Δαμιανός
ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών ο Εσφιγμενίτης ποίαν πατρίδα είχε και ποίους
γεννήτορας, ο πανδαμάτωρ χρόνος ουδέν υπόμνημα άφησεν εις ημάς. Πιθανόν δε να
εσώζοντο τοιαύτα, αλλ’ αι επάλληλοι καταδρομαί, πυρκαϊαί και ερημώσεις, ας κατά
καιρούς υπέστη το πολύαθλον τούτο Κοινόβιον του Εσφιγμένου, εξηφάνισαν και
απώλεσαν όχι μόνον τα ιερά αυτού κειμήλια και σκεύη της Εκκλησίας, αλλά και
διαφόρους κώδικας, χρυσόβουλλα και διάφορα έγγραφα και μένει ήδη
απογεγυμνωμένον των τοιούτων. Πιθανόν λοιπόν μετ’ αυτών να συνηφανίσθησαν και
τα του Αγίου τούτου υπομνήματα αν, ως είπομεν, εσώζοντο τοιαύτα.
Εκ προφορικής
όμως παραδόσεως μεταβιβαζομένης από γενεάς εις γενεάν και εκ του Βίου του Οσίου
και Θεοφόρου Πατρός ημών Κοσμά του Ζωγραφίτου, μετά του οποίου ο Όσιος Δαμιανός
ήτο φίλος στενώτατος, πληροφορούμεθα, ότι ούτος εξ απαλών ονύχων καταλιπών τον
κόσμον και τα εν κόσμω, πατρίδα, γεννήτορας, συγγενείς, φίλους και ποθήσας να
άρη επί των ώμων αυτού τον ελαφρόν και χρηστόν ζυγόν του Κυρίου, ήλθεν εις το
Άγιον Όρος και κατώκησεν εις το ιερόν Κοινόβιον του Εσφιγμένου, υποταχθείς εις
τον αυτού Ηγούμενον και την αδελφότητα, διανύσας με τόσην προθυμίαν και ζήλον
τον δρόμον της μοναδικής ζωής, ώστε εν διαστήματι ολίγου καιρού υπερέβη άπαντας
τους εκεί Μοναχούς και εγένετο τύπος και παράδειγμα αυτών εις την μοναδικήν
πολιτείαν. Πάντες εθαύμαζον αυτόν και προς αυτόν ενητένιζον ως επί γνώμονος και
κανόνος, ρυθμίζοντες δι’ αυτού την διαγωγήν αυτών. Αλλ’ επειδή ο θείος έρως
κατέφλεγε την καρδίαν αυτού και επεθύμει να συνομιλή πάντοτε δια μέσου της
προσευχής μετά του ποθουμένου αυτού Θεού και να μη διακόπτεται ένεκα
συναναστροφής και θορύβου, τα οποία συμβαίνουν μεταξύ πολλών, δια τούτο
επεθύμει να ησυχάζη κατ’ ιδίαν, ίνα επιτύχη του ποθουμένου. Τούτου ένεκα
παρεκάλεσε τον Ηγούμενον και λαβών παρ’ αυτού την άδειαν κατώκησεν εις το
απέναντι του Κοινοβίου όρος το ονομαζόμενον Σαμάρεια. Αφού λοιπόν ο Όσιος ήλθεν
εις την Σαμάρειαν, πρώτον και κύριον μέλημα αυτού υπήρξε να ερευνήση και εύρη
πατέρα πνευματικόν και διδάσκαλον της μοναδικής πολιτείας έμπειρον και ευφυή,
δια του οποίου να διδαχθή την επιστήμην των επιστημών και τέχνην των τεχνών,
την μοναδικήν πολιτείαν· τον οποίον επιτυχών, τη του Θεού βοηθεία κατά τον
εγκάρδιον αυτού πόθον, υπετάχθη εις αυτόν ως εις τον Χριστόν, αφιερώσας εις
αυτόν την της ψυχής και του σώματος φροντίδα· και δεν έπραξε καθώς πράττουσιν
άφρονες τινες, οι οποίοι μόνοι των αναγορεύονται διδάσκαλοι της τοιαύτης
ουρανίου και υψηλής επιστήμης και των οποίων το τέλος είναι η πλάνη ή, και αν
δεν πλανηθώσι, περνούν όμως τον δίαυλον της ζωής των ανοήτως και ανωφελώς·
καθότι οι άνευ οδηγού αρχάριοι, μη δυνάμενοι να διακρίνωσι τας Χάριτας του
Παναγίου Πνεύματος από τας φαντασίας του εχθρού, τας προς απάτην των αρχαρίων
παρασκευαζομένας παρ’ αυτού, δέχονται αυτάς, φευ! ως εκ θείου Πνεύματος
ενεργουμένας· δεν πράττουσιν όμως ούτως οι υπό εμπείρων πνευματικών
οδηγούμενοι, διότι αυτοί πολυειδώς και πολυτρόπως πειρασθέντες από των
προσβολών του εχθρού, δύνανται τους υπ’ αυτών οδηγουμένους και πειραζομένους
υπό του εχθρού να βοηθήσωσι, κατά τον Απόστολον Παύλον, διότι αυτοί πρώτον
πειρασθέντες δύνανται «τοις πειραζομένοις βοηθήσαι» (Εβρ. β: 18). Πρέπει δε να
μανθάνωμεν και να λαμβάνωμεν παράδειγμα και από τας ανθρωπίνας τέχνας και
επιστήμας· διότι, εάν ταύτας με τας χείρας ημών ψηλαφώμεν, με τους οφθαλμούς
τας βλέπωμεν και με τα ώτα μας τας ακούωμεν και πάλιν μόνοι μας δεν δυνάμεθα να
τας μάθωμεν, αλλά χρειαζόμεθα τεχνίτην και διδάσκαλον, πως δεν είναι μωρόν και
ανόητον να φαντάζεται τις ότι δεν χρειάζεται διδάσκαλον εις την πνευματικήν
ταύτην τέχνην την δεινοτέραν απασών των τεχνών, η οποία είναι και αόρατος και
κεκρυμμένη και θεωρείται από μόνους τους καθαρούς τη καρδία, η δε αμάθεια και
απειρία της τέχνης ταύτης ουχί πρόσκαιρον ζημίαν, αλλά ψυχικήν απώλειαν γεννά;
Όθεν οδηγούμενος και ποδηγετούμενος παρά του ρηθέντος πνευματικού εκείνου
ανδρός εις το πώς να αντιτάσσεται κατά των προσβολών και των διαφόρων παγίδων
των παρασκευαζομένων καθ’ ημών υπό του μισανθρώπου διαβόλου, εγένετο άριστος
και δοκιμώτατος Μοναχός, αναβάσεις εν τη καρδία αυτού καθ’ εκάστην θέμενος, και
αποτυπώσας εις εαυτόν τας του πνευματικού αυτού πατρός αρετάς, ως αποτυπούνται
εις τον απαλόν κηρόν αι γραμμαί της σφραγίδος·
δια των αρετών δε αυτών κατήντησεν εις θείον έρωτα, ο οποίος τοσούτον
ανακουφίζει το σώμα του αγαπώντος, ώστε όσους αγώνας και κόπους αν κάμνη δεν
αισθάνεται κάματον, διότι δίδει πτερά εις την ψυχήν αυτού ο θείος ούτος έρως
και όχι μόνον τους περί αρετής γινομένους κόπους εις ουδέν λογίζεται, αλλά και
δάκρυα άφθονα καταχέει ενθυμούμενος τον αγαπώμενον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν,
κατά τον αββάν Ισαάκ, λέγοντα ούτως· «Έθος γαρ τοις ερωμένοις εκ της μνήμης των
αγαπητών εξάπτειν δάκρυα», επειδή δε τοιαύτην είχε και ούτος αγάπην, ουδέποτε
υστερείτο εκ των δακρύων. Και ποία γλώσσα δύναται να διηγηθή κατά μέρος τας
αρετάς και τα ηρωϊκά παλαίσματα του θαυμασίου τούτου ανδρός; Τις να διηγηθή την
ολονύκτιον στάσιν, το αείρροον δάκρυ, τους κατωδύνους στεναγμούς, την τήξιν του
σώματος, την ανεξάλειπτον εν μνήμη μελέτην του θανάτου, την προς τον πλησίον
και τον Θεόν αγάπην και προ πάντων την απαύστως και αενάως εκ καρδίας βρύουσαν
ευχήν, την οποίαν είχεν έργον ακατάπαυστον από νεότητος μέχρι τέλους της ζωής
αυτού; Δι’ α και ο Θεός ηγάπησεν αυτόν και εσκήνωσεν εις αυτόν η Χάρις της
Παναγίας Τριάδος και εγένετο θείον καταφύγιον των Χαρίτων του Αγίου Πνεύματος,
όθεν κατέστη τύπος και απομίμησις του πραοτάτου και ταπεινού την καρδίαν Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού, ως ελθών εις βάθος ταπεινώσεως της καρδίας. Από δε το εξής
διήγημα ας γνωρίση έκαστος εις ποίον μέτρον αρετής έφθασε. Καιρόν τινα, μεταβάς
ο Όσιος εις τινα φίλον του Μοναχόν και μη ευρών αυτόν εις το κελλίον του,
ανέμενεν αυτόν έως ότου ενύκτωσε και τότε ήλθεν ο Μοναχός και αφού συνωμίλησαν
ηθέλησε να αναχωρήση· ο καιρός όμως εσκοτείνιασε και ήρχισε να βρέχη. Ο δε
φίλος του δεν τον άφηνε να αναχωρήση, αλλ’ αυτός ο ευλογημένος επειδή είχεν
εντολήν από τον μακαρίτην Γέροντά του να μη κοιμάται ποτέ έξω του κελλίου του,
δεν ηθέλησε να μείνη και εξεκίνησε να υπάγη, τόσον όμως πολύ εσκοτείνιασε και
τόσον ραγδαία βροχή έπιπτεν, ώστε δεν ήξευρε τελείως που ευρίσκετο και που
υπάγει· όθεν, μη έχων τι άλλο να πράξη, εβόησε προς τον Κύριον, λέγων· «Κύριε,
σώσον με, απόλλυμαι». Ταύτα ειπών, ω του θαύματος! ευρέθη έμπροσθεν του κελλίου
του. Επειδή δε ήλθεν η ώρα ν’ αναχωρήση από τον μάταιον τούτον κόσμον και να
υπάγη προς τον Χριστόν ανεπαύθη εν Κυρίω· ο δε Θεός θέλων να δοξάση τον δούλον
του μετά την κοίμησίν του, τόσην πολλήν και άρρητον ευωδίαν μύρου εδώρησεν εις
τον τάφον του τρισμακαρίου επί τεσσαράκοντα ημέρας, ώστε ησθάνοντο αυτήν οι
Πατέρες κάτω εις το Μοναστήριον του Εσφιγμένου εις διάστημα ενός μιλίου και
περισσότερον, δοξάσας ούτω αυτόν ο Θεός δια την καθαρότητά του και την
θεάρεστον πολιτείαν του. Εκοιμήθη δε εν Κυρίω εν έτει ασπ΄ (1280), ου ταις
πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου