O Συναξαριστής της ημέρας.

Πέμπτη, 22 Δεκεμβρίου 2016

Αναστασίας της φαρμακολυτρίας.

Αναστασία η ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου Διοκλητιανού, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄- τε΄ (284- 305), κατήγετο δε από την περίδοξον και μεγαλόπολιν Ρώμην, από γένος περιφανέστατον, ωραία την όψιν και ευπρεπέστατα εις τα ήθη και τάξεις κεκοσμημένη και με την ευγένειαν της ψυχής εστολισμένη υπέρ το κάλος του σώματος. Ο πατήρ της ωνομάζετο Πραιξτετάτος, είχε δε διδάσκαλον ενάρετόν τινα άνθρωπον ονόματι Χρυσόγονον, εκ του οποίου εδιδάχθη την ευσέβειαν και εγνώρισε τον αληθή Θεόν, τα δε αναίσθητα είδωλα απέβαλε και κατεφρόνησεν.
Και ούτω μεν η Αγία επορεύετο· ο δε πατήρ αυτής την υπάνδρευσε χωρίς την θέλησίν της μετά τινος ειδωλολάτρου, Ποπλίωνος ή Πουπλίου καλουμένου, τον οποίον εμίσει η κόρη και προφασιζομένη ασθένειαν δεν εδέχθη την μετ΄ εκείνου κοινωνίαν διά τε την απιστίαν του, και την προς την παρθενίαν αγάπην της· καθ΄ εκάστην δε προσηύχετο εις τον Χριστόν φυλάττουσα πάσας τας εντολάς του. Εξαιρέτως δε ηγάπα πολύ την ταπείνωσιν. Όθεν πολλάκις εξεδύετο τα πολύτιμα και λαμπρά της ιμάτια και ενεδύετο πενιχρά δια να μη την γνωρίζωσιν, επήγαινε δε με την δούλην της εις τας φυλακάς και επεμελείτο τους Χριστιανούς, σπογγίζουσα τας πληγάς και τα αίματα αυτών. Ειργάζετο δε και πάσαν άλλην υπηρεσίαν η μακαρία ως να ήτο δούλη και καταφιλούσα εξ ευλαβείας τας πληγάς τών Μαρτύρων, τους ενουθέτει να μη δειλιάσωσι κολαστήρια πρόσκαιρα, αλλά να φυλάττουν στερεά την ευσέβειαν, τους έδιδε δε και τροφάς, ενδύματα και παν άλλο αναγκαίον του σώματος, ταύτα δε ετέλει κατά πάσας τας νύκτας κρυφίως, δίδουσα εις τους φύλακας χρήματα, δια να την αφήνουν να εισέρχεται. Ταύτα μαθών ο Ποπλίων την εφυλάκισε και ούτε αυτήν άφηνε να εξέρχεται ουδόλως, ούτε εις άλλην τινά να της ομιλήση τελείως επέτρεπεν. Όθεν ελυπείτο διότι δεν είχεν άδειαν να επιμελήται τους φυλακισμένους ως πρότερον, εξαιρέτως δε είχε θλίψιν απαραμύθητον δια τον διδάσκαλόν της Χρυσόγονον, όστις επήγαινε πρωτύτερα και την έβλεπε πολλάκις και συνεχαίροντο, τότε δε τον είχε και αυτόν φυλακισμένον ο βασιλεύς δια την ευσέβειαν. Όθεν δεν ηδύνατο να ίδη ή να παρηγορήση ο εις τον άλλον δια στόματος, αλλά μόνον γυναίκα τινά γραίαν έστειλε προς αυτόν η Αγία, και του διεμήνυσε να κάμη προς τον Θεόν δι΄ αυτήν δέησιν, να την λυτρώση από τα δεσμά, δια να θεραπεύη τους Μάρτυρας. Ο δε Χρυσόγονος τής απήντησε να έχη υπομονήν, διότι εις ολίγας ημέρας θέλει αποθάνει ο άνδρας της και θα μείνη εντελώς ελευθέρα, όπερ και εγένετο. Διότι ο βασιλεύς απέστειλεν αυτόν πρέσβυν εις τους Πέρσας και εφονεύθη καθ΄ οδόν. Όθεν λαμβάνουσα η Αγία ελευθερίν τελείαν, ετέλει ανεμποδίστως όσα εβούλετο, χαρίζουσα εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά της και παρακινούσα τους Αγίους Μάρτυρας να υπομένουν ανδρείως τα κολαστήρια.                                            Ο δε δυσσεβής Διοκλητιανός ήτο τότε εις την Νίκαιαν, και τας μεν άλλας δημοσίας υποθέσεις δεν επεμελείτο τόσον, όσον εφρόντιζε να μη διαφύγη κανείς ευσεβής από τας χείρας του. Ανέφερον λοιπόν εις αυτόν, ότι εις την Ρώμην είχον πολλούς Χριστιανούς φυλακισμένους και τους εβασάνιζον διαφόρως, αλλ΄ ουδείς εξ αυτών κατεδέχετο να προσκυνήση τα είδωλα, έχοντες διδάσκαλον τινα την κλήσιν Χρυσόγονον, όστις τους παρεκίνει εις το Μαρτύριον. Τότε ο βασιλεύς προσέταξε τους μεν άλλους να βασανίσουν πολλά, έπειτα εάν δεν θυσιάσωσι να τους δώσουν πικρόν θάνατον, τον δε θείον Χρυσόγονον να φέρωσιν ενώπιόν του ως κατάδικον. Λαβόντες λοιπόν τούτον οι στρατιώται επήγαινον εις τον βασιλέα, ηκολούθει δε και η θαυμαστή Αναστασία, δεικνύουσα νικημένην την του γένους ασθένειαν από την ευγένειαν του φρονήματος. Όταν δε έφθασαν εκεί, είπε ταύτα ο βασιλεύς προς τον Χρυσόγονον· «Υπάκουσον εις το πρόσταγμά μου, θυσίασον εις τους θεούς να λυτρωθής από διάφορα κολαστήρια και να σε κάμω έπαρχον της Ρώμης». Ο δε Άγιος με παρρησίαν πολλήν απεκρίνατο· «Ένα και μόνον Θεόν γνωρίζω, τον οποίον ομολογώ αληθέστατον και με το στόμα και με όλην την ψυχήν και καρδίαν μου· αυτόν λατρεύω και προσκυνώ και προκρίνω, ως πάντων των ηδέων ηδύτερον και πάσης ζωής ποθεινότερον, θεών δε πλήθος και μύθους και δαίμονας αποστρέφομαι και συμβουλεύω ομοίως την βασιλείαν σου να τους μισήσης ως αιτίους βλάβης και απωλείας ψυχών, τας δε τιμάς και τας δωρεάς, τας οποίας μού υπόσχεσαι, νομίζω σκιάν και όνειρα». Την παρρησίαν ταύτην του Αγίου θαυμάσας ο βασιλεύς, προσέταξε να τον αποκεφαλίσουν εις τόπον έρημον, τούτου δε γενομένου έρριψαν το Λείψανον αυτού εις παρακειμένην λίμνην.                                                                                                              Εις εκείνα τα μέρη, εις τα οποία έρριψαν το Λείψανον του Χρυσογόνου, κατώκουν τρεις αδελφαί, Αγάπη, Χιονία και Ειρήνη καλούμεναι, διέμενε δε εκεί και Ιερομόναχος τις ενάρετος, ονόματι Ζωϊλος, ο οποίος δια θείας αποκαλύψεως είδε που ευρίσκετο το Λείψανον του Αγίου Χρυσογόνου. Όθεν λαβών αυτό ως και την τιμίαν αυτού κεφαλήν με πολλήν ευλάβειαν, το απέκρυψεν εις το κελλίον του, και μετά ημέρας τριάκοντα φαίνεται εις αυτόν ο Άγιος Χρυσόγονος και του λέγει· «Γνώριζε, Ζωϊλε, ότι ο δυσσεβής βασιλεύς έμαθε περί των τριών αδελφών Ειρήνης, Αγάπης και Χιονίας και θέλει θανατώσει αυτάς εντός εννέα ημερών. Ιδού λοιπόν έρχεται η του Χριστού δούλη Αναστασία, να τας ενθαρρύνη προς το Μαρτύριον. Ετοιμάσου δε και συ δια την μέλλουσαν ζωήν, διότι εις ολίγας ημέρας έρχεσαι προς ημάς, να απολαύσης τους γλυκυτάτους καρπούς των πόνων σου». Την αυτήν οπτασίαν είδε και η παρθένος Αναστασία. Όθεν απήλθεν ευθύς εις το οικητήριον του Ζωϊλου χαίρουσα, ιδούσα δε εκεί τας τρεις Αγίας Παρθένους, ηρώτησε δια το ιερόν Λείψανον του Αγίου Χρυσογόνου. Αφού λοιπόν είδε και προσεκύνησε τούτο ευλαβώς, έλαβε τας Αγίας Παρθένους και απήλθεν εις άλλον τόπον, εδίδασκε δε καθ΄ οδόν αυτάς να μη δειλιάσουν τα των ασεβών κολαστήρια. Και ταύτα μεν έπραξαν αι Παρθένοι, ο δε θείος Ζωϊλος κατά την θείαν αποκάλυψιν απήλθεν εν ειρήνη προς Κύριον. Μαθών ο παράνομος βασιλεύς, εις ποίον τόπον ευρίσκοντο αι τρεις εκείναι Παρθένοι, προσέταξε να τας συλλάβουν και να τας φέρουν εις το θέατρον. Τούτου δε γενομένου πρώτον μεν ήρχισε να κολακεύη τας Αγίας με ημερότητα, εγκωμιάζων με λόγους την ωραιότητα τούτων και υποσχόμενος να τας υπανδρεύση πλουσίως και να χαρίση εις αυτάς μεγάλα δωρήματα, εάν προσκυνήσουν τα είδωλα. Η δε πρώτη κατά την ηλικίαν, ήτις εκαλείτο Αγάπη, δια να δείξη την προς τον αληθή Θεόν αγάπην αυτών, με παρρησίαν πολλήν απεκρίνατο· «Μη βάλης ποσώς εις τον νουν σου, ω βασιλεύς, ότι θέλομεν φοβηθή δεινά κολαστήρια ή σκληρότατον θάνατον, ή ότι θα μας νικήση η λαμπρότης του γένους, ή θα λυπηθώμεν το κάλλος των σώματος ή ότι με κολακείας θέλεις αδυνατίσει την στερεότητά μας, να προδώσωμεν την ευσέβειαν. Μάλιστα όσον μάς βασανίσης χειρότερα, τόσον θέλεις μάς ωφελήσει περισσότερον». Ιδών ο Βασιλεύς την τοσαύτην παρρησίαν των Παρθένων εθαύμασεν, επειδή όμως είχεν υπηρεσίαν να υπάγη εις την Μακεδονίαν, τας εφυλάκισε και προσέταξε τον έπαρχον Δουλκίτιον να τας εξετάση με επιμέλειαν και να δώση εις αυτάς δεινά κολαστήρια. Η δε Αναστασία ηκολούθει τας Αγίας και επεμελείτο αυτάς, ως και τους άλλους Χριστιανούς εις όλα τα χρειαζόμενα, ως και ανωτέρω είπομεν.                                  Ο δε πονηρός Δουλκίτιος ήτο ασελγής πολύ και ακόλαστος εις την πορνείαν ο μιαρώτατος, και επεθύμησε να μιάνη μίαν από τας τρεις παρθένους, βλέπων την πολλήν αυτών ωραιότητα. Όθεν μεμεθυσμένος καθώς ήτο από τον έρωτα και τον οίνον, απήλθε νύκτα τινά μόνος του εις την φυλακήν δια να πράξη το μελετώμενον. Αλλά Θεού θέλοντος έκαμε λάθος εις τον τόπον, και εισήλθεν εις εν μαγειτείον, εις το οποίον ήσαν χύτραι μουτζουρωμέναι, τας οποίας νομίζων ότι ήσαν τα κοράσια, τας ενηγκαλίζετο και εγένετο μαύρος από την μουτζούραν εις όλον το πρόσωπον. Έπειτα εξελθών έξω δια να υπάγη εις το παλάτιον, δεν τον εγνώριζε κανείς ότι είναι ο έπαρχος, μάλιστα ενόμιζον ότι ήτο παράφρων τις και δαιμονιζόμενος, και άλλοι μεν εγέλων, άλλοι δε τον έδερον· όταν δε έφθασεν εις το παλάτιον δεν τον άφησαν οι δορυφόροι να εισέλθη εντός αυτού, αλλά τον απεδίωκον και έσπρωχναν έξω αυτού και μάλιστα τον εγρονθοκόπησαν· διότι ουδείς ηδύνατο να φαντασθή ότι αυτός ήτο ο έπαρχος· μόνον δε συγγενείς του τινές ιδόντες αυτόν τον εγνώρισαν μετά βίας και τον επήγαν εις την οικίαν του. Συνελθών δε ούτος από της μέθης, έλεγε ότι του έκαμαν οι Χριστιανοί μαγείαν και θυμωθείς κατ΄ αυτών έτι περισσότερον προσέταξε να φέρουν τας τρεις Παρθένους και να τας γυμνώσουν τελείως δια να τας διαπομπεύση εις εκδίκησιν της αισχύνης του. Αλλ΄ ω των παραδόξων πραγμάτων, δημιουργέ Κύριε! Ως έφεραν τας τιμίας Παρθένους και εδοκίμασαν να αφαιρέσουν τα υποκάμισά των, έγιναν ταύτα ως δέρματα και εκόλλησαν τόσον εις τας σάρκας αυτών, ώστε δεν ηδυνήθησαν τελείως να τον ξεσχίσουν οι δήμιοι, και πάντες εξέστησαν εις τοιούτον εξαίσιον θαύμα. Αλλά και έτερον θαύμα ηκολούθει τω θαύματι, διότι έμεινε τυφλός ο έπαρχος από ουράνιον δύναμιν, και ηναγκάσθησαν να τον σηκώσουν από τον θρόνον του ως άψυχον χόρτον και τον υπάγουν εις τον κράββατόν του· την δε επαρχίαν έλαβεν από τον βασιλέα άλλος, το όνομα Σισίνιος, όστις εδοκίμασε και αυτός να διαστρέψη τας Παρθένους με απειλάς και κολακείας. Βλέπων όμως ότι εις μάτην κοπιάζει δέρων τον αέρα, προσέταξε να καύσουν τας δύο αδελφάς, Αγάπην και Χιονίαν, την δε Ειρήνην αφήκεν, ως νεωτέραν, έχων εις αυτήν ολίγην ελπίδα ο δείλαιος. Ανάψαντες λοιπόν οι υπηρέται την κάμινον, έκαμαν αι Άγιαι προσευχήν κι ποιήσασαι το σημείον του Τιμίου Σταυρού επήδησαν εντός της παφλαζούσης φλογός αγαλλιώμεναι. Ο δε παντοδύναμος Θεός έλαβε τας ψυχάς αυτών χωρίς να πονέσωσι· διότι το πυρ ουδόλως έβλαψεν αυτάς, ούτε ετόλμησε να καύση καν τρίχα τινά της κεφαλής αυτών ή ιμάτιον. Όθεν η φιλομάρτυς Αναστασία επήρε τα ιερά αυτών Λείψανα και τα ενεταφίασε με πολλήν ευλάβειαν, δεομένη του Θεού καθ΄ εκάστην, να την αξιώση και αυτήν του Μαρτυρικού στεφάνου. Ο δε Σισίνιος εκολάκευε πάλιν την Ειρήνην να θυσιάση. Έπειτα, όταν είδεν ότι δεν επείθετο, την ηπείλησε και της λέγει· «Γνώριζε, ότι, εάν παρακούσης εις το πρόσταγμά μου, θέλω προστάξει να σε βάλουν εις τόπον τινά ατιμίας δημόσιον, εις τον οποίον θα έρχεται πας τις να σε πορνεύη, δια να φθαρή και να μολυνθή, κατά την Γραφήν σας, η ψυχή και το σώμα σου».  Η δε απεκρίνατο· «Ελπίζω εις τον Δεσπότην μου να λυτρώση από τας παγίδας τούς πόδας μου και να φυλάξη την ψυχήν μου αμόλυντον· εάν δε πάλιν και μολυνθώ βιαίως και χωρίς την θέλησίν μου, δεν θα έχω εγώ αμαρτίαν, διότι ακουσίως μου έγινε». Τότε ο άρχων παρέδωκεν αυτήν εις τους στρατιώτας, να την υπάγουν εις πορνείον, δια να πηγαίνη εις αυτήν όστις θέλει. Ο Πανάγαθος όμως Θεός δεν ημέλησεν, αλλά έστειλεν ευθύς Αγίους Αγγέλους εις σχήμα στρατιωτών, οίτινες λαβόντες την Αγίαν την επήγαν επάνω εις εν όρος εις πείσμα του άρχοντος, όστις βλέπων τοιούτον θαυμάσιον δεν έπαυσε να πολεμά με τον Παντοδύναμον ο αδύνατος, αλλά έτρεχε προς το όρος έφιππος, δια να την πάρη βιαίως ο αφρονέστατος. Αλλά πάλιν θαύμα εις το θαύμα ηκολούθησε και έβλεπε μεν την κόρην από μακράν, αλλά να την πλησιάση δεν ηδύνατο· διότι θεία τις δύναμις αόρατος τον ημπόδιζεν, ως να ήτο έμπροσθεν αυτού τείχος απροσπέλαστον· και βλέπων δεν έβλεπεν, αλλά έκαμε τον γύρον του όρους ψηλαφών ανωφελώς και εβασανίζετο ματαίως έως εις το εσπέρας περιπλανώμενος. Τότε έρριψε στρατιώτης τις εν βέλος κατά της Μάρτυρος, το οποίον Θεού συγχωρήσαντος διεπέρασε την Αγίαν. Η δε Μάρτυς, ευχαριστήσασα τον Χριστόν, όστις την εφύλαξεν άμωμον, εναπέθεσεν εις χείρας Αυτού την μακαρίαν ψυχήν της, όταν δε ο άρχων ανεχώρησεν, λαβούσα η Αναστασία το Λείψανον ενεταφίασεν αυτό εντίμως και ευσεβώς ομού με τα Λείψανα των άλλων Αγίων Παρθένων αλείψασα τούτο με μυριστικά θυμιάματα. Ταύτα μαθών ο άρχων εφυλάκισε την Αναστασίαν, σκοπεύων να την βασανίση με κολαστήρια. Ακούσας όμως ότι ήτο από τας ευγενεστέρας της Ρώμης δεν ετόλμησε να την εγγίση, αλλά την έστειλεν εις τον βασιλέα, όστις εξήτασεν αυτήν τι έκαμε τον πατρικόν της πλούτον. Η δε απεκρίνατο· «Πρώτον διεμοίρασα όλα τα υπάρχοντά μου εις τους πτωχούς Χριστιανούς, έπειτα ήλθα να προσφέρω ολοψύχως εις τον Χριστόν το σώμα μου, ίνα θυσιασθή δια την αγάπην του, επειδή άλλο τι δεν εξουσιάζω να αφιερώσω εις τον Ποιητήν και Σωτήρα μου». Ο δε βασιλεύς, γνωρίσας το στερρόν της γνώμης της, δεν ηθέλησε να την βασανίση αυτός, δια να μη τον νικήση και τον καταισχύνη. Όθεν την παρέδωκεν εις τον έπαρχον, όστις λέγει προς αυτήν με ήπιον τρόπον· «Διατί δεν προσκυνείς τους θεούς, τους οποίους ο πατήρ σου εσέβετο»; Η δε απεκρίνατο· «Αυτούς μεν ελύτρωσα από τας αράχνας, τας μυίας και τα όρνεα, τα οποία τους ερρύπαιναν, παραδώσασα τούτους εις το πυρ· τας δε γαστέρας των πτωχών ενέπλησα δια βρωμάτων χρησιμοποιήσασα τα άχρηστα». Ο δε έπαρχος είπε μετά θυμού· «Μα τους θεούς, εγώ να παιδεύσω μεγάλως ταύτην την ιερόσυλον». Λέγει η Μάρτυς· «Θαυμάζω την γνώσιν σου, ω δικαστά, ότι την καλήν πράξιν καλείς ιεροσυλίαν. Εάν εκείνα τα άψυχα είχον αίσθησιν ή δύναμίν τινα, διατί δεν εβοηθούσαν τον εαυτόν τους, να μη τους συντρίψω ή να παιδεύσουν εμέ όταν τους έκαυσα»; Αφού λοιπόν ο έπαρχος εδοκίμασε με πολλάς κολακείας και απειλάς και δεν ενίκησε την Αγίαν, ανέφερεν εις τον βασιλέα τα γενόμενα, όστις παρέδωκεν αυτήν εις τον Αρχιερέα του Καπιτωλίου, Ουλπιανόν καλούμενον, όπως την καταπείση και προσκυνήση τα είδωλα, ως πολυμήχανος όπου ήτο εις το κακόν και σκληρότατος, ή άλλως να την θανατώση ανηλεώς. Λαβών εκείνος την Αγίαν εις την εξουσίαν του, προσεπάθησε να εξαπατήση αυτήν με διάφορα τεχνάσματα, μεταξύ των οποίων ήτο και το εξής. Ετοποθέτησεν εις το εν μέρος στολάς γυναικείας πολυτίμους, λίθους τιμίους, άνθη ευώδη, κλίνας αργυράς, στρώματα λαμπρά και άλλα ωραιότατα πράγματα· εις δε το άλλο στρεβλωτήρια και άλλα διάφορα κολαστήρια όργανα, δια να την εκφοβίση με ταύτα ή να την δελεάση με τα χαρμόσυνα. Αλλά διεψεύσθη εις τας ελπίδας του ο δείλαιος. Διότι η Αγία ουδόλως ενικήθη υπ΄ αυτών, αλλά έμεινε στερεά και ακλόνητος. Όθεν την εφυλάκισεν, δώσας εις αυτήν προθεσμίαν τριών ημερών να συλλογισθή το συμφέρον της. Η δε Αγία έλεγε προς αυτόν· «Μη χάνης τον καιρόν σου ματαίως, διότι καν τρία έτη διορίαν μου δώσης, καν περισσότερον, εγώ ένα Θεόν προσκυνώ, τον αιώνιον, δια τον Οποίον παραδίδω και την ψυχήν μου προθύμως εις θάνατον, τους δε θεούς σου καταφρονώ ομού με τα των βασιλέων προστάγματα». Έμεινε λοιπόν η Αγία εις την φυλακήν και επί τρεις ημέρας δεν εδοκίμασε βρώσιμόν τι. Κατά το διάστημα δε τούτο τρεις γυναίκες, εις το κακόν εξησκημέναι, αποσταλείσαι προς τούτο υπό του βασιλέως, προσεπάθουν να διαστρέψουν αυτήν, αλλ΄ εις μάτην εκοπίασαν μη δυνηθείσαι να σαλεύσουν ποσώς την πίστιν της Αγίας. Ο δε μιαρός δικαστής εκίνησε να υπάγη εις την φυλακήν, να μολύνη την αμόλυντον ο παμβέβηλος. Αλλά παρευθύς επληγώθη αοράτως από τον Κύριον, και έμεινεν όχι μόνον τυφλός, αλλά και από τους πόνους σφοδρώς οδυνώμενος, φωνάζων δε επεκαλείτο τους ανισχύρους θεούς του εις βοήθειαν. Όθεν συναθροισθέντες εις τας φωνάς του οι γείτονες τον έφεραν βαστακτόν εις τον οίκον του, αλλά δεν είχεν από τους πόνους ανάπαυσιν. Νομίζων δε, ότι θέλει εύρει θεραπείαν τινά, εάν κατέφευγεν εις τους μιαρούς ναούς των ειδώλων, προσέταξε και τον επήγαν εις ένα εξ αυτών, εκεί δε από τους πόνους βασανιζόμενος ο άδικος δικαστής κακώς εξέψυξεν. Μετά τον θάνατον εκείνου λυτρωθείσα εκ της φυλακής η Αγία, επήγεν εις άλλην χώραν, εις την οποίαν ήτο φυλακισμένη δια την πίστιν γυνή τις καλουμένη Θεοδότη, ήτις είχεν υποστή πολλά μαρτύρια από τον Λευκάδιον τον κόμητα της πόλεως· διηγουμένη δε η Αναστασία εις αυτήν όσα της έκαμαν, εστερέωσεν αυτήν περισσότερον. Ο δε Λευκάδιος, ταύτα μαθών, την μεν Αναστασίαν εφυλάκισε, την δε Θεοδότην έστειλε δεδεμένην εις τον ύπατον της Βιθυνίας με γράμματα, όστις την εβασάνισε διαφόρως και μη δυνάμενος να την νικήση, προσέταξε να φέρουν τους δύο παίδας της και ηπείλει και αυτούς να τους θανατώση, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα. Ο δε πρωτότοκος ονόματι Εύοδος απεκρίνατο· «Ημείς, ω ηγεμών, δεν φοβούμεθα κολαστήρια σώματος, επειδή αυτά μάς προξενούν ζωήν αιώνιον· μόνον δε τον αληθή Θεόν φοβούμεθα και τρέμομεν, όστις δύναται να κολάση δεινώς την ψυχήν και το σώμα εις την ατελεύτητον γέενναν». Βλέπων τον νέον ο άρχων είπε προς αυτόν· «Θαυμάζω πως έχεις τόσην μάθησιν, ενώ είσαι ολίγων ετών και συ ομιλείς τοσούτον ευκόλως και καλλίτερα από γέροντα». Ο δε απεκρίνατο· «Η μεν γλώσσα είναι ιδική μου, τα δε λόγια είναι του Κυρίου, όστις μας υπεσχέθη ότι, όταν μας φέρουν εις τα κριτήρια, θα ομιλή Εκείνος δι΄ ημάς». Τότε ο δυσσεβής προστ΄σσει να ραβδίσουν τον παίδα νηλεώς, έμπροσθεν της μητρός του, δια να πονέση τα σπλαγχνα βλέπουσα το τέκνον βασανιζόμενον. Η δε γενναία μήτηρ εχαίρετο και το παρεκίνει τοιαύτα λέγουσα· «Έχε υπομονήν, τέκνον μου· στέκου ανδρείος και υπόμεινον δια τον Χριστόν, να λάβης ένδοξον στέφανον». Όθεν ο άνομος δικαστής, θυμωθείς περισσότερον, παρέδωκεν αυτήν εις άνθρωπον ασελγή και ακόλαστον, ο οποίος ωνομάζετο Υρτακός και του έδωκεν εντολήν να την μιάνη υβριστικώς, ευθύς όμως ως ήγγισεν εις αυτήν ο παμμίαρος ηλλοιώθη όλον το πρόσωπον αυτού και έτρεχεν ως ποταμός το αίμα από την ρίνα του, εφώναζε δε προς τον ύπατον λέγων· «Ως έβαλα την χείρα μου εις την Θεοδότην έπαθα μεγάλο κακόν· διότι είδον νέον τινά ευπρεπή και λαμπρότατον, όστις μου έδωσε ράπισμα τοσούτον δυνατόν, ώστε συνέτριψε τους μυκτήρας μου». Αλλά και ταύτα ακούων εκείνος ο ασυνείδητος και τοιούτον θαυμάσιον βλέπων, δεν επίστευσεν, αλλ΄ εδοκίμαζε με απειλάς την Μάρτυρα λέγων· «Εάν δεν προσκυνήσης τους αθανάτους θεούς, θέλεις ίδει εσφαγμένα έμπροσθέν σου τα ηγαπημένα σου τέκνα». Λέγει προς αυτόν η Αγία· «Αυτό επιθυμώ και εγώ, να προπέμψω ζώσα προς τον Δεσπότην Χριστόν τα τέκνα μου, εις τον ασφαλή εκείνον και σωτήριον λιμένα και τότε να ακολουθήσω κατόπιν αυτών, να συνευφραινώμεθα πάντοτε». Ούτοι οι λόγοι διετάραξαν τον τύραννον και προστάσσει να τους καύσουν εις κάμινον, εις την οποίαν εισήλθον η μήτηρ με τα τέκνα αγαλλιώμενοι και ευχαριστούντες τον Κύριον, ούτω δε τας αγίας αυτών ψυχάς εις χείρας Θεού εναπέθεντο. Τοιουτοτρόπως η μεν Θεοδότη συν τοις τέκνοις το μκάριον τέλος εδέχθησαν· η δε μακαρία Αναστασία ήτο φυλακισμένη από τον έπαρχον του Ιλλυρικού, όστις ακούσας ότι ήτο από πλουσίους γονείς και περίδοξος, εδοκίμασεν, ως φιλάργυρος, εάν δυνηθή, να κερδήση χρήματα τινα και της λέγει· «Εάν είσαι αληθής Χριστιανή, κάμε τον λόγον του Νυμφίου σου· καταφρόνησον όλα τα χρήματα και τα πράγματα, τα οποία έχεις και δος τα εις εμέ, να λυτρωθής από τας φροντίδας· όταν κάμης αυτό, μη φοβείσαι από εμέ κολαστήρια, προσκύνα δε τον Θεόν σου ως βούλεσαι». Η δε Αγία απεκρίνατο· «Ο Κύριός μου προσέταξε να δίδωμεν εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά μας, συ δε είσαι πλούσιος και όστις σου δώση ελεημοσύνην είναι ανόητος. Όμως εάν σου τύχη πενία και απορία των αναγκαίων και σε ίδω χρειαζόμενον, τότε μετά χαράς να σε θρέψω πεινώντα, να σε ποτίσω διψώντα και να σε ενδύσω γυμνητεύοντα». Αυτά και πλείονα τούτων λεγούσης της Αγίας, τα οποία χάριν συντομίας παραλείπομεν, εθυμώθη ο τύραννος και φυλακίζει αυτήν, προστάσσων να μη της δώσουν να φάγη τίποτε, ειμή μόνον ολίγον τι μετά την δύσιν του ηλίου. Η Αγία όμως ούτε εκείνην την ολίγην τροφήν κατεδέχθη, έχουσα τον πόθον της όλον και τον έρωτα εις τον Χριστόν, τον οποίον είχε βρώσιν και πόσιν και του σκότους παράκλησιν. Έβλεπε δε και καθ΄ εκάστην νύκτα την μακαρίαν Θεοδότην την σύναθλον, ήτις επλήρωνε την καρδίαν της ευφροσύνης και αγαλλιάσεως και της έδιδε προς τους αγώνας προθυμίαν και δύναμιν· ερωτήσασα δε η Αναστασία την Θεοδότην, διατί ήρχετο προς αυτήν μετά θάνατον, απεκρίνατο· «Ο Θεός δίδει την χάριν ταύτην εις τους Μάρτυρας, να φανερώνωνται εις όσους φίλους των βούλονται, να συνομιλούν και να ευφραίνωνται». Μετά ημέρας τριάκοντα, νομίζων ο τύραννος, ότι από την πολλήν πείναν και κακοπάθειαν θα ησθένησεν η Αγία, έστειλεν ανθρώπους και την έφεραν ενώπιόν του, βλέπων δε αυτήν φαιδράν και πεπαρρησιασμένην περισσότερον παρά πρότερον, επλήσθη θυμού κατά των φυλάκων, νομίζων ότι αυτοί την επεμελήθησαν· όθεν εκδιώξας εκείνους έβαλεν άλλους να την φυλάττουν άλλας τόσας ημέρας, σφραγίσας και τας θύρας επιμελώς. Η δε Αγία πάλιν έμεινε προσευχομένη ημέραν και νύκτα προς τον Κύριον. Μετά τριάκοντα ημέρας εξέβαλε και πάλιν εκ της φυλακής την Αγίαν και προστάσσει να την καταβυθίσουν εις το μέσον της θαλάσσης ομού με άλλους πολλούς καταδίκους ειδωλολάτρας, μεταξύ δε αυτών ήτο και Χριστιανός τις Ευτυχιανός ονομαζόμενος, τον οποίον εβασάνισε πρότερον δια τον Χριστόν διαφόρως και του επήρεν όλα τα υπάρχοντά του. Έβαλον λοιπόν αυτούς οι στρατιώται εις λέμβον, εισήλθον δε και αυτοί εις άλλην λέμβον και αφού τους ωδήγησαν εις τα ανοικτά της θαλάσσης κατετρύπησαν εις πολλά σημεία την λέμβον των καταδίκων δια να βυθισθή. Αλλά ο Θεός έστειλε την μακαρίαν Θεοδότην, ήτις δεν αφήκε την λέμβον να βυθισθή, αλλ΄ εκράτει το τιμόνιον και την εκυβέρνα έως ου έφερεν αυτούς εις την ακτήν. Οι δε Έλληνες, οίτινες ήσαν εντός της λέμβου, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον εξέστησαν και πίπτοντες εις τους πόδας του Ευτυχιανού και της Αγίας εδέοντο να τους διδάξουν την ευσέβειαν. Τούτου γενομένου, επίστευσαν εις τον Χριστόν άπαντες, τον αριθμόν εκατόν είκοσι. Ταύτα μαθών μετά την τρίτην ημέραν ο έπαρχος, έστειλε στρατιώτας και έφεραν αυτούς εις το κριτήριον, τους παρεκάλεσε δε πολύ να επιστρέψουν εις την προτέραν πλάνην, υποσχόμενος να τους αφήση εκευθέρους και να τους δώση και πολλά χαρίσματα· αλλά δεν εδέχθησαν οι αείμνηστοι, ούτε ζωήν προέκριναν πρόσκαιρον, μόνον την αιώνιον επεπόθησαν. Δοκιμάσας λοιπόν αυτούς ο έπαρχος με διάφορα κολαστήρια και μη δυνηθείς να τους νικήση, απεκεφάλισεν άπαντας. Την δε μακαρίαν Αναστασίαν προσέταξε να δέσουν εις τους πασσάλους και να θέσουν πέριξ αυτής πυρ να την κατακαύσουν, τούτου δε γενομένου παρέδωκε και αύτη την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού, τη κβ΄ (22) του μηνός Δεκεμβρίου. Γυνή δε τις την κλήσιν Απολλωνία, το γένος επίσημος, παρεκάλεσε την γυναίκα του επάρχου και της εχάρισε το ιερόν Λείψανον της Αναστασίας, το οποίον ενεταφίασεν ευλαβώς εις τον κήπον της. Μετά δε ταύτα έκτισε και Ναόν πολυτελή και περίβλεπτον εις το όνομα της Αγίας και την εώρταξε κατ΄ έτος πλουσιοπάροχα. Ύστερον μετά πολλά έτη έκτισαν εις Κωνσταντινούπολιν μεγαλοπρεπή Ναόν της Αγίας και έφεραν εκεί το σεβάσμιον αυτής και πολυτίμητον Λείψανον, το οποίον ήτο θησαυρός αγαθών, θαυμάτων πηγή και ρώσις ψυχής τε και σώματος εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιάς Θεότητός τε και Βασιλείας, Η πρέπει πάσα τιμή, μεγαλωσύνη τε και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: