καταγομένου από της κώμης Κονίτσης της παλαιάς Ηπείρου και αθλήσαντος εν τω
Βραχωρίω της Αιτωλίας εν έτει αωιδ΄ (1814) από Χριστού.
Ιωάννης ο Άγιος Νεομάρτυς εγεννήθη εις την κωμόπολιν Κόνιτσαν την εις την παλαιάν Ήπειρον κειμένην, η οποία είναι θρόνος του Βελλάς Επισκόπου υπό τον Μητροπολίτην Ιωαννίνων, ανετράφη δε εν αυτή από γονείς ασεβείς Μωαμεθανούς. Ο πατήρ αυτού ήτο εις των παρ’ αυτοίς εις άκρων τιμωμένων, δερβίσης δηλαδή και σέχης το αξίωμα· ομοίως και η μήτηρ αυτού εκ των απογόνων της Άγαρ.
Αφού δε ο μακάριος ούτος εγένετο σχεδόν εικοσαετής την ηλικίαν, καταλιπών την γεννήσασαν αυτόν Κόνιτσαν, μετέβη εις την Μητρόπολιν των Ιωαννίνων, απολαμβάνων το σέβας των συμπολιτών του και αυτός ουχί ολιγώτερον από τον πατέρα του (διότι συνετάγη και αυτός εις το βδελυρόν εκείνο τάγμα των δερβίσηδων παρά του πατρός του σέχη). Διατρίψας δε εκεί εν Ιωαννίνοις ικανόν καιρόν, είτα ανεχώρησεν εκείθεν, και δια της Άρτης έφθασεν εις την κωμόπολιν της Αιτωλίας, Αγρίνιον, το παρ’ ημίν κοινώς λεγόμενον Βραχώριον, όπου κατώκησεν εις το αυθεντικόν οίκημα, το λεγόμενον Μουσελίμ σεράϊ. Το έτος εκείνο εξουσίαζε πάσαν την Αιτωλίαν και Ακαρνανίαν ο εν Βερατίω της Αλβανίας την ζωήν καταστρέψας ταμίας Ισούφ ο Άραψ, όστις γινώσκων τον πατέρα του νέου, μάλλον δε σεβόμενος αυτόν ως σέχην και αρχηγόν της θρησκείας των, τον εδέχθη μετ’ αγάπης πολλής και εις τιμήν τον κατέστησεν όχι ολίγην, ονομάζων αυτόν δερβίσην ιδικόν του. Όθεν και ο νέος έμεινεν παρ’ αυτώ αρκετόν καιρόν, και εις υπηρεσίας εστέλλετο ακαταπαύστως, διότι το έτος αυτό ήτο η εις την Επτάνησον Ιονικήν Πολιτείαν μεταξύ Τούρκων και Ρώσων μάχη, ότε και αντικρύ της νήσου Λευκάδος, ου μακράν της Αγίας Μαύρας, συνήφθησαν εις πόλεμον τα δύο στρατεύματα, ένθα έπεσον νεκροί υπέρ τους εκατόν πεντήκοντα Τούρκοι, τρεις δε μόνοι εκ των ημετέρων. Αρχιστράτηγος δε αυτών ήτο ο προρρηθείς Ισούφ. Ο δε τόπος εις τον οποίον συνεκροτήθη ο πόλεμος λέγεται Τεκές, όπου μετ’ ολίγον δι’ αδείας των τας νήσους κρατησάντων Βρεταννών εκτίσθη το εκεί φρούριον. Ο δε μακάριος ούτος νέος, αν και έζη εις την ασέβειαν και εις το σκότος της πλάνης, είχεν εν τούτοις το χριστιανικόν πολίτευμα έμφυτον, μεταχειριζόμενος πολλάκις τα νηστήσιμα βρώματα των Χριστανών και αγαπών την καθ’ ημάς πολιτείαν. Είχε δε εν τη καρδία και τον φόβον του έθνους, μήποτε φωραθείς υποπέση εις κίνδυνον. Συνέβη δε μετά παρέλευσιν διετίας να γίνη η αλλαγή των αρχών της Ακαρνανίας και Αιτωλίας· όθεν ο μεν Ισούφ απήλθεν εις Ιωάννινα προς τον ηγεμόνα, αντ’ αυτού δε έλαβε την εξουσίαν ο Σουλεϊμάν μπέης, Βρυώνης το επίθετον. Ο δε νέος ούτε τον διάδοχον της εξουσίας ηκολούθησεν, ούτε τον ίδιον αυθέντην Ισούφ, αλλ’ έμεινεν εις την επαρχίαν της Αιτωλίας, περιεφέρετο δε ενδεδυμένος δια χριστιανικών ιματίων το δε δερβίσικον κιουλιάφι ομού και τα λευκοπράσινα, τα οποία εφόρει πρότερον, απεκδυθείς και απορρίψας κατεπάτησε και μετά των Χριστιανών φυλάκων του γένους, των και καπεταναίων λεγομένων, εχριστιάνιζεν εν πάσι, στερούμενος μόνον το άγιον Βάπτισμα, το οποίον βουλόμενος προ πολλού να το αξιωθή εις τα μέρη αυτά, δεν έγινε δυνατόν να το απολαύση, επειδή εφοβούντο οι Χριστιανοί από το βάρβαρον της εξουσίας, ίνα μη υποπέσωσιν εις κίνδυνον, εάν γνωρισθή το πράγμα. Δια τούτο όθεν ο νέος διέβη εις την νήσον της Ιθάκης, όπου ανεγεννήθη δια του θείου τούτου Βαπτίσματος, μετονομασθείς Ιωάννης· και κατηχηθείς εκεί ικανώς παρά του Πνευματικού τον λόγον του Θεού και την Ορθόδοξον πολιτείαν, επανέστρεψεν εις το Ξηρόμερον. Ελθών δε εν τινι χωρίω, όπερ λέγεται Μαχαλάς, έμεινεν εις τάξιν δούλου παρά τω εκεί προϊσταμένω Πάνω Γαλάνη, και εν τω ιδίω χωρίω ενυμφεύθη, προφυλαττόμενος πάντοτε και προσέχων από τους Αγαρηνούς. Όθεν και το περισσότερον του καιρού παρέμεινε κρυπτόμενος, ασκών το επάγγελμα του αγροφύλακος, εξ ης αιτίας και σπανίως εφαίνετο εις το άνωθι χωρίον, μόλις δε εις σύναξιν πολλών. Κατά δε το 1813 έτος, μαθών ο πατήρ αυτού σέχης την άρνησιν της θρησκείας του Μωαμεθανισμού, θρηνήσας απαρηγόρητα επί τούτω, πέμπει δύο του τάγματός του δερβίσηδες, ίνα ελθόντες προσπαθήσωσι διαφόρως δια ταξιμάτων και υποσχέσεων ίσως απομακρύνουν αυτόν του Χριστιανισμού και τον επιστρέψωσιν εις την πλάνην των. Οίτινες ελθόντες και μαθόντες την οικίαν του κατέλυσαν εις αυτήν· αυτός δε ουδόλως βουληθείς να ίδη αυτούς ή ν’ ακούση τας μυθολογίας και φλυαρίας των, απέστρεψε το πρόσωπον αυτού απ’ αυτών, κατά τον Δαβίδ, και επί καθέδραν λοιπών ουκ εκάθισεν. Όθεν οι δερβίσηδες καταισχυνθέντες έτι μάλλον δια την καταφρόνησιν ταύτην ανεχώρησαν άπρακτοι. Τι δε μετά ταύτα ο μισόκαλος διάβολος κατά της μάνδρας του Χριστού, ως λέων ωρυόμενος, εμεθοδεύθη; Παρακινεί ένα Αγαρηνόν, όστις ήτο νεροκράτης εις το ειρημένον χωρίον Μαχαλάν, ίνα διαβάλη και κατηγορήση τον νέον εις τον εν Βραχωρίω μουσελίνην, ότι έγινε Χριστιανός, ων πρότερον Τούρκος και μάλιστα ενός περιφήμου σέχη και δερβίση υιός. Δεν αναβάλλει δε τελείως την ώραν ούτος, αλλά δι’ εγγράφου αναφοράς κάμνει γνωστόν τούτο εις τον μουσελίνην τον εκ Τεπελενίου Ελμάζαγα Μπόνον, προσθέτων και αυτός ο κατάρατος άπειρα τα εναύσματα, ίνα παρακινήση αυτόν εις περισσοτέραν οργήν. Ο δε μουσελίμης, ιδών τα περί του νέου γεγραμμένα, εταράχθη όλος από τον θυμόν, και μετακαλεσάμενος τον κριτήν και τον παρ’ αυτοίς νομοκράτορα μουφτήν, κοινολογεί την υπόθεσιν εις αυτούς. Όθεν και αυθημερόν αποστέλλει στρατιώτας δια να τον συλλάβουν, οίτινες επί προφάσει άλλη απαντήσαντες αυτόν, ευθύς χωρίς αναβολήν τον έδεσαν, και ούτω δέσμιον τον παρέστησαν εις το κριτήριον. Ηρώτησε λοιπόν αυτόν ο μουσελίμης το γένος, την πατρίδα, το όνομα και την θρησκείαν, και ο νέος εις όλα δι’ ενός λόγου απεκρίθη· «Είμαι Χριστιανός και ονομάζομαι Ιωάννης». «Δεν είσαι συ, ανταποκρίνεται ο μουσελίμης, ο δερβίσης, ο υιός του σέχη Κονίτσης»; «Ναι, εγώ, αλλά τώρα είμαι Χριστιανός και Χριστιανός μέλλω να αποθάνω». «Εγελάσθης από την γυναίκα, του λέγει ο μουσελίμης, και ήλλαξας την πίστιν σου· πλην τώρα ελθέ εις τον νουν σου, και κήρυξον παρρησία την ομολογίαν της παλαιάς πίστεώς σου της αληθινής, και τότε θα γνωρίσης καλώς πόσον θα τιμηθής από μέρους μου». «Μη πιστεύης, αγά μου, αποκρίνεται ο νέος, να ευρεθώ τόσον ανόητος και μωρός, ώστε να αφήσω την αγίαν πίστιν των Χριστιανών, και να τυφλωθώ πάλιν να έλθω εις τον βόρβορον του Μωαμεθανισμού. Μόλις έγινε δυνατόν να την γνωρίσω, και τώρα πως είναι τρόπος να την παραιτήσω; Ποτέ, ποτέ, μη γένοιτο εις εμέ τοιούτον κακόν». Ο δε μουσελίμης και οι περί αυτόν, θαυμάσαντες επί τη παρρησία του Μάρτυρος και οιονεί εντροπιασθέντες, δεν ηθέλησαν να εκταθώσιν εις πλειοτέρας ομιλίας. Όθεν ο μουσελίμης διέταξεν ευθύς να τον δέσουν και να τον ρίψουν εις την φυλακήν και εκεί να τον βασανίσουν πανδείνως και σκληρότατα, ως να εντρέπετο τάχα να τον τιμωρήση εις το φανερόν. Λαβόντες δε αυτόν οι υπηρέται ούτω δέσμιον, έθηκαν επί τον τράχηλον αυτού και την βαρυτάτην άλυσιν, περάσαντες τους πόδας αυτού εις το ξύλον. Αφήνω λοιπόν να φαντασθήτε, Χριστιανοί, τι άραγε έπαθεν ο ευλογημένος εκεί εις την φυλακήν από αυτούς τους σεσωματωμένους διαβόλους! Δεσμά δεινότατα, ραπίσματα, ραβδισμούς ανεικάστους, κολαφισμούς δια χειρών και ποδών, και όσα ακόλουθα εδίδαξεν αυτούς ο πατήρ αυτών σατανάς. Ο δε Μάρτυς ευχαριστών τον Θεόν υπέμεινε ταύτα ανδρείως, ψιθυρίζων πάντοτε· «Ο Θεός, βοήθησόν μοι». Μαθών δε ο μουσελίμης την αμετάθετον γνώμην του Μάρτυρος και φοβηθείς μη εντροπιασθή πλειότερον, αν τον παραστήση εις δευτέραν ανάκρισιν, συνεκάλεσεν εις συμβούλιον τους ουλεμάδες (σοφούς) του γένους του, ένθα απεφασίσθη ότι «ο άνθρωπος ούτος ουκ έξεστι ζην, δια την της θρησκείας του εξωμοσίαν και άρνησιν». Όθεν διέταξε την δια ξίφους αποκεφάλισίν του. Παραλαβόντες όθεν αυτόν οι δήμιοι μετά του αρχιφύλακος δέσμιον ως τον είχον, τον έφερον εις τον τόπον της καταδίκης εν τη πλατάνω, τη μέσον της λεωφόρου, όπου εζήτησε μεν ο Μάρτυς να τον λύσωσιν ολίγον δια να κάμη τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, αλλά δεν επείσθησαν οι κατάρατοι. Εκβοήσας λοιπόν τότε ως ο του Ευαγγελίου ληστής το «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου», έκλινε την κεφαλήν και εδέχθη τον δια ξίφους θάνατον, κατά την κγ΄ (23ην) του Σεπτεμβρίου μηνός, ημέραν Τετάρτην, εν έτει από Χριστού γεννήσεως αωιδ΄ (1814). Το δε τίμιον σώμα πεσόν ύπτιον, δεν τολμά τις των Χριστιανών να το πλησιάση, επειδή και εδόθη προσταγή να μείνη εξ άπαντος άταφον, και να γίνη βορά κυνών· επομένως σύραντες οι δήμιοι αυτό εκείθεν το έρριψαν μαζί με την σφαδάζουσαν κεφαλήν εις ένα ρύακα, ου μακράν της Εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου. Μεσιτεία όμως τινών φιλοχρίστων έπειτα συνεχωρήθη από τον μουσελίμην να μεταφερθή ατίμως εις μέρος ουδέτερον, επί τη προφάσει ότι ούτε Τούρκος ούτε Χριστιανός ήτο ο Μάρτυς. Ευλαβεία δε τινες φερόμενοι, κρυφίως ορύξαντες λάκκον έθηκαν ευλαβώς μετά της κεφαλής το μαρτυρικόν λείψανον του Αγίου εν τινι αγρώ, ον οι Βραχωρίται έκτοτε τιμώσι και περιέπουσιν.
Ιωάννης ο Άγιος Νεομάρτυς εγεννήθη εις την κωμόπολιν Κόνιτσαν την εις την παλαιάν Ήπειρον κειμένην, η οποία είναι θρόνος του Βελλάς Επισκόπου υπό τον Μητροπολίτην Ιωαννίνων, ανετράφη δε εν αυτή από γονείς ασεβείς Μωαμεθανούς. Ο πατήρ αυτού ήτο εις των παρ’ αυτοίς εις άκρων τιμωμένων, δερβίσης δηλαδή και σέχης το αξίωμα· ομοίως και η μήτηρ αυτού εκ των απογόνων της Άγαρ.
Αφού δε ο μακάριος ούτος εγένετο σχεδόν εικοσαετής την ηλικίαν, καταλιπών την γεννήσασαν αυτόν Κόνιτσαν, μετέβη εις την Μητρόπολιν των Ιωαννίνων, απολαμβάνων το σέβας των συμπολιτών του και αυτός ουχί ολιγώτερον από τον πατέρα του (διότι συνετάγη και αυτός εις το βδελυρόν εκείνο τάγμα των δερβίσηδων παρά του πατρός του σέχη). Διατρίψας δε εκεί εν Ιωαννίνοις ικανόν καιρόν, είτα ανεχώρησεν εκείθεν, και δια της Άρτης έφθασεν εις την κωμόπολιν της Αιτωλίας, Αγρίνιον, το παρ’ ημίν κοινώς λεγόμενον Βραχώριον, όπου κατώκησεν εις το αυθεντικόν οίκημα, το λεγόμενον Μουσελίμ σεράϊ. Το έτος εκείνο εξουσίαζε πάσαν την Αιτωλίαν και Ακαρνανίαν ο εν Βερατίω της Αλβανίας την ζωήν καταστρέψας ταμίας Ισούφ ο Άραψ, όστις γινώσκων τον πατέρα του νέου, μάλλον δε σεβόμενος αυτόν ως σέχην και αρχηγόν της θρησκείας των, τον εδέχθη μετ’ αγάπης πολλής και εις τιμήν τον κατέστησεν όχι ολίγην, ονομάζων αυτόν δερβίσην ιδικόν του. Όθεν και ο νέος έμεινεν παρ’ αυτώ αρκετόν καιρόν, και εις υπηρεσίας εστέλλετο ακαταπαύστως, διότι το έτος αυτό ήτο η εις την Επτάνησον Ιονικήν Πολιτείαν μεταξύ Τούρκων και Ρώσων μάχη, ότε και αντικρύ της νήσου Λευκάδος, ου μακράν της Αγίας Μαύρας, συνήφθησαν εις πόλεμον τα δύο στρατεύματα, ένθα έπεσον νεκροί υπέρ τους εκατόν πεντήκοντα Τούρκοι, τρεις δε μόνοι εκ των ημετέρων. Αρχιστράτηγος δε αυτών ήτο ο προρρηθείς Ισούφ. Ο δε τόπος εις τον οποίον συνεκροτήθη ο πόλεμος λέγεται Τεκές, όπου μετ’ ολίγον δι’ αδείας των τας νήσους κρατησάντων Βρεταννών εκτίσθη το εκεί φρούριον. Ο δε μακάριος ούτος νέος, αν και έζη εις την ασέβειαν και εις το σκότος της πλάνης, είχεν εν τούτοις το χριστιανικόν πολίτευμα έμφυτον, μεταχειριζόμενος πολλάκις τα νηστήσιμα βρώματα των Χριστανών και αγαπών την καθ’ ημάς πολιτείαν. Είχε δε εν τη καρδία και τον φόβον του έθνους, μήποτε φωραθείς υποπέση εις κίνδυνον. Συνέβη δε μετά παρέλευσιν διετίας να γίνη η αλλαγή των αρχών της Ακαρνανίας και Αιτωλίας· όθεν ο μεν Ισούφ απήλθεν εις Ιωάννινα προς τον ηγεμόνα, αντ’ αυτού δε έλαβε την εξουσίαν ο Σουλεϊμάν μπέης, Βρυώνης το επίθετον. Ο δε νέος ούτε τον διάδοχον της εξουσίας ηκολούθησεν, ούτε τον ίδιον αυθέντην Ισούφ, αλλ’ έμεινεν εις την επαρχίαν της Αιτωλίας, περιεφέρετο δε ενδεδυμένος δια χριστιανικών ιματίων το δε δερβίσικον κιουλιάφι ομού και τα λευκοπράσινα, τα οποία εφόρει πρότερον, απεκδυθείς και απορρίψας κατεπάτησε και μετά των Χριστιανών φυλάκων του γένους, των και καπεταναίων λεγομένων, εχριστιάνιζεν εν πάσι, στερούμενος μόνον το άγιον Βάπτισμα, το οποίον βουλόμενος προ πολλού να το αξιωθή εις τα μέρη αυτά, δεν έγινε δυνατόν να το απολαύση, επειδή εφοβούντο οι Χριστιανοί από το βάρβαρον της εξουσίας, ίνα μη υποπέσωσιν εις κίνδυνον, εάν γνωρισθή το πράγμα. Δια τούτο όθεν ο νέος διέβη εις την νήσον της Ιθάκης, όπου ανεγεννήθη δια του θείου τούτου Βαπτίσματος, μετονομασθείς Ιωάννης· και κατηχηθείς εκεί ικανώς παρά του Πνευματικού τον λόγον του Θεού και την Ορθόδοξον πολιτείαν, επανέστρεψεν εις το Ξηρόμερον. Ελθών δε εν τινι χωρίω, όπερ λέγεται Μαχαλάς, έμεινεν εις τάξιν δούλου παρά τω εκεί προϊσταμένω Πάνω Γαλάνη, και εν τω ιδίω χωρίω ενυμφεύθη, προφυλαττόμενος πάντοτε και προσέχων από τους Αγαρηνούς. Όθεν και το περισσότερον του καιρού παρέμεινε κρυπτόμενος, ασκών το επάγγελμα του αγροφύλακος, εξ ης αιτίας και σπανίως εφαίνετο εις το άνωθι χωρίον, μόλις δε εις σύναξιν πολλών. Κατά δε το 1813 έτος, μαθών ο πατήρ αυτού σέχης την άρνησιν της θρησκείας του Μωαμεθανισμού, θρηνήσας απαρηγόρητα επί τούτω, πέμπει δύο του τάγματός του δερβίσηδες, ίνα ελθόντες προσπαθήσωσι διαφόρως δια ταξιμάτων και υποσχέσεων ίσως απομακρύνουν αυτόν του Χριστιανισμού και τον επιστρέψωσιν εις την πλάνην των. Οίτινες ελθόντες και μαθόντες την οικίαν του κατέλυσαν εις αυτήν· αυτός δε ουδόλως βουληθείς να ίδη αυτούς ή ν’ ακούση τας μυθολογίας και φλυαρίας των, απέστρεψε το πρόσωπον αυτού απ’ αυτών, κατά τον Δαβίδ, και επί καθέδραν λοιπών ουκ εκάθισεν. Όθεν οι δερβίσηδες καταισχυνθέντες έτι μάλλον δια την καταφρόνησιν ταύτην ανεχώρησαν άπρακτοι. Τι δε μετά ταύτα ο μισόκαλος διάβολος κατά της μάνδρας του Χριστού, ως λέων ωρυόμενος, εμεθοδεύθη; Παρακινεί ένα Αγαρηνόν, όστις ήτο νεροκράτης εις το ειρημένον χωρίον Μαχαλάν, ίνα διαβάλη και κατηγορήση τον νέον εις τον εν Βραχωρίω μουσελίνην, ότι έγινε Χριστιανός, ων πρότερον Τούρκος και μάλιστα ενός περιφήμου σέχη και δερβίση υιός. Δεν αναβάλλει δε τελείως την ώραν ούτος, αλλά δι’ εγγράφου αναφοράς κάμνει γνωστόν τούτο εις τον μουσελίνην τον εκ Τεπελενίου Ελμάζαγα Μπόνον, προσθέτων και αυτός ο κατάρατος άπειρα τα εναύσματα, ίνα παρακινήση αυτόν εις περισσοτέραν οργήν. Ο δε μουσελίμης, ιδών τα περί του νέου γεγραμμένα, εταράχθη όλος από τον θυμόν, και μετακαλεσάμενος τον κριτήν και τον παρ’ αυτοίς νομοκράτορα μουφτήν, κοινολογεί την υπόθεσιν εις αυτούς. Όθεν και αυθημερόν αποστέλλει στρατιώτας δια να τον συλλάβουν, οίτινες επί προφάσει άλλη απαντήσαντες αυτόν, ευθύς χωρίς αναβολήν τον έδεσαν, και ούτω δέσμιον τον παρέστησαν εις το κριτήριον. Ηρώτησε λοιπόν αυτόν ο μουσελίμης το γένος, την πατρίδα, το όνομα και την θρησκείαν, και ο νέος εις όλα δι’ ενός λόγου απεκρίθη· «Είμαι Χριστιανός και ονομάζομαι Ιωάννης». «Δεν είσαι συ, ανταποκρίνεται ο μουσελίμης, ο δερβίσης, ο υιός του σέχη Κονίτσης»; «Ναι, εγώ, αλλά τώρα είμαι Χριστιανός και Χριστιανός μέλλω να αποθάνω». «Εγελάσθης από την γυναίκα, του λέγει ο μουσελίμης, και ήλλαξας την πίστιν σου· πλην τώρα ελθέ εις τον νουν σου, και κήρυξον παρρησία την ομολογίαν της παλαιάς πίστεώς σου της αληθινής, και τότε θα γνωρίσης καλώς πόσον θα τιμηθής από μέρους μου». «Μη πιστεύης, αγά μου, αποκρίνεται ο νέος, να ευρεθώ τόσον ανόητος και μωρός, ώστε να αφήσω την αγίαν πίστιν των Χριστιανών, και να τυφλωθώ πάλιν να έλθω εις τον βόρβορον του Μωαμεθανισμού. Μόλις έγινε δυνατόν να την γνωρίσω, και τώρα πως είναι τρόπος να την παραιτήσω; Ποτέ, ποτέ, μη γένοιτο εις εμέ τοιούτον κακόν». Ο δε μουσελίμης και οι περί αυτόν, θαυμάσαντες επί τη παρρησία του Μάρτυρος και οιονεί εντροπιασθέντες, δεν ηθέλησαν να εκταθώσιν εις πλειοτέρας ομιλίας. Όθεν ο μουσελίμης διέταξεν ευθύς να τον δέσουν και να τον ρίψουν εις την φυλακήν και εκεί να τον βασανίσουν πανδείνως και σκληρότατα, ως να εντρέπετο τάχα να τον τιμωρήση εις το φανερόν. Λαβόντες δε αυτόν οι υπηρέται ούτω δέσμιον, έθηκαν επί τον τράχηλον αυτού και την βαρυτάτην άλυσιν, περάσαντες τους πόδας αυτού εις το ξύλον. Αφήνω λοιπόν να φαντασθήτε, Χριστιανοί, τι άραγε έπαθεν ο ευλογημένος εκεί εις την φυλακήν από αυτούς τους σεσωματωμένους διαβόλους! Δεσμά δεινότατα, ραπίσματα, ραβδισμούς ανεικάστους, κολαφισμούς δια χειρών και ποδών, και όσα ακόλουθα εδίδαξεν αυτούς ο πατήρ αυτών σατανάς. Ο δε Μάρτυς ευχαριστών τον Θεόν υπέμεινε ταύτα ανδρείως, ψιθυρίζων πάντοτε· «Ο Θεός, βοήθησόν μοι». Μαθών δε ο μουσελίμης την αμετάθετον γνώμην του Μάρτυρος και φοβηθείς μη εντροπιασθή πλειότερον, αν τον παραστήση εις δευτέραν ανάκρισιν, συνεκάλεσεν εις συμβούλιον τους ουλεμάδες (σοφούς) του γένους του, ένθα απεφασίσθη ότι «ο άνθρωπος ούτος ουκ έξεστι ζην, δια την της θρησκείας του εξωμοσίαν και άρνησιν». Όθεν διέταξε την δια ξίφους αποκεφάλισίν του. Παραλαβόντες όθεν αυτόν οι δήμιοι μετά του αρχιφύλακος δέσμιον ως τον είχον, τον έφερον εις τον τόπον της καταδίκης εν τη πλατάνω, τη μέσον της λεωφόρου, όπου εζήτησε μεν ο Μάρτυς να τον λύσωσιν ολίγον δια να κάμη τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, αλλά δεν επείσθησαν οι κατάρατοι. Εκβοήσας λοιπόν τότε ως ο του Ευαγγελίου ληστής το «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου», έκλινε την κεφαλήν και εδέχθη τον δια ξίφους θάνατον, κατά την κγ΄ (23ην) του Σεπτεμβρίου μηνός, ημέραν Τετάρτην, εν έτει από Χριστού γεννήσεως αωιδ΄ (1814). Το δε τίμιον σώμα πεσόν ύπτιον, δεν τολμά τις των Χριστιανών να το πλησιάση, επειδή και εδόθη προσταγή να μείνη εξ άπαντος άταφον, και να γίνη βορά κυνών· επομένως σύραντες οι δήμιοι αυτό εκείθεν το έρριψαν μαζί με την σφαδάζουσαν κεφαλήν εις ένα ρύακα, ου μακράν της Εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου. Μεσιτεία όμως τινών φιλοχρίστων έπειτα συνεχωρήθη από τον μουσελίμην να μεταφερθή ατίμως εις μέρος ουδέτερον, επί τη προφάσει ότι ούτε Τούρκος ούτε Χριστιανός ήτο ο Μάρτυς. Ευλαβεία δε τινες φερόμενοι, κρυφίως ορύξαντες λάκκον έθηκαν ευλαβώς μετά της κεφαλής το μαρτυρικόν λείψανον του Αγίου εν τινι αγρώ, ον οι Βραχωρίται έκτοτε τιμώσι και περιέπουσιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου