Εκ της χώρας, θέρους χαρμονή· εκ του αμπελώνος, καρποί εδεσμάτων· και εκ
των θείων Γραφών, διδαχή ζωοποιός. Η χώρα εις ένα καιρόν έχει το θέρος, και η
άμπελος εις ένα καιρόν έχει τον τρυγητόν, η Γραφή δε πάντοτε αναγινωσκομένη
αναβλύζει διδαχήν ζωοποιόν. Η χώρα, όταν θερισθή, απέσχε· και η άμπελος, όταν
τρυγηθή, ταπεινούται· η Γραφή δε καθ’ ημέραν θερίζεται, και οι στάχυες των
ερμηνευόντων εν αυτή ουκ εκλείπουσι· και καθ’ ημέραν τρυγείται, και οι βότρυες
της εν αυτή ελπίδος ου δαπανώνται. Εγγίσωμεν τοίνυν ταύτη τη χώρα, και των
αυλάκων αυτής των ζωοποιών απολαύσωμεν· και θερίσωμεν εξ αυτής στάχυας ζωής,
τους λόγους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του ειπόντος προς τους εαυτού
Μαθητάς·
«Εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσονται θανάτου, έως αν ίδωσι τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν τη δόξη αυτού». «Και μεθ’ ημέρας εξ παραλαμβάνει τον Σίμωνα Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού, εις όρος υψηλόν λίαν· και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και το πρόσωπον αυτού έλαμψεν ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένοντο λευκά ως το φως». Άνδρες, ους είπεν, ίνα μη γεύσωνται θανάτου, έως αν ίδωσι τον τύπον της ελεύσεως αυτού, ούτοί εισιν ους παραλαβών ανήγαγεν εις το όρος, και έδειξεν αυτοίς πως μέλλει έρχεσθαι εν τη ημέρα τη εσχάτη εν τη δόξη της θεότητος αυτού, και εν τω σώματι της ανθρωπότητος αυτού. Ανήγαγε δε αυτούς εις το όρος, ίνα δείξη αυτοίς, τις ο Υιός, και τίνος. Όταν γαρ ηρώτησεν αυτούς, τίνα λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον Υιόν του ανθρώπου, λέγουσιν αυτώ· οι μεν Ηλίαν, οι δε Ιερεμίαν, ή ένα των Προφητών. Δια τούτο αναφέρει αυτούς εις το όρος, και δείκνυσιν αυτοίς, ότι ουκ έστιν Ηλίας, αλλά Θεός του Ηλία· ουδέ πάλιν Ιερεμίας, αλλ’ ο αγιάσας Ιερεμίαν εν τη κοιλία της μητρός· ουδέ εις των Προφητών, αλλ’ ο Κύριος των Προφητών, ο και πέμψας αυτούς· και δείκνυσιν αυτοίς, ότι αυτός εστιν ο ποιητής ουρανού και γης, και αυτός εστι Κύριος ζώντων και νεκρών. Εκέλευσε γαρ τω ουρανώ, και κατήγαγε τον Ηλίαν· και ένευσε τη γη, και επέστησε τον Μωσήν· ανήγαγεν αυτούς εις το όρος, ίνα δείξη αυτοίς, ότι αυτός εστιν ο Υιός του Θεού, ο προ αιώνων εκ Πατρός γεννηθείς, και επ’ εσχάτων εκ της Παρθένου σαρκωθείς, ως οίδεν αυτός, ασπόρως τεχθείς και αφράστως, άφθορον διατηρήσας την παρθενίαν. Όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις. Ενώκησε γαρ τη αυτή μήτρα της Παρθένου ο Θεός Λόγος, και ου κατέφλεξε το πυρ της θεότητος αυτού τα μέλη του σώματος της Παρθένου, αλλά και παρεφύλαξεν αυτή του εννεαμηνιαίου χρόνου παρεκτάσει. Ενώκησεν εν τη μήτρα της Παρθένου, μη βδελυξάμενος το δυσώδες της φύσεως· και εξ αυτής προήλθε Θεός σεσαρκωμένος, ίνα ημάς σώση. Ανήγαγεν αυτούς εις το όρος ίνα δείξη αυτοίς την δόξαν της θεότητος, και να γνωρίση αυτοίς, ότι αυτός εστιν ο λυτρούμενος τον Ισραήλ, καθώς δια των Προφητών εδήλωσε, και να μη σκανδαλισθώσιν εν αυτώ, βλέποντες αυτού τα εκούσια πάθη, α έμελλε πάσχειν δι’ ημάς ανθρωπίνως. Εγνώριζον γαρ αυτόν άνθρωπον, και ουκ ήδεισαν ότι εστί Θεός. Εγνώριζον αυτόν υιόν Μαρίας άνθρωπον, συναναστρεφόμενον αυτοίς εν τω κόσμω· και εγνώρισεν αυτοίς εν τω όρει, ότι αυτός εστιν Υιός του Θεού. Είδον αυτόν, ότι ήσθιε και έπινε και εκοπία και ανεπαύετο, και ενύσταζε και εκοιμάτο και εφοβείτο και ίδρου, α τη φύσει της θεότητος αυτού ουχ ήρμοζον, ει μη μόνον τη ανθρωπότητι. Και δια τούτο αναφέρει αυτούς εις όρος, ίνα ο Πατήρ φωνήση τον Υιόν, και δείξη αυτοίς, ότι Υιός αυτού εστιν εν αληθεία και Θεός. Ανήγαγεν αυτούς εις όρος, και έδειξεν αυτοίς την Βασιλείαν αυτού προ του πάθους αυτού, και την δύναμιν αυτού προ του θανάτου αυτού, και την δόξαν αυτού προ της ύβρεως αυτού, και την τιμήν αυτού προ της ατιμίας αυτού, ίνα, όταν κρατηθή και σταυρωθή υπό των Ιουδαίων, γνώσωνται, ότι ου δι’ ασθένειαν εσταυρώθη, αλλ’ ότι ευδοκία αυτού, εκουσίως εις σωτηρίαν του κόσμου. Αναγαγών αυτούς εις το όρος δείκνυσιν αυτοίς την δόξαν της θεότητος αυτού προ της αναστάσεως, ίνα, όταν εκ νεκρών αναστή εν τη δόξη της φύσεως της θεότητος αυτού, γνώσωνται ότι ουχ υπέρ του κόπου αυτού έλαβε την δόξαν, ως ενδεής, αλλ’ ην αυτού προ αιώνων συν τω Πατρί και μετά του Πατρός, καθώς είπεν ερχόμενος επί το εκούσιον πάθος· «Πάτερ, δόξασόν με τη δόξη η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοι». Αυτήν ουν την δόξαν της θεότητος αυτού, άδηλον δε και κεκρυμμένην εν τη ανθρωπότητι, απέδειξε τοις Αποστόλοις εν τω όρει· είδον γαρ το πρόσωπον αυτού ως αστραπήν λάμπον· και τα ιμάτια αυτού λευκά ως το φως. Δύο ηλίους οι μαθηταί έβλεπον· ένα εν τω ουρανώ κατά το έθος· και ένα παρά το έθος· ένα τον φαίνοντα αυτοίς, και τον κόσμον καταυγάζοντα εν τω στερεώματι· και ένα αυτοίς μόνοις φαίνοντα το πρόσωπον αυτού εις αυτούς. «Τα δε ιμάτια αυτού λευκά ως το φως»· έδειξεν ότι εξ όλου του σώματος αυτού έβρυεν η δόξα της θεότητος αυτού, και εξ όλων των μελών αυτού έλαμπε το φως αυτού. Ου γαρ ως Μωσής έξωθεν η σαρξ αυτού έλαμψεν εν ευπρεπεία, αλλ’ εξ αυτού έβρυεν η δόξα της θεότητος αυτού. Ανέτειλε το φως αυτού, και εν αυτώ συνήχθη. Ούτε γαρ εις άλλο μέρος απήλθε και είασεν αυτόν, ότι ουκ ήλθεν εκ πλαγίου ετέρου και εκόσμησεν αυτόν, ουκ αν εν χρήσει αυτού ην. Και ουχ όλην την άβυσσον της δόξης αυτού παρέδειξεν, αλλ’ όσον εχώρησε το μέτρον των κορών των οφθαλμών αυτών. Και ώφθησαν αυτοίς Μωσής και Ηλίας λαλούντες μετ’ αυτού. Και οι λόγοι αυτών οι μετ’ αυτού τοιούτοι ήσαν. Χάριν ωμολόγουν αυτώ, ότι οι λόγοι αυτών επληρώθησαν, και πάντων των συν αυτοίς Προφητών, εν τη παρουσία αυτού. Προσκύνησιν αυτώ προσέφερον υπέρ της σωτηρίας, ης εποίησε τω κόσμω, τω γένει των ανθρώπων, και το μυστήριον ο εζωγράφησαν αυτοί, αυτός έργω επλήρωσε. Χαρά τοις Προφήταις και τοις Αποστόλοις εν αυτή τη αναβάσει του όρους εγένετο. Εχάρησαν δε και οι Απόστολοι ιδόντες την δόξαν της θεότητος αυτού, ην ουκ έγνωσαν, και ακούσαντες της φωνής του Πατρός, μαρτυρούσης τω Υιώ και δι’ αυτής έγνωσαν την ανθρωπότητα αυτού, ήτις ην άδηλος παρ’ αυτοίς. Και επίστωσεν αυτούς μετά της φωνής του Πατρός η φανείσα δόξα του σώματος αυτού, εκ της εν αυτώ ενωθείσης ατρέπτως και ασυγχύτως θεότητος. Και εσφραγίσθη η μαρτυρία των τριών εν τη πατρική φωνή, και τω Μωσή και τω Ηλία, οίτινες παρειστήκεισαν αυτώ ως δούλοι· και ο εις τον έτερον έβλεπον· οι Προφήται τους Αποστόλους· και οι Απόστολοι τους Προφήτας· είδον εκεί αλλήλους οι αρχηγοί της Παλαιάς Διαθήκης, τους αρχηγούς της Νέας, είδε Μωσής ο Άγιος τον Σίμωνα αγιασθέντα· είδεν ο οικονόμος του Πατρός τον επίτροπον του Υιού. Ο μεν έσχισε θάλασσαν του περιπατείν λαόν εν μέσω κυμάτων, ο δε ήγειρε σκηνήν του οικοδομήσαι την Εκκλησίαν. Είδεν ο παρθένος της Παλαιάς Διαθήκης, τον παρθένον της Νέας· Ηλίας τον Ιωάννην. Ο αναβάς επί το άρμα του πυρός, τον αναπεσόντα επί το στήθος της φλογός. Και εγένετο το όρος εις τόπον της Εκκλησίας· και ήνωσεν εν αυτώ ο Ιησούς τας δύο Διαθήκας, ας απεδέξατο η Εκκλησία, και εγνώρισεν ημίν, ότι αυτού η ετέρα εφανέρωσε την δόξαν των έργων αυτού. Είπε Σίμων· «Καλόν ημίν εστιν ώδε είναι, Κύριε». Ω Σίμων, τι λέγεις; Εάν ώδε μένωμεν, τον λόγον των Προφητών τις πληροί; Τα ρήματα των κηρύκων τις σφραγίζει; Τα μυστήρια των δικαίων τις τελειοί; Ει ώδε μένομεν, το ώρυξαν χείρας μου και πόδας μου επί τίνι πληρούται; Το διεμερίσατο τα ιμάτιά μου εαυτοίς, και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον, τίνι αρμόζει; Το έδωκαν εις το βρώμα μου χολήν, και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος, τίνι συμβήσεται; Το εν νεκροίς ελεύθερον, τις βεβαιοί; Εάν ώδε μένωμεν, το χειρόγραφον του Αδάμ τις σχίσει; Και το χρέος αυτού τις αποτίσει; Και το ένδυμα της δόξης αυτώ τις αποκαθιστά; Εάν ώδε μένωμεν, α είπόν σοι πως γενήσονται; Η Εκκλησία πως οικοδομηθήσεται; Τας κλεις της Βασιλείας των ουρανών πως λήψη παρ’ εμού; Τίνα δήσεις; Τίνα λύσεις; Εάν ώδε μένωμεν, αργούσι πάντα τα ρηθέντα δια των Αγίων Προφητών. Είπε πάλιν· «Ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, Σοι μίαν, και Μωσή μίαν, και Ηλία μίαν». Ο Σίμων επέμφθη οικοδομήσαι την Εκκλησίαν εν τω κόσμω· και αυτός θέλει, ίνα μένη ώδε, όπως ποιή σκηνάς εν τω όρει· ακμήν γαρ ανθρωπίνως προσείχε τω Ιησού, και μετά Μωσέως και Ηλία κατέστησεν αυτόν. Και παρ’ αυτά έδειξεν αυτώ, ότι ου χρήζει της σκηνής αυτού. Αυτός γαρ ην ο ποιήσας τοις πατράσιν αυτού σκηνήν νεφέλης εν τη ερήμω. «Έτι γαρ αυτών λαλούντων, ιδού νεφέλη φωτός επεσκίασεν αυτούς». Βλέπεις, Σίμων, σκηνήν άνευ κόπου; Σκηνήν κωλύουσαν καύμα, και μη έχουσαν σκότος; Σκηνήν απαστράπτουσαν και φαίνουσαν; Και των μαθητών θαυμαζόντων, ιδού, φωνή ηκούσθη εκ της νεφέλης, παρά Πατρός, λέγουσα· «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακουετε». Μετά της φωνής του Πατρός, Μωσής υπέστρεψεν εις τον τόπον αυτού· και Ηλίας υπέστρεψεν εις την χώραν αυτού, και οι Απόστολοι επί πρόσωπον έπεσον επί την γην και ο Ιησούς ειστήκει μόνος, ότι η φωνή εκείνη επ’ αυτώ μόνω επληρούτο. Έφυγον οι Προφήται και οι Απόστολοι επί την γην έπεσον· ότι επ’ αυτούς ουκ επληρούτο η φωνή του Πατρός μαρτυρούσα· ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακούετε. Εδίδαξεν αυτούς ο Πατήρ, ότι επληρώθη η οικονομία του Μωσέως, και ίνα νυν του Υιού ακούσωσιν. Εκείνος γαρ, ως δούλος, α εκελεύσθη ελάλησε, και α ερρέθη αυτώ εκήρυξε· και πάντες οι Προφήται, έως ου ήλθεν ω απόκειται, τουτ’ έστιν Ιησούς· ος εστιν Υιός και ουκ οικογενής· Κύριος, και ου δούλος· δεσπόζων, και ου δεσποζόμενος· τη φύσει τη θεϊκή, ούτος ο Υιός μου ο αγαπητός. Τοις δε Αποστόλοις, ο ην παρ’ αυτοίς άδηλον, ο Πατήρ εφανέρωσεν εν τω όρει. Ο ων μηνύει τον όντα· ο Πατήρ φανεροί τον Υιόν· εν αυτή τη φωνή, οι Απόστολοι έπεσον επί πρόσωπον επί την γην. Βροντή γαρ ην φοβερά, ώστε εκ της φωνής αυτού η γη ετρόμαξε, και ούτοι έπεσον επί την γην. Έδειξεν αυτοίς, ότι ο Πατήρ ήγγισε και εκάλεσεν αυτούς ο Υιός αυτή φωνή αυτού, και ήγειρεν αυτούς. Ώσπερ γαρ η φωνή του Πατρός έρριψεν αυτούς, ούτω και η φωνή του Υιού εν τη ισχύϊ της θεότητος αυτού ήγειρεν αυτούς, ήτις ενοικήσασα αυτή σαρκί αυτού και ενωθείσα εν αυτή ατρέπτως, αμφότερα εν μια υποστάσει και ενί προσώπω αδιαιρέτως διαμένουσιν ασυγχύτως. Ουχ ως Μωσής έξωθεν ευπρεπής εγένετο, αλλ’ ως Θεός εν δόξη ήστραπτε. Μωσής γαρ τη επιφανεία του προσώπου αυτού εχρίσθη εν ευπρεπεία. Ιησούς δε όλω τω σώματι αυτού, ως ο ήλιος εν ταις ακτίσιν αυτού, ούτως ήστραπτε τη δόξη της θεότητος αυτού. Και ο Πατήρ έκραξεν· «ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα· αυτού ακούετε». Ου κεχωρισμένον της δόξης του Υιού της θεότητος. Μία γαρ φύσις, ο Πατήρ, και ο Υιός συν τω Αγίω Πνεύματι, μία δύναμις και μία ουσία, και μία Βασιλεία, και εις ένα έκραξε την φωνήν εν ονόματι εντελεί και εν δόξη φοβερά. Και η Μαρία Υιόν αυτόν εκάλει, ου κεχωρισμένον τω σώματι τω ανθρωπίνω εκ της δόξης αυτού της θεότητος· εις γαρ εστι Θεός εν σώματι φανείς εις τον κόσμον. Η δόξα αυτού εμήνυσε την δόξαν την θεϊκήν την εκ του Πατρός· και το σώμα αυτού εμήνυσε την ανθρωπίνην την εκ της Μαρίας· αμφοτέρας τας φύσεις συνελθούσας και ενωθείσας εν μια υποστάσει. Μονογενής εκ Πατρός, και εκ Μαρίας μονογενής· και ο μερίζων μερισθήσεται εκ της Βασιλείας αυτού, και ο συγχέων αυτού τας φύσεις απολείται εκ ζωής αυτού· ο αρνούμενος ότι ουκ εγέννησε Θεόν η Μαρία, μη ίδοι την δόξαν της Θεότητος αυτού· και ο αρνούμενος ότι ουκ εφόρεσε σάρκα αναμάρτητον, έσται ερριμμένος εκ της σωτηρίας, και εκ της ζωής της δια του σώματος αυτού διδομένης. Αυτά τα πράγματα μαρτυρούσι, και αι δυνάμεις αυτού αι θεϊκαί διδάσκουσι τους διακριτικούς, ότι εστί Θεός αληθινός· και τα πάθη αυτού δηλούσιν, ότι εστίν άνθρωπος αληθινός· και εάν ου πληροφορούνται οι ασθενείς τη διανοία αποτίσουσι δίκην εν τη ημέρα αυτού τη φοβερά. Ει ουκ ην σάρξ, Μαρία εν τω μέσω, τι παρήχθη; Και ει μη ην Θεός, Γαβριήλ Κύριον τίνα εκάλει; Ει ουκ ην σάρξ, εν τη φάτνη τις ανέκειτο; Και ει μη ην Θεός, άγγελοι καταβάντες τίνα εδόξαζον; Ει ουκ ην σαρξ, σπαργάνοις τις ειλίσσετο; Και ει μη ην Θεός, οι ποιμένες τίνα προσεκύνουν; Ει ουκ ην σάρξ, Ιωσήφ τίνα περιέτεμε; Και ει μη ην Θεός, ο αστήρ εν ουρανώ εις τιμήν τίνος έτρεχεν; Ει ουκ ην σάρξ, Μαρία τίνα εθήλαζε; Και ει μη ην Θεός, οι μάγοι δώρα τίνι προσέφερον; Ει ουκ ην σάρξ, Συμεών εν αγκάλαις τίνα εβάσταζε; Και ει μη ην Θεός, τίνι έλεγεν, απόλυσόν με μετ’ ειρήνης; Ει ουκ ην σάρξ, Ιωσήφ τίνα λαβών εις Αίγυπτον έφυγε; Και ει μη ην Θεός, το εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον Υιόν, επί τίνι επληρώθη; Ει ουκ ην σάρξ, Ιωάννης τίνα εβάπτισε; Και ει μη ην Θεός, ο Πατήρ εξ ουρανού τίνι έλεγεν, «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα»; Ει ουκ ην σάρξ, τις ενήστευσε και επείνασεν εν τη ερήμω; Και ει μη ην Θεός, οι άγγελοι καταβάντες τίνι διηκόνουν; Ει ουκ ην σάρξ, τις εκλήθη εις τους γάμους εν Κανά της Γαλιλαίας; Και ει μη ην Θεός, το ύδωρ εις οίνον τις μετέβαλεν; Ει ουκ ην σάρξ, οι άρτοι εις χείρας τίνος έκειντο; Και ει μη ην Θεός, όχλους και χιλιάδας εκτός γυναικών και παιδίων εν τη ερήμω τις εχόρτασεν εκ πέντε άρτων και δύο ιχθύων; Ει ουκ ην σάρξ, εν τω πλοίω τις εκάθευδε; Και ει μη ην Θεός, τοις ανέμοις και τη θαλάσση τις επετίμα; Ει ουκ ην σάρξ, Σίμων ο Φαρισαίος μετά τινος ήσθιε; Και ει μη ην Θεός, τα πλημμελήματα της αμαρτωλού τις συνεχώρει; Ει ουκ ην σάρξ, επάνω του φρέατος κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας τις εκάθητο; Και ει μη ην Θεός, ύδωρ ζων τη Σαμαρείτιδι τις εδίδου, και ήλεγχεν επεί πέντε άνδρας έσχεν; Ει μη ην σάρξ, ενδύματα ανθρώπου τις εφόρει; Και ει μη ην Θεός, δυνάμεις τις εποίει και θαύματα; Ει μη ην σάρξ, εις την γην τις έπτυσε και πηλόν εποίησε; Και ει μη ην Θεός, εκ του πηλού οφθαλμούς τις αναβλέπειν ηνάγκαζεν; Ει μη ην σάρξ, εν τω μνημείω του Λαζάρου τις έκλαιε; Και ει μη ην Θεός, νεκρόν όντα τετραήμερον κελευστικώς τις εξέβαλεν; Ει μη ην σάρξ, επί του πώλου τις εκάθισε; Και ει μη Θεός, οι όχλοι μετά δόξης εις απάντησιν τίνος εξήρχοντο; Ει μη ην σάρξ, οι Ιουδαίοι τίνα εκράτησαν; Και ει μη ην Θεός, τις εκέλευσε τη γη, και επί πρόσωπον αυτούς έρριψεν; Ει ουκ ην σάρξ, ραπισμώ τις ερραπίζετο; Και ει μη ην Θεός, το ωτίον το αποτμηθέν δια του Πέτρου τις εθεράπευσε και αποκατέστησεν εις τον τόπον αυτού; Ει ουκ ην σάρξ, το πρόσωπον τίνος εμπτύσματα εδέχετο; Και ει μη ην Θεός, Πνεύμα άγιον εις τα πρόσωπα των Αποστόλων τις ενεφύσησε; Ει ουκ ην σάρξ, έμπροσθεν του Πιλάτου εν τω κριτηρίω τις παρίστατο; Και ει μη ην Θεός, την γυναίκα του Πιλάτου κατ’ όναρ τις εφόβει; Ει ουκ ην σάρξ, ιμάτια τίνος απέδυσαν και εμερίσαντο οι στρατιώται; Και ει μη ην Θεός, ο ήλιος πως εσκοτίσθη επί του σταυρού; Ει ουκ ην σάρξ, εν τω σταυρώ τις εκρέματο; Και ει μη ην Θεός, την γην εκ θεμελίων τις έσεισεν; Ει ουκ ην σάρξ, ήλοις τίνος χείρες και πόδες καθηλώθησαν; Και ει μη ην Θεός, το καταπέτασμα του Ναού πως εσχίσθη και αι πέτραι ερράγησαν και οι τάφοι ηνεώχθησαν; Ει ουκ ην σάρξ, «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες», τις έκραξε; Και ει μη ην Θεός, «Πάτερ, συγχώρησον αυτοίς», τις είπεν; Ει ουκ ην σάρξ , εν τω σταυρώ μετά των ληστών τις εκρέματο; Και ει μη ην Θεός, τω ληστή πως έλεγε, «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω»; Ει μη ην σάρξ, όξος και χολήν τίνι προσήνεγκαν; Και ει ουκ ην Θεός, ο άδης τίνος φωνήν ακούσας ετρόμησεν; Ει μη ην σάρξ, η λόγχη πλευράν τίνος ένυξε και εξήλθεν αίμα και ύδωρ; Και ει μη ην Θεός, πύλας άδου τις συνέτριψε και δεσμά διέρρηξε και κελεύσει τίνος νεκροί αποκεκλεισμένοι εξήρχοντο; Ει μη ην σάρξ, οι Απόστολοι εν τω υπερώω τίνα είδον; Και ει ουκ ην Θεός, των θυρών κεκλεισμένων πως εισήλθεν; Ει ουκ ην σάρξ, τίνος εν χερσί πληγάς ήλων και λόγχης εν πλευρά εψηλάφησε Θωμάς; Και ει μη ην Θεός, τίνι ανέκραξεν· «ο Κύριός μου και ο Θεός μου»; Ει ουκ ην σάρξ, επί της θαλάσσης της Τιβεριάδος τις έφαγε; Και ει μη ην Θεός, εν κελεύσματι τίνος επληρώθη το δίκτυον ιχθύων; Ει ουκ ην σάρξ, οι Απόστολοι και οι Άγγελοι τίνα εθεάσαντο αναλαμβανόμενον εις τον ουρανόν; Και ει μη ην Θεός, ο ουρανός τίνι ηνοίχθη, και αι δυνάμεις τίνι προσεκύνησαν τρόμω; Και Πατήρ τίνα προετρέπετο, κάθου εκ δεξιών μου και τα εξής; Ει ουκ ην Θεός και άνθρωπος, ψευδής η σωτηρία ημών λοιπόν· ψευδείς και αι φωναί των Προφητών. Αλλ’ ηλήθευσαν οι Προφήται, και αψευδείς αυτών αι μαρτυρίαι. Α εκελεύσθησαν, το Πνεύμα το Άγιον δι’ αυτών ελάλει· διο και Ιωάννης, ο αγνός και παρθένος, επί τω στήθει της φλογός αναπεσών, επικυρών τας των Προφητών φωνάς, θεολογών εν Ευαγγελίοις εδίδαξεν ημάς λέγων· «Εν αρχή ην ο Λόγος. Πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε· και ο Λόγος σάρξ εγένετο, και εσκήνωσεν εν ημίν». Ο εκ Θεού Θεός Λόγος, και εκ Πατρός Υιός μονογενής, ομοούσιος τω Πατρί ο ων εκ του όντος προαιώνιος Λόγος· εκ Πατρός γεννηθείς άνευ μητρός προ πάντων των αιώνων αρρήτως· ο αυτός επ’ εσχάτων τίκτεται εκ θυγατρός ανθρώπου, εκ Μαρίας της Παρθένου, άνευ πατρός, Θεός σεσαρκωμένος, φορέσας εξ αυτής σάρκα, και γενόμενος άνθρωπος, όπερ ουκ ην, ίνα τον κόσμον σώση. Και αυτός εστιν ο Χριστός, ο Υιός του Θεού ο μονογενής εκ Πατρός, και εκ μητρός μονογενής. Ομολογώ τον αυτόν, Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον, εν δύο ταις φύσεσι καθ’ υπόστασιν, ήτοι πρόσωπον, ηνωμέναις γνωριζόμενον αδιαιρέτως τε και ασυγχύτως και ατρέπτως, σάρκα ενδυσάμενον την εμψυχωμένην, ψυχή λογική τε και νοερά κατά πάντα γενόμενον ημίν ομοιοπαθή, δίχα μόνον της αμαρτίας. Ο αυτός επίγειος και ουράνιος, πρόσκαιρος και αϊδιος, ηργμένος και άναρχος, άχρονος και υπό χρόνον, κτιστός και άκτιστος, παθητός και απαθής, Θεός και άνθρωπος, κατ’ άμφω τέλειος, εν δύο και εν δυσίν εις. Εν πρόσωπον του Πατρός, και εν πρόσωπον του Υιού, και εν πρόσωπον του Αγίου Πνεύματος. Μία Θεότης, μία δύναμις, μία Βασιλεία εν τρισί προσώποις, ήτοι υποστάσεσιν. Ούτω δοξάζομεν την Αγίαν Μονάδα εν Τριάδι, και την Αγίαν Τριάδα εν Μονάδι. Εν ω έκραξεν ο Πατήρ εξ ουρανού, «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός· αυτού ακούετε». Ταύτα εδέξατο η Αγία του Θεού Καθολική Εκκλησία· εν αυτή τη Αγία Τριάδι βαπτίζει εις ζωήν αιώνιον, εις αυτήν ομολογεί αμερίστως, αχωρίστως, και αυτή προσκυνεί μη σφαλλομένη και ομολογεί και δοξάζει. Αυτή τη τρισυποστάτω Μονάδι πρέπει δόξα, ευχαριστία, τιμή, κράτος, μεγαλωσύνη, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
«Εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσονται θανάτου, έως αν ίδωσι τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν τη δόξη αυτού». «Και μεθ’ ημέρας εξ παραλαμβάνει τον Σίμωνα Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού, εις όρος υψηλόν λίαν· και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και το πρόσωπον αυτού έλαμψεν ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένοντο λευκά ως το φως». Άνδρες, ους είπεν, ίνα μη γεύσωνται θανάτου, έως αν ίδωσι τον τύπον της ελεύσεως αυτού, ούτοί εισιν ους παραλαβών ανήγαγεν εις το όρος, και έδειξεν αυτοίς πως μέλλει έρχεσθαι εν τη ημέρα τη εσχάτη εν τη δόξη της θεότητος αυτού, και εν τω σώματι της ανθρωπότητος αυτού. Ανήγαγε δε αυτούς εις το όρος, ίνα δείξη αυτοίς, τις ο Υιός, και τίνος. Όταν γαρ ηρώτησεν αυτούς, τίνα λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον Υιόν του ανθρώπου, λέγουσιν αυτώ· οι μεν Ηλίαν, οι δε Ιερεμίαν, ή ένα των Προφητών. Δια τούτο αναφέρει αυτούς εις το όρος, και δείκνυσιν αυτοίς, ότι ουκ έστιν Ηλίας, αλλά Θεός του Ηλία· ουδέ πάλιν Ιερεμίας, αλλ’ ο αγιάσας Ιερεμίαν εν τη κοιλία της μητρός· ουδέ εις των Προφητών, αλλ’ ο Κύριος των Προφητών, ο και πέμψας αυτούς· και δείκνυσιν αυτοίς, ότι αυτός εστιν ο ποιητής ουρανού και γης, και αυτός εστι Κύριος ζώντων και νεκρών. Εκέλευσε γαρ τω ουρανώ, και κατήγαγε τον Ηλίαν· και ένευσε τη γη, και επέστησε τον Μωσήν· ανήγαγεν αυτούς εις το όρος, ίνα δείξη αυτοίς, ότι αυτός εστιν ο Υιός του Θεού, ο προ αιώνων εκ Πατρός γεννηθείς, και επ’ εσχάτων εκ της Παρθένου σαρκωθείς, ως οίδεν αυτός, ασπόρως τεχθείς και αφράστως, άφθορον διατηρήσας την παρθενίαν. Όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις. Ενώκησε γαρ τη αυτή μήτρα της Παρθένου ο Θεός Λόγος, και ου κατέφλεξε το πυρ της θεότητος αυτού τα μέλη του σώματος της Παρθένου, αλλά και παρεφύλαξεν αυτή του εννεαμηνιαίου χρόνου παρεκτάσει. Ενώκησεν εν τη μήτρα της Παρθένου, μη βδελυξάμενος το δυσώδες της φύσεως· και εξ αυτής προήλθε Θεός σεσαρκωμένος, ίνα ημάς σώση. Ανήγαγεν αυτούς εις το όρος ίνα δείξη αυτοίς την δόξαν της θεότητος, και να γνωρίση αυτοίς, ότι αυτός εστιν ο λυτρούμενος τον Ισραήλ, καθώς δια των Προφητών εδήλωσε, και να μη σκανδαλισθώσιν εν αυτώ, βλέποντες αυτού τα εκούσια πάθη, α έμελλε πάσχειν δι’ ημάς ανθρωπίνως. Εγνώριζον γαρ αυτόν άνθρωπον, και ουκ ήδεισαν ότι εστί Θεός. Εγνώριζον αυτόν υιόν Μαρίας άνθρωπον, συναναστρεφόμενον αυτοίς εν τω κόσμω· και εγνώρισεν αυτοίς εν τω όρει, ότι αυτός εστιν Υιός του Θεού. Είδον αυτόν, ότι ήσθιε και έπινε και εκοπία και ανεπαύετο, και ενύσταζε και εκοιμάτο και εφοβείτο και ίδρου, α τη φύσει της θεότητος αυτού ουχ ήρμοζον, ει μη μόνον τη ανθρωπότητι. Και δια τούτο αναφέρει αυτούς εις όρος, ίνα ο Πατήρ φωνήση τον Υιόν, και δείξη αυτοίς, ότι Υιός αυτού εστιν εν αληθεία και Θεός. Ανήγαγεν αυτούς εις όρος, και έδειξεν αυτοίς την Βασιλείαν αυτού προ του πάθους αυτού, και την δύναμιν αυτού προ του θανάτου αυτού, και την δόξαν αυτού προ της ύβρεως αυτού, και την τιμήν αυτού προ της ατιμίας αυτού, ίνα, όταν κρατηθή και σταυρωθή υπό των Ιουδαίων, γνώσωνται, ότι ου δι’ ασθένειαν εσταυρώθη, αλλ’ ότι ευδοκία αυτού, εκουσίως εις σωτηρίαν του κόσμου. Αναγαγών αυτούς εις το όρος δείκνυσιν αυτοίς την δόξαν της θεότητος αυτού προ της αναστάσεως, ίνα, όταν εκ νεκρών αναστή εν τη δόξη της φύσεως της θεότητος αυτού, γνώσωνται ότι ουχ υπέρ του κόπου αυτού έλαβε την δόξαν, ως ενδεής, αλλ’ ην αυτού προ αιώνων συν τω Πατρί και μετά του Πατρός, καθώς είπεν ερχόμενος επί το εκούσιον πάθος· «Πάτερ, δόξασόν με τη δόξη η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοι». Αυτήν ουν την δόξαν της θεότητος αυτού, άδηλον δε και κεκρυμμένην εν τη ανθρωπότητι, απέδειξε τοις Αποστόλοις εν τω όρει· είδον γαρ το πρόσωπον αυτού ως αστραπήν λάμπον· και τα ιμάτια αυτού λευκά ως το φως. Δύο ηλίους οι μαθηταί έβλεπον· ένα εν τω ουρανώ κατά το έθος· και ένα παρά το έθος· ένα τον φαίνοντα αυτοίς, και τον κόσμον καταυγάζοντα εν τω στερεώματι· και ένα αυτοίς μόνοις φαίνοντα το πρόσωπον αυτού εις αυτούς. «Τα δε ιμάτια αυτού λευκά ως το φως»· έδειξεν ότι εξ όλου του σώματος αυτού έβρυεν η δόξα της θεότητος αυτού, και εξ όλων των μελών αυτού έλαμπε το φως αυτού. Ου γαρ ως Μωσής έξωθεν η σαρξ αυτού έλαμψεν εν ευπρεπεία, αλλ’ εξ αυτού έβρυεν η δόξα της θεότητος αυτού. Ανέτειλε το φως αυτού, και εν αυτώ συνήχθη. Ούτε γαρ εις άλλο μέρος απήλθε και είασεν αυτόν, ότι ουκ ήλθεν εκ πλαγίου ετέρου και εκόσμησεν αυτόν, ουκ αν εν χρήσει αυτού ην. Και ουχ όλην την άβυσσον της δόξης αυτού παρέδειξεν, αλλ’ όσον εχώρησε το μέτρον των κορών των οφθαλμών αυτών. Και ώφθησαν αυτοίς Μωσής και Ηλίας λαλούντες μετ’ αυτού. Και οι λόγοι αυτών οι μετ’ αυτού τοιούτοι ήσαν. Χάριν ωμολόγουν αυτώ, ότι οι λόγοι αυτών επληρώθησαν, και πάντων των συν αυτοίς Προφητών, εν τη παρουσία αυτού. Προσκύνησιν αυτώ προσέφερον υπέρ της σωτηρίας, ης εποίησε τω κόσμω, τω γένει των ανθρώπων, και το μυστήριον ο εζωγράφησαν αυτοί, αυτός έργω επλήρωσε. Χαρά τοις Προφήταις και τοις Αποστόλοις εν αυτή τη αναβάσει του όρους εγένετο. Εχάρησαν δε και οι Απόστολοι ιδόντες την δόξαν της θεότητος αυτού, ην ουκ έγνωσαν, και ακούσαντες της φωνής του Πατρός, μαρτυρούσης τω Υιώ και δι’ αυτής έγνωσαν την ανθρωπότητα αυτού, ήτις ην άδηλος παρ’ αυτοίς. Και επίστωσεν αυτούς μετά της φωνής του Πατρός η φανείσα δόξα του σώματος αυτού, εκ της εν αυτώ ενωθείσης ατρέπτως και ασυγχύτως θεότητος. Και εσφραγίσθη η μαρτυρία των τριών εν τη πατρική φωνή, και τω Μωσή και τω Ηλία, οίτινες παρειστήκεισαν αυτώ ως δούλοι· και ο εις τον έτερον έβλεπον· οι Προφήται τους Αποστόλους· και οι Απόστολοι τους Προφήτας· είδον εκεί αλλήλους οι αρχηγοί της Παλαιάς Διαθήκης, τους αρχηγούς της Νέας, είδε Μωσής ο Άγιος τον Σίμωνα αγιασθέντα· είδεν ο οικονόμος του Πατρός τον επίτροπον του Υιού. Ο μεν έσχισε θάλασσαν του περιπατείν λαόν εν μέσω κυμάτων, ο δε ήγειρε σκηνήν του οικοδομήσαι την Εκκλησίαν. Είδεν ο παρθένος της Παλαιάς Διαθήκης, τον παρθένον της Νέας· Ηλίας τον Ιωάννην. Ο αναβάς επί το άρμα του πυρός, τον αναπεσόντα επί το στήθος της φλογός. Και εγένετο το όρος εις τόπον της Εκκλησίας· και ήνωσεν εν αυτώ ο Ιησούς τας δύο Διαθήκας, ας απεδέξατο η Εκκλησία, και εγνώρισεν ημίν, ότι αυτού η ετέρα εφανέρωσε την δόξαν των έργων αυτού. Είπε Σίμων· «Καλόν ημίν εστιν ώδε είναι, Κύριε». Ω Σίμων, τι λέγεις; Εάν ώδε μένωμεν, τον λόγον των Προφητών τις πληροί; Τα ρήματα των κηρύκων τις σφραγίζει; Τα μυστήρια των δικαίων τις τελειοί; Ει ώδε μένομεν, το ώρυξαν χείρας μου και πόδας μου επί τίνι πληρούται; Το διεμερίσατο τα ιμάτιά μου εαυτοίς, και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον, τίνι αρμόζει; Το έδωκαν εις το βρώμα μου χολήν, και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος, τίνι συμβήσεται; Το εν νεκροίς ελεύθερον, τις βεβαιοί; Εάν ώδε μένωμεν, το χειρόγραφον του Αδάμ τις σχίσει; Και το χρέος αυτού τις αποτίσει; Και το ένδυμα της δόξης αυτώ τις αποκαθιστά; Εάν ώδε μένωμεν, α είπόν σοι πως γενήσονται; Η Εκκλησία πως οικοδομηθήσεται; Τας κλεις της Βασιλείας των ουρανών πως λήψη παρ’ εμού; Τίνα δήσεις; Τίνα λύσεις; Εάν ώδε μένωμεν, αργούσι πάντα τα ρηθέντα δια των Αγίων Προφητών. Είπε πάλιν· «Ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, Σοι μίαν, και Μωσή μίαν, και Ηλία μίαν». Ο Σίμων επέμφθη οικοδομήσαι την Εκκλησίαν εν τω κόσμω· και αυτός θέλει, ίνα μένη ώδε, όπως ποιή σκηνάς εν τω όρει· ακμήν γαρ ανθρωπίνως προσείχε τω Ιησού, και μετά Μωσέως και Ηλία κατέστησεν αυτόν. Και παρ’ αυτά έδειξεν αυτώ, ότι ου χρήζει της σκηνής αυτού. Αυτός γαρ ην ο ποιήσας τοις πατράσιν αυτού σκηνήν νεφέλης εν τη ερήμω. «Έτι γαρ αυτών λαλούντων, ιδού νεφέλη φωτός επεσκίασεν αυτούς». Βλέπεις, Σίμων, σκηνήν άνευ κόπου; Σκηνήν κωλύουσαν καύμα, και μη έχουσαν σκότος; Σκηνήν απαστράπτουσαν και φαίνουσαν; Και των μαθητών θαυμαζόντων, ιδού, φωνή ηκούσθη εκ της νεφέλης, παρά Πατρός, λέγουσα· «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακουετε». Μετά της φωνής του Πατρός, Μωσής υπέστρεψεν εις τον τόπον αυτού· και Ηλίας υπέστρεψεν εις την χώραν αυτού, και οι Απόστολοι επί πρόσωπον έπεσον επί την γην και ο Ιησούς ειστήκει μόνος, ότι η φωνή εκείνη επ’ αυτώ μόνω επληρούτο. Έφυγον οι Προφήται και οι Απόστολοι επί την γην έπεσον· ότι επ’ αυτούς ουκ επληρούτο η φωνή του Πατρός μαρτυρούσα· ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακούετε. Εδίδαξεν αυτούς ο Πατήρ, ότι επληρώθη η οικονομία του Μωσέως, και ίνα νυν του Υιού ακούσωσιν. Εκείνος γαρ, ως δούλος, α εκελεύσθη ελάλησε, και α ερρέθη αυτώ εκήρυξε· και πάντες οι Προφήται, έως ου ήλθεν ω απόκειται, τουτ’ έστιν Ιησούς· ος εστιν Υιός και ουκ οικογενής· Κύριος, και ου δούλος· δεσπόζων, και ου δεσποζόμενος· τη φύσει τη θεϊκή, ούτος ο Υιός μου ο αγαπητός. Τοις δε Αποστόλοις, ο ην παρ’ αυτοίς άδηλον, ο Πατήρ εφανέρωσεν εν τω όρει. Ο ων μηνύει τον όντα· ο Πατήρ φανεροί τον Υιόν· εν αυτή τη φωνή, οι Απόστολοι έπεσον επί πρόσωπον επί την γην. Βροντή γαρ ην φοβερά, ώστε εκ της φωνής αυτού η γη ετρόμαξε, και ούτοι έπεσον επί την γην. Έδειξεν αυτοίς, ότι ο Πατήρ ήγγισε και εκάλεσεν αυτούς ο Υιός αυτή φωνή αυτού, και ήγειρεν αυτούς. Ώσπερ γαρ η φωνή του Πατρός έρριψεν αυτούς, ούτω και η φωνή του Υιού εν τη ισχύϊ της θεότητος αυτού ήγειρεν αυτούς, ήτις ενοικήσασα αυτή σαρκί αυτού και ενωθείσα εν αυτή ατρέπτως, αμφότερα εν μια υποστάσει και ενί προσώπω αδιαιρέτως διαμένουσιν ασυγχύτως. Ουχ ως Μωσής έξωθεν ευπρεπής εγένετο, αλλ’ ως Θεός εν δόξη ήστραπτε. Μωσής γαρ τη επιφανεία του προσώπου αυτού εχρίσθη εν ευπρεπεία. Ιησούς δε όλω τω σώματι αυτού, ως ο ήλιος εν ταις ακτίσιν αυτού, ούτως ήστραπτε τη δόξη της θεότητος αυτού. Και ο Πατήρ έκραξεν· «ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα· αυτού ακούετε». Ου κεχωρισμένον της δόξης του Υιού της θεότητος. Μία γαρ φύσις, ο Πατήρ, και ο Υιός συν τω Αγίω Πνεύματι, μία δύναμις και μία ουσία, και μία Βασιλεία, και εις ένα έκραξε την φωνήν εν ονόματι εντελεί και εν δόξη φοβερά. Και η Μαρία Υιόν αυτόν εκάλει, ου κεχωρισμένον τω σώματι τω ανθρωπίνω εκ της δόξης αυτού της θεότητος· εις γαρ εστι Θεός εν σώματι φανείς εις τον κόσμον. Η δόξα αυτού εμήνυσε την δόξαν την θεϊκήν την εκ του Πατρός· και το σώμα αυτού εμήνυσε την ανθρωπίνην την εκ της Μαρίας· αμφοτέρας τας φύσεις συνελθούσας και ενωθείσας εν μια υποστάσει. Μονογενής εκ Πατρός, και εκ Μαρίας μονογενής· και ο μερίζων μερισθήσεται εκ της Βασιλείας αυτού, και ο συγχέων αυτού τας φύσεις απολείται εκ ζωής αυτού· ο αρνούμενος ότι ουκ εγέννησε Θεόν η Μαρία, μη ίδοι την δόξαν της Θεότητος αυτού· και ο αρνούμενος ότι ουκ εφόρεσε σάρκα αναμάρτητον, έσται ερριμμένος εκ της σωτηρίας, και εκ της ζωής της δια του σώματος αυτού διδομένης. Αυτά τα πράγματα μαρτυρούσι, και αι δυνάμεις αυτού αι θεϊκαί διδάσκουσι τους διακριτικούς, ότι εστί Θεός αληθινός· και τα πάθη αυτού δηλούσιν, ότι εστίν άνθρωπος αληθινός· και εάν ου πληροφορούνται οι ασθενείς τη διανοία αποτίσουσι δίκην εν τη ημέρα αυτού τη φοβερά. Ει ουκ ην σάρξ, Μαρία εν τω μέσω, τι παρήχθη; Και ει μη ην Θεός, Γαβριήλ Κύριον τίνα εκάλει; Ει ουκ ην σάρξ, εν τη φάτνη τις ανέκειτο; Και ει μη ην Θεός, άγγελοι καταβάντες τίνα εδόξαζον; Ει ουκ ην σαρξ, σπαργάνοις τις ειλίσσετο; Και ει μη ην Θεός, οι ποιμένες τίνα προσεκύνουν; Ει ουκ ην σάρξ, Ιωσήφ τίνα περιέτεμε; Και ει μη ην Θεός, ο αστήρ εν ουρανώ εις τιμήν τίνος έτρεχεν; Ει ουκ ην σάρξ, Μαρία τίνα εθήλαζε; Και ει μη ην Θεός, οι μάγοι δώρα τίνι προσέφερον; Ει ουκ ην σάρξ, Συμεών εν αγκάλαις τίνα εβάσταζε; Και ει μη ην Θεός, τίνι έλεγεν, απόλυσόν με μετ’ ειρήνης; Ει ουκ ην σάρξ, Ιωσήφ τίνα λαβών εις Αίγυπτον έφυγε; Και ει μη ην Θεός, το εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον Υιόν, επί τίνι επληρώθη; Ει ουκ ην σάρξ, Ιωάννης τίνα εβάπτισε; Και ει μη ην Θεός, ο Πατήρ εξ ουρανού τίνι έλεγεν, «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα»; Ει ουκ ην σάρξ, τις ενήστευσε και επείνασεν εν τη ερήμω; Και ει μη ην Θεός, οι άγγελοι καταβάντες τίνι διηκόνουν; Ει ουκ ην σάρξ, τις εκλήθη εις τους γάμους εν Κανά της Γαλιλαίας; Και ει μη ην Θεός, το ύδωρ εις οίνον τις μετέβαλεν; Ει ουκ ην σάρξ, οι άρτοι εις χείρας τίνος έκειντο; Και ει μη ην Θεός, όχλους και χιλιάδας εκτός γυναικών και παιδίων εν τη ερήμω τις εχόρτασεν εκ πέντε άρτων και δύο ιχθύων; Ει ουκ ην σάρξ, εν τω πλοίω τις εκάθευδε; Και ει μη ην Θεός, τοις ανέμοις και τη θαλάσση τις επετίμα; Ει ουκ ην σάρξ, Σίμων ο Φαρισαίος μετά τινος ήσθιε; Και ει μη ην Θεός, τα πλημμελήματα της αμαρτωλού τις συνεχώρει; Ει ουκ ην σάρξ, επάνω του φρέατος κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας τις εκάθητο; Και ει μη ην Θεός, ύδωρ ζων τη Σαμαρείτιδι τις εδίδου, και ήλεγχεν επεί πέντε άνδρας έσχεν; Ει μη ην σάρξ, ενδύματα ανθρώπου τις εφόρει; Και ει μη ην Θεός, δυνάμεις τις εποίει και θαύματα; Ει μη ην σάρξ, εις την γην τις έπτυσε και πηλόν εποίησε; Και ει μη ην Θεός, εκ του πηλού οφθαλμούς τις αναβλέπειν ηνάγκαζεν; Ει μη ην σάρξ, εν τω μνημείω του Λαζάρου τις έκλαιε; Και ει μη ην Θεός, νεκρόν όντα τετραήμερον κελευστικώς τις εξέβαλεν; Ει μη ην σάρξ, επί του πώλου τις εκάθισε; Και ει μη Θεός, οι όχλοι μετά δόξης εις απάντησιν τίνος εξήρχοντο; Ει μη ην σάρξ, οι Ιουδαίοι τίνα εκράτησαν; Και ει μη ην Θεός, τις εκέλευσε τη γη, και επί πρόσωπον αυτούς έρριψεν; Ει ουκ ην σάρξ, ραπισμώ τις ερραπίζετο; Και ει μη ην Θεός, το ωτίον το αποτμηθέν δια του Πέτρου τις εθεράπευσε και αποκατέστησεν εις τον τόπον αυτού; Ει ουκ ην σάρξ, το πρόσωπον τίνος εμπτύσματα εδέχετο; Και ει μη ην Θεός, Πνεύμα άγιον εις τα πρόσωπα των Αποστόλων τις ενεφύσησε; Ει ουκ ην σάρξ, έμπροσθεν του Πιλάτου εν τω κριτηρίω τις παρίστατο; Και ει μη ην Θεός, την γυναίκα του Πιλάτου κατ’ όναρ τις εφόβει; Ει ουκ ην σάρξ, ιμάτια τίνος απέδυσαν και εμερίσαντο οι στρατιώται; Και ει μη ην Θεός, ο ήλιος πως εσκοτίσθη επί του σταυρού; Ει ουκ ην σάρξ, εν τω σταυρώ τις εκρέματο; Και ει μη ην Θεός, την γην εκ θεμελίων τις έσεισεν; Ει ουκ ην σάρξ, ήλοις τίνος χείρες και πόδες καθηλώθησαν; Και ει μη ην Θεός, το καταπέτασμα του Ναού πως εσχίσθη και αι πέτραι ερράγησαν και οι τάφοι ηνεώχθησαν; Ει ουκ ην σάρξ, «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες», τις έκραξε; Και ει μη ην Θεός, «Πάτερ, συγχώρησον αυτοίς», τις είπεν; Ει ουκ ην σάρξ , εν τω σταυρώ μετά των ληστών τις εκρέματο; Και ει μη ην Θεός, τω ληστή πως έλεγε, «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω»; Ει μη ην σάρξ, όξος και χολήν τίνι προσήνεγκαν; Και ει ουκ ην Θεός, ο άδης τίνος φωνήν ακούσας ετρόμησεν; Ει μη ην σάρξ, η λόγχη πλευράν τίνος ένυξε και εξήλθεν αίμα και ύδωρ; Και ει μη ην Θεός, πύλας άδου τις συνέτριψε και δεσμά διέρρηξε και κελεύσει τίνος νεκροί αποκεκλεισμένοι εξήρχοντο; Ει μη ην σάρξ, οι Απόστολοι εν τω υπερώω τίνα είδον; Και ει ουκ ην Θεός, των θυρών κεκλεισμένων πως εισήλθεν; Ει ουκ ην σάρξ, τίνος εν χερσί πληγάς ήλων και λόγχης εν πλευρά εψηλάφησε Θωμάς; Και ει μη ην Θεός, τίνι ανέκραξεν· «ο Κύριός μου και ο Θεός μου»; Ει ουκ ην σάρξ, επί της θαλάσσης της Τιβεριάδος τις έφαγε; Και ει μη ην Θεός, εν κελεύσματι τίνος επληρώθη το δίκτυον ιχθύων; Ει ουκ ην σάρξ, οι Απόστολοι και οι Άγγελοι τίνα εθεάσαντο αναλαμβανόμενον εις τον ουρανόν; Και ει μη ην Θεός, ο ουρανός τίνι ηνοίχθη, και αι δυνάμεις τίνι προσεκύνησαν τρόμω; Και Πατήρ τίνα προετρέπετο, κάθου εκ δεξιών μου και τα εξής; Ει ουκ ην Θεός και άνθρωπος, ψευδής η σωτηρία ημών λοιπόν· ψευδείς και αι φωναί των Προφητών. Αλλ’ ηλήθευσαν οι Προφήται, και αψευδείς αυτών αι μαρτυρίαι. Α εκελεύσθησαν, το Πνεύμα το Άγιον δι’ αυτών ελάλει· διο και Ιωάννης, ο αγνός και παρθένος, επί τω στήθει της φλογός αναπεσών, επικυρών τας των Προφητών φωνάς, θεολογών εν Ευαγγελίοις εδίδαξεν ημάς λέγων· «Εν αρχή ην ο Λόγος. Πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε· και ο Λόγος σάρξ εγένετο, και εσκήνωσεν εν ημίν». Ο εκ Θεού Θεός Λόγος, και εκ Πατρός Υιός μονογενής, ομοούσιος τω Πατρί ο ων εκ του όντος προαιώνιος Λόγος· εκ Πατρός γεννηθείς άνευ μητρός προ πάντων των αιώνων αρρήτως· ο αυτός επ’ εσχάτων τίκτεται εκ θυγατρός ανθρώπου, εκ Μαρίας της Παρθένου, άνευ πατρός, Θεός σεσαρκωμένος, φορέσας εξ αυτής σάρκα, και γενόμενος άνθρωπος, όπερ ουκ ην, ίνα τον κόσμον σώση. Και αυτός εστιν ο Χριστός, ο Υιός του Θεού ο μονογενής εκ Πατρός, και εκ μητρός μονογενής. Ομολογώ τον αυτόν, Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον, εν δύο ταις φύσεσι καθ’ υπόστασιν, ήτοι πρόσωπον, ηνωμέναις γνωριζόμενον αδιαιρέτως τε και ασυγχύτως και ατρέπτως, σάρκα ενδυσάμενον την εμψυχωμένην, ψυχή λογική τε και νοερά κατά πάντα γενόμενον ημίν ομοιοπαθή, δίχα μόνον της αμαρτίας. Ο αυτός επίγειος και ουράνιος, πρόσκαιρος και αϊδιος, ηργμένος και άναρχος, άχρονος και υπό χρόνον, κτιστός και άκτιστος, παθητός και απαθής, Θεός και άνθρωπος, κατ’ άμφω τέλειος, εν δύο και εν δυσίν εις. Εν πρόσωπον του Πατρός, και εν πρόσωπον του Υιού, και εν πρόσωπον του Αγίου Πνεύματος. Μία Θεότης, μία δύναμις, μία Βασιλεία εν τρισί προσώποις, ήτοι υποστάσεσιν. Ούτω δοξάζομεν την Αγίαν Μονάδα εν Τριάδι, και την Αγίαν Τριάδα εν Μονάδι. Εν ω έκραξεν ο Πατήρ εξ ουρανού, «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός· αυτού ακούετε». Ταύτα εδέξατο η Αγία του Θεού Καθολική Εκκλησία· εν αυτή τη Αγία Τριάδι βαπτίζει εις ζωήν αιώνιον, εις αυτήν ομολογεί αμερίστως, αχωρίστως, και αυτή προσκυνεί μη σφαλλομένη και ομολογεί και δοξάζει. Αυτή τη τρισυποστάτω Μονάδι πρέπει δόξα, ευχαριστία, τιμή, κράτος, μεγαλωσύνη, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου