Ὁ
Ν. Ντραμουντανὸς διηγεῖται μία θαυμαστὴ ἐμπειρία του. «Ὁ λόχος μας πῆρε διαταγὴ
νὰ καταλάβει ἕνα προχωρημένο ὕψωμα γιὰ προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στὰ
βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, ἄρχισε νὰ πέφτει πυκνὸ χιόνι. Ἔπεφτε ἀδιάκοπα
δύο μερόνυχτα κι ἔφτασε σὲ πολλὰ μέρη τὰ δύο μέτρα. Ἀποκλειστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐπιμελητεία.
Καθένας εἶχε τροφὲς στὸ σακκίδιό του γιὰ μία ἡμέρα. Ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸ κρύο δὲν
λάβαμε πρόνοια «διὰ τὴν αὔριον» καὶ τὶς καταβροχθίσαμε. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἄρχισε
τὸ μαρτύριο. Τὴ δίψα μας τὴ σβήναμε μὲ τὸ χιόνι, ἀλλὰ ἡ πεῖνα μᾶς θέριζε.
Περάσαμε ἔτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Τὸ ἠθικό μας τὸ διατηρούσαμε ἀκμαῖο,
ἀλλὰ ἡ φύση ἔχει καὶ τὰ ὅριά της. Μερικοὶ ὑπέκυψαν. Τὸ ἴδιο τέλος περιμέναμε ὅλοι
«ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος». Τότε μία ἔμπνευση τοῦ λοχαγοῦ μας ἔκανε τὸ θαῦμα! Ἔβγαλε
ἀπ’ τὸν κόρφο του μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἔστησε στὸ ψήλωμα καὶ μᾶς
κάλεσε γύρω του:
— Παλληκάρια μου! εἶπε, Στὴν κρίσιμη αὐτὴ περίσταση ἕνα θαῦμα
μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε τὴν Παναγία, τὴ μητέρα τοῦ
Θεανθρώπου, νὰ μᾶς βοηθήσει! Πέσαμε στὰ γόνατα, ὑψώσαμε τὰ χέρια, παρακαλέσαμε
θερμά. Δὲν προλάβαμε νὰ σηκωθοῦμε κι ἀκούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε καὶ
πιάσαμε τὰ ὅπλα. Πήραμε θέση «ἐπὶ σκοπόν». Δὲν πέρασε ἕνα λεπτὸ καὶ βλέπουμε ἕνα
πελώριο μουλάρι νὰ πλησιάζει κατάφορτο. Ἀνασκιρτήσαμε! Ζῷο χωρὶς ὁδηγὸ νὰ περνᾶ
τὸ βουνό, μ’ ἕνα μέτρο χιόνι — τὸ λιγώτερο — ἦταν ἐντελῶς ἀφύσικο. Καταλάβαμε:
Τὸ ὁδηγοῦσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαριστήσαμε ὅλοι μαζὶ ψάλλοντας σιγανά, μὰ ὁλόκαρδα,
τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ» καὶ ἄλλους ὕμνους της. Τὸ ζῷο εἶχε πάνω του μία ὁλόκληρη ἐπιμελητεία
ἀπὸ τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιὰκ καὶ ἄλλα. Πολλὲς κι ἀπίστευτες
κακουχίες πέρασα στὸν πόλεμο. Ἀλλ’ αὐτὴ μοῦ μένει ἀξέχαστη, γιατί δὲν εἶχε
διέξοδο. Τὴν ἔδωσε ὅμως ἡ Παναγία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου