Τη ΙΗ΄ (18η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΡΩΜΥΛΟΥ.

Ρωμύλος ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών, ο εις τους υστέρους χρόνους ασκήσας και αγιάσας, εγεννήθη κατά το ατ΄ (1300) περίπου έτος εις την παραδουνάβιον πόλιν Βιδίνιον, εκ γονέων ευσεβών και φοβουμένων τον Θεόν και εν αυταρκεία ζώντων, του μεν πατρός Έλληνος και εξ Ελλήνων έλκοντος το γένος, της δε μητρός εκ Βουλγάρων· ωνομάσθη δε κατά το άγιον Βάπτισμα Ράϊκος. Παρελθών την βρεφικήν και φθάσας εις επιδεκτικήν μαθήσεως ηλικίαν, εδόθη παρά των γονέων του εις διδάσκαλον ευσεβή προς εκμάθησιν των ιερών γραμμάτων, τα οποία ως νουνεχής και φρόνιμος εξέμαθεν εις διάστημα ολίγου καιρού, υπερβαλών πάντας τους συμμαθητάς και συνηλικιώτας του, τους οποίους και εδίδασκε μάλιστα να πολιτεύωνται εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Δια τούτο εθαυμάζετο και επηνείτο παρά πάντων «Παιδαριογέρων» ονομαζόμενος και παρ’ αυτού ακόμη του διδασκάλου του, δια την πρόωρον σύνεσιν και ανάπτυξιν. Διελθών την παιδικήν ηλικίαν ο καλός Ράϊκος και φθάσας την νεανικήν, ήρχισε μελετών καθ’ εαυτόν την αναχώρησιν εκ του ματαίου τούτου κόσμου και την μετάβασιν εις Ιεράν Μονήν, ένθα, εξασκών την αρετήν, να αξιωθή της απολαύσεως των εν ουρανοίς δια τους Δικαίους αποκειμένων αγαθών· οι δε γονείς αυτού, καθό σωματικώτεροι και μη γινώσκοντες τον θεοφιλή σκοπόν του νέου, εβούλοντο να νυμφεύσωσιν αυτόν, τον οποίον σκοπόν των και ανεκοίνωσαν εις αυτόν. Τούτο ακούσας ο των αφθάρτων και αιωνίων αγαθών ζηλωτής Ράϊκος, αναχωρεί κρυφίως εκ των γονέων και της πατρίδος αυτού και απέρχεται εις μίαν κατά την επαρχίαν Τιρνόβου κειμένην Ιεράν Μονήν, της Θεοτόκου Οδηγητρίας επιλεγομένην, όπου βαλών μετάνοιαν εις τον Καθηγούμενον και ικανώς δοκιμασθείς, κείρεται Μοναχός και από Ράϊκος μετωνομάσθη Ρωμανός και ετοποθετήθη εις την υπηρεσίαν και φιλοκαλίαν της Εκκλησίας υπό του προεστώτος της Μονής, την οποίαν διακονίαν προθύμως, ευλαβώς και εν φόβω Θεού εξετέλει ανελλιπώς επί τρία κατά σειράν έτη. Επειδή δε κατά την εποχήν εκείνην αναχωρήσας εξ Αγίου Όρους είχεν έλθει εις τα παρόρια εκείνα μέρη ο Όσιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης κτίσας μάλιστα και Μονήν κατά την έρημον εκείνην των παρορίων, εκ της οποίας, εκτός των προσερχομένων εις αυτόν, και πολλούς άλλους εφώτιζε δια της θεοπνεύστου διδασκαλίας και του θαυμασίου βίου του και παραδείγματος, τούτο, λέγω, μαθών ο θείος Ρωμανός ζητεί επιμόνως και λαμβάνει την άδειαν, ίνα μεταβή προς τελειοποίησιν της αρετής πλησίον του θεοφόρου πατρός Γρηγορίου· διό και μεταβαίνει συμπαραλαβών και έτερόν τινα αδελφόν Ιλαρίωνα καλούμενον. Τούτους αμφοτέρους δεξάμενος ασμένως ο Μέγας Γρηγόριος, τον μεν Ιλαρίωνα, ως φιλάσθενον όντα, έταξεν εις τας ελαφροτέρας υπηρεσίας της Μονής, τον δε Ρωμανόν, ως ρωμαλέον, διώρισεν εις τας βαρυτέρας και επιπονωτέρας· διότι δεν είχεν αποπερατώσει τας οικοδομάς της Μονής ο Όσιος Γρηγόριος. Όθεν και ο θείος Ρωμανός μετέφερεν εκ του όρους ξύλα, λίθους, ύδωρ εκ του εις τους πρόποδας του όρους ρέοντος ποταμού, συνέφυρε την άσβεστον μετά του ύδατος και χώματος ποιών τον πηλόν δια τας οικοδομάς, υπηρέτει εις το μαγειρείον και το ζυμωτήριον της Μονής, επιμελούμενος συγχρόνως και τους εκ των αδελφών ασθενούντας. Και ταύτα πάντα εποίει εις τα προοίμια ακόμη ευρισκόμενος της μοναχικής πολιτείας. Ήτο δε εκεί εις την Μονήν εις παλαιός γέρων, ασθενής κατά το σώμα, πλην εις τοιούτον σημείον θυμώδης, ώστε ουδείς ηδύνατο εκ των εκείσε Πατέρων, ίνα υπηρετήση και αναπαύση αυτόν. Τούτον τον θυμώδη γέροντα διέταξεν ο Μέγας Γρηγόριος, ίνα υπηρετήση ο θείος Ρωμανός, όπερ και εγένετο. Και ήτο να βλέπη τις μετ΄ εκπλήξεως τον νέον τούτον Ακάκιον υπηρετούντα κατά πάντα τον σκληρόν εκείνον γέροντα, και δεχόμενον παρ’ αυτού τα κακολογήματα και λοιπά του θυμού αποτελέσματα, άπερ εδέχετο μετ’ ευχαριστίας και υπέμεινε γενναίως. Και επειδή μεταξύ των άλλων ασθενειών ο γέρων έπασχε και τον στόμαχον, ένεκα του οποίου δεν έτρωγεν έτερόν τι ειμή μόνον ιχθύας (εφ’ όσον το κρέας απαγορεύεται εις τους Μοναχούς), δια τούτο ο καλός αγωνιστής Ρωμανός, ίνα αναπαύση αυτόν, εψάρευεν εις τα εκεί κοιλώματα του ποταμού, τα οποία επιχωρίως βηρούς αποκαλούσι, και εκ των ιχθύων εκείνων παρηγόρει την ασθένειαν του γέροντος. Επειδή δε λόγω του βορείου και ψυχρού εκείνου μέρους καθ’ όλον τον χειμώνα και μέχρι του Απριλίου ακόμη ο ποταμός καλύπτεται υπό πάγων και χιόνων, ο Αθλητής ούτος του Χριστού και της υπομονής και υπακοής εργάτης θείος Ρωμανός, λαμβάνων πτύον και σφυρίον απήρχετο εις τους παγωμένους εκείνους βηρούς· και δια μεν του πτύου απεμάκρυνε τας χιόνας, δια δε της σφύρας έθραυε τους πάγους και ούτως εισήρχετο εις το ψυχρότατον εκείνο ύδωρ, συνταράσσων αυτό δια των ποδών και αλιεύων δια της απόχης τους ιχθύας προς εξοικονόμησιν της τροφής του ασθενούντος γέροντος. Ταύτα δε πάντα εποίει χάριν της εντολής της αγάπης, ακούων του Δεσπότου Χριστού λέγοντος· «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιωάν. ιε: 13). Και τοιουτοτρόπως ο θείος Ρωμανός υπήρξε Μάρτυς κατά προαίρεσιν και όμοιος των εν τη παγερά λίμνη της Σεβαστείας αθλησάντων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων· εάν δε ούτος δεν απέθανεν εις το ύδωρ, ως εκείνοι, όμως εάν δεν έθετε τον θάνατον προ οφθαλμών, δεν θα εισήρχετο εις τους παγωμένους εκείνους λάκκους· και τούτο είναι το να θυσιάση τις την ψυχήν του υπέρ της αγάπης του πλησίον. Παρελθόντος καιρού ανεπαύθη εν Κυρίω ο γέρων ούτος και μετ’ αυτόν και ο θείος Σιναϊτης Γρηγόριος απέρχεται εις τας αιωνίους Μονάς· ο δε Ρωμανός, τον οποίον πάντες πλέον «Καλορωμανόν» εκάλουν, υπετάγη εις άλλον Φέροντα, εις τον οποίον και ο σύμψυχος και ο συνέκδημος αυτού Ιλαρίων υπετάσσετο. Επειδή όμως εν τω μεταξύ λησταί περιεκύκλωσαν τα μέρη εκείνα των παρορίων κατατυραννούντες τους Μοναχούς και δια σιδήρων πεπυρακτωμένων, τα οποία έθετον εις τας κοιλίας αυτών, εζήτουν και ήλπιζον να λάβουν χρήματα, τούτου ένεκα οι Όσιοι ούτοι εγκαταλείπουσι τα παρόρια και έρχονται εις την πόλιν Ζαγοράν, μιας ημέρας οδόν απέχουσαν του Τιρνόβου, και κατοικούσι εκεί εις τόπον Βόγκρην καλούμενον, ένθα μετ’ ου πολύ αναπαύεται εν Κυρίω προβεβηκώς τη ηλικία και ούτος ο γέρων και επιστάτης του θείου Ρωμανού, απόντος αυτού· τούτο δε τοσούτον ελύπησεν αυτόν επιστρέψαντα, ώστε εάν μη ο προρρηθείς Ιλαρίων προελάμβανε να εγείρη αυτόν και παρηγορήση, ίσως θα παρέδιδε και την ψυχήν κλαίων επί του τάφου του Γέροντος, καθώς ποτε τοιούτόν τι έπαθε και ο λέων επί του τάφου του Οσίου Γερασίμου του εν τω Ιορδάνη. Έκτοτε υποτάσσεται ο μακάριος Ρωμανός εις τον Ιλαρίωνα τούτον, ως παλαιότερον κατά την ηλικίαν και περισσοτέρους χρόνους έχοντα εν τη Μοναδική πολιτεία, και μετ’ αυτού επιστρέφουσι πάλιν εις την έρημον των παρορίων, μαθόντες εν τω μεταξύ ότι τους ληστάς εκείνους εξεδίωξεν εκείθεν ο βασιλεύς των Βουλγάρων Αλέξανδρος· πόσον δε ωφέλιμον και εις ανάβασιν θείαν συντελούν είναι η ερημία, μαρτυρεί του Ηλιού ο Κάρμηλος, του Προδρόμου Ιωάννου ή έρημος του Ιορδάνου, και το όρος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εκεί λοιπόν εις την έρημον και ησυχίαν εκείνην ευρισκόμενος και συνομιλών πάντοτε μετά του Θεού δια μέσου της ιεράς προσευχής, της τε νοεράς και της εκφώνου δια του στόματος, ηξιώθη πολλών και μεγάλων χαρισμάτων και μάλιστα του της κατανύξεως, του πένθους και των δακρύων, ως ολίγοι έτεροι· διατελέσας δε επ’ αρκετόν διάστημα εις την υπακοήν του Γέροντος Ιλαρίωνος, μετ’ άδειαν αυτού κατόπιν ησύχασε κατά μόνας δια το απερίσπαστον, ίνα κατά μόνας συνομιλή μετά του Θεού και εντρυφά εις τας θείας θεωρίας. Μετά περέλευσιν δε πολλών ετών εν τη μονώσει, λαμβάνει είτα το μέγα και Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών, ο και προ της λήψεως τούτου τέλειος υπάρχων κατά τα έργα, μετονομασθείς Ρωμύλος. Επειδή δε εκτός των ληστών ηνώχλουν τους Μοναχούς των παραμεθορίων και οι Μουσουλμάνοι, οίτινες και την Μονήν του Οσίου Γρηγορίου του Σιναϊτου κατέστρεψαν, τούτου ένεκα ο μαθητής ούτος του Χριστού αναχωρεί εκείθεν και έρχεται εις το Αγιώνυμον Όρος του Άθω, του οποίου πολλά μέρη περιελθών, τελευταίον καταντά εις τα Μελανά, έξωθεν της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, ένθα και ο δομήτωρ αυτής Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης προ της οικοδομής αρκετόν διάστημα εφησύχασε, και ενταύθα κατασκευάσας μικρόν κελλίον, κατώκησεν εις αυτό μετά του μαθητού αυτού Γρηγορίου, του και τον Βίον τούτου κατά πλάτος συγγραψαμένου, στνεχίζων την πεφιλημένην του άσκησιν και ησυχίαν. Μαθόντες δε την έλευσιν αυτού οι του Αγίου Όρους Πατέρες, ήρχοντο προς αυτόν χάριν ωφελείας, τους οποίους και συνεβούλευεν ο Όσιος Ρωμύλος, υποδεικνύων εις αυτούς τι πρέπει να κάμνουν δια την επίτευξιν της ψυχικής των σωτηρίας. Και πρώτον υπεδείκνυεν εις αυτούς, ίνα τηρώσιν αμόλυντον το τριμερές της ψυχής, το λογικόν, το θυμικόν και το επιθυμητικόν, και πως τούτο τηρείται και ποία είναι τα προσβάλλοντα αυτό· είτα δε και πρακτικώτερον ενουθέτει αυτούς λέγων: Αδελφοί και Πατέρες, όταν απέλθητε εις κελλίον φίλου τινός και εύρητε την θύραν ανοικτήν, μη ευθέως εισέλθητε, αλλά κρούσαντες έξωθεν πρότερον και του οικοδεσπότου προστάξαντος, τότε εισέλθετε· εισερχόμενοι δε και καθίσαντες, μη αίρητε τα όμματα ένθεν κακείθεν περιεργαζόμενοι τα εν αυτώ πράγματα, αλλά κάτω την κεφαλήν και το βλέμμα κλίναντες, ούτω διαλέγεσθε μετά του οικοδεσπότου. Εάν ίδητε εκεί χαρτίον γεγραμμένον κείμενον χαμαί, μη λάβητε αυτό και αναγνώσητε παρόντος του οικοδεσπότου ή και απόντος αυτού· διότι τούτο είναι απαιδευσία, και παρά συνείδησιν γίνεται. Εάν ίδητε εκεί βιβλίον, μη ανοίξητε αυτό άνευ αδείας του οικοδεσπότου· αλλά πρότερον είπετε εις αυτόν και εάν προστάξη εκείνος, τότε ανοίξατε· εάν δε μη είπη, μη ανοίξητε σεις αφ’ εαυτών. Εάν εμπιστευθή και δώση εις υμάς φίλος βαλάντιον χρυσίου ή αργυρίου προς φυλακήν, μη θελήσητε να ανοίξητε και να ιδήτε τι περιέχει· ει δε και άλλο τι οιονδήποτε σκεύος είναι, μη βάλητε τας χείρας υμών ένδον και ψηλαφήσητε τα έσωθεν κείμενα· διότι τούτο είναι απαιδευσία, ως είπον, και πνεύμα περιεργείας και βλάβη της ψυχής, εκ του οποίου ερχόμεθα και εις το να κλέπτωμεν. Εάν εύρετε σκεύος τι πλησίον υμών ή ένδον του Μοναστηρίου κείμενον, ή ερριμμένον εις την οδόν, ή τυχόν και εις έρημον τόπον, μη κρατήσητε αυτό εις υπηρεσίαν υμών, αλλ’ ευθέως δότε τούτο εις τον κύριον αυτού, ει δε μη, ως κλοπή θελει τούτο λογισθή εν τη ημέρα του θανάτου». Ταύτα και τα τοιαύτα εδίδασκε τους προς αυτόν προσερχομένους ο Όσιος Ρωμύλος, οίτινες και ωφελούμενοι ανεχώρουν επιστρέφοντες· επειδή δε εκ των πολλών προσερχομένων διεκόπτετο η φιλτάτη εις αυτόν ησυχία, δια τούτο προσέταξε τον μαθητήν του Γρηγόριον, ίνα μεταβή εις τους πρόποδας του Άθωνος, κατά τα βορειότερα μέρη, και εύρη εκεί τόπον έρημον, απομεμονωμένον και κατάλληλον προς κατοικίαν, δια να μετοικήσωσιν εκεί χάριν ησυχίας· όπερ και εγένετο, ευρεθέντος τόπου καταλλήλου έχοντος και πλησίον πηγήν ύδατος διαυγεστάτου, ένθα και κτίσαντες μικρόν κελλίον μετεφέρθησαν πλην επ’ ολίγον μόνον διάστημα· διότι καθώς είπεν ο Κύριος· «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη», διότι όρος πράγματι είναι το ύψος των αρετών, εις το οποίον αναβαίνοντες οι ενάρετοι, λάμπουσιν ως φως· όθεν και έτρεχον πάλιν προς αυτόν οι άνθρωποι ωφελείας ένεκα, και επληρούντο το λόγιον το λέγον· «Όσον φεύγει τις την δόξαν των ανθρώπων, τοσούτον αύτη καταλαμβάνει αυτόν». Δεν παρήλθεν όμως πολύς καιρός και εκινήθη ο υπό των Τούρκων κατά των Βουλγάρων και Σέρβων πόλεμος, οπότε και ο χριστιανικώτατος εκείνος Ουγκλέσης εφονεύθη· διο και πολλοί Μοναχοί του Αγίου Όρους, και μάλιστα οι εκτός των Μονών ευρισκόμενοι, φοβηθέντες την σύγχυσιν, ανωμαλίαν και ακαταστασίαν των πραγμάτων, ανεχώρησαν εκείθεν κατευθυνθέντες εις διάφορα μέρη. Τότε και ο Όσιος Ρωμύλος, παρακινηθείς υπ’ εκείνων, ανεχώρησεν εκ του Αγίου Όρους μεταβάς εις έτερον τόπον, Αυλώνα καλούμενον (ίσως την εν Αλβανία κειμένην), ένθα εύρε λαόν αμαθή, απαίδευτον, βάρβαρον και εις φόνους και ληστείας συνειθισμένον, πολλούς δε και εις την Ορθόδοξον και αληθή πίστιν σφάλλοντας. Οι τοπάρχαι και άρχοντες του τόπου εκείνου πολλάς αδικίας και φόνους ανθρώπων αθώων εποίουν, οι Μοναχοί εις πλάνας, μνησικακίας και πολλά άλλα πάθη ήσαν βεβυθισμένοι και πλείστοι Ιερείς αναξίως ιερουργούντες. Τούτους δε πάντας δια του κεχαριτωμένου αυτού λόγου εις ενότητα της αληθούς πίστεως και της υγιούς εν Χριστώ αναστροφής συνεκάλεσεν, ώστε πάντες μικροί τε και μεγάλοι να λέγουν· «Δόξα σοι ο Θεός, ο εξαποστείλας εις ημάς τον φωστήρα σου τούτον, όστις εκ του σκότους εις το φως συνήγαγε». Και πάντως δια τούτο απέστειλεν αυτόν εκεί ο Κύριος, ίνα πολλάς ψυχάς διορθώση. Ευρισκόμενος λοιπόν εκεί ο Όσιος, ήλθεν εις αυτόν λογισμός να αναχωρήση πάλιν εκείθεν· και μη θέλων να υπακούση εις τον λογισμόν τούτον, γράφει προς γνωστόν του γέροντα πνευματικόν Αγιορείτην, εν Κωνσταντινουπόλει ευρισκόμενον, ζητών γνώμην περί του πρακτέου· όστις και απήντησεν εις αυτόν· «Επειδή μετά πίστεως ηρώτησας, τούτον μοι φαίνεται κρείττον, ίνα απέλθης εις έτερον τόπον, ένθα αν ο Θεός οδηγήση σε». Ταύτην την απάντησιν λαβών ο Όσιος ανεχώρησεν εκ της Αυλώνος μετά των μαθητών του και μετέβη εις την Σερβίαν, εις τόπον καλούμενον Ραβένιτσα, ένθα υπάρχει και Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, πλησίον της οποίας κατώκησε. Μηδείς δε ας κατηγορήση τον θείον τούτον άνδρα δια τας συνεχείς μετοικήσεις και αναχωρήσεις, ας δια τον Κύριον και κατά θείαν οικονομίαν εποίει· διότι γράφει που ο θείος Ιωάννης της Κλίμακος· «Είδον ύλην, υπομονήν Μοναχοίς εν τόπω γεννήσασαν· εκείνων δε εγώ, τους δια τον Κύριον πελαζομένους πλέον μεμακάρικα». Χρόνον λοιπόν όχι πολύν εν Σερβία ζήσας ο Όσιος Ρωμύλος απαίρει των επιγείων και προς τας αιωνίους κατασκηνώσεις απέρχεται, την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού παραθέμενος· το δε πολύαθλον αυτού σώμα υπό των μαθητών του παρεδόθη εις τον τάφον, όστις ευωδίαν άρρητον εκπέμπει και σημεία και τέρατα καθ’ εκάστην επιτελεί εις τους μετά πίστεως και ευλαβείας προσερχομένους· διότι όφεις εκ των εγκάτων των ανθρώπων δι εμετού εξεβλήθησαν, δαίμονες εξ ανθρώπων απεδιώχθησαν, χωλοί ηνωρθώθησαν, τυφλοί ανέβλεψαν, και απλώς ειπείν πάσα ασθένεια και παν πάθος ιάται δια της χάριτος του Θεού, τον οποίον ο Άγιος ζων δια των έργων ευηρέστησεν· ούτω γαρ αντιδοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας ο Κύριος. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: