Κωνσταντίνος ο
Όσιος ήτο από τα Σύναδα (πόλιν ένδοξον της μεγάλης Φρυγίας τετιμημένην με
θρόνον Μητροπολίτου και αριθμούσαν είκοσιν Επισκόπους), καταγόμενος από το
γένος των Ιουδαίων. Έτι δε πολύ νέος ων, ηκολούθει την μητέρα του και βλέπων
Χριστιανόν τινα, ο οποίος, όταν εχασμήθη, εσχημάτισεν εις το στόμα του τον
τύπον του Τιμίου Σταυρού, έκτοτε και αυτός έπραττε το ίδιον μιμούμενος τον
Χριστιανόν· όχι δε τούτο μόνον, αλλά και τα άλλα των Χριστιανών έργα και αυτός
με θερμήν πίστιν εμιμείτο. Δια τούτο λαμπρυνθείς το πρόσωπον δια θείας
ελλάμψεως εδιδάχθη παρά Θεού τα των Χριστιανών δόγματα, και διήλθε νήστις
ημέρας τινάς.
Εις τούτον τον Άγιον ώρμησέ ποτε κόρη τις Εβραία με ασελγή
τρόπον· ο δε Άγιος ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, απέδειξε ταύτην
νεκράν και πάλιν αυτήν ανέστησεν. Ούτος οδηγούμενος υπό θείας νεφέλης επήγεν
εις εν Μοναστήριον, Φουβούτιον λεγόμενον, εις το οποίον ευρίσκοντο άνδρες
φημισμένοι εις την ασκητικήν ζωήν, των οποίων διέλαμπεν η αρετή. Επειδή δε
διηγήθη τα κατ΄ αυτόν εις τον Ηγούμενον του Μοναστηρίου, επρόσταξεν εκείνος να
φέρωσι Σταυρόν· είτα προστάσσει αυτόν να τον προσκυνήση και να τον ασπασθή.
Όταν δε ο μακάριος ούτος ησπάζετο το κάτω μέρος του Σταυρού μετά φόβου και
ευλαβείας, τότε, ω του θαύματος! έκλινεν ο Σταυρός επί της οσίας κεφαλής του
και εχάραξεν εις αυτήν τον τύπον του Σταυρού, όστις και έμεινεν ανεξάλειπτος εν
αυτή μέχρι του θανάτου του. Έπειτα, λαβών το άγιον Βάπτισμα, ωνομάσθη
Κωνσταντίνος. Τότε δε εγενετο εν τοιούτον θαυμάσιον· εις τον τόπον δηλαδή εκείνον,
ή επί της πέτρας, εις την οποίαν εστάθη, όταν εξήλθε της αγίας κολυμβήθρας,
ετυπώθησαν παραδόξως τα ίχνη των ποδών του. Μετά ταύτα εμβήκεν εις τόσους
αγώνας πνευματικούς, ώστε εφιλονίκει ο αοίδιμος να υπερβάλη όλους τους Μοναχούς
του Μοναστηρίου εις την σκληραγωγίαν και άσκησιν· ειργάζετο δε την τέχνην του
Αποστόλου Παύλου, δηλαδή έρραπτε δέρματα και κατεσκεύαζε σκηνάς. Ότε
προσηύχετο, επληρούτο ευωδίας ο τόπος, εις τον οποίον ίστατο· ότε εις την
Εκκλησίαν μετέβαινεν, ηνοίγοντο αφ΄ εαυτών αι θύραι του Ναού. Εκ δε της πολλής
καθαρότητος, την οποίαν είχεν, έβλεπε νοερώς τους κρυπτούς λογισμούς των
αδελφών. Έπειτα αναχωρήσας επήγεν εις τον Όλυμπον, και εκείθεν επορεύθη εις τα
Μύρα της Λυκίας. Ακολούθως δε υπάγει εις την Κύπρον, και εκ της Κύπρου μεταβαίνει
εις την Αττάλειαν, ένθα διέρχεται δια των ποδών του ποταμόν τινα, τόσον βαθύν
και μεγάλον, ώστε εχρειάζετο να τον διαπεράση τις δια πλοιαρίου. Και αφ΄ ου
περιήλθε πολλούς άλλους τόπους, πάλιν επέστρεψεν εις τον Όλυμπον· εκεί δε
διήνυσε τεσσαράκοντα ημέρας, όχι μόνον νήστις, αλλά και χωσμένος μέχρις οσφύος
εντός λάκκου. Μετά ταύτα ακουσίως εδέχθη την χειροτονίαν του Πρεσβυτέρου, και
έπειτα υπάγει εις Ατρώαν, ακολουθών πάντοτε την ιδίαν άσκησιν. Προεγνώρισε δε
την κοίμησίν του οκτώ έτη ενωρίτερον και ούτως αφ΄ ου τα έτη ταύτα
συνεπληρώθησαν, απήλθε προς Κύριον, προειπών σαφέστατα όλα τα κατ΄ αυτόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου