να εμπήξουν, ω της διαβολικής επινοίας! μέσα εις το παιδογόνον μόριον του Αγίου. Το οποίον εμβάλλοντες συχνά και εκβάλλοντες οι και των θηρίων ασπλαγχνότεροι προυξένουν ανυποφόρους πόνους εις τον του Χριστού Μάρτυρα. Ύστερον δε από την βάσανον ταύτην προστάσσει ο θηριώδης και απάνθρωπος τύραννος να εμβάλουν εις τον αφεδρώνα του Μάρτυρος ράβδον χονδρήν, η οποία είχε ρόζους από κάθε μέρος. Και εν τη τιμωρία ταύτη παρέδωκε την ψυχήν του εις τον ποθούμενον Χριστόν τον Θεόν ο γενναιότατος τούτου αγωνιστής.
Μετά δε τον δαρμόν βάλλεται εις την φυλακήν, εις την οποίαν έμεινε δύο ολοκλήρους χρόνους. Μετά δε τους δύο χρόνους επέμφθη από τον βασιλέα των Ρωμαίων Θεοδόσιον πρέσβυς εις την Περσίαν, ο οποίος, αφ’ ου έμαθε την εν τη φυλακή πολυχρόνιον κακοπάθειαν του Αγίου Βενιαμίν, εμεσίτευσεν εις τον βασιλέα των Περσών Ισδιγέρδην δια να τον ελευθερώση από την φυλακήν. Ο δε βασιλεύς υπεσχέθη μεν εις τον πρέσβυν, ότι θα τον ελευθερώση, εάν παύση από το να διδάσκη τον Χριστιανισμόν εις τους εν Περσία μάγους (μάγους δε συνήθιζον να ονομάζουν οι Πέρσαι, κατά τον Θεοδώρητον, τους τα στοιχεία θεοποιούντας). Ο δε πρέσβυς απεκρίθη· «Ναι, ανάγκη είναι και εξάπαντος θα φυλάξη την προσταγήν σου, βασιλεύ». Τούτον δε τον λόγον του πρέσβεως ευθύς ως ήκουσεν ο φιλόθεος ομού και φιλάδελφος Βενιαμίν απεκρίθη προς τον πρέσβυν· «Αδύνατον είναι να μη μεταδώσω εγώ εις τους εσκοτισμένους το φως της θεογνωσίας, όπερ έλαβον· διότι πόσην τιμωρίαν είναι άξιος να λάβη εκείνος, όστις ήθελε κατακρύψει το τάλαντον του ιδικού του Δεσπότου, τούτο σαφώς μας το λέγει η των θείων Ευαγγελίων διδασκαλία». Τους λόγους όμως τούτους του Αγίου δεν ηννόησεν ο βασιλεύς, ως άπιστος και αμύητος. Όθεν προσέταξε να ελευθερωθή από τα δεσμά και από την φυλακήν ο Άγιος. Ελευθερωθείς λοιπόν ο θείος Βενιαμίν πάλιν εδίδασκε τους εν Περσία μάγους και Έλληνας κατά την προτέραν αυτού συνήθειαν. Χρόνος παρήλθεν ολόκληρος, κατά τον οποίον ο φωστήρ της ευσεβείας Βενιαμίν μετέδιδε το φως της θεογνωσίας δια της διδασκαλίας του εις τους Πέρσας και Έλληνας. Όθεν ο βασιλεύς, τούτο μαθών, παρέστησεν έμπροσθέν του τον Άγιον και προστάσσει τούτον να αρνηθή τον Χριστόν. Ο δε Βενιαμίν ηρώτησε· «Πόσης τιμωρίας είναι άξιος, ω βασιλεύς, εκείνος όστις ήθελε μεν καταφρονήσει την ιδικήν σου βασιλείαν, προτιμήσει δε άλλην»; «Θανάτου είναι άξιος», απεκρίθη ο βασιλεύς. Ανταπεκρίθη ο Μάρτυς· «Και αν ο την βασιλείαν σου του θνητού βασιλέως καταφρονήσας είναι θανάτου άξιος, ποίαν άραγε κόλασιν έχει δικαίως να πάθη, όστις καταφρονήση μεν τον ποιητήν και πάντων Δημιουργόν, προσκυνήση δε ως Θεόν ένα από τα ομόδουλα κτίσματα»; Τούτον τον σοφόν λόγον ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη και προστάσσει να λεπτύνουν είκοσι καλάμους και να τους εμπήξουν εις τους είκοσιν όνυχας των χειρών και των ποδών του Μάρτυρος. Επειδή δε έβλεπεν, ότι την τιμωρίαν ταύτην ενόμιζεν ως παίγνιον ο του Χριστού Αθλητής, δια τούτο προσέταξε να λεπτύνουν και να κάμουν κοπτερόν ένα καλάμιον και τούτο να εμπήξουν, ω της διαβολικής επινοίας! μέσα εις το παιδογόνον μόριον του Αγίου. Το οποίον εμβάλλοντες συχνά και εκβάλλοντες οι και των θηρίων ασπλαγχνότεροι προυξένουν ανυποφόρους πόνους εις τον του Χριστού Μάρτυρα. Ύστερον δε από την βάσανον ταύτην προστάσσει ο θηριώδης και απάνθρωπος τύραννος να εμβάλουν εις τον αφεδρώνα του Μάρτυρος ράβδον χονδρήν, η οποία είχε ρόζους από κάθε μέρος. Και εν τη τιμωρία ταύτη παρέδωκε την ψυχήν του εις τον ποθούμενον Χριστόν τον Θεόν ο γενναιότατος τούτου αγωνιστής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου