ΠΕΡΙ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ. -- ΤΟΥ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ.

Επειδή το Θείον είναι αυτοαγαθότης και καθ’ εαυτό έλεος και άβυσσος χρηστότητος, αλλά και αυτής της αβύσσου χωρητικόν και επειδή είναι επάνω από κάθε όνομα και από κάθε νόημα πράγματος που είναι στην γην, ο άνθρωπος σώζεται μόνον με την ένωσή του σ’ αυτό. Ενώνεται δε ο άνθρωπος με το Θείον, κατά το δυνατόν, με την κοινωνία που πραγματοποιείται από τις όμοιες αρετές Θεού και ανθρώπου. Ενώνεται επίσης με την προσευχή και την δέηση προς τον Θεόν. Αλλά οι μεν αρετές, με τις οποίες κοινωνεί ο άνθρωπος με τον Θεόν, χάρις στην ομοιότητά τους με τις αρετές του Θεού, καθιστούν τον ενάρετον άνθρωπον κατάλληλον για να υποδεχθή το Θείον, αλλά οι αρετές δεν ενώνουν. Η δύναμη όμως της προσευχής ενεργεί με ιερό τρόπο και πραγματοποιεί την ανάταση του ανθρώπου και την ένωσή του με το Θείον, επειδή η προσευχή είναι σύνδεσμος των λογικών κτισμάτων με τον Θεόν, όταν βέβαια η προσευχή, βοηθουμένη από την θερμή κατάνυξη που καίει τα πάθη, υψωθή επάνω από τις ενέργειες των παθών και των διαφόρων λογισμών.
Γιατί είναι αδύνατος η ένωση του Θεού με τον εμπαθή νουν. Ώστε όσον ο νους είναι εμπαθής έστω και αν προσεύχεται, ακόμη δεν έχει ελεηθή από τον Θεόν. Αναλόγως δε με την σταδιακήν υπέρβαση των εμπαθών λογισμών, έρχεται ο νους στην κατάσταση του πένθους. Και ανάλογα δε με τον βαθμό του πένθους μετέχει του θείου ελέους και της θείας «παρακλήσεως» παρηγορίας. Και αν παραμείνει ο νους αρκετόν καιρόν στην κατάσταση του πένθους και της παρηγορίας με την ταπείνωση, τότε όλο το παθητικό μέρος της ψυχής (θυμικό και επιθυμητικό) μεταποιείται προς την αρετή.                           
β’. Όταν το ενιαίο του νου γίνη τρία, ενώ μένει ενιαίο (δηλαδή ο νους, ο λόγος και η βούληση), τότε ενώνεται με την Θεαρχική Τριαδική Μονάδα. Έτσι έχει αποκλεισθή κάθε είσοδος πλάνης, ο δε νους ήδη ανέβηκε επάνω από τις ενέργειες της σαρκός, του κόσμου και του διαβόλου. Αφού λοιπόν ο νους διέφυγε τελείως από τις επήρειές των, είναι πλέον ενωμένος με τον εαυτόν του και τον Θεόν. Και όσο παραμένει στην μυστικήν αυτήν ενότητα, απολαμβάνει πνευματικές αγαλλιάσεις, που αναβλύζουν από τα βάθη της ψυχής. Το δε ενιαίο του νου γίνεται τρία, ενώ μένει ενιαίο, με την στροφή του προς τον εαυτό του και δια του εαυτού του ανεβαίνει προς τον Θεόν. Η στροφή του νου προς τον εαυτόν του είναι μία επιτήρησή του. Η δε άνοδός του προς τον Θεόν ενεργείται στην αρχή με την «ευχή». Δηλαδή με προσευχή ολιγόλογον, «μονολόγιστον» ή συνεπτυγμένη και άλλοτε εκτενέστερη, που είναι πιο κοπιώδης. Εάν λοιπόν με υπομονή παραμένη κανείς σ’ αυτή την «συνέλιξη» του νου και την ανάτασή του προς το θείον και με ισχυρή βία συγκρατεί την διάνοιά του να μη περνούν λογισμοί, τότε έρχεται πλησίον του Θεού νοερώς, αισθάνεται ανέκφραστες ενέργειες, γεύεται κάτι από την κατάσταση του μέλλοντος αιώνος και πιστοποιεί με νοερή αίσθηση, ότι ο Κύριος είναι όντως χρηστός, όπως λέγει και ο ψαλμωδός: «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλμ. 39: 9). Το να εύρη λοιπόν ο νους το «τρισσόν», δηλαδή το να επιτύχη την αυτοεποπτείαν του και να εύχεται συγχρόνως, ίσως να μη είναι πολύ δύσκολον. Αλλά το να παραμένη μακρό χρόνο εν υπομονή σ’ αυτήν την κατάσταση, που γεννά ανέκφραστες εμπειρίες, αυτό είναι ασφαλώς το δυσχερέστερο. Γιατί κάθε κόπος οποιασδήποτε αρετής, συγκρινόμενος με αυτόν είναι μικρός και πολύ υποφερτός. Δια τούτο πολλοί, αρνούμενοι τον κόπον της προσευχητικής αρετής και την στενότητά της, χάνουν το πλάτος των θείων χαρισμάτων. Αλλά σε εκείνους που υπομένουν, στέλλονται από τον Θεόν μεγάλες δωρεές και χάριτες, που τους δυναμώνουν και τους συναντιλαμβάνονται ώστε με ευχαρίστηση και άνεση να τους οδηγούν στα πιο υψηλά. Έτσι, με την βοήθεια του Θεού, ο δύσκολος αγών γίνεται εύκολος και αποκτάται, ημπορούμε να πούμε, αγγελική ικανότης, ώστε η αδύνατη φύσις μας να δυναμώνεται μέχρι σημείου να ανεβαίνει σε επίπεδα υπερφυσικά, όπως λέγει ο Προφήτης, «οι υπομένοντες πτεροφυήσουσιν, αλλάξουσιν ισχύν» (Ησ. μ: 31).                                                                                                                                            
Γ’ . Νους λέγεται και η ενέργεια του νου, που συνίσταται από λογισμούς και νοήματα. Νους είναι και η δύναμις που ενεργεί τους λογισμούς και τα νοήματα, την οποίαν η Γραφή ονομάζει καρδίαν. Επειδή ο νους αποτελεί την κυριώτερη δύναμη απ’ όλες τις εντός μας δυνάμεις, γι’ αυτό η ψυχή μας είναι λογική. Η ενέργεια λοιπόν του νου (λογισμοί και νοήματα), εύκολα αποκαθίσταται και καθαρίζεται από εκείνους που κυρίως ζουν στην ησυχία και απασχολούνται στην προσευχή και ιδίως στην νοερά προσευχή. Αλλά η δύναμις που γεννά την ενέργειαν αυτήν, αδύνατον να καθαρίση, αν δεν καθαρίσουν και οι άλλες δυνάμεις της ψυχής. Διότι η ψυχή είναι μία ουσία πολυδύναμη. Λοιπόν μολύνεται ολόκληρη από την αμαρτία, που ενεργεί μία μόνο από τις δυνάμεις της, και συμμετέχουν όλες οι δυνάμεις της στον μολυσμόν της μίας λόγω του ενιαίου της ψυχής. Επειδή δε κάθε δύναμις της ψυχής παράγει ποικίλη ενέργεια, είναι δυνατόν μία οποιαδήποτε ενέργεια να καθαρθή για καιρό χάρις σε κάποια προσπάθεια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και η δύναμις της ενεργείας γίνεται καθαρή. Γιατί η δύναμις αυτή, επικοινωνούσα με τις άλλες, είναι πιο πολύ ακάθαρτη παρά καθαρή. Γι’ αυτό και εκείνος, που με την επιμέλεια της νοεράς προσευχής, εκαθάρισε την ενέργεια του νου και φωτίστηκε κάπως με το φως της πνευματικής γνώσεως ή και με νοερά έλλαμψη, εάν θεωρήση γι’ αυτό τον εαυτόν του κεκαθαρμένον, πλανάται αυταπατώμενος και με την οίησή του ανοίγει μεγάλη θύρα εναντίον του, για να πλανάται πάντοτε χωρίς να το καταλαβαίνει. Εάν πάλιν γνωρίζων την ακαθαρσίαν της καρδίας του, δεν υπερηφανευθή στην μικρή εκείνη καθαρότητα, αλλά βοηθούμενος από αυτήν βλέπει καθαρότερα την ακαθαρσία και των άλλων δυνάμεων της ψυχής, τότε προοδεύει στην ταπείνωση, προσθέτει κι’ άλλο πένθος και στη συνέχεια χρησιμοποιεί κατάλληλα μέσα θεραπείας για κάθε δύναμη της ψυχής. Και έτσι θεραπεύει το πρακτικό της ψυχής δια πρακτικών μέσων· το γνωστικό με γνωστικά μέσα και το θεωρητικό της ψυχής καθαρίζει με την προσευχή. Έτσι με τα μέσα αυτά φθάνει στην τελεία, την αληθινή και μονιμώτατη καθαρότητα του νου και της καρδίας. Στην καθαρότητα αυτήν αδύνατον να φθάση κανείς, παρά μόνον με την ακρίβειαν της πρακτικής ασκήσεως, με την επίμονον ασκητικήν αγωγήν, με τις πνευματικές θεωρίες και την προσευχήν, που αποκαλύπτει θεωρίες «κατά παραδοχήν», (δηλαδή αυτές που δίδει ο Θεός).

Δεν υπάρχουν σχόλια: