Γύρω στα 1800 κάποιος μοναχός από το Άγιον Όρος ξεκίνησε
να πάει στη Μικρά Ασία όπου υπήρχαν μετόχια αγιορείτικα, φέρνοντας μαζί του και
αγιογραφημένες εικόνες για να τις πουλήσει. Μια από αυτές τις εικόνες, ποιος
ξέρει με πόσες νηστείες και προσευχές αγιογραφημένη, ήταν της Παναγίας της
επονομαζόμενης Γοργοεπηκόου (Γοργοϋπηκόου). Την εικόνα αγόρασε στη Σμύρνη μια
οικογένεια ευσεβής, πού με τα χρόνια την έδινε πολύτιμη κληρονομιά σε κάθε
πρωτότοκο. Έτσι ήρθε και στα χέρια της Ιφιγένειας.
Μία μέρα του 1907, όταν η Ιφιγένεια Αναπλιώτου ήταν βρέφος στην κούνια, όπως της διηγούντο οι γονείς της. συνέβη το έξης θαυμάσιο: Οι γονείς γευμάτιζαν στον κάτω όροφο του σπιτιού τους, όταν από τον επάνω όροφο, πού ήταν η κούνια με το παιδί, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος που όλοι ξαφνιάστηκαν, ιδίως η μητέρα της Ελευθερία, πού φώναξε τρομαγμένη, μήπως της απήγαγαν το παιδί, και αμέσως έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Και αυτό που αντίκρυσαν ήταν κάτι το απίστευτο. Η εικόνα μόνη της είχε κατέβει από το εικονοστάσι, πού ήταν στο ίδιο δωμάτιο, και είχε σταθεί όρθια στο κιγκλίδωμα της κούνιας, ενώ το βρέφος κοιμόταν ήσυχο και αμέριμνο.
Τρόμαξαν, σάστισαν, έτρεξαν και φώναξαν τον ιερέα και έκαναν μια κατανυκτική παράκληση στην ΙΙαναγία και με δέος την έβαλαν πάλι στο εικονοστάσι. Αυτό το θαυμάσιο γεγονός το γιόρταζαν την μέρα κάθε χρόνο, στις 8 Σεπτεμβρίου, κάνοντας αγρυπνία στο σπίτι τους.
Όταν το 1922 έγινε
η Μικρασιατική καταστροφή και ο διωγμός, η οικογένεια της Ελευθερίας κατόρθωσε
να περάσει στη Μυτιλήνη. Μέσα στα ελάχιστα πράγματα πού μπόρεσαν, όπως όλοι, να
πάρουν μαζί τους, πρώτη ήταν η εικόνα αυτή της Παναγίας.
Στη Μυτιλήνη όπου εγκαταστάθηκαν, η μητέρα της Ιφιγένειας, Ελευθερία, κάθε 8η Σεπτεμβρίου γιόρταζε την Παναγία εις ανάμνησιν του μεγάλου θαύματος της στη Σμύρνη.
Μια χρονιά. 8 Σεπτεμβρίου, θα γιόρταζαν την Παναγία και όπως πάντα η Ελευθερία κατέβασε την εικόνα να την περιποιηθεί. Με πολλή ευλάβεια την καθάρισε και έτριψε το φωτοστέφανο της να γυαλίσει με αμμωνία, χωρίς να ξέρει φυσικά, ότι προκαλούσε φθορά στην εικόνα, πού υπάρχει ως τώρα. Αφού την τακτοποίησε, την ακούμπησε στο τραπέζι πού ήταν ακριβώς κάτω από το εικονοστάσι, όπου υπήρχαν και θρησκευτικά βιβλία.
Κάποια στιγμή, πού βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο, φύσηξε δυνατός αέρας από το ανοικτό παράθυρο και σήκωσε το πετσετάκι που ακουμπούσε το αναμμένο καντήλι στο εικονοστάσι. Πήρε φωτιά μια άκρη, έπεσε ένα αναμμένο κομμάτι στο τραπέζι άναψαν τα βιβλία, κάηκε το τραπέζι και στη στιγμή μεταδόθηκε η φωτιά σ” όλο το δωμάτιο. Η Ελευθερία, καίτοι κάπως βαρήκοη λόγω της ηλικίας της, άκουσε κάποιους χτύπους. Απορώντας τι να είναι, βγήκε στη πόρτα, αλλά δεν είδε κανέναν. Οι χτύποι όμως συνεχίζοντο πιο έντονα, και τότε ανέβηκε επάνω και μόλις άνοιξε την πόρτα του δωματίου, πετάχτηκαν φλόγες και καπνοί. Ζαλίστηκε, δεν μπορούσε να αναπνεύσει και με κόπο μπόρεσε να φωνάξει τους γειτόνους να σβήσουν τη φωτιά. Όταν τελικά μπόρεσε να μπει στο δωμάτιο, και έψαχνε με τα μάτια μέσα να διακρίνει κάτι στις φλόγες, πού ακόμα κρατούσαν. Και τι ήταν αυτό πού αντίκρισε;
Η εικόνα της Παναγίας, ανάμεσα στις φλόγες και στους καπνούς την κοίταζε από μακριά, χαμογελαστή, με κείνο το γλυκύτατο της μειδίαμα, ανέγγιχτη από τη φωτιά, και από τους καπνούς ώστε να λάμπει έτσι όπως την είχε γυαλίσει η ίδια. Οι φλόγες την είχαν σεβαστεί, και μήτε ίχνος καπνού την είχε αμαυρώσει.
Όλη η οικογένεια φύλαγαν και αυτό το θαύμα σαν πολύτιμο μαργαριτάρι στην καρδιά τους.
Τέσσερις Μοναχές ξεκίνησαν να κτίσουν ένα Μοναστήρι, Ησυχαστήριο. Μια μέρα (Ιανουάριο του 1965), ήρθαν στην Αθήνα, και έμεναν προσωρινά στο πατρικό σπίτι μιας εξ αυτών, πού ήταν εξοχικό, στα Μελίσσια.
Εκεί, εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, και συγχρόνως έψαχναν, για έναν κατάλληλο τόπο, για να κτίσουν σιγά-σιγά το Μοναστήρι τους. Τέλος, βρήκαν έναν τόπο στο Καπανδρίτι, τους άρεσε, και έδωσαν και μια προκαταβολή.
Η σκέψη τους ήταν, να παραγγείλουν στο Άγιον Όρος μια Εικόνα της Παναγίας της Γοργοεπηκόου, στο όνομα της οποίας θα αφιέρωναν το Μοναστήρι.
Μια μέρα, ήρθε να τις επισκεφθεί μια γυναίκα. Η Ιφιγένεια Αναπλιώτου. Αφού έμεινε αρκετά μαζί τους, σηκώθηκε να φύγει, λέγοντας:
– Πρέπει να πηγαίνω, γιατί έχω να περάσω από την εκκλησία, να πάρω μια Εικόνα μου, πού την πήγα για τους «Χαιρετισμούς». Ξέρετε, μαθεύτηκε πώς είναι πολύ θαυματουργή, και μου ζήτησαν να την πάω, να την προσκυνήσουν. Αλλά την ξύνουν οι γυναίκες, και φοβάμαι, πώς θα μου την αλλοιώσουν.
Μετά, τους διηγήθηκε, ότι την έφερε απ’ τη Σμύρνη. Ότι ήταν Εικόνισμα οικογενειακό, και από γενιά σε γενιά, ερχόταν πάντα στο πρώτο παιδί της οικογενείας, και τελευταία, ήρθε στα χέρια της….
– Σε ποια Χάρη της Παναγίας είναι η Εικόνα; Ρώτησαν εκείνες πολύ συγκινημένες.
– Είναι η Παναγία, η Γοργοεπήκοος, απάντησε η γυναίκα.
Μια αγαλλίαση και μια λαχτάρα πλημμύρισε την καρδιά, των τεσσάρων αφοσιωμένων Μοναχών.
– Και μεις, στην Γοργοεπήκοο θα αφιερώσουμε το Μοναστήρι μας, είπαν. Δεν μας την δίνεις την Εικόνα;
Αρνήθηκε ευγενικά, και κείνες δεν επέμεναν. Αυτά, έγιναν στα μέσα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Προς το Πάσχα, τους στέλνει ένα μήνυμα, ότι θα τους δώσει την Εικόνα, όταν θα κτίσουν το μοναστήρι. Είπε ακόμα, πώς και κείνη πάντα ονειρευόταν να της κτίσει μία εκκλησία, αλλά δεν είχε την οικονομική δυνατότητα.
Φαντάζεστε τη χαρά όλων, και πόσες ευχαριστίες έκαναν στην Παναγία, και στη Θεία Οικονομία οι Μοναχές, κατασυγκινημένες.
Από τότε, πέρασαν μερικοί μήνες. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, το 1965, την παρακάλεσαν να τους δώσει, για λίγο, την Εικόνα, για να βγάλουν μερικές φωτογραφίες της, γιατί θα έκαναν την πρώτη τους υπαίθρια Λειτουργία, στο Καπανδρίτι. Την έδωσε ευχαρίστως και όταν πήγαν να την επιστρέψουν τους είπε:
« Κρατήστε την»
…Από κείνη την ευλογημένη ώρα, το Εικόνισμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Γοργοεπηκόου, βρίσκεται στα χέρια τους, και με την χάρη της και τη δύναμή της, κτίστηκε η Ιερά Μονή Μάνδρας.
Κύρια πηγή: Χρυσούλας Χατζηγιαννιού, Η Κυρία Γοργοεπήκοος: Από την αιματωβαμένη Σμύρνη στα βουνά της Μάνδρας, έκδοσις Ε΄, Ιεράς Κοινοβιακής Μονής «Παναγίας της Γοργοεπηκόου», Μάνδρα Αττικής, 2002,
Στη Μυτιλήνη όπου εγκαταστάθηκαν, η μητέρα της Ιφιγένειας, Ελευθερία, κάθε 8η Σεπτεμβρίου γιόρταζε την Παναγία εις ανάμνησιν του μεγάλου θαύματος της στη Σμύρνη.
Μια χρονιά. 8 Σεπτεμβρίου, θα γιόρταζαν την Παναγία και όπως πάντα η Ελευθερία κατέβασε την εικόνα να την περιποιηθεί. Με πολλή ευλάβεια την καθάρισε και έτριψε το φωτοστέφανο της να γυαλίσει με αμμωνία, χωρίς να ξέρει φυσικά, ότι προκαλούσε φθορά στην εικόνα, πού υπάρχει ως τώρα. Αφού την τακτοποίησε, την ακούμπησε στο τραπέζι πού ήταν ακριβώς κάτω από το εικονοστάσι, όπου υπήρχαν και θρησκευτικά βιβλία.
Κάποια στιγμή, πού βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο, φύσηξε δυνατός αέρας από το ανοικτό παράθυρο και σήκωσε το πετσετάκι που ακουμπούσε το αναμμένο καντήλι στο εικονοστάσι. Πήρε φωτιά μια άκρη, έπεσε ένα αναμμένο κομμάτι στο τραπέζι άναψαν τα βιβλία, κάηκε το τραπέζι και στη στιγμή μεταδόθηκε η φωτιά σ” όλο το δωμάτιο. Η Ελευθερία, καίτοι κάπως βαρήκοη λόγω της ηλικίας της, άκουσε κάποιους χτύπους. Απορώντας τι να είναι, βγήκε στη πόρτα, αλλά δεν είδε κανέναν. Οι χτύποι όμως συνεχίζοντο πιο έντονα, και τότε ανέβηκε επάνω και μόλις άνοιξε την πόρτα του δωματίου, πετάχτηκαν φλόγες και καπνοί. Ζαλίστηκε, δεν μπορούσε να αναπνεύσει και με κόπο μπόρεσε να φωνάξει τους γειτόνους να σβήσουν τη φωτιά. Όταν τελικά μπόρεσε να μπει στο δωμάτιο, και έψαχνε με τα μάτια μέσα να διακρίνει κάτι στις φλόγες, πού ακόμα κρατούσαν. Και τι ήταν αυτό πού αντίκρισε;
Η εικόνα της Παναγίας, ανάμεσα στις φλόγες και στους καπνούς την κοίταζε από μακριά, χαμογελαστή, με κείνο το γλυκύτατο της μειδίαμα, ανέγγιχτη από τη φωτιά, και από τους καπνούς ώστε να λάμπει έτσι όπως την είχε γυαλίσει η ίδια. Οι φλόγες την είχαν σεβαστεί, και μήτε ίχνος καπνού την είχε αμαυρώσει.
Όλη η οικογένεια φύλαγαν και αυτό το θαύμα σαν πολύτιμο μαργαριτάρι στην καρδιά τους.
Τέσσερις Μοναχές ξεκίνησαν να κτίσουν ένα Μοναστήρι, Ησυχαστήριο. Μια μέρα (Ιανουάριο του 1965), ήρθαν στην Αθήνα, και έμεναν προσωρινά στο πατρικό σπίτι μιας εξ αυτών, πού ήταν εξοχικό, στα Μελίσσια.
Εκεί, εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, και συγχρόνως έψαχναν, για έναν κατάλληλο τόπο, για να κτίσουν σιγά-σιγά το Μοναστήρι τους. Τέλος, βρήκαν έναν τόπο στο Καπανδρίτι, τους άρεσε, και έδωσαν και μια προκαταβολή.
Η σκέψη τους ήταν, να παραγγείλουν στο Άγιον Όρος μια Εικόνα της Παναγίας της Γοργοεπηκόου, στο όνομα της οποίας θα αφιέρωναν το Μοναστήρι.
Μια μέρα, ήρθε να τις επισκεφθεί μια γυναίκα. Η Ιφιγένεια Αναπλιώτου. Αφού έμεινε αρκετά μαζί τους, σηκώθηκε να φύγει, λέγοντας:
– Πρέπει να πηγαίνω, γιατί έχω να περάσω από την εκκλησία, να πάρω μια Εικόνα μου, πού την πήγα για τους «Χαιρετισμούς». Ξέρετε, μαθεύτηκε πώς είναι πολύ θαυματουργή, και μου ζήτησαν να την πάω, να την προσκυνήσουν. Αλλά την ξύνουν οι γυναίκες, και φοβάμαι, πώς θα μου την αλλοιώσουν.
Μετά, τους διηγήθηκε, ότι την έφερε απ’ τη Σμύρνη. Ότι ήταν Εικόνισμα οικογενειακό, και από γενιά σε γενιά, ερχόταν πάντα στο πρώτο παιδί της οικογενείας, και τελευταία, ήρθε στα χέρια της….
– Σε ποια Χάρη της Παναγίας είναι η Εικόνα; Ρώτησαν εκείνες πολύ συγκινημένες.
– Είναι η Παναγία, η Γοργοεπήκοος, απάντησε η γυναίκα.
Μια αγαλλίαση και μια λαχτάρα πλημμύρισε την καρδιά, των τεσσάρων αφοσιωμένων Μοναχών.
– Και μεις, στην Γοργοεπήκοο θα αφιερώσουμε το Μοναστήρι μας, είπαν. Δεν μας την δίνεις την Εικόνα;
Αρνήθηκε ευγενικά, και κείνες δεν επέμεναν. Αυτά, έγιναν στα μέσα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Προς το Πάσχα, τους στέλνει ένα μήνυμα, ότι θα τους δώσει την Εικόνα, όταν θα κτίσουν το μοναστήρι. Είπε ακόμα, πώς και κείνη πάντα ονειρευόταν να της κτίσει μία εκκλησία, αλλά δεν είχε την οικονομική δυνατότητα.
Φαντάζεστε τη χαρά όλων, και πόσες ευχαριστίες έκαναν στην Παναγία, και στη Θεία Οικονομία οι Μοναχές, κατασυγκινημένες.
Από τότε, πέρασαν μερικοί μήνες. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, το 1965, την παρακάλεσαν να τους δώσει, για λίγο, την Εικόνα, για να βγάλουν μερικές φωτογραφίες της, γιατί θα έκαναν την πρώτη τους υπαίθρια Λειτουργία, στο Καπανδρίτι. Την έδωσε ευχαρίστως και όταν πήγαν να την επιστρέψουν τους είπε:
« Κρατήστε την»
…Από κείνη την ευλογημένη ώρα, το Εικόνισμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Γοργοεπηκόου, βρίσκεται στα χέρια τους, και με την χάρη της και τη δύναμή της, κτίστηκε η Ιερά Μονή Μάνδρας.
Κύρια πηγή: Χρυσούλας Χατζηγιαννιού, Η Κυρία Γοργοεπήκοος: Από την αιματωβαμένη Σμύρνη στα βουνά της Μάνδρας, έκδοσις Ε΄, Ιεράς Κοινοβιακής Μονής «Παναγίας της Γοργοεπηκόου», Μάνδρα Αττικής, 2002,
http://agiooros.org/viewtopic.php?f=53&t=12749#p34961
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου