Εἶναι πολύ
γνωστός ὁ λόγος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιά τήν κοινωνική φύση τοῦ ἀνθρώπου,
στούς «ὅρους κατά πλάτος», ὅταν βεβαιώνει μέ ἐρωτηματικό τρόπο: «Τίς οὐκ οἶδεν,
ὅτι ἥμερον καί κοινωνικόν ζῶον ὁ ἄνθρωπος, καί οὐχί μοναστικόν οὐδέ ἄγριον; Οὐδέν
γάρ οὕτως ἴδιον τῆς φύσεως ἡμῶν, ὡς τό κοινωνεῖν ἀλλήλοις, καί χρήζειν ἀλλήλων
καί ἀγαπᾶν τό ὁμόφυλον». Ποιός δέ γνωρίζει ὅτι, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἥμερο καί
κοινωνικό ζῶο καί δέν εἶναι πλασμένο γιά νά ζεῖ μοναχικό του; Δέν εἶναι ἀπό τοῦτο,
πιό χαρακτηριστικό γιά τή φύση μας, ὅσο τό νά᾽χουμε κοινωνία καί σύνδεσμο ὁ ἕνας
μέ τόν ἄλλο· νά χρειαζόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, καί ν’ ἀγαποῦμε τό γένος μας». Ὁ
Θεός δέ δημιούργησε κοινωνικές τάξεις καί διαφορές. Δέν ἔπλασε ἀνθρώπους ἀνώτερους
καί κατώτερους. Δέ χώρισε πλούσιους καί φτωχούς μορφωμένους καί ἀγράμματους· ἔνδοξους
καί ἄσημους· ἡγεμόνες καί δούλους... Οἱ φυλετικές καί κοινωνικές διακρίσεις εἶναι
ἀπαράδεκτες στόν ἱερό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔξω ἀπ’ τήν Ἐκκλησία ὑπῆρχαν
καί ὑπάρχουν διακρίσεις· ὄχι ὅμως ἀνάμεσα στούς χριστιανούς. Ἡ χριστιανική
πίστη δέν ἀνέχεται, ἀλλά μᾶλλον καταδικάζει τίς ὁποιεσδήποτε φυλετικές ἤ
κοινωνικές διακρίσεις.
Πολύ πρίν τίς καταδικάσει ὁ Μάρξ ἤ ὁ Λένιν, ἤ ὁποιοσδήποτε
σοσιαλιστής, ἤ ὁποιοδήποτε κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, τίς εἶχε πρό πολλοῦ
καταδικάσει ἡ νέα καί θεία Ἀποκάλυψη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Καινή
Διαθήκη. Ἡ φωνή τοῦ μεγάλου ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν, Παύλου, ἀκούστηκε στά πέρατα
τοῦ κόσμου: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι
ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. Γ΄ 28). Ὅταν ὑπάρχουν
τέτοιες ἀποκαλυπτικές καί αἰώνιες διακηρύξεις τοῦ Πνεύματος, τότε, τίς ὑλιστικές
καί ἀθεϊστικές διακηρύξεις τοῦ Μαρξισμοῦ καί τῶν ὁμοϊδεατῶν του, τίς πετᾶμε στά
σκουπίδια. Ἀρκεῖ νά θελήσουν οἱ ἄνθρωποι νά τίς ἐφαρμόσουν, καί ἡ γῆ, τότε,
μεταβάλλεται σέ παράδεισο, χωρίς νά χρειαστοῦν ἐπαναστάσεις καί ποτάμια αἵματος γιά
μιά ἀμφίβολη ἐπιτυχία. Ὁ ναζισμός καί ὁ κομμουνισμός ἀποτύχανε, γιατί πετάξανε
τό Θεό· καί μαζί μέ τό Θεό πετάξανε καί τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου.
Γιατί, ὅπου ἐξαφανίζεται ὁ Θεός, ἐξαφανίζεται καί ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως, ὅπου ὑπάρχει
νερό φυτρώνουν τά λουλούδια, ἔτσι καί ὅπου ὑπάρχει ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ,
θριαμβεύει ὁ ἀνθρωπισμός καί τό ψυχικό μεγαλεῖο. Συνέπεια τοῦ ἀθεϊστικοῦ ὑλισμοῦ
εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ καπιταλισμοῦ καί τῶν κοινωνικῶν διακρίσεων. Τότε, ἀκριβῶς,
ὁ ταξικός ἀγώνας παίρνει ἔντονη μορφή, καί ὅπως λέει ὁ Μάρξ στό «κομμουνιστικό
Μανιφέστο», «ἡ ἀστική τάξη δημιουργεῖ τούς ἴδιους τούς νεκροθάφτες της. Ἡ πτώση
τῆς ἀστικῆς τάξης καί ἡ νίκη τοῦ προλεταριάτου, εἶναι ἐξ ἴσου ἀναπόφευκτα». Ὁ
Μάρξ κατέστησε τήν ταξική πάλη κύρια παράμετρο τῆς κοινωνικῆς ἐξέλιξης. «Ἡ ἱστορία
τῆς μέχρι σήμερα ὑπάρχουσας ἀνθρώπινης κοινωνίας, εἶναι ἱστορία τῶν ταξικῶν ἀγώνων».
Ὁ ταξικός ἀγώνας καί ἡ διαρκής ἐπανάσταση, ἀποτελοῦν τά ὅπλα καί τά συνθήματα τῆς
μιᾶς πλευρᾶς· ὁ Σταυρός καί ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, ἀποτελοῦν τά ὅπλα καί τά
συνθήματα τῆς παράταξης τοῦ Κυρίου. Ἡ πάλη τῶν τάξεων τρέφεται μέ τό μῖσος καί
τό αἷμα. Ἡ εἰρηνική ἐπανάσταση ἐπιτυγχάνεται μέ τό Σταυρό καί τήν ἀγάπη. Ὅσοι
διψᾶνε γιά δικαιοσύνη καί κατάργηση τῶν κοινωνικῶν διακρίσεων, ἄς διαβάσουν τό
διάλογο τοῦ Κυρίου μέ τή Σαμαρείτιδα, τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου
καί τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Ἄς ἀκούσουν ἐπίσης, τό «μανιφέστο» τοῦ ἀδελφοθέου
Ἰακώβου μέ τίς πύρινες ἀπειλές του κατά τῶν πλουσίων: καί τή λύση τοῦ κοινωνικοῦ
προβλήματος, στό κεφάλαιο Ε΄ 1 - 6, καί 7 - 12: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες
ἐπί ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις.... Ἰδού ὁ μισθός τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων
τάς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ’ ὑμῶν κράζει, καί αἱ βοαί τῶν θερισάντων εἰς
τά ὦτα Κυρίου Σαβαώθ εἰσεληλύθασιν. Ἐτρυφήσατε ἐπί τῆς γῆς καί ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε
τάς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς. Κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τόν δίκαιον οὐκ ἀντιτάσσεται
ὑμῖν...». Τέτοιο κείμενο σπάνια βρίσκεται στήν παγκόσμια γραμματεία καί
κοινωνική φιλοσοφία. Ἀλλ’ εἶναι κείμενο θεόπνευστο. Κείμενο μέ ἀνάγλυφο τό
πρόβλημα τῶν κοινωνικῶν διακρίσεων, στό ὁποῖο, ὥστόσο, πνέει ἡ αὔρα τοῦ
Πνεύματος τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἡ ὀρθόδοξη θεώρηση τοῦ προβλήματος βρίσκεται στό
«ὁμοθυμαδόν» τῶν πρώτων χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ζοῦνε στήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης
καί τῆς ἑνότητας, σ’ ἀντίθεση μέ τό πρόβλημα τῶν κοσμικῶν κοινωνιῶν, ὅπου, «ὁ
χωρίς Χριστόν ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νά δημιουργήσει, μέ βάση τά διάφορα κοινωνικοπολιτικά
συστήματα, τήν κοινωνία του. Αὐτός εἶναι ὁ Σισύφειος ἀγώνας ὅλων τῶν γνωστῶν, ἀπό
τήν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, κοινωνικῶν συστημάτων, πού καταντοῦν στό τέλος ἀνεφάρμοστα....
Ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος πού καλεῖ καί ἑνώνει μαζί Του, ἐκκλησιάζοντας τόν κόσμο
στό σῶμα Του. Μόνο μέ τήν ἀληθινή καί ὁλόκληρη ἔνταξη στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ
γίνεται πραγματική ἡ ἐν Χριστῷ κοινωνία» («Κοινωνία» 1985, τ. 1, πρωτ. Γεωργίου
Μεταλληνοῦ: Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς κοινωνίας»). Μονάχα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ
μεταποιοῦνται καί γίνονται «καινά τά πάντα» καί ἴσοι οἱ πάντες, χωρίς ἐγκόσμιες
διακρίσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου