«ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΑ – ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΕ ΠΤΩΣΗ»
Ανέκαθεν, ο «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθείς άνθρωπος επιθυμεί και επιδιώκει να εξασφαλίζει για την ζωή του το κατάλληλο περιβάλλον, τους απαραίτητους και αναγκαίους όρους που θα του παρέχουν άνετη και ειρηνική ατομική επιβίωση και ομαδική συμβίωση. Να έχει ένα τόπο, μια φωλιά, που όπως λέει ο Παροιμιαστής «…ὥσπερ ὅταν ὄρνεον καιταπετασθῇ ἐκ τῆς ἰδίας νοσσιᾶς, οὕτως ἄνθρωπος δουλοῦται ὅταν ἀποξενωθῆ ἐκ τῶν ἰδίων τόπων» (Παρ. 27, 8), που να του εξασφαλίζει την δυνατότητα της οικειότητας.
Μια στέγη, που να προστατεύει την ιδιωτική του ζωή, όπως ο σοφός Σειράχ σημειώνει: «ἀρχή ζωῆς ὕδωρ καί ἄρτος καί ἱαμάτιον καί οἶκος καλύπτων ἀσχημοσύνην, κρείσσων βίος πτωχοῦ ὑπό σκέπην δοκῶν ἤ ἐδέσματα λαμπρά ἐν ἀλλοτρίοις» (Σ. Σειρ. 29, 21-22).
Με δεδομένη αυτή την προϋπόθεση, του υλικού αυτού κατασκευάσματος της οικοδομής, ο άνθρωπος προχωρεί στην δημιουργία της ζωής. Αν, λοιπόν, συνθέσουμε τους δύο αυτούς όρους οίκος – σπίτι και δημιουργία ζωής – γέννηση, έχουμε τον σύνθετο όρο «οικογένεια», που περικλείει τις ζωτικές προϋποθέσεις προστασία, ασφάλεια, θαλπωρή, αλληλεγγύη, ενότητα και δημιουργικότητα.
Ο λόγος, λοιπόν, περί οικογενείας.
Θεοίδρυτος θεσμός η οικογένεια διαρρέει μέσα στο χρόνο απ’ αρχής της δημιουργίας, όπου ο Θεός Δημιουργός την συστήνει σύμφωνα με την διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης στο βιβλίο της Γενέσεως, «καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς· καί εὐλόγησεν αὐτούς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς…» (Γεν. Α, 27-28), μέχρι σήμερα, περνώντας μέσα από δόξες και αδοξίες, πτώσεις και ανορθώσεις, τιμές και λοιδορίες, καταξιώσεις και απαξιώσεις, αλλοιώσεις και παραφθορές, ωστόσο παραμένει η βάση και το κύτταρο των ανθρωπίνων κοινωνιών.
Μέσα στην πορεία του χρόνου συναντάται με τον Ενανθρωπίσαντα Υιό και Λόγο του Θεού και λαμβάνει διαστάσεις υπερθεσμικές, ουράνιες, θείες, πνευματικές, αφού ο ίδιος ο Ιησούς ανήκε σε οικογένεια, ήταν μέλος μιας οικογένειας.
Η οικογένεια, επομένως, σύμφωνα με την διδασκαλία του Κυρίου μας και των Αποστόλων, καθίσταται εκκλησία μικρή, θεανθρώπινος οργανισμός.
Την οικογένεια συγκροτούν οι γονείς και τα παιδιά. Το παραδοσιακό μοντέλο οικογένειας είναι το πατριαρχικό, όπου συμβιούν και συνυπάρχουν αλλεπάλληλα οι γενιές, προγονείς, γονείς, παιδιά, έκγονα, δισέκγονα, κ.ο.κ., σε σχέση απόλυτης συνοχής δια του σεβασμού, της τιμής, της αγάπης και της υπακοής. Μέσα στην οικογένεια αυτής της μορφής, βιώνεται, αξιοποιείται και συμπλέκεται το παλιό με το νέο, η εμπειρία με την απειρία, η σταθερότητα με τον δυναμισμό, η εγγυημένη σοφία με την δίψα για μάθηση, τηρουμένων πάντα των προϋποθέσεων του σεβασμού, της τιμής και αλληλεγγύης, της αναγνώρισης, της υπακοής.
Σ’ αυτή την ευλογημένη μορφή οικογενείας, όλοι έχουν την θέση τους, την αποστολή τους, την πολύτιμη συμβολή τους. Σ’ αυτό το σχήμα έχουμε την εφαρμογή του λόγου του Θεού στο σοφό Σειράχ που λέγει: «Ὡς ὡραῖον πολιαῖς κρίσις και πρεσβυτέροις ἐπιγνῶναι βουλή ὡς ὡραία γερόντων σοφία καί δεδοξασμένοις διανόημα και βουλή· στέφανος γερόντων πολυπειρία, καί τό καύχημα αὐτῶν φόβος Κυρίου» (Σ. Σειρ. ΚΕ΄, 4-6).
Το γήρας μέσα στην οικογένεια αποτελεί τον μάρτυρα της παραδόσεως και εγγυάται την σοφία και την εμπειρία και έτσι ισχυροποιεί το κύρος της. Στην ροή του χρόνου τα πρόσωπα, εντός του ιερού θεσμού της οικογένειας, εναλλάσσονται διά των γεννήσεων. Το γήρας διαδέχεται η νεότητα και η νεότητα περνάει στο γήρας.
Ο δημιουργός Θεός νομοθετώντας και καθαγιάζοντας τον ιερό θεσμό της οικογένειας, διέγραψε με σαφήνεια στο βιβλίο του νόμου τις συντεταγμένες που θα πρέπει να διέπουν και να συγκροτούν τις σχέσεις παιδιών προς γονείς: «τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καί ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπί τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσι» (Εξ. Κ, 12).
Αυτό δεν είναι απλώς μια συμβουλή, που μπορείς να την παραβλέψεις, αλλά νομοθεσία, της οποίας το κύρος παρέμεινε και θα παραμένει ακατάλυτο δια μέσου των αιώνων. Είναι νομοθεσία, την οποία κύρωσε και ο ενανθρωπίσας Υιός και Λόγος του Θεού, όταν ρωτήθηκε από τον νεανίσκο (Ματθ. ΙΕ΄ 4 & Λουκ. ΙΗ΄ 21). Πέρα όμως από χρέος, η τιμή προς τούς γονείς, αποτελεί και προϋπόθεση ευδαιμονίας και μακροβιότητας. Εάν λοιπόν η τιμή είναι χρέος προς τους γονείς και φέρνει ευλογίες, η ατιμία προκαλεί και παρακινεί την οργή του Θεού: «ἐν ἔργῳ καί λόγῳ, τίμα τόν πατέρα σου, ἵνα ἐπέλθῃ σοι εὐλογία παρά πατρός. Εὐλογία γάρ πατρός στηρίζει οἴκους τέκνων, κατάρα δέ μητρός ἐκριζοῖ θεμέλια» (Σ. Σειρ. Γ΄, 8).
Και ενώ έτσι έχουν θεσμικά τα πράγματα, μέσα στο χρόνο, διαπιστώνουμε παρεμβάσεις στον ιερό και θεοΐδρυρο θεσμό της οικογένειας, δήθεν με προσανατολισμό εκσυγχρονιστικό. Και έτσι φθάσαμε στο μοντέλο της πυρηνικής σύγχρονης οικογένειας, όπου πλέον αποτελείται από τους δύο συζύγους και το ένα ή δύο παιδιά. Οι γονείς των συζύγων δεν έχουν λόγο συνυπάρξεως, αλλά ούτε και χώρο συγκατοικήσεως με τα παιδιά και τα εγγόνια. Κάτω λοιπόν από αυτό το πλαίσιο, επινοήθηκαν εξωθεσμικές λύσεις, τα Γηροκομεία, τα «old men’s parking», με αποτέλεσμα να γινόμεθα καθημερινά μάρτυρες πολλών δυσάρεστων ή ακόμη και σκληρών τραυματικών εμπειριών και καταστάσεων, κακής και απρεπούς μεταχειρίσεως γερόντων, που δέχονται από μεμονωμένα άτομα ή και συλλογικούς φορείς αυτής της ευθύνης, καθώς, επίσης, και το κυριότερο πάντων, πικρά και πονεμένα παράπονα γερόντων προς τα επιλήσμονα παιδιά τους για πλήρη εγκατάληψη.
Τα Γηροκομεία ή οι οίκοι ευγηρίας ή όπως αλλιώς τα πει κανείς, υποκαθιστούν, αναπληρώνουν την οικογένεια ή αποτελούν καταστήματα κοινωνικού προσανατολισμού;
Άλλο πράγμα η οικογένεια και άλλο το γηροκομείο. Η οικογένεια έχει το στοιχείο της ιερότητας και βασίζεται στη σχέση του αλληλοσεβασμού, της τιμής και της πατρικής και υιικής αγάπης. Είναι «μικρά κατ’ οίκον εκκλησία». Τα γηροκομεία είναι ιδρύματα. Συγκροτήματα παροχής υπηρεσιών. Βασίζονται στους άτεγκτους νόμους της προσφοράς υπηρεσιών, στη σχέση «δοῦναι καί λαβεῖν», είναι επινοήματα και δημιουργήματα κρατικών ή και άλλων φορέων, πού δημιουργούνται για να καλύψουν τα οικογενειακά ναυάγια.
Τα γηροκομεία είναι αποτέλεσμα της εκπτώσεως του θεσμού της οικογένειας, και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ευτυχώς που επινοήθηκαν και υπάρχουν και αυτά. Αλίμονο αν δεν υπήρχαν! Ολόκληρος ο πλανήτης θα ήταν ένας απέραντος Καιάδας!
Βιώνουμε πλέον την διάσπαση και αποξένωση των γενεών με επακόλουθα αρνητικά εκατέρωθεν. Διακυβεύονται με αυτή την διάσπαση, οι θεόσδοτοι δεσμοί που διέπουν τις σχέσεις των μελών της οικογένειας, σχέσεις αγάπης, σεβασμού και τιμής.
Με λίγα λόγια η οικογένεια βρίσκεται σε πτώση, τα δε γηροκομεία σε ανάπτυξη και υπερπληρότητα. Η κατάσταση, δυστυχώς, είναι μη αναστρέψιμη. Το ιερό χρέος πλέον των παιδιών προς τους γέροντες γονείς τους εξοφλείται με τη μεταφορά του σε κάποιο γηροκομείο. Σε ένα χώρο που κυριαρχεί η ψυχρή επαγγελματική και άφιλη «αγάπη». Η εξόφληση ενός τέτοιου ιερού χρέους δι’ αυτού του τρόπου, σύμφωνα με το λόγο του Θεού, συνιστά το αμάρτημα της ασέβειας: «ὅς ἀποβάλλεται πατέρα ἤ μητέρα καί δοκεῖ μή ἁμαρτάνειν, οὗτος κοινωνός ἐστιν ἀνδρός ἀσεβοῦς» (Παρ. ΚΗ΄, 24).
Στο σημείο αυτό ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε ένα έμμετρο κείμενο που κυκλοφόρησε και ήλθε στα χέρια μας και το οποίο εκφράζει και απεικονίζει την σκληρή πραγματικότητα, όπως βιώνεται από γονείς παραμελημένους και αποξενωμένους από τα παιδιά τους:
1. Ένα ζευγάρι ταιριαστό, Αητός και Περιστέρα,
πέντε αγόρια κάνανε και μία θυγατέρα.
2. Αυτοί, απ’ την αγάπη τους και τη σκληρή δουλειά τους,
μεγάλωσαν και πάντρεψαν τα έξι τα παιδιά τους.
3. Σπίτια, τους κάναν βολικά, με σάλες και μπαλκόνια,
να ζήσουν άνετα αυτοί, οι νύφες και τα ‘γγονια.
4. Και κει οπούτανε καλά και όλοι ευτυχισμένοι,
αρρώστησεν η Μάννα τους και ξαφνικά πεθαίνει.
5. Τη Μάννα τους σα θάψανε, κι ο Γέρος την Κυρά του,
συμβούλιο εκάνανε, αυτός και τα παιδιά του.
6. Ο Γέρος τώρα μοναχός, δεν ημπορεί να μείνει,
το πρόβλημά τους ειν’ αυτό: «ο Γέρος, τι θα γίνει»;;;
7. Ο ένας λέει στον άλλονε κι ο άλλος εις τον άλλο:
«το Γέρο, Σεις να πάρετε, εγώ πού να τον βάλλω»;;;
8. «Το σπίτι μου είναι μικρό, εγώ δεν έχω μέρος.
Πού να βολέψω τα παιδιά και που θα μείνει ο Γέρος»;;;
9. Κι ύστερα, όλοι φύγανε, χωρίς νάβρουνε λύση,
Και μένει ο Γέρος μοναχός το πρόβλημα να λύσει.
10. Περίλυπος εξάπλωσεν στο έρημο κρεβάτι,
κι όλη τη νύχτα ξάγρυπνος, χωρίς να κλείσει μάτι.
11. Τόσες θυσίες έκανε !!! τόσο μεγάλο αγώνα !!!
Και δεν υπάρχει πια γι’ αυτόν, αγάπης μιά σταγόνα!!!
12. Το σπίτι τούρχεται μικρό, πλέον δεν τον χωράει,
Θέλει να φύγει μακρυα, κάπου αλλού να πάει.
13. Λίγα ρουχάκια έβαλε μες τη βαλίτσα μόνο
κι έκλεισε το σπιτάκι του, με στεναγμό και πόνο.
14. Χάϊδεψε την κληματαριά, που είχε στην αυλή του,
τις γλάστρες που ξεράθηκαν σαν έφυγε η καλή του.
15. Κλείνει την πόρτα της αυλής και στέκει παραπέρα,
κοιτάζει το σπιτάκι του για τελευταία μέρα.
16. Σέρνει τα πόδια του βαριά, βαριά και η καρδιά του.
που πλέον δεν θα έβλεπε ξανά τη γειτονιά του.
17. Κεράκι πήγε κι άναψε σ’ αυτήν που ‘χε αγαπήσει
και της ορκίστηκε κρυφά, να μη την λησμονήσει.
18. Κλαίγοντας τώρα έφυγε απ’ το νεκροταφείο
και τράβηξε το δρόμο του, για το Γηροκομείο.
19. Για σκέψου αναγνώστη μου, τη ρήση που υπάρχει,
κι έχει γραφτεί από σοφούς και πάντα μας διδάσκει:
20. «Δέκα παιδιά, δύο γονείς πάντα μπορούν να θρέψουν,
Δέκα παιδιά, δεν ημπορούν τα γονικά να στέρξουν».
Φίλοι μου.
Η Εκκλησία μας προς επίρρωση των ανωτέρω, εύχεται και προσεύχεται στην θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου με τα εξής λόγια: «τά νήπια ἔκθρεψον· τήν νεότητα παιδαγώγησον· τό γῆρας περικράτησον». Ο Κύριός μας με την διδασκαλία του και το παράδειγμά του καθώς και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας, αποτελούν τους ασφαλείς οδηγούς μας για μια έμπρακτη και αποτελεσματική φιλανθρωπική και αγαπητική στάση και συμπεριφορά κατανοήσεως της αξίας της ζωής όλων των συνανθρώπων μας πάσης ηλικίας. Και έχουμε χρέος να τους ακολουθήσουμε, ακριβώς επειδή εμφορούνται από τα Χριστιανικά ιδεώδη της αγάπης, της υπομονής, της συγχωρητικότητας, της ανοχής, της ταπείνωσης, της ελπίδας και της απόδοσης τιμής σε όλους, ιδιαίτερα δε σ’ αυτούς που αποτελούν την απαρχή και τους θεμελίους λίθους της δικής μας γήινης ύπαρξης, στοργής, προστασίας ανατροφής και προόδου. Ο λόγος του Θεού είναι σαφής και κατηγορηματικός, «στέφανος γερόντων τέκνα τέκνων, καύχημα δε τέκνων πατέρες αὐτῶν» (Παρ. ΙΖ΄, 6).
Αν αδυνατούμε, για διάφορους λόγους, να επιτελέσουμε το ιερό χρέος μας προς τους γέροντες γονείς μας εντός του φυσικού οικογενειακού περιβάλλοντος, τουλάχιστον ας μην τους ξεχνάμε και ας μη τους εγκαταλείπουμε ως αζήτητα αντικείμενα σε κάποιο γηροκομείο. Όλοι μας έχουμε χρέος απέναντι στην τρίτη ηλικία, παιδιά, εγγόνια, συγγενείς, φίλοι, συνεργάτες, γείτονες. Χρέος παρουσίας κοντά τους, δίπλα τους. Μια επίσκεψη, ένα χάδι, είναι γι’ αυτούς μεγάλο και πολύτιμο δώρο, είναι φιλί ζωής.
Ας μην τους ξεχνάμε!
Κατακλείνοντας το άρθρο μας, απευθυνόμενοι στα παιδιά κάθε εποχής, διά της γραφίδας του Σοφού Σειράχ, τους υποβάλλουμε την παράκληση: «τέκνον, ἀντιλαβοῦ ἐν γήρι πατρός σου, καί μή λυπήσῃς αὐτόν ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ κἄν ἀπολείπῃ σύνεσιν, συγνώμην ἔχει καί μή ἀτιμάσῃς αὐτόν ἐν πάσῃ ἰσχύϊ σου» (Σ. Σειρ. Γ. 12-13).
Κύριε:
«τήν νεότητα παιδαγώγησον, τό γῆρας περικράτησον»
14.07.2016
Πρωτοπρεσβύτερος π. Χρήστος Τσάκαλος
Αρχιερατικός Επίτροπος Αιγίου
http://mkka.blogspot.ca/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου