Κάποτε οι μοναχοί
ανέθεσαν σε ένα χιώτη χρυσοχόο να επενδύσει με χρυσό ένα μέρος της ιερής
εικόνας (της Παναγίας της Νιαμονίτισσας ) , για να την προφυλάξουν από τη
φθορά. Ο εκκλησιάρχης την τοποθέτησε στον κυρίως ναό , και ο τεχνίτης άρχισε
την εργασία του με ευλάβεια.
Ξαφνικά ακούει μια γλυκειά φωνή να του λέει ψιθυριστά:
- Ελαφρά χτύπα, ελαφρά. Να ʼ χης την ευχή μου, γιατί η εικόνα είναι παλαιά!
Σηκώνει τα μάτια ο χρυσοχόος και βλέπει μια μεγαλόπρεπη γυναίκα με ολόχρυση φορεσιά. Δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει ποια ήταν , γιατί μπήκε αμέσως στο ιερό βήμα από τη νότια πύλη. Τρέχει να την προφθάσει, αλλά Εκείνη είχε εξαφανιστεί. Μπαίνει στο ιερό , και τότε αναγνωρίζει στη μορφή της πλατυτέρας τη γυναίκα, που πριν λίγο του είχε φανερωθεί.
Ξαφνικά ακούει μια γλυκειά φωνή να του λέει ψιθυριστά:
- Ελαφρά χτύπα, ελαφρά. Να ʼ χης την ευχή μου, γιατί η εικόνα είναι παλαιά!
Σηκώνει τα μάτια ο χρυσοχόος και βλέπει μια μεγαλόπρεπη γυναίκα με ολόχρυση φορεσιά. Δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει ποια ήταν , γιατί μπήκε αμέσως στο ιερό βήμα από τη νότια πύλη. Τρέχει να την προφθάσει, αλλά Εκείνη είχε εξαφανιστεί. Μπαίνει στο ιερό , και τότε αναγνωρίζει στη μορφή της πλατυτέρας τη γυναίκα, που πριν λίγο του είχε φανερωθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου