Ακυλίνα
η Αγία Νέα Παρθενομάρτυς του Χριστού ήτο εκ Θεσσαλονίκης, από χωρίον καλούμενον
Ζαγκλιβέρι, κείμενον εν τη Επισκοπή Αρδαμερίου, γεννηθείσα από γονείς ευσεβείς·
το μαρτύριον αυτής συνέβη υπό τοιαύτας περιστάσεις. Ημέραν τινά ο πατήρ της
Αγίας διεπληκτίσθη μεθ’ ενός Τούρκου γείτονός του (επειδή εκεί κατώκουν τότε
και Χριστιανοί και Τούρκοι), κτυπήσας δε αυτόν εκ συνεργείας του μισοκάλου τον
εφόνευσεν· όθεν τον συνέλαβον οι εξουσιασταί του τόπου και τον ωδήγησαν εις τον
πασάν της Θεσσαλονίκης, δια να τον θανατώση·
ούτος δε φοβηθείς τον θάνατον, και θέλων να απαλλαγή, φευ του πτώματος! ετούρκευσεν· όθεν δεν τον εφόνευσαν. Ήτο δε τότε η Αγία Ακυλίνα βρέφος θηλάζον το μητρικόν γάλα· αφ’ ου δε παρήλθε καιρός ικανός, οι Τούρκοι έλεγον εις τον πατέρα της να τουρκεύση και την θυγατέρα του· ο δε απεκρίθη εις αυτούς: «Μη σας μέλη δια την θυγατέρα μου· αυτή είναι υπό την εξουσίαν μου και όταν θελήσω την τουρκεύω». Η δε μήτηρ της Αγίας, μείνασα εις την πίστιν του Χριστού, δεν έπαυε καθ’ εκάστην ώραν διδάσκουσα την θυγατέρα της να ίσταται στερεά εις την πίστιν του Χριστού και να μη αρνηθή τον Ιησούν Χριστόν. Όταν έφθασεν η κόρη εις ηλικίαν δεκαοκτώ ετών, έλεγον πάλιν οι Τούρκοι τα αυτά εις τον πατέρα της, ούτος δε καλέσας την Ακυλίναν της λέγει· «Τέκνον μου, οι άλλοι Τούρκοι μού λέγουν καθ’ εκάστην ημέραν να τουρκεύσης· όθεν ή τώρα ή ολίγον υστερώτερα, συ θα τουρκεύσης, μόνον κάμε την απόφασιν μίαν ημέραν πρότερον, δια να μη με ενοχλούν οι Τούρκοι». Η δε Αγία, φλεγομένη από τον του Χριστού διάπυρον έρωτα, με μεγάλην γενναιότητα απεκρίθη: «Μήπως νομίζεις ότι είμαι εγώ ολιγόπιστος ως και συ, δια να αρνηθώ τον ποιητήν και πλάστην μου, τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος υπέμεινε δι’ ημάς Σταυρόν και θάνατον; Μη μοι γένοιτο τούτο ποτέ. Εγώ είμαι έτοιμος να υπομείνω οίαν δήποτε βάσανον, ακόμη και θάνατον, δια την αγάπην του Χριστού μου». Ω λόγοι αξιοθαύμαστοι, όχι θυγατρός ενός τοιούτου τρισαθλίου πατρός, αλλά θυγατρός αληθώς του επουρανίου Βασιλέως Χριστού! Βλέπων τότε ο πατήρ της Αγίας το αμετάθετον της γνώμης αυτής επήγεν εις τους Τούρκους και τους λέγει: «Εγώ μεν δεν ηδυνήθην να καταπείσω την θυγατέρα μου εις το να τουρκεύση, σεις δε ό,τι θέλετε κάμετε εις αυτήν». Τούτο ακούσαντες εκείνοι εταράχθησαν, και παρευθύς στέλλουν ανθρώπους του κριτηρίου, δια να φέρουν την Μάρτυρα· η δε ευλογημένη μήτηρ της Αγίας, ιδούσα τους απεσταλμένους Τούρκους, παραλαβούσα την κόρην της, λέγει προς αυτήν την τελευταίαν ταύτην παραγγελίαν· «Ιδού, τέκνον μου παμφίλτατον, και γλυκυτάτη μου θύγατερ Ακυλίνα· ιδού, σπλάγχνον μου, έφθασεν η ώρα εκείνη, δια την οποίαν πάντοτε σε ενουθέτουν· ποίησον λοιπόν ως τέκνον υπακοής, και υπάκουσον εις τας νουθεσίας μου, δείξον ανδρείαν εις τας βασάνους, τας οποίας έχεις να πάθης, κι μη αρνηθής τον Χριστόν». Η δε παρομοίως μετά δακρύων απεκρίθη· «Μη φοβού, μήτερ μου, και εγώ τον αυτόν σκοπόν έχω, και ο πανάγαθος Θεός έστω βοηθός μου και εύχου υπέρ εμού»· και ούτως απεχαιρετίσθησαν μεταξύ των θρηνούσαι και δακρύουσαι. Οι δε υπηρέται του κριτού, δέσαντες την Μάρτυρα την ωδήγησαν εις το κριτήριον, παρηκολούθει δε και η φιλόστοργος μήτηρ την φιλτάτην θυγατέρα της απαγομένην εις τον τόπον της σφαγής· επειδή μητρικά σπλάγχνα δεν την άφινον να χωρισθή· αλλ’ οι υπηρέται της εξουσίας την μεν μητέρα της απέκλεισαν έξω του προαυλίου, την δε Ακυλίναν εισήγαγον εντός του κριτηρίου και παρουσίασαν αυτήν ενώπιον του κριτού, όστις με βάναυσον τρόπον της λέγει· «Αι, συ, γίνεσαι Τούρκα»; Η Αγία απεκρίθη: «Όχι, δεν γίνομαι· μη γένοιτο ποτέ να αρνηθώ την πίστιν μου και τον Δεσπότην μου Χριστόν». Ταύτα ακούσας ο κριτής εθυμώθη· όθεν διέταξε και εξέδυσαν την Αγίαν και την αφήκαν μόνον με το υποκάμισον· είτα δέσαντες αυτήν εις ένα στύλον την ερράβδισαν δύο υπηρέται επί ώραν πολλήν· αλλ’ η Μάρτυς υπέμεινεν ανδρειότατα ταύτην την βάσανον. Μετά ταύτα ο κριτής και άλλοι Τούρκοι φέροντες την Μάρτυρα έμπροσθέν των, ήρχισαν να την κολακεύουν και να της υπόσχωνται μεγάλας δωρεάς, εάν αρνηθή την πίστιν της· αλλ’ η του Χριστού νύμφη, εγκάρδιον έχουσα τον έρωτα προς τον νοητόν Νυμφίον της Χριστόν, εις ουδέν ταύτα ελογίζετο· και επειδή εις μεγιστάν πλούσιος, θρασύτατος πάντων, της είπε: «Τούρκεψε, Ακυλίνα, και εγώ να σε κάμω νύμφην εις τον υιόν μου», η του Χριστού Μάρτυς μετά τόλμης ανεικάστου απεκρίθη: «Ο υιός σου συν σοι εις την απώλειαν»· όπερ ακούσαντες εκείνοι ήναψαν από τον θυμόν, και δέσαντες πάλιν την Αγίαν ως πρότερον, την ερράβδισαν επί ώραν πολλήν· έπειτα λύσαντες αυτήν, πάλιν την εξετάζουσιν εκ τρίτου· και λέγει προς αυτήν ο κριτής: «Δεν εντρέπεσαι, δυστυχισμένη, να δέρεσαι γυμνή ενώπιον τόσων ανδρών»; Τούτο είπε, διότι εκ των πολλών ραβδισμών εξεσχίσθη το υποκάμισόν της και έμεινε γυμνή· της λέγει δε πάλιν: «Ή τούρκεψε ή θα συντρίψω τα κόκκαλά σου εν προς εν»· η δε αποκριθείσα του λέγει: «Και τι ωρέχθην από την πίστιν σας, δια να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου, ή από ποία θαύματα της πίστεώς σας να πιστεύσω; Αφού σεις βρωμείτε ακόμη ζώντες»· ω τόλμη μρτυρική! Ω μεγαλοψυχί ουρανίων επαίνων αξία! Ω απόκρισις, ουχί ενός απαλού κορασίου, αλλ’ ενός γίγαντος ανδρειοτάτου! Ταύτα ακούσαντες εκείνοι κατησχύνθησαν άπαντες, αναγκαζόμενοι υπό της φαεινοτάτης των λόγων αληθείας και μη έχοντες τι άλλο να κάμωσιν, οργισθέντες ερράβδισαν εκ τρίτου την Αγίαν τόσον ασπλάγχνως, ώστε την αφήκαν ως νεκράν· η δε γη εκοκκίνισεν από τα αίματα και αι σάρκες της έπιπτον χαμαί. Κατόπιν λύσαντες την Μάρτυρα, την εφόρτωσαν εις ένα Χριστιανόν παρόντα εκεί, δια να την οδηγήση εις τον οίκον της μητρός της. Αυτή δε εναγκαλισθείσα την θυγατέρα της, ευρισκομένην εις τας εσχάτας αναπνοάς, την ηρώτα: «Τι έκαμες, τέκνον μου»; Η δε Μάρτυς μόλις και μετά βίας ελθούσα εις εαυτήν, ανοίξασα τους οφθαλμούς, και την μητέρα της ιδούσα, είπε: «Και τι άλλο ήθελον να κάμω, ω μήτερ μου, εκτός εκείνου το οποίον μοι παρήγγειλας; Ιδού κατά την εντολήν σου εφύλαξα την ομολογίαν της πίστεώς μου»· η δε μήτηρ της υψώσασα τας χείρας και τους οφθαλμούς της εις τον ουρανόν εδόξασε τον Θεόν· συνομιλούσα δε η Μάρτυς μετά της μητρός της παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού την κζ΄ (27ην) Σεπτεμβρίου του έτους αψξδ΄ (1764) και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Το δε πάντιμον και άγιον λείψανόν της, ω του θαύματος! ευωδίασε παρευθύς ευωδίαν θαυμασιωτάτην και τόσην πολλήν, ώστε όλαι αι οδοί, όθεν διέβαινον μετά του μαρτυρικού λειψάνου προς κηδείαν και ενταφιασμόν, ευωδίαζον· την δε νύκτα κατήλθε φως ουρανόθεν και έλαμπεν επάνω εις τον τάφον τής Μάρτυρος, ως άστρον λαμπρότατον· όσοι δε Χριστιανοί το είδον, εδόξασαν τον Θεόν, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ούτος δε φοβηθείς τον θάνατον, και θέλων να απαλλαγή, φευ του πτώματος! ετούρκευσεν· όθεν δεν τον εφόνευσαν. Ήτο δε τότε η Αγία Ακυλίνα βρέφος θηλάζον το μητρικόν γάλα· αφ’ ου δε παρήλθε καιρός ικανός, οι Τούρκοι έλεγον εις τον πατέρα της να τουρκεύση και την θυγατέρα του· ο δε απεκρίθη εις αυτούς: «Μη σας μέλη δια την θυγατέρα μου· αυτή είναι υπό την εξουσίαν μου και όταν θελήσω την τουρκεύω». Η δε μήτηρ της Αγίας, μείνασα εις την πίστιν του Χριστού, δεν έπαυε καθ’ εκάστην ώραν διδάσκουσα την θυγατέρα της να ίσταται στερεά εις την πίστιν του Χριστού και να μη αρνηθή τον Ιησούν Χριστόν. Όταν έφθασεν η κόρη εις ηλικίαν δεκαοκτώ ετών, έλεγον πάλιν οι Τούρκοι τα αυτά εις τον πατέρα της, ούτος δε καλέσας την Ακυλίναν της λέγει· «Τέκνον μου, οι άλλοι Τούρκοι μού λέγουν καθ’ εκάστην ημέραν να τουρκεύσης· όθεν ή τώρα ή ολίγον υστερώτερα, συ θα τουρκεύσης, μόνον κάμε την απόφασιν μίαν ημέραν πρότερον, δια να μη με ενοχλούν οι Τούρκοι». Η δε Αγία, φλεγομένη από τον του Χριστού διάπυρον έρωτα, με μεγάλην γενναιότητα απεκρίθη: «Μήπως νομίζεις ότι είμαι εγώ ολιγόπιστος ως και συ, δια να αρνηθώ τον ποιητήν και πλάστην μου, τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος υπέμεινε δι’ ημάς Σταυρόν και θάνατον; Μη μοι γένοιτο τούτο ποτέ. Εγώ είμαι έτοιμος να υπομείνω οίαν δήποτε βάσανον, ακόμη και θάνατον, δια την αγάπην του Χριστού μου». Ω λόγοι αξιοθαύμαστοι, όχι θυγατρός ενός τοιούτου τρισαθλίου πατρός, αλλά θυγατρός αληθώς του επουρανίου Βασιλέως Χριστού! Βλέπων τότε ο πατήρ της Αγίας το αμετάθετον της γνώμης αυτής επήγεν εις τους Τούρκους και τους λέγει: «Εγώ μεν δεν ηδυνήθην να καταπείσω την θυγατέρα μου εις το να τουρκεύση, σεις δε ό,τι θέλετε κάμετε εις αυτήν». Τούτο ακούσαντες εκείνοι εταράχθησαν, και παρευθύς στέλλουν ανθρώπους του κριτηρίου, δια να φέρουν την Μάρτυρα· η δε ευλογημένη μήτηρ της Αγίας, ιδούσα τους απεσταλμένους Τούρκους, παραλαβούσα την κόρην της, λέγει προς αυτήν την τελευταίαν ταύτην παραγγελίαν· «Ιδού, τέκνον μου παμφίλτατον, και γλυκυτάτη μου θύγατερ Ακυλίνα· ιδού, σπλάγχνον μου, έφθασεν η ώρα εκείνη, δια την οποίαν πάντοτε σε ενουθέτουν· ποίησον λοιπόν ως τέκνον υπακοής, και υπάκουσον εις τας νουθεσίας μου, δείξον ανδρείαν εις τας βασάνους, τας οποίας έχεις να πάθης, κι μη αρνηθής τον Χριστόν». Η δε παρομοίως μετά δακρύων απεκρίθη· «Μη φοβού, μήτερ μου, και εγώ τον αυτόν σκοπόν έχω, και ο πανάγαθος Θεός έστω βοηθός μου και εύχου υπέρ εμού»· και ούτως απεχαιρετίσθησαν μεταξύ των θρηνούσαι και δακρύουσαι. Οι δε υπηρέται του κριτού, δέσαντες την Μάρτυρα την ωδήγησαν εις το κριτήριον, παρηκολούθει δε και η φιλόστοργος μήτηρ την φιλτάτην θυγατέρα της απαγομένην εις τον τόπον της σφαγής· επειδή μητρικά σπλάγχνα δεν την άφινον να χωρισθή· αλλ’ οι υπηρέται της εξουσίας την μεν μητέρα της απέκλεισαν έξω του προαυλίου, την δε Ακυλίναν εισήγαγον εντός του κριτηρίου και παρουσίασαν αυτήν ενώπιον του κριτού, όστις με βάναυσον τρόπον της λέγει· «Αι, συ, γίνεσαι Τούρκα»; Η Αγία απεκρίθη: «Όχι, δεν γίνομαι· μη γένοιτο ποτέ να αρνηθώ την πίστιν μου και τον Δεσπότην μου Χριστόν». Ταύτα ακούσας ο κριτής εθυμώθη· όθεν διέταξε και εξέδυσαν την Αγίαν και την αφήκαν μόνον με το υποκάμισον· είτα δέσαντες αυτήν εις ένα στύλον την ερράβδισαν δύο υπηρέται επί ώραν πολλήν· αλλ’ η Μάρτυς υπέμεινεν ανδρειότατα ταύτην την βάσανον. Μετά ταύτα ο κριτής και άλλοι Τούρκοι φέροντες την Μάρτυρα έμπροσθέν των, ήρχισαν να την κολακεύουν και να της υπόσχωνται μεγάλας δωρεάς, εάν αρνηθή την πίστιν της· αλλ’ η του Χριστού νύμφη, εγκάρδιον έχουσα τον έρωτα προς τον νοητόν Νυμφίον της Χριστόν, εις ουδέν ταύτα ελογίζετο· και επειδή εις μεγιστάν πλούσιος, θρασύτατος πάντων, της είπε: «Τούρκεψε, Ακυλίνα, και εγώ να σε κάμω νύμφην εις τον υιόν μου», η του Χριστού Μάρτυς μετά τόλμης ανεικάστου απεκρίθη: «Ο υιός σου συν σοι εις την απώλειαν»· όπερ ακούσαντες εκείνοι ήναψαν από τον θυμόν, και δέσαντες πάλιν την Αγίαν ως πρότερον, την ερράβδισαν επί ώραν πολλήν· έπειτα λύσαντες αυτήν, πάλιν την εξετάζουσιν εκ τρίτου· και λέγει προς αυτήν ο κριτής: «Δεν εντρέπεσαι, δυστυχισμένη, να δέρεσαι γυμνή ενώπιον τόσων ανδρών»; Τούτο είπε, διότι εκ των πολλών ραβδισμών εξεσχίσθη το υποκάμισόν της και έμεινε γυμνή· της λέγει δε πάλιν: «Ή τούρκεψε ή θα συντρίψω τα κόκκαλά σου εν προς εν»· η δε αποκριθείσα του λέγει: «Και τι ωρέχθην από την πίστιν σας, δια να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου, ή από ποία θαύματα της πίστεώς σας να πιστεύσω; Αφού σεις βρωμείτε ακόμη ζώντες»· ω τόλμη μρτυρική! Ω μεγαλοψυχί ουρανίων επαίνων αξία! Ω απόκρισις, ουχί ενός απαλού κορασίου, αλλ’ ενός γίγαντος ανδρειοτάτου! Ταύτα ακούσαντες εκείνοι κατησχύνθησαν άπαντες, αναγκαζόμενοι υπό της φαεινοτάτης των λόγων αληθείας και μη έχοντες τι άλλο να κάμωσιν, οργισθέντες ερράβδισαν εκ τρίτου την Αγίαν τόσον ασπλάγχνως, ώστε την αφήκαν ως νεκράν· η δε γη εκοκκίνισεν από τα αίματα και αι σάρκες της έπιπτον χαμαί. Κατόπιν λύσαντες την Μάρτυρα, την εφόρτωσαν εις ένα Χριστιανόν παρόντα εκεί, δια να την οδηγήση εις τον οίκον της μητρός της. Αυτή δε εναγκαλισθείσα την θυγατέρα της, ευρισκομένην εις τας εσχάτας αναπνοάς, την ηρώτα: «Τι έκαμες, τέκνον μου»; Η δε Μάρτυς μόλις και μετά βίας ελθούσα εις εαυτήν, ανοίξασα τους οφθαλμούς, και την μητέρα της ιδούσα, είπε: «Και τι άλλο ήθελον να κάμω, ω μήτερ μου, εκτός εκείνου το οποίον μοι παρήγγειλας; Ιδού κατά την εντολήν σου εφύλαξα την ομολογίαν της πίστεώς μου»· η δε μήτηρ της υψώσασα τας χείρας και τους οφθαλμούς της εις τον ουρανόν εδόξασε τον Θεόν· συνομιλούσα δε η Μάρτυς μετά της μητρός της παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού την κζ΄ (27ην) Σεπτεμβρίου του έτους αψξδ΄ (1764) και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Το δε πάντιμον και άγιον λείψανόν της, ω του θαύματος! ευωδίασε παρευθύς ευωδίαν θαυμασιωτάτην και τόσην πολλήν, ώστε όλαι αι οδοί, όθεν διέβαινον μετά του μαρτυρικού λειψάνου προς κηδείαν και ενταφιασμόν, ευωδίαζον· την δε νύκτα κατήλθε φως ουρανόθεν και έλαμπεν επάνω εις τον τάφον τής Μάρτυρος, ως άστρον λαμπρότατον· όσοι δε Χριστιανοί το είδον, εδόξασαν τον Θεόν, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου