Πορνεία, παιδεραστεία, ὁμοφυλοφιλία, μαστιγώματα ἐφήβων,
μάντεις κ.λπ
Ἕν ἀποκαλυπτικόν κείμενον διά τά μελανά σημεῖα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς
θρησκείας ἐδημοσιεύθη εἰς τό ἔντυπον «Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Μαντινείας καί Κυνουρίας (τεῦχος 73). Τό κείμενον αὐτό ἔχει ὡς ἀκολούθως:
«Εἰσαγωγικά: Μιά πολύ διαφωτιστική εἰσήγηση
Ὅπως εἶναι γνωστό, στή χώρα μας ἔχει ἐμφανισθεῖ τά
τελευταῖα χρόνια τό κίνημα τῆς ἀρχαιολατρίας, πού δραστηριοποιεῖται ἔντονα μέ
διάφορες ὁμάδες καί ὀργανώσεις, ἐπιδιώκοντας τήν κατάργηση τοῦ Χριστιανισμοῦ
καί τήν ἐπαναφορά τῆς ἀρχαίας (εἰδωλολατρικῆς) ἑλληνικῆς θρησκείας. Στά πλαίσια
τῆς προπαγάνδας, πού ἀσκεῖται ἀπό τό κίνημα αὐτό, ἀλλά καί στό κλῖμα τῆς ἔντονης
ἐχθρότητας καί ἀντιπαράθεσης μέ τόν Χριστιανισμό, ἐξιδανικεύεται ὁ ἀρχαῖος ἑλληνισμός
στό σύνολό του, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς θρησκείας. Ἔτσι, ὁ μέν
Χριστιανισμός παρουσιάζεται ὡς σκοταδισμός, φανατισμός, μισαλλοδοξία, κατάπτωση καί ὀπισθοδρόμηση, ἀλλά καί ὡς ὑπεύθυνος γιά ὁ,τιδήποτε
κακό ἤ ἀρνητικό ἔχει ἐμφανισθεῖ στόν κόσμο, ἡ δέ ἀρχαία εἰδωλολατρία ἐμφανίζεται
ὡς ἡ, δῆθεν, τελειότερη θρησκεία, «ἡ πιό ἐξευγενισμένη θρησκεία, πού ὑπῆρξε
ποτέ στήν ἱστορία», «ἡ γνησιότερη θρησκευτική ἔκφραση τοῦ ἑλληνισμοῦ», ἡ θρησκεία
τοῦ φωτός, τῆς ἁρμονίας καί τῆς τελειότητας καί πολλά ἄλλα παρόμοια.
Βέβαια, ἀπό τήν ἐποχή, πού ἔσβησε ἡ ἀρχαία
ἑλληνική θρησκεία, πέρασαν πολλοί αἰῶνες. Ἀναμφίβολα, ὁ εἰδωλολατρικός ἑλληνισμός
εἶχε τά θετικά καί τά ἀρνητικά του στοιχεῖα. Τά θετικά εἶναι ἡ φιλοσοφία, ἡ ἐπιστήμη,
οἱ τέχνες, τά γράμματα κ.ἄ. Τά ἀρνητικά εἶναι κάποια ὄντως σκοτεινά στοιχεῖα,
πού θά δοῦμε στή συνέχεια. Στό πέρασμα τῶν αἰώνων, ὅπως εἶναι φυσικό, κρατήσαμε
τά θετικά στοιχεῖα καί ἀπορρίψαμε ἤ λησμονήσαμε τά ἀρνητικά. Αὐτό εἶναι, ὁπωσδήποτε,
ὀρθό καί λογικό, ὅμως, ἡ ἐξιδανικευμένη εἰκόνα, πού ἔχουμε σχηματίσει γιά τόν ἀρχαῖο
ἑλληνικό κόσμο, δέν ἀνταποκρίνεται στήν πραγματικότα. Πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἱστορικῆς
ἀλήθειας, ἀλλά καί ὡς ἀπάντηση στούς παραπάνω ἰσχυρισμούς τῶν πολεμίων τοῦ
Χριστιανισμοῦ νεοειδωλολατρῶν καί ἀρχαιολατρῶν, κρίναμε σκόπιμο νά
παρουσιάσουμε στό τεῦχος αὐτό τό πρῶτο μέρος μιᾶς παλαιότερης εἰσήγησης τοῦ
μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Δανιήλ Γούβαλη, πού ἔγινε στήν ΙΓ' Πανορθόδοξο Συνδιάσκεψη,
γιά θέματα Αἱρέσεων καί Παραθρησκείας στόν Ὅσιο Ἰωάννη τόν Ρῶσο τό 2001, μέ θέμα
«Μελανά σημεῖα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας». Ἀφιερώνουμε τό τεῦχος αὐτό στή
μνήμη τοῦ μακαριστοῦ π. Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη σχετικά πρόσφατα (Ἰούλιος 2009) καί ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς
πρωτεργάτες τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας μας. Μέ ἐπιστημονικό καί
μεθοδικό τρόπο ὁ π. Δανιήλ παραθέτει ἀδιάψευστες μαρτυρίες καί παραδείγματα ἀπό
ἀρχαῖες πηγές, ὄχι γιά νά ὑποτιμήσει τόν ἀρχαιοελληνικό πολιτισμό, τόν ὁποῖο, ἄλλωστε,
ὅλοι σεβόμεθα καί ἐκτιμοῦμε, ἀλλά γιά νά καταδείξει τήν ἀνεπάρκεια τῆς
θρησκείας του καί τήν ἀναμφισβήτητη ὑπεροχή τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Μιά εὔλογη ἀπορία
Ἕνα εὔλογο ἐρώτημα, πού γεννᾶται στούς σύγχρονους
μελετητές τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ, εἶναι τό «Πῶς ἕνας λαός, τόσο σπουδαῖος καί εὐφυής,
πού ἀνέπτυξε πρωτοφανῆ πολιτισμό, εἶχε τόσο χαμηλή ἰδέα περί τοῦ θείου»; Τό ἐρώτημα
δέν εἶναι σύγχρονο. Τά ἀπαράδεκτα καί σκοτεινά σημεῖα τῆς θρησκείας τῶν προγόνων
μας εἶχαν ἤδη ἐπισημάνει οἱ μεγάλοι σοφοί τῆς ἀρχαιότητας. Οἱ ἀντιλήψεις τοῦ
Πλάτωνα π.χ. γιά τό «ὄντως ὄν» ἤ τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τό «πρῶτον κινοῦν» εἶναι
προφανῶς ἐντελῶς ἀσυμβίβαστες μέ τήν πολυθεΐα καί τήν εἰδωλολατρία τῶν λαϊκῶν
στρωμάτων τῆς ἐποχῆς τους. Ὁ Πλάτωνας μέμφεται σαφῶς τόν Ὅμηρο, ὅτι παρουσιάζει
τούς θεούς γεμάτους πάθη, παρέχοντας μιά πολύ ἀρνητική ἀντίληψη τοῦ θείου. Ἀκόμη
καί οἱ Σκύθες, ἐπισημαίνει ὁ π. Δανιήλ, λαός βάρβαρος καί πολεμικός, ὅταν
πληροφορήθηκαν ὅσα συνέβαιναν στή λατρεία τοῦ Διονύσου, ἀποροῦσαν γιά τό πῶς οἱ
Ἕλληνες δέχονται νά λατρεύουν ἕναν θεό, πού ἀφαιρεῖ τόν νοῦ τους. Κάποιους αἰῶνες
ἀργότερα ἀπό τούς Πατέρες τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ὁ ἱερός Χρυσόστομος
(350-407 μ.Χ.) ἐπισημαίνει ὅτι «οἱ Ἕλληνες διά τοῦτο εἰσί βδελυκτοί, ὅτι τά πάθη
ἐθεοποίουν, τήν μέν ἐπιθυμίαν Ἀφροδίτην, τόν δέ θυμόν Ἄρην, τήν δέ μέθην Διόνυσον
προσειπόντες» (7η ὁμ. στήν πρός Ρωμαίους). Κατά τόν π. Δανιήλ, αὐτό ἦταν ἕνα εἶδος
οἰκονομίας, γιά νά ἐπικρατήσει φυσικά καί ἀβίαστα ἡ πίστη στόν Χριστό. Ἴσως, ὁ
Θεός ἐπέτρεψε αὐτή τήν κατάσταση, γιά νά ἀναζητήσει ὁ ἑλληνισμός μιά θρησκεία, ἀντάξια
τοῦ μεγαλείου του. Τήν ἀναζήτηση μιᾶς ἀνώτερης θρησκείας ἐκφράζει, ἄλλωστε, ἡ λατρεία
στόν «ἄγνωστο θεό», πού ἔδωσε τήν ἀφορμή στόν ἀπόστολο Παῦλο νά μιλήσει γιά τόν Ἰησοῦ
Χριστό στήν Πνύκα τῶν Ἀθηνῶν. Μάλιστα, κάποια φωτεινά πνεύματα τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος,
ὅπως ὁ Αἰσχύλος, ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων, ἀνέμεναν ἕνα μεσσία ἤ λυτρωτή καί, κατά
κάποιον τρόπο, «προφήτευσαν» τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Μή λησμονοῦμε δέ ὅτι ἡ ἀρχαία
εἰδωλολατρία ἔχει τίς ρίζες της σέ πρωτόγονες ἐποχές, πού ὁ ἑλληνικός
πολιτισμός ἦταν οὐσιαστικά ἀνύπαρκτος ἤ βρισκόταν σέ νηπιακή κατάσταση.
Ἡ
Μοῖρα καί
οἱ μάντεις στήν ἀρχαία
Ἑλλάδα
Ἕνα ἀπό τά βασικά χαρακτηριστικά τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς
θρησκείας ἦταν ἡ πίστη στή μοῖρα καί στόν ρόλο τῶν μάντεων στήν καθημερινή ζωή.
Μέ τήν ἐπίδραση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔχουν λησμονηθεῖ οἱ πρακτικές συνέπειες
τέτοιων ἀντιλήψεων. Ὅπως εἶναι γνωστό, στόν χριστιανικό χῶρο ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο
παντοδύναμο καί ἐλεύθερο. Εἶναι πρόσωπο ἐλεύθερο σέ ἀπόλυτο βαθμό. Δέν δεσμεύεται
ἀπό τίποτε. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει δημιουργηθεῖ «κατ' εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει ὅτι
διαθέτει κι αὐτός ἐλευθερία βουλήσεως, τό «αὐτεξούσιον» κατά τή θεολογική
γλῶσσα. Τέτοιες ἀντιλήψεις ἦσαν ἐντελῶς ἄγνωστες στή θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
Ἐκεῖ ἡ ἀτμόσφαιρα δέν ἦταν ὡραία κι ἀνάλαφρη, ἀλλά πολύ βαρειά. Πάνω ἀπ' ὅλα ὑπῆρχε
ἡ ἀνάγκη, μιά ἀναπόδραστη ἀναγκαιότητα, πού ὀνομαζόταν καί «Μοῖρα». Ἦταν ἕνα εἶδος
τυφλῆς καί ψυχρῆς δύναμης, στήν ὁποία ὑποτάσσονταν ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά
καί οἱ θεοί. Πολύ διαφωτιστικά εἶναι ἐν προκειμένῳ κάποια γνωστά ἀρχαῖα ρητά:
«Τῇ ἀνάγκῃ οὐδ' Ἄρης ἀνθίσταται» (στή Μοῖρα δέν ἀντιστέκεται
οὔτε ὁ Ἄρης, ὁ θεός τοῦ πολέμου), «Ἀνάγκα καί θεοί πείθονται» (στή Μοῖρα ὑπακούουν ἀκόμη καί οἱ θεοί). Ὁ Ὅμηρος μαρτυρεῖ ὅτι
καί ὁ ἴδιος ὁ Δίας ὑποτασσόταν στή Μοῖρα. Κατά τίς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς, ἡ Μοῖρα ἔχει ὁρίσει τίς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς τοῦ
ἀνθρώπου, ἔχει προκαθορίσει τό μέλλον του, ὅ,τι ἀναλογεῖ στόν καθένα, ὅ,τι ἀποτελεῖ
τό «μεράδι» του. Ὅποιος προσπαθεῖ νά ἐνεργήσει «ὑπέρ μόρον» (πάνω ἀπʼ ὅ,τι ὅρισε
ἡ Μοῖρα), τό μετανοεῖ πικρά. Στήν ἀγωνία τοῦ Ἕλληνα νά γνωρίζει τό μέλλον, τό τί
τοῦ ἐπιφυλάσσει ἡ Μοῖρα ἤ τό πῶς ἔπρεπε νά ἐνεργήσει σέ μιά δεδομένη στιγμή, ἐμφανίζονται
οἱ μάντεις. Οἱ μάντεις ἔπαιζαν καταλυτικό ρόλο στή ζωή τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ τό ἑπόμενο περιστατικό.
Μιά σκοτεινή σελίδα στή ζωή τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας ἦταν ἡ περίφημη ἐπιχείρηση στήν
Σικελία (415-413 π.Χ.), ὅπου οἱ Ἀθηναῖοι ὑπέστησαν πλήρη καταστροφή. Σ' αὐτή τήν
θλιβερή ἱστορία καθοριστικό ρόλο ἔπαιξαν οἱ μάντεις. Σέ κάποια φάση τῶν ἐπιχειρήσεων,
οἱ Ἀθηναῖοι νικήθηκαν στίς Συρακοῦσες καί κατόπιν στίς Ἐπιπολές. Τό στρατόπεδό
τους βρισκόταν σέ τόπο ἑλώδη, μέ συνέπεια νά ἀσθενοῦν οἱ στρατιῶτες. Ἐπιπλέον, ὁ
χῶρος ἦταν στενός. Ἦταν ἐπιτακτική ἀνάγκη νά φύγουν ἀμέσως ἀπό ἐκεῖ. Κι ἐνῶ ὅλα
ἦσαν ἕτοιμα, ξαφνικά, συνέβη ἕνα ἀστρονομικό φαινόμενο: ἔκλειψη σελήνης, πού
βρισκόταν τότε στή φάση τῆς Πανσελήνου. Ἐπικεφαλῆς τῶν Ἀθηναίων ἦταν ὁ στρατηγός
Νικίας, ὁ ὁποῖος, πρίν φύγει γιά τήν Σικελία, πῆρε μαζί του μιά ὁμάδα ἀπό μάντεις
καί οἰωνοσκόπους. Ἀφοῦ ἔγινε ἔκλειψη Πανσελήνου, ἔπρεπε νά ἐξηγήσουν οἱ μάντεις
τί ἤθελε νά πεῖ ἡ Μοῖρα μ' αὐτό τό σημεῖο καί τί ἔπρεπε νά κάνουν. Οἱ μάντεις ἔκαναν
ἕναν ὑπολογισμό: 3 Χ 9 = 27. Ἐπί 27 ἡμέρες οἱ Ἀθηναῖοι ἔπρεπε νά μείνουν ἀκίνητοι.
Καί πράγματι: ὑπάκουσαν στούς μάντεις καί δέν μετακινήθηκαν! Ἡ ἐνέργεια αὐτή συντέλεσε
στήν πλήρη καταστροφή τους. Ἔτσι θέλησε ἡ Μοῖρα! Ἡ Μοῖρα ὅρισε τήν ἔκλειψη τῆς
σελήνης. Ἡ Μοῖρα ὅρισε τήν ἐπέμβαση τῶν μάντεων. Ἔτσι ἦταν «γραμμένα» νά γίνουν.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ ἀντιλήψεις αὐτές διατηροῦνται ἀκέραιες καί στίς ὑψηλότερες
ἐκφάνσεις τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Στήν ἀρχαία τραγωδία π.χ., ἡ προσβολή στόν
μάντη, ἡ περιφρόνηση τῶν χρησμῶν του, θεωρεῖται ὕβρις, πού πληρώνεται ἀκριβά. Ὁ
μάντης, τελικά, δικαιώνεται καί συμβαίνει
ὅ,τι ἀκριβῶς ἔχει προδιαγράψει ἡ Μοῖρα.
Ἀπαράδεκτες λατρευτικές συνήθειες
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ὅταν ἤθελαν νά εὐαρεστήσουν
κάποιον θεό τους ἤ νά λάβουν κάτι ἀπό τήν δύναμή του, προέβαιναν σέ λατρευτικές πράξεις, πού σήμερα στό φῶς τοῦ Χριστιανισμοῦ
θεωροῦνται ἐντελῶς ἀπαράδεκτες. Πρόκειται γιά συνήθειες ἐντελῶς ἀσυμβίβαστες μέ τό πολιτιστικό
τους ἐπίπεδο, μέ τήν πρόοδο στά γράμματα, στίς ἐπιστῆμες, στή φιλοσοφία, στίς τέχνες. Ἄς δοῦμε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα. Στή Σπάρτη,
κοντά στόν Εὐρῶτα, ὑπῆρχε τό «Λιμναῖον ἱερόν» (ἐλίμναζαν ἐκεῖ τά νερά τοῦ
ποταμοῦ), ὅπου φυλάσσονταν ξόανο τῆς «Ὀρθίας Ἀρτέμιδος». Στήν ἑορτή τῆς θεᾶς
γινόταν μιά τελετουργία, πού ὀνομαζόταν «διαμαστίγωσις». Περιλάμβανε μαστίγωση ἐφήβων
στόν βωμό τῆς θεᾶς. Αὐτοί πού κρατοῦσαν τά μαστίγια ἔπρεπε νά χτυποῦν τόσο
δυνατά, ὥστε νά ρεύσει αἷμα ἀπό τό σῶμα τῶν νέων. Ἔπρεπε ὁ βωμός νά ραντισθεῖ μέ
τό αἷμα τους. Ὅσοι ἄντεχαν σ' αὐτήν τήν βάρβαρη διαδικασία, χαρακτηρίζονταν
«βωμονῖκαι». Στήν Ἀλέα τῆς Ἀρκαδίας ἑορτάζονταν τά «Σκιέρεια». Ὑπῆρχε ἐκεῖ ναός
καί ἄγαλμα τοῦ Διονύσου καί ἡ ἑορτή γινόταν πρός τιμήν του. Τό τυπικό προέβλεπε
ἐπίσης τελετουργία μαστιγώσεως. Ἐδῶ, ὅμως, τά πράγματα ἦταν πιό ἀκραῖα, ἀφοῦ μαστιγώνονταν
γυναῖκες: «ἐν Διονύσου τῇ ἑορτῇ κατά μάντευμα ἐκ Δελφῶν μαστιγοῦνται γυναῖκες» (Παυσανίου,
Ἀρκαδικά, 23,1). Ἡ μαστίγωση γυναικῶν δέν ἦταν ἐπιθυμία τῶν κατοίκων, ἀλλά ἐντολή
χρησμός τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν! Στήν Ἀθήνα, στό κέντρο τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἐτελοῦντο
τά «Θεσμοφόρια», μιά τριήμερη ἑορτή πρός τιμήν τῆς θεᾶς Δήμητρας καί τῆς κόρης
της Περσεφόνης. Τό ἰδιαίτερο στοιχεῖο της ἦταν ὅτι συμμετεῖ χαν μόνο ἔγγαμες
γυναῖκες, πού ἔπρεπε νά λένε αἰσχρά λόγια. Κάθε εἴδους ἄσεμνες φράσεις, βωμολοχίες
καί αἰσχρολογίες ἔβγαιναν ἀπό τό στόμα τους, γιατί τό τελετουργικό προέβλεπε «αἰσχρόν
λόγον». Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης (Ε, 4,7) ἀναφέρει ὅτι ἡ ἑορτή γινόταν καί στή Σικελία, ὅπου διαρκοῦσε δέκα μέρες. «Κατ' αὐτήν οἱ
κάτοικοι μιμοῦνται τόν ἀρχαῖο βίο καί συνήθιζαν νά αἰσχρολογοῦν, μέ τήν
δικαιολογία ὅτι ἡ Δήμητρα, λυπημένη ἀπό τήν ἁρπαγή τῆς κόρης, γέλασε ἀπό τήν αἰσχρολογία»!
Στήν Ἀθήνα γινόταν καί μιά ἄλλη τελετή, πού ὀνομαζόταν «Αἰώρα». Σʼ αὐτήν νεαρές
κοπέλες προσπαθοῦσαν νά προστατευθοῦν ἀπό τήν κατάρα τῆς Ἠριγόνης, αἰωρούμενες
σέ αἰῶρες μέ συνοδεία τραγουδιοῦ καί θυσιάζοντας ἕναν σκύλο γιά εὐφορία τῆς γῆς
καί πλούσια συγκομιδή! Μιά ἄλλη εἰκόνα προέρχεται ἀπό μιά πένθιμη ἑορτή.
Ἡ Ἀφροδίτη εἶχε ἕνα σύντροφο, τόν Ἄδωνι, πού διέθετε ὑπερβολικό κάλλος. Ἀλλά τόν
διεκδικοῦσε καί ἡ Περσεφόνη, πού ζοῦσε στόν ἅδη. Μέ ἀπόφαση τοῦ Δία ὁ Ἄδωνις γιά
ἕνα διάστημα παρέμενε στόν κάτω κόσμο καί γιά ἕνα ἄλλο μεγαλύτερο στόν πάνω κόσμο.
Ἡ κάθοδός του στόν ἅδη ἐθεωρεῖτο θάνατος καί ἡ ἄνοδός του στόν ἐπάνω κόσμο ἀνάσταση.
Στά «Ἀδώνια», πού συνήθως διαρκοῦσαν δύο μέρες, πρῶτα ἑόρταζαν τόν θάνατο κι ἔπειτα
τήν ἀνάσταση τοῦ Ἄδωνι. Τήν πρώτη μέρα ὅλα εἶχαν χαρακτῆρα πένθιμο. Γινόταν
πομπή γυναικῶν μέ λυπητερά τραγούδια. Τό τελετουργικό ὅριζε οἱ γυναῖκες, πού ἐλάμβαναν
μέρος στήν πομπή, νά κόψουν τά μαλλιά τους σέ ἔνδειξη πένθους καί νά τά προσφέρουν
θυσία στόν Ἄδωνι. Ἄν κάποιες ἀρνοῦντο, προβλεπόταν ποινή. Καί τί ποινή! Ἔπρεπε
νά στέκονται ὅλη τή μέρα στήν ἀγορά καί νά ἐκδίδονται, δηλ. νά διαθέτουν τό σῶμα
τους στούς ξένους, πού ἔρχονταν στήν ἑορτή. Ἔπαιρναν καί χρήματα, πού προορίζονταν γιά τό ταμεῖο τοῦ
ναοῦ. Εἶναι γνωστό τί γινόταν στίς ἑορτές τῆς Ἀφροδίτης. Σέ κάποιους ναούς της
τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς συντελοῦντο πορνεῖες εὐρέως φάσματος, θεωρούμενες ὡς ἱερές
πράξεις. Αὐτό συνέβαινε στήν Πάφο τῆς Κύπρου, ὅπου ἡ θεά ἦταν πολιοῦχος, στήν Ἔρυνα
τῆς Σικελίας, στήν Κόρινθο κ.ἄ. Σέ χρόνους ἀκμῆς τῆς Κορίνθου οἱ πόρνες, πού ὑπηρετοῦσαν
τή λατρεία τῆς θεᾶς, ἔφθαναν τίς χίλιες καί ἀποκαλοῦντο «ἱερόδουλες» (ὅρος, πού ἐπιβίωσε μέχρι σήμερα). Ἡ λατρεία τοῦ Διονύσου περιελάμβανε
διάφορες ἑορτές: τά Κατ' ἀγρούς Διονύσια, τά Μεγάλα Διονύσια, τά Λήναια, τά Ἀνθεστήρια.
Ὅ,τι κακό συμβαίνει σήμερα στά καρναβάλια, συνέβαινε τότε στίς ἑορτές τοῦ Διονύσου
σέ πολύ μεγαλύτερη ἔκταση. Μεταμφιέσεις, βαψίματα, βωμολοχίες, μέθες μέ ὅλα τά
παρεπόμενα, χοροί μέ μανία καί παραφορά, πού ὁδηγοῦσαν σέ ἀνεξέλεγκτες καταστάσεις,
πομπές φαλλοῦ συνοδευόμενες μέ φαλλικά ἄσματα. Στά Ἀνθεστήρια, τήν πιό ἐπίσημη ἑορτή,
ἐκτός ἀπό τούς ἀγῶνες οἰνοποσίας, τίς μέθες κ.λπ, τελοῦνταν «ἱεροί γάμοι» μέ τόν
ἑξῆς τρόπο: στούς βωμούς τοῦ θεοῦ ὑπῆρχαν κρεββάτια, ὅπου ὁ ἱερέας τοῦ Διονύσου
τελοῦσε δημόσια σεξουαλική πράξη μέ τή σύζυγο τοῦ ἄρχοντα ἤ τοῦ βασιλιᾶ ἤ ἑνός ἐπισήμου προσώπου τοῦ τόπου! Οἱ ἑορτές
περιελάμβαναν, συνήθως, διονυσιακά ὄργια. Στούς ἔξαλλους διονυσιακούς χορούς συμμετεῖχαν
γυναῖκες, πού ὀνομάζονταν «Βάκχες». Ὅταν κάποιες ἀρνοῦντο τή συμμετοχή, ὁ Διόνυσος
(ἤ μᾶλλον τό δαιμόνιο, πού κρυβόταν πίσω ἀπʼ αὐτόν) ἐνεργοῦσε ἐκδικητικά. Γιά
παράδειγμα, στόν Ὀρχομενό τῆς Βοιωτίας ὑπῆρχε ἕνα προελληνικό φῦλο, οἱ Μίνυες.
Τρεῖς γυναῖκες, κόρες τοῦ βασιλιᾶ τους, ἀρνήθηκαν νά λάβουν μέρος στή διονυσιακή
λατρεία. Ἔγιναν προσπάθειες νά μεταπεισθοῦν, ἀλλʼ αὐτές δέν ὑποχωροῦσαν. Τό ἀποτέλεσμα
ἦταν νά χάσουν τόν νοῦ τους, νά παραφρονήσουν. Οἱ θεοί τῶν ἀρχαίω ἦσαν ἰδιαίτερα
ἐκδικητικοί. Νά καί κάποια παραδείγματα ἐκδικητικότητας: Στό Λύκειο ὄρος τῆς Πελοποννήσου, ὑπῆρχε τέμενος τοῦ Δία μέ ἀρκετό χῶρο γύρω
του. Σ' αὐτόν δέν ἐπιτρεπόταν νά μπεῖ κανείς, ἐκτός ἀπό τούς ἱερεῖς. Ἐκεῖ συνέβαιναν
περίεργα φαινόμενα. Ἄν κάποιος εἰσερχόταν στόν χῶρο, εἶχε κακό τέλος. Δέν θά ζοῦ
σε πάνω ἀπό ἕνα ἔτος! Τόν ἐφόνευε ὁ Δίας (ἤ μᾶλλον τό δαιμόνιο, πού κρυβόταν πίσω
ἀπʼ αὐτόν). Στήν Τιθορέα ὑπῆρχε ἱερό τῆς θεᾶς Ἴσιδος. Στόν ὑπόγειο χῶρο του, πού
ἐθεωρεῖτο ἄδυτο καί εἶχαν δικαίωμα νά κατέβουν μόνο, ὅσοι προσκαλοῦσε ἡ θεά μέ ὄνειρο,
γίνονταν μυστηριώδη πράγματα: ὅποιος τά παρακολουθοῦσε χωρίς ἔγκριση τῆς θεᾶς,
εἶχε κακό τέλος. Ὁ Παυσανίας ἀναφέρει στά Φωκικά (32,17) ὅτι κάποιος πού ἐνήργησε
ἔτσι, μόλις ἐπέστρεψε στήν Τιθορέα καί διηγήθηκε τί εἶδε, ἀμέσως ξεψύχησε:
«διηγησάμενον ἅ ἐθεάσατο ἀφεῖναι τήν ψυχήν». Τόν ἐφόνευσε ἡ θεά, πού ἀπό τήν Αἴγυπτο
εἰσήχθη στήν Ἑλλάδα, ἡ Ἴσιδα (ἤ μᾶλλον τό δαιμόνιο, πού κρυβόταν πίσω ἀπʼ αὐτήν). Ἡ Ἁγία
Γραφή εἶναι κατηγορηματική: «Πάντες οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια» (Ψαλμ. 95,5). Τά
πονηρά πνεύματα χαίρονται στήν ἐκδίκηση, στό μῖ σος καί στήν ἀνθρωποκτονία.
Τό ἠθικό παράδειγμα τῶν θεῶν
Ἄς δοῦμε, ὅμως, καί τό παράδειγμα τῶν θεῶν, πού λάτρευαν
οἱ ἀρχαῖοι. Στόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο, καθώς καί στόν ρωμαϊκό, ὅταν κάποιος κατηγορεῖτο γιά μια ἀνήθικη πράξη, μποροῦσε
νά ἰσχυρισθεῖ: «Γιατί κατηγορεῖτε ἐμένα, ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο; Αὐτό τό ἔκανε καί ὁ
μεγάλος θεός, ὁ Δίας». Ποιός μπορεῖ νά ἀπαριθμήσει τίς μοιχίες, πού διέπραξε ὁ
Δίας, μέ μεγάλες καί μικρές θεές (Δήμητρα, Θέμιδα, Μνημοσύνη, Λητώ, Αἴγινα, Καλλιστώ
κ.ἄ.), ἀλλά καί μέ ἁπλές θνητές (Νιόβη, Λήδα, Δανάη, Λάρισα, Νέμεση, Εὐρώπη,
Λαοδάμεια, Ἰώ κ.ἄ); Ὅταν συναντοῦσε ἐμπόδια, μεταμορφωνόταν σέ κάτι και πετύχαινε
τόν σκοπό του. Γιά τήν Αἴγινα μεταμορφώθηκε σέ ἀετό, γιά τήν Εὐρώπη σέ ταῦρο,
γιά τήν Δανάη σέ χρυσή βροχή, γιά τήν Λήδα σέ κύκνο. Σέ κάποια περίπτωση, γιά νά
παραπλανήσει τήν Ἥρα, μεταμόρφωσε τήν ἐρωμένη του σέ ἀρκούδα. Ἡ παιδεραστία καί
ἡ ὁμοφυλοφιλία στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἔχουν θεολογικά ἐρείσματα. Οἱ πράξεις αὐτές
διδάσκονται ἀπό τούς θεούς. «Ἡ ἀναγνωρισμένη καί εὐρύτατα διαδεδομένη ἀνάμεσα
στούς Ἕλληνες παιδεραστία, τῆς ὁποίας ἡ ἄσκηση ρυθμιζόταν μέ νόμους, βρῆκε καί
τήν ἀντίστοιχη οὐράνια ἔκφραση μέ τήν προβολή της στό ὀλυμπιακό πάνθεο. Ὁπότε
καί μέ αὐτόν τόν τρόπο δικαιωνόταν θρησκευτικά ἡ γήϊνη ἐξάσκησή της» (Ἀ. Λεντάκη,
Ὁ ἔρωτας στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, 1,116). Γιά παράδειγμα, ὁ Ἀπόλλων ἐπιθυμεῖ τόν
πανέμορφο Ὑάκινθο καί κακοποιεῖ τόν ἀντίζηλό του ποιητή Θάμυρι. Ὁ Δίας θέλγεται
ἀπό τόν ὡραῖο Γανυμήδη καί τόν ἀπαγάγει μέ δόλο. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν αἱμομιξία:
Ὁ Ποσειδῶνας καταδιώκει ἐρωτικά τήν ἀδελφή του Δήμητρα,πού μεταμορφώνεται σέ
φοράδα γιά νά τόν ἀποφύγει (σχετικό μέ αὐτό τό περιστατικό εἶναι τό γεγονός ὅτι
στή Φυγαλεία τῆς ἀρχαίας Ἀρκαδίας παρίσταναν τήν Δήμητρα μέ κεφάλι ἀλόγου). Ὁ
Δίας ἐπίσης συνέρχεται μέ τήν ἀδελφή του καί γεννιέται ἡ Περσεφόνη. Ἡ Ἀφροδίτη,
γιά νά ἐκδικηθεῖ μιά θνητή, τή Σμύρνα, ἐμπνέει σʼ αὐτήν αἱμομικτικό ἔρωτα πρός
τόν πατέρα της! Ὅλες αὐτές οἱ πράξεις ἀνακαλοῦν στή μνήμη μας τόν στίχο τοῦ
ποιητῆ, νοούμενον, βέβαια, ἀντίστροφα: «Ὄμορφος κόσμος, ἠθικός, ἀγγελικά πλασμένος»!
Τά στοιχεῖα πού εἴδαμε, παρουσιάζοντας προσαρμοσμένο ἕνα μέρος τῆς εἰσήγησης τοῦ
π. Δανιήλ Γούβαλη, ἀρκοῦν γιά νά καταρρίψουν τήν ἀπολυτοποίηση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ
κόσμου καί ἰδιαίτερα τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας του, ὅπως προβάλλεται ἀπό διάφορους
κύκλους ἀρχαιολατρῶν τῆς ἐποχῆς μας. Δυστυχῶς, ὑπάρχουν πολύ πιο συγκλονιστικά
στοιχεῖα. Πρόκειται γιά ὅσα ἀφοροῦν στήν ὑποτίμηση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καί,
ἰδιαίτερα, στήν πρακτική τῶν ἀνθρωποθυσιῶν στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, στά ὁποῖα θά ἀναφερθοῦμε
στο ἑπόμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου