Πολύδωρος, ο μέγας και νεοφανής στρατιώτης του Χριστού, ήτο μεν γέννημα
και θρέμμα της Λευκωσίας, της πρώτης των πόλεων της νήσου Κύπρου, πατρός Λουκά
προσκυνητού και μητρός Λουρδανούς. Μικρός δε ων την ηλικίαν, εμαθητεύθη τα ιερά
γράμματα εις την πατρίδα του, και αφού εμεγάλωσεν, εξελθών της ιδίας του
πατρίδος, επραγματεύετο εις την Αίγυπτον, και από εκεί πηγαίνων εις διάφορα
μέρη χάριν πραγματείας, έγινε γνώριμος εις πολλούς.
Το έτος 1793 ευρισκόμενος εις Αίγυπτον, συνέβη να προσκληθή (είθε να μη τον είχε γνωρίσει τελείως) από ένα Κιεσίφην αρνησίχριστον Ζακύνθιον, και έγινε γραμματικός εις αυτόν· ευρισκόμενος δε ημέραν τινά εις χαράς και διασκεδάσεις, συνέβη να μεθύση, καθώς συμβαίνει εις τοιαύτας περιστάσεις· η μέθη όμως του εσκότισε τας φρένας, δι’ ο και ο θείος Παύλος παραγγέλλει λέγων· «Μη μεθύσκεσθε οίνω, εν ω εστιν ασωτία»· αλλ’ εις τούτον η μέθη προυξένησεν ακόμη και το χείριστον και ακρότατον των κακών. Ποίον τούτο; Τον κατέστησε να αρνηθή φευ! τον Χριστόν τον Θεόν και Σωτήρα του κόσμου και να δεχθή τον εναγή και ψυχώλεθρον Μωαμεθανισμόν. Κατά αλήθειαν εφάνη και εις τούτον ότι είναι αλάθητος η παλαιά εκείνη γνώμη, ήτις λέγει σοφώτατα· «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Όθεν πρέπει να φεύγωμεν πάσει δυνάμει τας κακάς συναναστροφάς. Αλλά καθώς έδειξαν τα πράγματα, είχεν ο άνθρωπος διάθεσιν αγαθήν και ταύτην βλέπων ο του ελέους Θεός ένευσεν εις την καρδίαν του και παρευθύς, ως ανένηψεν από την μέθην, ήλθεν εις τον εαυτόν του, ελυπήθη σφοδρώς δια το κακόν το οποίον έπαθε και μετανοών και κλαίων πικρώς, ως άλλος Πέτρος, διήρχετο πάλιν χριστιανικώς, έως ότου μετ’ ολίγας ημέρας, ευρίσκων ευκαιρίαν, έφυγεν εκείθεν και επήγεν εις την Βηρυτόν κατ’ ευθείαν εις τον Αρχιερέα και εξωμολογήθη εις αυτόν με συντριβήν καρδίας την αμαρτίαν του. Ο Αρχιερεύς τον υπεδέχθη ευμενώς, τον ενουθέτησε πατρικώς και τον παρηγόρησεν ως όντως Αρχιερεύς και δίδων εις αυτόν κανόνα, τον έστειλεν εις εν Μοναστήριον επάνω εις το όρος του Λιβάνου δια να ησυχάση εκεί την μεγάλην Τεσσαρακοστήν και μετά το Πάσχα να υπάγη και ο Αρχιερεύς να τον μυρώση· αλλ’ επειδή και εξ αιτίας του εκινδύνευεν ο Αρχιερεύς, ανεχώρησεν εκείθεν και επήγεν εις το Άκρι (Πτολεμαϊδα), με απόφασιν να παρουσιασθή· αλλ’ ευρών εναντία τα πράγματα και μάλιστα ακούσας από τον Άγιον Πτολεμαϊδος, ότι πρέπει να κάμη την ομολογίαν της Πίστεως εκεί όπου έκαμε και την άρνησιν, εμβήκεν εις εν πλοίον, δια να υπάγη εις την Αίγυπτον· αλλά του Θεού οικονομούντος κατ’ άλλον τρόπον, το πλοίον ημποδίσθη από τρικυμίας μεγάλας και κατήντησεν εις την Γιάφαν. Βλέπων όθεν τα τόσα εμπόδια ήλλαξε γνώμην και πλεύσας με εν Σάμιον πλοίον, επήγεν εις την Χίον, δια να κάμη την ομολογίαν του εκεί, αλλά και πάλιν ημποδίσθη. Εις τας δέκα τρεις του Ιουνίου ανεχώρησεν από την Χίον, δια την Σμύρνην, διψών να υπομείνη καν εκεί τον υπέρ Χριστού θάνατον· όμως και εκεί εύρεν εμπόδια· διότι είπον εις αυτόν οι εκεί πνευματικοί, ότι οι Αγαρηνοί ήσαν θυμωμένοι και εξηγριωμένοι κατά των Χριστιανών δια την καταισχύνην την οποίαν τους προυξένησε τότε προ ολίγου το μαρτύριον του δερβίση και ότι ήτο πολύ ενδεχόμενον από την νέαν τούτου παρουσίαν να ακολουθήση μέγας κίνδυνος δια τους Χριστιανούς· εγώ δε νομίζω, ότι όλα τα εξ αρχής εμπόδια ταύτα ήσαν ενέργειαι του μισοκάλου δαίμονος, δια να τον ψυχράνη να παραιτηθή από την σωτήριον ομολογίαν του· όθεν επέστρεψε μετά λύπης μεγάλης πάλιν εις την Χίον κατά τας ένδεκα του Ιουλίου. Αλλ’ ο πάντα προς το συμφέρον οικονομών Κύριος πολλάκις μεταχειρίζεται και εκείνα τα οποία εις ημάς φαίνονται εναντία εις το καλλίτερον και συμφερώτερον· και ούτως έγινε και εις τούτον τον μακάριον. Επιστρέψας όθεν εις την Χίον, λαμβάνει συμβουλήν και παρακίνησιν από τινα Πνευματικόν πατέρα ξένον, να κάμη τώρα, εκείνο το οποίον έπρεπε να είχε κάμει πρωτύτερα και δεν το έκαμε, με το να έτρεχε βιαστικά εις το στάδιον· λαμβάνει δηλαδή συμβουλήν να προετοιμασθή καλώς και να καθοπλισθή ασφαλώς με τα πνευματικά όπλα της αληθινής και τελείας μετανοίας, διότι έμελλε να παραταχθή προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας πνεύματα εν τοις επουρανίοις, κατά τον θείον Παύλον. Όθεν παρευθύς ήρχισε να αγωνίζηται με νηστείας, προσευχάς, γονυκλισίας, παρακλήσεις εις την Θεοτόκον και αναγνώσεις και εις άλλα ψυχωφελή βιβλία, αλλά μάλιστα εις τα μαρτύρια των Αγίων. Εις τόσην δε συντριβήν ήλθεν ο ευλογημένος, ώστε έκλαιε πικρώς και πολλάς νύκτας επέρασεν άϋπνος, αναστενάζων εκ βαθους καρδίας και επικαλούμενος την Θεοτόκον εις βοήθειαν· όθεν και εις τους ακούοντας και ορώντας πολύν οίκτον εκίνει και συμπάθειαν· ομού δε εις όλα ταύτα έγραψε και τας αμαρτίας του όλας, όσας ήμαρτεν ως άνθρωπος εις όλην του την ζωήν, δια να μη λησμονήση καμμίαν, και τας εξωμολογήθη με λεπτομερή και αληθινήν εξομολόγησιν. Τέλος, αφού επληρώθησαν τεσσαράκοντα ημέραι, μη δυνάμενος να αναβάλη πλέον τον καιρόν από την φλόγα ήτις ήναπτεν εις τα σπλάγχνα του δια το μαρτύριον, έλαβε τας ιλαστικάς ευχάς κατά την ιεράν τάξιν της Εκκλησίας, εχρίσθη δια του αγίου Μύρου, μετέλαβε τα Άχραντα Μυστήρια και ούτω στομωθείς την ψυχήν και ενδυναμωθείς με την επουράνιον τροφήν, εξήλθε της νήσου εις τας είκοσι πέντε του Αυγούστου, συνοδευθείς και από ένα θεοσεβή και ζηλωτήν αδελφόν, με τον οποίον ομού απέπλευσαν εις την Νέαν Έφεσον, δια να εκπληρώση εκεί τον πόθον του, ήτοι τον υπέρ Χριστού θάνατον. Τους δε πολέμους και τους λογισμούς τους οποίους έφερεν εις αυτόν ο εχθρός, δια να τον εμποδίση, είναι αδύνατον να τους περιγράψω, αλλ’ ο γενναίος εκείνος, με την δύναμιν του εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, εφάνη κατά πάντα νικητής, καταπατήσας λέοντα και δράκοντα, ως αυτός πολλάκις ο ίδιος τούτον τον λόγον συνείθιζε να λέγη. Κατευοδωθείς όθεν, συν Θεώ Αγίω, εκείσε τη πρώτη Σεπτεμβρίου εις τας τέσσαρας ώρας της ημέρας, επήγεν ο μακάριος εις τον μουφτήν και του λέγει· «Εγώ, αυθέντα, ηγόρασα δύο πιστόλας· η μία από αυτάς είναι πολύ καλή και στερε΄, η δε άλλη είναι ελαττωματική και τα στολίδια που έχει έξωθεν, δια να φαίνεται ωραία, τα εδοκίμασα εις το οξύ και είναι όλα κίβδηλα. Όθεν εγώ δεν την θέλω, επειδή με εγέλασεν εκείνος που μου την έδωκεν· είναι λοιπόν νόμιμον να την δώσω οπίσω, όπως είναι»; Ο μουφτής αποκρίνεται· «Ναι, είναι νόμιμον». «Δος μοι φετφάν», του λέγει ο Μάρτυς, και αυτός του έδωκε. Λαβών δε τον φετφάν ο Άγιος, την αυτήν ώραν επήγεν εις τον κριτήν και του λέγει· «Έχω μίαν υπόθεσιν», εκείνος δε του αποκρίνεται· «Ποία είναι η υπόθεσίς σου»; Ο Μάρτυς διηγείται τότε την υπόθεσιν της προαναφερθείσης πιστόλας και του δίδει τον φετφάν. Ο κριτής τον ερωτά· «Ποίος είναι ο αντίδικός σου»; Αποκρίνεται ο Μάρτυς· «Συ είσαι ο αντίδικός μου». Ο δε κριτής, τούτο ακούσας, έμεινεν ως εκστατικός και του λέγει· «Τι σου έκαμα; Εγώ άλλην φοράν δεν σε είδον». Τότε καθαρώτερα του λέγει ο Μάρτυς· «Σήμερον είναι δέκα έτη που με εγέλασες και με έκαμες και ηρνήθην την πίστιν μου και μού έδωκες την ιδικήν σου, κάμνων με Τούρκον· εγώ έφυγα και επέρασα μέσα εις την Φραγκίαν (τούτο είπε δια να μη ενοχοποιήση τους Χριστιανούς) και εκεί μου είπον, ότι έχω να κολασθώ, διότι ηρνήθην την πίστιν μου· τώρα ήλθον και σου δίδω οπίσω την σφραγίδα που μου έδωκες· διότι θέλω να αποθάνω Χριστιανός». Του λέγει ο κριτής· «Εγώ δεν σε γνωρίζω ούτε σε είδον ποτέ, πως λέγεις, ότι εγώ σε ετούρκευσα»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ναι, δεν με είδες άλλην φοράν, αλλά εις αυτόν τον τόπον εις τον οποίον συ τώρα κάθησαι, πρότερον σού εκάθητο άλλος όμοιός σου· ό,τι όθεν ήτο εκείνος είσαι και συ και δια τούτο θεωρώ και εγώ ότι συ με έκαμες τοιούτον». Του λέγει ο κριτής· «Παιδί μου, επειδή θέλεις να είσαι άπιστος, πήγαινε όπου θέλεις και ως θέλεις ζήσε. Φράγκος, Αρμένιος, ό,τι θρησκείαν θέλεις, εκείνην κράτει». Ο Μάρτυς του λέγει· «Όχι, Χριστιανός θέλω να είμαι». Του λέγει πάλιν ο κριτής· «Πήγαινε όπου θέλεις». Και ο Μάρτυς: «Όχι, το σημείον τούτο το οποίον έβαλες επάνω μου δεν ημπορώ να το βλέπω και δια τούτο ήλθα να σου το επιστρέψω». Σημείον δε ηννόει ο Μάρτυς της σαρκός την περιτομήν, ότι από αυτό γνωρίζονται οι της θρησκείας αυτών οπαδοί. Ο κριτής τότε του λέγει: «Μήπως έχασες τον νουν σου»; Ο δε Μάρτυς απαντά: «Όχι, εγώ τον νουν μου τον έχω και ηξεύρω τι λέγω». Τότε ο κριτής ήρχισε να τον ερωτά δια την καταγωγήν του και δια τον τρόπον, τον χρόνον και τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκετο όταν ηρνήθη την πίστιν του και ησπάσθη τον μωαμεθανισμόν. Συγχρόνως ήρχισεν άλλοτε να τον κολακεύη και άλλοτε να τον απειλή με βασανιστήρια και θάνατον, ελπίζων ο ανόητος με τον τρόπον αυτόν να πείση τον Μάρτυρα να μη επιμένη. Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού Μάρτυρας εις όλας τας ερωτήσεις και τας νουθεσίας τού κριτού απεκρίνετο με παρρησίαν, ότι αρνείται την θρησκείαν των, ότι τα βασανιστήρια ουδόλως τον τρομάζουν και ότι δεν είναι δυνατόν να αρνηθή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον μόνον αληθινόν Θεόν, δια τον οποίον ήτο πρόθυμος να υποστή κάθε τιμωρίαν και βάσανον και αυτόν τον θάνατον. Προστάζει λοιπόν ο κριτής να τον βάλουν εις την φυλακήν και τους πόδας του εις το ξύλον και σίδηρα εις τον λαιμόν του. Και οι του κριτού υπηρέται εν τω άμα έβαλον εις έργον την απόφασιν· εθαύμασεν όμως πολλά ο δικαστής δια την μεγαλοψυχίαν και ανδρείαν του Μάρτυρος και δια την τόλμην, με την οποίαν τού απεκρίνατο· πλην εσκανδαλίσθη προς τον μουφτήν και του εμήνυσεν· «Εις τοιαύτα πράγματα δίδεις φετφάν και γινόμεθα χαμερπείς»; Ο μουφτής είπεν, ότι «το μετενόησα και εγώ και εζήτουν να τον εύρω δια να λάβω οπίσω τον φετφάν, αλλά δεν τον επέτυχον». Εκεί εις την φυλακήν ήτο δέσμιος και εις νέος, όστις έμελλε να εξέλθη από την φυλακήν· εις τούτον παρέδωσεν ο Μάρτυς τον σταυρόν, τον οποίον είχεν εις τον τράχηλόν του, δια να μη τον καταπατήσουν περιπαίζοντες οι αλλόπιστοι και ολίγα χρήματα, τα οποία εκράτει επάνω του, λέγων εις αυτόν: «Δος ταύτα εις τους Ιερείς και ειπέ εις αυτούς να παρακαλούν τον Θεόν να με στηρίξη». Τη επαύριον, τη αυτή ώρα, τον έβγαλαν τον ευλογημένον από την φυλακήν και έστησαν αυτόν εμπρός εις όλους, μουφτήν, Εμίρ εφέντην, Βοϊβόδαν και άλλους, δια να γίνη λαμπροτέρα δηλαδή η ομολογία του Μάρτυρος. Τον ερωτούν όθεν απ’ αρχής, αν ήλθεν εις τον εαυτόν του και αν μετενόησε δι’ εκείνα τα οποία είπεν. Ο Μάρτυς απεκρίθη χαρούμενος: «Εγώ εις τον εαυτόν μου είμαι, τον νουν μου τον έχω και ζητώ και διψώ τον εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν μου και δεν τον αρνούμαι ποτέ· μη μοι γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, νασε αρνηθώ τον πλάστην μου». Πάντες οι εξουσιασταί απεκρίθησαν εκείνο το οποίον και την πρώτην φοράν τού είπεν ο κριτής, ότι «αφού θέλεις να είσαι άπιστος, πήγαινε όπου θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς». Αλλ’ ο Μάρτυς ηρνείτο λέγων, ότι ήθελε να επιστρέψη την σφραγίδα, την οποίαν του είχον δώσει, ήτοι την περιτομήν. Εκείνοι του λέγουν να έλθη εις τον νουν του και να σκεφθή καλώς, εκείνος δε απεκρίθη και πάλιν ότι έχει σώας τας φρένας, ότι τον θάνατον δεν τον φοβείται και ότι εκείνος που έχει γνώσιν πρέπει να υπερμαχή δια την ευσέβειαν και όχι δια την ασέβειαν (τούτο το είπεν εις αραβικήν γλώσσαν). Εκείνοι δε ακούοντες τούτο εθαύμασαν, και του επρότειναν να τον νυμφεύσουν και να του δώσουν χρήματα πολλά, αλλ’ εκείνος θεωρών πάντα ταύτα ως ματαιότητα ηρνήθη λέγων, ότι τον Ιησούν θέλει και δια τον Ιησούν είναι πρόθυμος να αποθάνη. Και π΄λιν προσεπάθησαν εκείνοι να τον κρατήσουν εις την πίστιν των, υποσχόμενοι πολλά δώρα ή απειλούντες αυτόν με θάνατον, αλλ’ ο Μάρτυς επέμενεν εις την απόφασίν του, διότι είχε κτοικήσει πλέον εις την ψυχήν του ο Ιησούς Χριστός, η αυτοσοφία του Θεού. Τότε διέταξαν να τον ρίψουν πάλιν εις την φυλακήν απειλούντες αυτόν ότι έχουν απόφασιν μα τον κρεμάσουν και να συλλογισθή. Ενέκλεισαν λοιπόν πάλιν τον κατά αλήθειαν μέγαν και καρτερόψυχον Αθλητήν εις την φυλακήν, έως εις άλλην εξέτασιν· το εσπέρας προσέταξεν ο κριτής να τον τιμωρήσουν· και εδώ ας στοχασθή έκαστος εν τοιούτον γένος, ως εκείνο, πως ώρμησαν εναντίον του, λβόντες παρά του εξουσιαστού άδειαν· σχεδόν όλην την νύκτα εκείνην με διαφόρους τρόπους εβασάνισαν τον ευλογημένον· άλλοι έφερναν κεράμους πεπυρακτωμένας και τας έβαλλον εις τους ώμους και εις τας μασχάλας τού Μάρτυρος, άλλοι έφεραν δίσκον πεπυρακτωμένον και τον εφόρεσαν εις την κεφαλήν ως σκούφιαν, άλλοι δε τινες πλέον ανηλεείς και άσπλαγχνοι, μη αρκεσθέντες εις αυτά, έφεραν και σύρμα σιδηρούν και το εισήγαγον εις το κρύφιον μέλος. Και εδώ κατά αλήθειαν στοχάζομαι, ότι εκείνοι μεν ως εχθροί και άσπλαγχνοι εθεράπευον με αυτάς τας βασάνους τον θυμόν των και την κακίαν των, απέβαινον όλα όμως αυτά κατά τον πόθον του, διότι είχεν ο μακάριος πολύ μίσος εις την βδελυκτήν εκείνην σφραγίδα της περιτομής και όσον εστοχάζετο ότι είχεν επάνω του τοιούτον μίασμα, τόσον ηγανάκτει και πικρότατα ανεστέναζε και με άκρον πόθον εζήτει να απορρίψη αυτό αφ’ εαυτού. Όθεν εκτός των άλλα μαρτύρια, με τα οποία ιάτρευε την άρνησίν του, έλαβε και εκείνο, ως θεραπείαν και αποβολήν της βδελυράς εκείνης περιτομής. Την άλλην ημέραν, ήτις ήτο Κυριακή, πάλιν εξάγουν τον Μάρτυρα από την φυλακήν, συναχθέντες πλήθος Αγαρηνών και πάλιν φέρουν εις το κριτήριον το πρόβατον του Χριστού· ήτο δε ώρα Τρίτη της ημέρας· και τον ερωτούν: «Ήλθες εις τον εαυτόν σου, μετενόησας»; Λέγει ο Μάρτυς: «Εγώ σας είπα, ότι εις τον εαυτόν μου είμαι, τον νουν μου τον έχω, τι με πειράζετε»; Πάλιν του λέγουν: «Άλλον καιρόν πλέον δεν έχεις δια να συλλογισθής, έφθασε το τέλος σου». Ο δε Μάρτυς με πραείαν φωνήν απεκρίθη: «Εγώ τον Ιησούν μου δεν αρνούμαι, Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Εκείνοι του λέγουν: «Αι, παιδί μου, καιρός δεν έμεινεν άλλος, θα σε κρεμάσωμεν». «Το ηξεύρω», απεκρίθη ο Μάρτυς. Λέγουν αυτοί· «Δεν λυπείσαι την νεότητά σου, την ωραιότητά σου, την ζωήν σου»; Αυτός απεκρίθη: «Αυτά όλα είναι ματαιότης, τον Ιησούν μου, τον Ιησούν μου θέλω, Χριστιανός είμαι, Χριστιανός θέλω να αποθάνω, δεν αρνούμαι την πίστιν μου, δεν αρνούμαι τον Ιησούν μου». Και αυτοί πάλιν του λέγουν: «Αι, παιδί μου, ιδού η αγχόνη, στοχάσου τι έχεις να χάσης», του έδειξαν δε και το σχοινίον. Ο Μάρτυς τους λέγει: «Αυτό ζητώ και εγώ». Εκείνοι δε έλεγον μεταξύ των, άλλος μεν ότι είναι Φράγκος και έχει τόσον πείσμα και άλλοι έλεγον: «Αυτοί οι Χριστιανοί, όταν ειπούν τον λόγον, δεν τον παίρνουν οπίσω», και έκαστος έλεγε τον λόγον του. Εις δε ζηλωτής Τούρκος έλεγεν εις τον Μάρτυρα· «Δέκα έτη που ήσο Τούρκος δεν προσεκύνησες το προσκύνημά μας»; Λέγει ο Μάρτυς: «Όχι, όχι». «Αλλά του Μπαϊραμίου το προσκύνημα δεν το έκαμες»; (προβάλλων τούτο ως μεγάλον τι πράγμα). Ο δε Μάρτυς βλέπων, ότι έκαστος με τα λόγια του ημπόδιζαν αυτόν από την προσευχήν, επειδή νοερώς προσηύχετο ο μακάριος και όλον εις τον Θεόν είχε προσηλωμένον τον νουν, βλέπων, λέγω, ότι τον ημπόδιζαν, απεκρίθη μετά σφοδρότητος εις τον ερωτήσαντα: «Τι με πειράζεις, άνθρωπε»; Εκείνος του λέγει: «Δεν βλέπεις την αγχόνην»; Και ο Μάρτυς: «Αυτό, αυτό ζητώ και εγώ, και ας υπάγωμεν», και ούτω περιεπάτησεν έως δέκα βήματα. Ω γενναιότης αθλητική! Ω ανδρεία μαρτυρική! Ω σπουδή και προθυμία ουρανίων επαίνων αξία! Τον ήρπασαν όθεν με ορμήν και αγριότητα, αφήρεσαν τα φορέματά του, έδεσαν οπίσω τας χείρας του, έβαλον τον βρόχον εις τον λαιμόν του, και τον παρέδωσαν δια να κρεμασθή· άλλοι έτρεχον εμπρός, άλλοι οπίσω και όλοι έκαμνον μεγάλην σύγχυσιν μεταξύ των επί τούτω, τάχα δια να δειλιάση ο Μάρτυς. Αυτός δε όλως το εναντίον· έμεινεν άφοβος παντελώς και ακατάπληκτος· όθεν και μυκτηρίζων αυτούς ως άφρονας, είπε προς αυτούς: «Ω ασύνετοι, εγώ ήλθον μόνος μου και αυτόκλητος, και τώρα φοβείσθε να μη φύγω»; Φορών δε ο Μάρτυς τον βρόχον εις τον λαιμόν ως κατάδικος και έχων δεδεμένας τας χείρας, ήλθεν εις τον τόπον των καταδίκων· και πάλιν άλλοι ητοίμαζαν τον τόπον, άλλοι τον ηρώτων αν μετενόησεν. Ο δε Μάρτυς τους απεκρίθη με την αυτήν αφοβίαν: «Ταλαίπωροι, η πίστις σας είναι πλάνη, είναι όλη ματαιότης, είσθε άνθρωποι όλοι σάρκες, έχετε να κολασθήτε εις την γέενναν του πυρός· εγώ δια ταύτα, τα οποία μου κάμνετε, υπάγω εις τον Παράδεισον». Εκείνοι δε ωνόμαζαν την ανδρείαν του Μάρτυρος πείσμα, αλλά κατά αλήθειαν πείσμα ήτο· πείσμα όμως όντως άγιον, πείσμα σωτήριον, πείσμα το οποίον πρέπει και είναι ανάγκη έκαστος Χριστιανός να το έχη εναντίον του Σατανά, δια να δύναται να τελειώνη το θείον θέλημα. Και λοιπόν ούτω κατησχυμμένοι του είπον τελευταίον· «Ω ανόητε, άλλος καιρός πλέον δεν σου έμεινε και θα μετανοήσης». Ο δε Μάρτυς απεκρίθη τριπλασιάζων εν ταυτώ την όντως μακαρίαν και αγίαν ταύτην φωνήν· «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός είμαι». Τότε σηκώσαντες αυτόν από την γην, έσυραν το σχοινίον και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος Πολύδωρος τον δι’ αγχόνης μαρτυρικόν στέφανον. Εκείνην δε την νύκτα τινές εξ αυτών αρχήθεν απάνθρωποι, χωρίς να εντραπούν καν αυτήν την ιδίαν φύσιν της ανθρωπότητος, επήραν τα ενδύματα του Μάρτυρος και άφησαν ολόγυμνον το άγιον λείψανον, και την ημέραν έδεσαν μόνον με εν παλαιόπανον τα κρύφια μέλη του· έπειτα μετά τρεις ημέρας προσέταξαν ένα Χριστιανόν να τον καταβιβάση από την αγχόνην, έβαλαν δε και δύο μαύρους και τον εσήκωσαν με την σκάλαν και ομού ολίγοι Τούρκοι και τινες Χριστιανοί τον έθαψαν επάνω από τα μνήματα των Αρμενίων και εις μεν τους Χριστιανούς έγινεν ο Μάρτυς μέγας στηριγμός εις την ευσέβειαν, εις δε τους Οθωμανούς έγινε τόσον μεγάλη καταισχύνη, οία άλλην φοράν δεν τους ηκολούθησε τοιαύτη. Όθεν τινές από αυτούς εντόπιοι θαυμάζοντες έλεγον: «Τούτο αληθώς ήτο μεγάλον πράγμα· αύτη η ανδρεία δεν εφάνη εις άλλον· ποίος ηξεύρει τας κρίσεις του Θεού». Αυτό είναι, αδελφοί, το ανδρειωμένον και γενναιότατον μαρτύριον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Πολυδώρου. Ο δε των αυτού Αγίων και των Μαρτύρων Θεός, ο δοξάζων τους αυτόν δοξάζοντας, καθώς υπόσχεται ρητώς· «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω» (Βασιλειών Α΄ Β:30) το μεν θέλων να δείξη πόσον ευηρέστησεν εις αυτόν δια του Μαρτυρίου ο Άγιος Πολύδωρος, και ακολούθως πόσον ευάρεστοι γίνονται εις την μεγαλειότητά του και όλοι οι άλλοι οι μαρτυρούντες δια το όνομά του, αν και τον ηρνήθησαν πρότερον, το δε δια να εμφράξη τα στόματα ανοήτων τινών, οίτινες φλυαρούν ότι δεν πρέπει να τιμώνται ως Μάρτυρες οι τον Χριστόν αρνηθέντες πρότερον, δια ταύτα, λέγω, τα αίτια ενήργησε και το εξής θαύμα μετά τον θάνατον του Αγίου, καθώς μάς το διηγήθη ο εις τούτο υπηρετήσας αξιόπιστος και ευλαβέστατος Ιερομόναχος. Κατά την προρρηθείσαν Νέαν Έφεσον, όπου εμαρτύρησεν ο Άγιος Πολύδωρος, ήτο Χριστιανός τις, το όνομά του Νικόλαος, όστις έπασχεν από δαιμόνιον φοβερόν, το οποίον ελάλει δια στόματός του και εφανέρωνε πολλάκις και αυτά τα απόκρυφα και μυστικά· όθεν βλέπων αυτόν ο ρηθείς Ιερομόναχος, όστις είχε μέρος από τα άγια λείψανα και μέρος από το σχοινίον, με το οποίον εκρέμασαν τον Μάρτυρα Πολύδωρον, συνεπόνεσε την συμφοράν τού δαιμονιζομένου, ως συμπαθής και φιλάδελφος· και βαλών το μεν σχοινίον εις την παλάμην του, τον δε δάκτυλον του Μάρτυρος εντός του κόλπου του, επήγεν εις τον πάσχοντα· και ω του θαύματος! ευθύς ως εμβήκεν εις την θύραν τού οίκου του και τον είδεν ο δαιμονιζόμενος, ηγριώθη το δαιμόνιον και με μεγάλας φωνάς έκραζε· «Τι ήλθες εδώ, να με καύσης; (καλών αυτόν εξ ονόματος) εκάηκα, εκάηκα». Ο δε Ιερομόναχος πλησιάσας εγγύτερον και εκβαλών το καλυμμαύχιόν του επετίμησε το δαιμόνιον εν ονόματι του Κυρίου, δια να ειπή διατί φωνάζει τοιουτοτρόπως· ο δε δαίμων βιαζόμενος από την αόρατον του Θεού δύναμιν ωμολόγησε και μη θέλων την αλήθειαν, λέγων ότι «Εκάηκα, επειδή μου έφερες εδώ τον δάκτυλον και το σχοινίον του Μάρτυρος Πολυδώρου»· και ούτω φωνάζων εξήλθε του πάσχοντος, και έμεινεν εις το εξής ο άνθρωπος υγιής, δια της χάριτος του Ιησού Χριστού, της ενοικούσης και μετά θάνατον εις τα τίμια λείψανα του Αγίου αυτού Μάρτυρος Πολυδώρου· ου ταις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς από πάσης επηρείας δαιμονικής και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Το έτος 1793 ευρισκόμενος εις Αίγυπτον, συνέβη να προσκληθή (είθε να μη τον είχε γνωρίσει τελείως) από ένα Κιεσίφην αρνησίχριστον Ζακύνθιον, και έγινε γραμματικός εις αυτόν· ευρισκόμενος δε ημέραν τινά εις χαράς και διασκεδάσεις, συνέβη να μεθύση, καθώς συμβαίνει εις τοιαύτας περιστάσεις· η μέθη όμως του εσκότισε τας φρένας, δι’ ο και ο θείος Παύλος παραγγέλλει λέγων· «Μη μεθύσκεσθε οίνω, εν ω εστιν ασωτία»· αλλ’ εις τούτον η μέθη προυξένησεν ακόμη και το χείριστον και ακρότατον των κακών. Ποίον τούτο; Τον κατέστησε να αρνηθή φευ! τον Χριστόν τον Θεόν και Σωτήρα του κόσμου και να δεχθή τον εναγή και ψυχώλεθρον Μωαμεθανισμόν. Κατά αλήθειαν εφάνη και εις τούτον ότι είναι αλάθητος η παλαιά εκείνη γνώμη, ήτις λέγει σοφώτατα· «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Όθεν πρέπει να φεύγωμεν πάσει δυνάμει τας κακάς συναναστροφάς. Αλλά καθώς έδειξαν τα πράγματα, είχεν ο άνθρωπος διάθεσιν αγαθήν και ταύτην βλέπων ο του ελέους Θεός ένευσεν εις την καρδίαν του και παρευθύς, ως ανένηψεν από την μέθην, ήλθεν εις τον εαυτόν του, ελυπήθη σφοδρώς δια το κακόν το οποίον έπαθε και μετανοών και κλαίων πικρώς, ως άλλος Πέτρος, διήρχετο πάλιν χριστιανικώς, έως ότου μετ’ ολίγας ημέρας, ευρίσκων ευκαιρίαν, έφυγεν εκείθεν και επήγεν εις την Βηρυτόν κατ’ ευθείαν εις τον Αρχιερέα και εξωμολογήθη εις αυτόν με συντριβήν καρδίας την αμαρτίαν του. Ο Αρχιερεύς τον υπεδέχθη ευμενώς, τον ενουθέτησε πατρικώς και τον παρηγόρησεν ως όντως Αρχιερεύς και δίδων εις αυτόν κανόνα, τον έστειλεν εις εν Μοναστήριον επάνω εις το όρος του Λιβάνου δια να ησυχάση εκεί την μεγάλην Τεσσαρακοστήν και μετά το Πάσχα να υπάγη και ο Αρχιερεύς να τον μυρώση· αλλ’ επειδή και εξ αιτίας του εκινδύνευεν ο Αρχιερεύς, ανεχώρησεν εκείθεν και επήγεν εις το Άκρι (Πτολεμαϊδα), με απόφασιν να παρουσιασθή· αλλ’ ευρών εναντία τα πράγματα και μάλιστα ακούσας από τον Άγιον Πτολεμαϊδος, ότι πρέπει να κάμη την ομολογίαν της Πίστεως εκεί όπου έκαμε και την άρνησιν, εμβήκεν εις εν πλοίον, δια να υπάγη εις την Αίγυπτον· αλλά του Θεού οικονομούντος κατ’ άλλον τρόπον, το πλοίον ημποδίσθη από τρικυμίας μεγάλας και κατήντησεν εις την Γιάφαν. Βλέπων όθεν τα τόσα εμπόδια ήλλαξε γνώμην και πλεύσας με εν Σάμιον πλοίον, επήγεν εις την Χίον, δια να κάμη την ομολογίαν του εκεί, αλλά και πάλιν ημποδίσθη. Εις τας δέκα τρεις του Ιουνίου ανεχώρησεν από την Χίον, δια την Σμύρνην, διψών να υπομείνη καν εκεί τον υπέρ Χριστού θάνατον· όμως και εκεί εύρεν εμπόδια· διότι είπον εις αυτόν οι εκεί πνευματικοί, ότι οι Αγαρηνοί ήσαν θυμωμένοι και εξηγριωμένοι κατά των Χριστιανών δια την καταισχύνην την οποίαν τους προυξένησε τότε προ ολίγου το μαρτύριον του δερβίση και ότι ήτο πολύ ενδεχόμενον από την νέαν τούτου παρουσίαν να ακολουθήση μέγας κίνδυνος δια τους Χριστιανούς· εγώ δε νομίζω, ότι όλα τα εξ αρχής εμπόδια ταύτα ήσαν ενέργειαι του μισοκάλου δαίμονος, δια να τον ψυχράνη να παραιτηθή από την σωτήριον ομολογίαν του· όθεν επέστρεψε μετά λύπης μεγάλης πάλιν εις την Χίον κατά τας ένδεκα του Ιουλίου. Αλλ’ ο πάντα προς το συμφέρον οικονομών Κύριος πολλάκις μεταχειρίζεται και εκείνα τα οποία εις ημάς φαίνονται εναντία εις το καλλίτερον και συμφερώτερον· και ούτως έγινε και εις τούτον τον μακάριον. Επιστρέψας όθεν εις την Χίον, λαμβάνει συμβουλήν και παρακίνησιν από τινα Πνευματικόν πατέρα ξένον, να κάμη τώρα, εκείνο το οποίον έπρεπε να είχε κάμει πρωτύτερα και δεν το έκαμε, με το να έτρεχε βιαστικά εις το στάδιον· λαμβάνει δηλαδή συμβουλήν να προετοιμασθή καλώς και να καθοπλισθή ασφαλώς με τα πνευματικά όπλα της αληθινής και τελείας μετανοίας, διότι έμελλε να παραταχθή προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας πνεύματα εν τοις επουρανίοις, κατά τον θείον Παύλον. Όθεν παρευθύς ήρχισε να αγωνίζηται με νηστείας, προσευχάς, γονυκλισίας, παρακλήσεις εις την Θεοτόκον και αναγνώσεις και εις άλλα ψυχωφελή βιβλία, αλλά μάλιστα εις τα μαρτύρια των Αγίων. Εις τόσην δε συντριβήν ήλθεν ο ευλογημένος, ώστε έκλαιε πικρώς και πολλάς νύκτας επέρασεν άϋπνος, αναστενάζων εκ βαθους καρδίας και επικαλούμενος την Θεοτόκον εις βοήθειαν· όθεν και εις τους ακούοντας και ορώντας πολύν οίκτον εκίνει και συμπάθειαν· ομού δε εις όλα ταύτα έγραψε και τας αμαρτίας του όλας, όσας ήμαρτεν ως άνθρωπος εις όλην του την ζωήν, δια να μη λησμονήση καμμίαν, και τας εξωμολογήθη με λεπτομερή και αληθινήν εξομολόγησιν. Τέλος, αφού επληρώθησαν τεσσαράκοντα ημέραι, μη δυνάμενος να αναβάλη πλέον τον καιρόν από την φλόγα ήτις ήναπτεν εις τα σπλάγχνα του δια το μαρτύριον, έλαβε τας ιλαστικάς ευχάς κατά την ιεράν τάξιν της Εκκλησίας, εχρίσθη δια του αγίου Μύρου, μετέλαβε τα Άχραντα Μυστήρια και ούτω στομωθείς την ψυχήν και ενδυναμωθείς με την επουράνιον τροφήν, εξήλθε της νήσου εις τας είκοσι πέντε του Αυγούστου, συνοδευθείς και από ένα θεοσεβή και ζηλωτήν αδελφόν, με τον οποίον ομού απέπλευσαν εις την Νέαν Έφεσον, δια να εκπληρώση εκεί τον πόθον του, ήτοι τον υπέρ Χριστού θάνατον. Τους δε πολέμους και τους λογισμούς τους οποίους έφερεν εις αυτόν ο εχθρός, δια να τον εμποδίση, είναι αδύνατον να τους περιγράψω, αλλ’ ο γενναίος εκείνος, με την δύναμιν του εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, εφάνη κατά πάντα νικητής, καταπατήσας λέοντα και δράκοντα, ως αυτός πολλάκις ο ίδιος τούτον τον λόγον συνείθιζε να λέγη. Κατευοδωθείς όθεν, συν Θεώ Αγίω, εκείσε τη πρώτη Σεπτεμβρίου εις τας τέσσαρας ώρας της ημέρας, επήγεν ο μακάριος εις τον μουφτήν και του λέγει· «Εγώ, αυθέντα, ηγόρασα δύο πιστόλας· η μία από αυτάς είναι πολύ καλή και στερε΄, η δε άλλη είναι ελαττωματική και τα στολίδια που έχει έξωθεν, δια να φαίνεται ωραία, τα εδοκίμασα εις το οξύ και είναι όλα κίβδηλα. Όθεν εγώ δεν την θέλω, επειδή με εγέλασεν εκείνος που μου την έδωκεν· είναι λοιπόν νόμιμον να την δώσω οπίσω, όπως είναι»; Ο μουφτής αποκρίνεται· «Ναι, είναι νόμιμον». «Δος μοι φετφάν», του λέγει ο Μάρτυς, και αυτός του έδωκε. Λαβών δε τον φετφάν ο Άγιος, την αυτήν ώραν επήγεν εις τον κριτήν και του λέγει· «Έχω μίαν υπόθεσιν», εκείνος δε του αποκρίνεται· «Ποία είναι η υπόθεσίς σου»; Ο Μάρτυς διηγείται τότε την υπόθεσιν της προαναφερθείσης πιστόλας και του δίδει τον φετφάν. Ο κριτής τον ερωτά· «Ποίος είναι ο αντίδικός σου»; Αποκρίνεται ο Μάρτυς· «Συ είσαι ο αντίδικός μου». Ο δε κριτής, τούτο ακούσας, έμεινεν ως εκστατικός και του λέγει· «Τι σου έκαμα; Εγώ άλλην φοράν δεν σε είδον». Τότε καθαρώτερα του λέγει ο Μάρτυς· «Σήμερον είναι δέκα έτη που με εγέλασες και με έκαμες και ηρνήθην την πίστιν μου και μού έδωκες την ιδικήν σου, κάμνων με Τούρκον· εγώ έφυγα και επέρασα μέσα εις την Φραγκίαν (τούτο είπε δια να μη ενοχοποιήση τους Χριστιανούς) και εκεί μου είπον, ότι έχω να κολασθώ, διότι ηρνήθην την πίστιν μου· τώρα ήλθον και σου δίδω οπίσω την σφραγίδα που μου έδωκες· διότι θέλω να αποθάνω Χριστιανός». Του λέγει ο κριτής· «Εγώ δεν σε γνωρίζω ούτε σε είδον ποτέ, πως λέγεις, ότι εγώ σε ετούρκευσα»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ναι, δεν με είδες άλλην φοράν, αλλά εις αυτόν τον τόπον εις τον οποίον συ τώρα κάθησαι, πρότερον σού εκάθητο άλλος όμοιός σου· ό,τι όθεν ήτο εκείνος είσαι και συ και δια τούτο θεωρώ και εγώ ότι συ με έκαμες τοιούτον». Του λέγει ο κριτής· «Παιδί μου, επειδή θέλεις να είσαι άπιστος, πήγαινε όπου θέλεις και ως θέλεις ζήσε. Φράγκος, Αρμένιος, ό,τι θρησκείαν θέλεις, εκείνην κράτει». Ο Μάρτυς του λέγει· «Όχι, Χριστιανός θέλω να είμαι». Του λέγει πάλιν ο κριτής· «Πήγαινε όπου θέλεις». Και ο Μάρτυς: «Όχι, το σημείον τούτο το οποίον έβαλες επάνω μου δεν ημπορώ να το βλέπω και δια τούτο ήλθα να σου το επιστρέψω». Σημείον δε ηννόει ο Μάρτυς της σαρκός την περιτομήν, ότι από αυτό γνωρίζονται οι της θρησκείας αυτών οπαδοί. Ο κριτής τότε του λέγει: «Μήπως έχασες τον νουν σου»; Ο δε Μάρτυς απαντά: «Όχι, εγώ τον νουν μου τον έχω και ηξεύρω τι λέγω». Τότε ο κριτής ήρχισε να τον ερωτά δια την καταγωγήν του και δια τον τρόπον, τον χρόνον και τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκετο όταν ηρνήθη την πίστιν του και ησπάσθη τον μωαμεθανισμόν. Συγχρόνως ήρχισεν άλλοτε να τον κολακεύη και άλλοτε να τον απειλή με βασανιστήρια και θάνατον, ελπίζων ο ανόητος με τον τρόπον αυτόν να πείση τον Μάρτυρα να μη επιμένη. Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού Μάρτυρας εις όλας τας ερωτήσεις και τας νουθεσίας τού κριτού απεκρίνετο με παρρησίαν, ότι αρνείται την θρησκείαν των, ότι τα βασανιστήρια ουδόλως τον τρομάζουν και ότι δεν είναι δυνατόν να αρνηθή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον μόνον αληθινόν Θεόν, δια τον οποίον ήτο πρόθυμος να υποστή κάθε τιμωρίαν και βάσανον και αυτόν τον θάνατον. Προστάζει λοιπόν ο κριτής να τον βάλουν εις την φυλακήν και τους πόδας του εις το ξύλον και σίδηρα εις τον λαιμόν του. Και οι του κριτού υπηρέται εν τω άμα έβαλον εις έργον την απόφασιν· εθαύμασεν όμως πολλά ο δικαστής δια την μεγαλοψυχίαν και ανδρείαν του Μάρτυρος και δια την τόλμην, με την οποίαν τού απεκρίνατο· πλην εσκανδαλίσθη προς τον μουφτήν και του εμήνυσεν· «Εις τοιαύτα πράγματα δίδεις φετφάν και γινόμεθα χαμερπείς»; Ο μουφτής είπεν, ότι «το μετενόησα και εγώ και εζήτουν να τον εύρω δια να λάβω οπίσω τον φετφάν, αλλά δεν τον επέτυχον». Εκεί εις την φυλακήν ήτο δέσμιος και εις νέος, όστις έμελλε να εξέλθη από την φυλακήν· εις τούτον παρέδωσεν ο Μάρτυς τον σταυρόν, τον οποίον είχεν εις τον τράχηλόν του, δια να μη τον καταπατήσουν περιπαίζοντες οι αλλόπιστοι και ολίγα χρήματα, τα οποία εκράτει επάνω του, λέγων εις αυτόν: «Δος ταύτα εις τους Ιερείς και ειπέ εις αυτούς να παρακαλούν τον Θεόν να με στηρίξη». Τη επαύριον, τη αυτή ώρα, τον έβγαλαν τον ευλογημένον από την φυλακήν και έστησαν αυτόν εμπρός εις όλους, μουφτήν, Εμίρ εφέντην, Βοϊβόδαν και άλλους, δια να γίνη λαμπροτέρα δηλαδή η ομολογία του Μάρτυρος. Τον ερωτούν όθεν απ’ αρχής, αν ήλθεν εις τον εαυτόν του και αν μετενόησε δι’ εκείνα τα οποία είπεν. Ο Μάρτυς απεκρίθη χαρούμενος: «Εγώ εις τον εαυτόν μου είμαι, τον νουν μου τον έχω και ζητώ και διψώ τον εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν μου και δεν τον αρνούμαι ποτέ· μη μοι γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, νασε αρνηθώ τον πλάστην μου». Πάντες οι εξουσιασταί απεκρίθησαν εκείνο το οποίον και την πρώτην φοράν τού είπεν ο κριτής, ότι «αφού θέλεις να είσαι άπιστος, πήγαινε όπου θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς». Αλλ’ ο Μάρτυς ηρνείτο λέγων, ότι ήθελε να επιστρέψη την σφραγίδα, την οποίαν του είχον δώσει, ήτοι την περιτομήν. Εκείνοι του λέγουν να έλθη εις τον νουν του και να σκεφθή καλώς, εκείνος δε απεκρίθη και πάλιν ότι έχει σώας τας φρένας, ότι τον θάνατον δεν τον φοβείται και ότι εκείνος που έχει γνώσιν πρέπει να υπερμαχή δια την ευσέβειαν και όχι δια την ασέβειαν (τούτο το είπεν εις αραβικήν γλώσσαν). Εκείνοι δε ακούοντες τούτο εθαύμασαν, και του επρότειναν να τον νυμφεύσουν και να του δώσουν χρήματα πολλά, αλλ’ εκείνος θεωρών πάντα ταύτα ως ματαιότητα ηρνήθη λέγων, ότι τον Ιησούν θέλει και δια τον Ιησούν είναι πρόθυμος να αποθάνη. Και π΄λιν προσεπάθησαν εκείνοι να τον κρατήσουν εις την πίστιν των, υποσχόμενοι πολλά δώρα ή απειλούντες αυτόν με θάνατον, αλλ’ ο Μάρτυς επέμενεν εις την απόφασίν του, διότι είχε κτοικήσει πλέον εις την ψυχήν του ο Ιησούς Χριστός, η αυτοσοφία του Θεού. Τότε διέταξαν να τον ρίψουν πάλιν εις την φυλακήν απειλούντες αυτόν ότι έχουν απόφασιν μα τον κρεμάσουν και να συλλογισθή. Ενέκλεισαν λοιπόν πάλιν τον κατά αλήθειαν μέγαν και καρτερόψυχον Αθλητήν εις την φυλακήν, έως εις άλλην εξέτασιν· το εσπέρας προσέταξεν ο κριτής να τον τιμωρήσουν· και εδώ ας στοχασθή έκαστος εν τοιούτον γένος, ως εκείνο, πως ώρμησαν εναντίον του, λβόντες παρά του εξουσιαστού άδειαν· σχεδόν όλην την νύκτα εκείνην με διαφόρους τρόπους εβασάνισαν τον ευλογημένον· άλλοι έφερναν κεράμους πεπυρακτωμένας και τας έβαλλον εις τους ώμους και εις τας μασχάλας τού Μάρτυρος, άλλοι έφεραν δίσκον πεπυρακτωμένον και τον εφόρεσαν εις την κεφαλήν ως σκούφιαν, άλλοι δε τινες πλέον ανηλεείς και άσπλαγχνοι, μη αρκεσθέντες εις αυτά, έφεραν και σύρμα σιδηρούν και το εισήγαγον εις το κρύφιον μέλος. Και εδώ κατά αλήθειαν στοχάζομαι, ότι εκείνοι μεν ως εχθροί και άσπλαγχνοι εθεράπευον με αυτάς τας βασάνους τον θυμόν των και την κακίαν των, απέβαινον όλα όμως αυτά κατά τον πόθον του, διότι είχεν ο μακάριος πολύ μίσος εις την βδελυκτήν εκείνην σφραγίδα της περιτομής και όσον εστοχάζετο ότι είχεν επάνω του τοιούτον μίασμα, τόσον ηγανάκτει και πικρότατα ανεστέναζε και με άκρον πόθον εζήτει να απορρίψη αυτό αφ’ εαυτού. Όθεν εκτός των άλλα μαρτύρια, με τα οποία ιάτρευε την άρνησίν του, έλαβε και εκείνο, ως θεραπείαν και αποβολήν της βδελυράς εκείνης περιτομής. Την άλλην ημέραν, ήτις ήτο Κυριακή, πάλιν εξάγουν τον Μάρτυρα από την φυλακήν, συναχθέντες πλήθος Αγαρηνών και πάλιν φέρουν εις το κριτήριον το πρόβατον του Χριστού· ήτο δε ώρα Τρίτη της ημέρας· και τον ερωτούν: «Ήλθες εις τον εαυτόν σου, μετενόησας»; Λέγει ο Μάρτυς: «Εγώ σας είπα, ότι εις τον εαυτόν μου είμαι, τον νουν μου τον έχω, τι με πειράζετε»; Πάλιν του λέγουν: «Άλλον καιρόν πλέον δεν έχεις δια να συλλογισθής, έφθασε το τέλος σου». Ο δε Μάρτυς με πραείαν φωνήν απεκρίθη: «Εγώ τον Ιησούν μου δεν αρνούμαι, Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Εκείνοι του λέγουν: «Αι, παιδί μου, καιρός δεν έμεινεν άλλος, θα σε κρεμάσωμεν». «Το ηξεύρω», απεκρίθη ο Μάρτυς. Λέγουν αυτοί· «Δεν λυπείσαι την νεότητά σου, την ωραιότητά σου, την ζωήν σου»; Αυτός απεκρίθη: «Αυτά όλα είναι ματαιότης, τον Ιησούν μου, τον Ιησούν μου θέλω, Χριστιανός είμαι, Χριστιανός θέλω να αποθάνω, δεν αρνούμαι την πίστιν μου, δεν αρνούμαι τον Ιησούν μου». Και αυτοί πάλιν του λέγουν: «Αι, παιδί μου, ιδού η αγχόνη, στοχάσου τι έχεις να χάσης», του έδειξαν δε και το σχοινίον. Ο Μάρτυς τους λέγει: «Αυτό ζητώ και εγώ». Εκείνοι δε έλεγον μεταξύ των, άλλος μεν ότι είναι Φράγκος και έχει τόσον πείσμα και άλλοι έλεγον: «Αυτοί οι Χριστιανοί, όταν ειπούν τον λόγον, δεν τον παίρνουν οπίσω», και έκαστος έλεγε τον λόγον του. Εις δε ζηλωτής Τούρκος έλεγεν εις τον Μάρτυρα· «Δέκα έτη που ήσο Τούρκος δεν προσεκύνησες το προσκύνημά μας»; Λέγει ο Μάρτυς: «Όχι, όχι». «Αλλά του Μπαϊραμίου το προσκύνημα δεν το έκαμες»; (προβάλλων τούτο ως μεγάλον τι πράγμα). Ο δε Μάρτυς βλέπων, ότι έκαστος με τα λόγια του ημπόδιζαν αυτόν από την προσευχήν, επειδή νοερώς προσηύχετο ο μακάριος και όλον εις τον Θεόν είχε προσηλωμένον τον νουν, βλέπων, λέγω, ότι τον ημπόδιζαν, απεκρίθη μετά σφοδρότητος εις τον ερωτήσαντα: «Τι με πειράζεις, άνθρωπε»; Εκείνος του λέγει: «Δεν βλέπεις την αγχόνην»; Και ο Μάρτυς: «Αυτό, αυτό ζητώ και εγώ, και ας υπάγωμεν», και ούτω περιεπάτησεν έως δέκα βήματα. Ω γενναιότης αθλητική! Ω ανδρεία μαρτυρική! Ω σπουδή και προθυμία ουρανίων επαίνων αξία! Τον ήρπασαν όθεν με ορμήν και αγριότητα, αφήρεσαν τα φορέματά του, έδεσαν οπίσω τας χείρας του, έβαλον τον βρόχον εις τον λαιμόν του, και τον παρέδωσαν δια να κρεμασθή· άλλοι έτρεχον εμπρός, άλλοι οπίσω και όλοι έκαμνον μεγάλην σύγχυσιν μεταξύ των επί τούτω, τάχα δια να δειλιάση ο Μάρτυς. Αυτός δε όλως το εναντίον· έμεινεν άφοβος παντελώς και ακατάπληκτος· όθεν και μυκτηρίζων αυτούς ως άφρονας, είπε προς αυτούς: «Ω ασύνετοι, εγώ ήλθον μόνος μου και αυτόκλητος, και τώρα φοβείσθε να μη φύγω»; Φορών δε ο Μάρτυς τον βρόχον εις τον λαιμόν ως κατάδικος και έχων δεδεμένας τας χείρας, ήλθεν εις τον τόπον των καταδίκων· και πάλιν άλλοι ητοίμαζαν τον τόπον, άλλοι τον ηρώτων αν μετενόησεν. Ο δε Μάρτυς τους απεκρίθη με την αυτήν αφοβίαν: «Ταλαίπωροι, η πίστις σας είναι πλάνη, είναι όλη ματαιότης, είσθε άνθρωποι όλοι σάρκες, έχετε να κολασθήτε εις την γέενναν του πυρός· εγώ δια ταύτα, τα οποία μου κάμνετε, υπάγω εις τον Παράδεισον». Εκείνοι δε ωνόμαζαν την ανδρείαν του Μάρτυρος πείσμα, αλλά κατά αλήθειαν πείσμα ήτο· πείσμα όμως όντως άγιον, πείσμα σωτήριον, πείσμα το οποίον πρέπει και είναι ανάγκη έκαστος Χριστιανός να το έχη εναντίον του Σατανά, δια να δύναται να τελειώνη το θείον θέλημα. Και λοιπόν ούτω κατησχυμμένοι του είπον τελευταίον· «Ω ανόητε, άλλος καιρός πλέον δεν σου έμεινε και θα μετανοήσης». Ο δε Μάρτυς απεκρίθη τριπλασιάζων εν ταυτώ την όντως μακαρίαν και αγίαν ταύτην φωνήν· «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός είμαι». Τότε σηκώσαντες αυτόν από την γην, έσυραν το σχοινίον και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος Πολύδωρος τον δι’ αγχόνης μαρτυρικόν στέφανον. Εκείνην δε την νύκτα τινές εξ αυτών αρχήθεν απάνθρωποι, χωρίς να εντραπούν καν αυτήν την ιδίαν φύσιν της ανθρωπότητος, επήραν τα ενδύματα του Μάρτυρος και άφησαν ολόγυμνον το άγιον λείψανον, και την ημέραν έδεσαν μόνον με εν παλαιόπανον τα κρύφια μέλη του· έπειτα μετά τρεις ημέρας προσέταξαν ένα Χριστιανόν να τον καταβιβάση από την αγχόνην, έβαλαν δε και δύο μαύρους και τον εσήκωσαν με την σκάλαν και ομού ολίγοι Τούρκοι και τινες Χριστιανοί τον έθαψαν επάνω από τα μνήματα των Αρμενίων και εις μεν τους Χριστιανούς έγινεν ο Μάρτυς μέγας στηριγμός εις την ευσέβειαν, εις δε τους Οθωμανούς έγινε τόσον μεγάλη καταισχύνη, οία άλλην φοράν δεν τους ηκολούθησε τοιαύτη. Όθεν τινές από αυτούς εντόπιοι θαυμάζοντες έλεγον: «Τούτο αληθώς ήτο μεγάλον πράγμα· αύτη η ανδρεία δεν εφάνη εις άλλον· ποίος ηξεύρει τας κρίσεις του Θεού». Αυτό είναι, αδελφοί, το ανδρειωμένον και γενναιότατον μαρτύριον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Πολυδώρου. Ο δε των αυτού Αγίων και των Μαρτύρων Θεός, ο δοξάζων τους αυτόν δοξάζοντας, καθώς υπόσχεται ρητώς· «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω» (Βασιλειών Α΄ Β:30) το μεν θέλων να δείξη πόσον ευηρέστησεν εις αυτόν δια του Μαρτυρίου ο Άγιος Πολύδωρος, και ακολούθως πόσον ευάρεστοι γίνονται εις την μεγαλειότητά του και όλοι οι άλλοι οι μαρτυρούντες δια το όνομά του, αν και τον ηρνήθησαν πρότερον, το δε δια να εμφράξη τα στόματα ανοήτων τινών, οίτινες φλυαρούν ότι δεν πρέπει να τιμώνται ως Μάρτυρες οι τον Χριστόν αρνηθέντες πρότερον, δια ταύτα, λέγω, τα αίτια ενήργησε και το εξής θαύμα μετά τον θάνατον του Αγίου, καθώς μάς το διηγήθη ο εις τούτο υπηρετήσας αξιόπιστος και ευλαβέστατος Ιερομόναχος. Κατά την προρρηθείσαν Νέαν Έφεσον, όπου εμαρτύρησεν ο Άγιος Πολύδωρος, ήτο Χριστιανός τις, το όνομά του Νικόλαος, όστις έπασχεν από δαιμόνιον φοβερόν, το οποίον ελάλει δια στόματός του και εφανέρωνε πολλάκις και αυτά τα απόκρυφα και μυστικά· όθεν βλέπων αυτόν ο ρηθείς Ιερομόναχος, όστις είχε μέρος από τα άγια λείψανα και μέρος από το σχοινίον, με το οποίον εκρέμασαν τον Μάρτυρα Πολύδωρον, συνεπόνεσε την συμφοράν τού δαιμονιζομένου, ως συμπαθής και φιλάδελφος· και βαλών το μεν σχοινίον εις την παλάμην του, τον δε δάκτυλον του Μάρτυρος εντός του κόλπου του, επήγεν εις τον πάσχοντα· και ω του θαύματος! ευθύς ως εμβήκεν εις την θύραν τού οίκου του και τον είδεν ο δαιμονιζόμενος, ηγριώθη το δαιμόνιον και με μεγάλας φωνάς έκραζε· «Τι ήλθες εδώ, να με καύσης; (καλών αυτόν εξ ονόματος) εκάηκα, εκάηκα». Ο δε Ιερομόναχος πλησιάσας εγγύτερον και εκβαλών το καλυμμαύχιόν του επετίμησε το δαιμόνιον εν ονόματι του Κυρίου, δια να ειπή διατί φωνάζει τοιουτοτρόπως· ο δε δαίμων βιαζόμενος από την αόρατον του Θεού δύναμιν ωμολόγησε και μη θέλων την αλήθειαν, λέγων ότι «Εκάηκα, επειδή μου έφερες εδώ τον δάκτυλον και το σχοινίον του Μάρτυρος Πολυδώρου»· και ούτω φωνάζων εξήλθε του πάσχοντος, και έμεινεν εις το εξής ο άνθρωπος υγιής, δια της χάριτος του Ιησού Χριστού, της ενοικούσης και μετά θάνατον εις τα τίμια λείψανα του Αγίου αυτού Μάρτυρος Πολυδώρου· ου ταις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς από πάσης επηρείας δαιμονικής και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου