«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ἢ ΘΑΝΑΤΟΣ»

Η εφετεινή αὐγὴ τῆς ἐπετείου τῆς ἐνδόξου Παλιγγενεσίας εὑρίσκει τὴν Ἑλλάδα ὑπὸ ζυγὸν δουλείας. Πολλαπλῆ κατοχὴ διεδέχθη τὰ 180 ἔτη τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας. Ἀπὸ τὸ ἐθνικὸν εἰκονοστάσιον ἀνίστανται οἱ θρυλικοὶ ἥρωες Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Ἀνδροῦτσος, Μπότσαρης καὶ οἱ ἄλλοι καὶ κοιτοῦν τοὺς ἀπογόνους των μὲ ἀποστροφήν. Ἀναβιοῦν, ἀκόμη, τὰ Δερβενάκια, ἡ Γραβιά, τὸ Μεσολόγγι καὶ οἱ ἄλλοι τόποι τοῦ μεγαλείου καὶ μᾶς ἐλέγχουν…
Ἐπέπρωτο νὰ ἴδωμεν καὶ νὰ δοκιμάσωμεν τὴν νέαν δουλείαν, ἁμαρτήμασι τῶν πολιτικῶν, οὕτω δὲ ἀπέπτη ἡ ἐθνικὴ ἀξιοπρέπεια καὶ ἤδη ἀποτελεῖ ἀποδραμοῦσαν ἀρετὴν τὸ μοναδικὸν διεθνῶς ἐθνικὸν φιλότιμον! Πῶς κατηντήσαμεν ἐδῶ; Πῶς ἐγίναμεν χλεύη ὅλου τοῦ κόσμου; Πῶς ὡδηγήθη, πράγματι, ἡ Ἑλλὰς εἰς τὸ μηδὲν καὶ ἀκόμη πιὸ κάτω; Ἤχθημεν ἐδῶ ὑπαιτιότητι λαοῦ καὶ ἡγεσίας. Ἄγοντες, ὅμως, τὴν ἐπέτειον τῆς 25ης Μαρτίου 1821 ἂς ἀνατρέξωμεν εἰς τοὺς τότε χρόνους καὶ τὴν στάσιν τῶν ξένων. Λέγει παλαιὸς λόγος «ἐλασσονοῦσι φυλὰς ἁμαρτίαι». Καὶ ἡμεῖς ἡμάρτομεν κατὰ πολλά, ἐγκαταλείψαντες τὴν εὐλογημένην ὀλιγάρκειαν καὶ τὰς παραδοσιακὰς ἀξίας.
Τὸν 16ον αἰῶνα ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας Β/ ἔλεγε: «Εἰ καὶ δουλείᾳ τὸ Γένος ἡμῶν ὑπέπεσεν, ἀλλ᾽ ἀσεβείας ἀνένευσε καὶ μέλλει κηρῦττον τὴν εὐσέβειαν». Οἱ διαφωτισταί καὶ ἐθνεγέρται, ἤδη πρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως, ὅπως ὁ Ρήγας Φεραῖος, καὶ ἀκολούθως οἱ ἀρματολοὶ καὶ οἱ κλέφται, ἐκρίνοντο ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴν συνείδησιν ὡς οἱ τρομοκράται τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Εἰς τὸ «Τραγούδι τῆς Ρούμελης» ἡ Ἑλλὰς παρουσιάζεται νὰ ἐρωτᾶ: «Εὐρώπη, καὶ τί σοῦ ἔκαμα καὶ χαίρεσαι νὰ βλέπης / ἕνα θεριὸ στὸν θρόνον μου, ποὺ δὲν χορταίνει αἷμα;». Ἡ Εὐρώπη ἔμενεν ἀδρανής. Ἁπλῶς λειτουργοῦσε, διαχρονικῶς καὶ διατοπικῶς, τὸ σύνδρομον τοῦ εὐεργετηθέντος ἔναντι τοῦ εὐεργετήσαντος… Ὑπῆρχον περίοδοι, κατὰ τὰς ὁποίας ἡ αὐταπάτη ἐλειτούργει ὡς ἐπιδημία ἢ ἐκαλλιεργεῖτο ὡς παραίσθησις. Δῆθεν ἡ ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων θὰ ἤρχετο ὡς δῶρον! Φωτισμέναι διάνοιαι προειδοποίουν διὰ τὸ μάταιον τοιούτων προσδοκιῶν. Εἰς τοὺς πλήρεις διορατικότητος στίχους του ὁ Μητροπολίτης Μυρέων Ματθαῖος περιέλαβε καὶ τὰ ἀκόλουθα: «Οὐαὶ σ᾽ ἐμᾶς ἀφέντη μου μὲ τὴν ὀλίγην γνῶσιν, / ὁπ᾽ ἔχομεν τὸ θάρρος μας μέσα εἰς τὴν Σπανίαν / εἰς τὰ χοντρὰ τὰ κάτεργα ποὖναι στὴν Βενετίαν / νὰ ἔλθουσι μὲ τὸ σπαθὶ τὸν Τοῦρκον νὰ σκοτώσουν / νὰ πάρουν τὸ βασίλειον καὶ μᾶς νὰ μᾶς τὸ δώσουν».
Αἱ ποιητικαὶ ἐνοράσεις ἀποδεικνύονται ἀσφαλέστεραι ἀπὸ ἐκείνας τῶν ἄλλων.Ὅταν οἱ Ἕλληνες ἐπανεπαύοντο εἰς ματαίας, ἀλλὰ καὶ ἐπικινδύνους προσδοκίας, ὁ Λόρδος Βύρων τοὺς συνεβούλευε ρεαλιστικώτατα: «Ἔ, σεῖς οἱ κληρονόμοι τῆς σκλαβιᾶς!
/Ὅποιοι ἐλεύθεροι νὰ ζοῦνε θέλουν, / μονάχοι πρέπει νὰ συντρίψουν τὰ δεσμά, / καὶ τὴν ἐλευθερία ν᾽ ἀδράξουν μὲ τὰ ἴδιά τους τὰ χέρια. / Τί καρτερεῖτε; Τὸ Φράγκο καὶ τὸ Μόσκοβο νὰ σᾶς λυτρώσουν; / Ξυπνεῖστε… / Μὴ καρτερεῖτε λευτεριὰ ἀπ᾽ τοὺς Φράγκους. / Πουλάει κι ἀγοράζει ὁ βασιλιάς τους. / Στὰ ἑλληνικὰ σπαθιά, στὰ ἑλληνικὰ φουσάτα / ἡ στερνὴ ἀνδρείας ἐλπίδα. / Τοῦ Τούρκου ἡ δύναμη καὶ τοῦ Λατίνου ἡ δολερότη / τὴν πιὸ πλατειά σας ἀσπίδα θὰ συντρίψουν». Τί συνδυασμὸς κι᾽ αὐτός! Ἡ «δύναμη» τοῦ Τούρκου καὶ ἡ «δολερότη» τοῦ Λατίνου… Καὶ ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης γράφει: «Ἔφτασαν / ντυμένοι “φίλοι” / ἀμέτρητες φορὲς οἱ ἐχθροί μου / τὰ παμπάλαια δῶρα προσφέροντας. / Καὶ τὰ δῶρα τους ἄλλα δὲν ἤτανε / παρὰ μόνο σίδερα καὶ φωτιά».
Χρειάζεται καὶ ἄλλος βηματοδότης, διὰ νὰ διανύσωμεν τὴν παροῦσαν ἀκανθώδη

συγκυρίαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: