Αυτή την φορά τα γεγονότα συνέβησαν στο χωριό Καπαρέλλι των Θηβών με στόχο
τον Ιερομόναχο π. Ακάκιο Παππά. Ήταν καλοκαίρι του έτους 1931 και παραμονές της
εορτής των Αγίων Αποστόλων, τότε που οι χωρικοί κάλεσαν στο Καπαρέλλι τον π.
Ακάκιο για να τους εξομολογήσει και να τους λειτουργήσει την μεγάλη αυτή εορτή.
Από την παραμονή της εορτής, ημέρα Σαββάτο, ήλθε ο π. Ακάκιος στο Καπαρέλλι και
μάλιστα ακούραστος κατευθύνθηκε αμέσως στο Ναό για να κάνει εσπερινό ώστε να
προλάβει και την εξομολόγηση των πιστών. Όλα ήσυχα και ωραία εξελίχθησαν εκείνο
το απόγευμα. Μόνο το πρωί της Κυριακής σαν πήγε στο Ναό για να λειτουργήσει
κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Δυο χωροφύλακες φρουρούσαν τον Ναό με την
εντολή να εμποδίσουν την θεία Λειτουργία.
Σαν να μη συνέβαινε τίποτα μπήκε αθόρυβα στο Ναό και χωρίς να τον αντιληφθούν ντύθηκε και άρχισε ήρεμα την ακολουθία του Όρθρου. Οι πιστοί άρχισαν να καταφθάνουν στην Εκκλησία που σε λίγο γέμισε. Οι χωροφύλακες μετά απ' αυτά δεν τόλμησαν να σταματήσουν τους πιστούς που με τόση λαχτάρα κατέφθαναν οικογενειακώς για να λειτουργηθούν. Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν από το να φύγουν για να ειδοποιήσουν τον αστυνόμο που δεν άργησε να έρθει. Ήταν κάποιος ονόματι Ιωάννης Βοζίκης και μαζί του έξι (6) χωροφύλακες. Πλησίασαν και περιμένοντας να τελειώσει η Λειτουργία άρχισαν νευρικά να πηγαινοέρχονται έξω από τον Ναό. Χωρίς να βιάζεται ο π. Ακάκιος λειτούργησε κανονικά και μάλιστα ομίλησε στους πανηγυριστές με θέρμη για τις Παραδόσεις και την θέση που πρέπει να κρατούν οι πιστοί. Τελείωσε η Θεία Λειτουργία, αλλά οι πιστοί, όσο έβλεπαν τους χωροφύλακες να τριγυρίζουν έξω από τον Ναό, δεν το' χαν σκοπό να φύγουν! Παρέμεναν στο Ναό γιατί διαισθάνοντο ότι ο παπάς τους κινδύνευε και δεν ήθελαν να τον αφήσουν μόνον στα χέρια των οργάνων των σχισματικών. Αγανακτησμένος για την καθυστέρηση ο Αστυνόμος, ζήτησε από τόν π. Ακάκιο να τον ακολουθήση στο Τμήμα. - Καλά, έχετε ένταλμα συλλήψεώς μου; ρώτησε ατάραχος ο π. Ακάκιος. Ο αστυνόμος δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι υπάρχουν παλιές διαταγές που απαγορεύουν στους Παλαιοημερολογίτες να λειτουργούν και σ' αυτές πρέπει να συμμορφώνονται. - Εγώ, άνθρωπε του Θεού, έλαβα εντολή να έλθω για να εξομολογήσω τους πιστούς και να λειτουργήσω μόνο σήμερα καί αύριο, οπότε και θα φύγω. Κάμε, λοιπόν, λίγη υπομονή! Αυτή η τόσο απλή εξήγηση και παράκληση μαζί του Ιερέως εξόργισε αδικαιολόγητα τον Αστυνόμο τόσο πολύ, ώστε μέσα στο Ναό και μπροστά στους πιστούς άρχισε να βρίζει τα Θεία και τον Ιερέα. Οι πιστοί δεν άντεξαν σ' αυτή την βέβηλη και άδικη συμπεριφορά του Αστυνόμου και τον έβγαλαν έξω με την βία κλείνοντας από μέσα την πόρτα. Άφρισε από το κακό του, για την προσβολή αυτή ο Αστυνόμος και με τους χωροφύλακες ρίχτηκε με μανία στην πόρτα για να την σπάσει. Μάταια όμως, γιατι η πόρτα άντεχε στον βανδαλισμό τους και δεν έπεφτε. Εν τω μεταξύ οι πιστοί που είχαν μείνει έξω από τον Ναό, βλέποντας με μεγάλη τους λύπη την βάρβαρη συμπεριφορά των αστυνομικών προσπάθησαν να τους σταματήσουν παίρνοντας θέση μπροστά στην πόρτα. - Απομακρυνθείτε αμέσως γιατι δεν θα διστάσω σε τίποτα! απείλησε ο αστυνόμος βγάζοντας το περίστροφό του. - Κανείς δεν κινήθηκε. Στην απαθή και γενναία αντίδρασή τους, άρχισε πάλι να βρίζει τον Ιερέα και να τον καλεί· - Βγες έξω τρ... παπα! Βγες έξω, γιατί θα σε κάψω ζωντανό! Και οι χυδαίες εκφράσεις συνεχίσθησαν μέχρι αργά το μεσημέρι, οπότε έφθασαν από την Αθήνα τρία μέλη της Κοινότητας των Γ.Ο.Χ. Είχαν ειδοποιηθεί αμέσως μόλις εκδηλώθηκαν οι προθέσεις των χωροφυλάκων και μάλιστα με το εξής τηλεγράφημα· «Ιερεύς μας πολιορκείται εντός του Ναού υπό εξουσίας Στοπ. Ενεργήσατε δεόντως Στοπ...». Επί τόπου έσπευσαν οι εκπρόσωποι της Κοινότητος για να βρουν μια λύση και να σταματήσουν το κακό. Με ψευτοευγένεια τους αντιμετώπισε ο αστυνόμος που βιάσθηκε μάλιστα να δικαιολογήσει την συμπεριφορά του. Τους είπε ότι είχε ρητή εντολή από τον Επίσκοπο της Περιφερείας (Θηβών και Λεβαδείας Συνέσιον) να μην επιτρέπει στους Παλαιοημερολογίτες ιερείς να λειτουργούν. Συζήτησαν αρκετά και κατέληξαν στην απόφαση να λυθεί η πολιορκία με την προυπόθεση όμως ότι οι απεσταλμένοι της Κοινότητας την επομένη κιόλας ημέρα θα είχαν να του παρουσιάσουν μια άδεια από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης. Μόνο τότε απομακρύνθηκε από τον Ναό ο αστυνόμος με την συνοδεία του, ενώ τα μέλη της Κοινότητος έφυγαν για την Αθήνα. Ο π. Ακάκιος όμως δεν εγκατέλειψε ούτε λεπτό τον Ναό. Συνέχισε να εξομολογεί όσους πιστούς παρέμειναν και αργά το απόγευμα σήμανε για τον εσπερινό των Αγίων Αποστόλων. Στο άκουσμα της καμπάνας, ο αστυνόμος με τους χωροφύλακες ξαναγύρισαν στον Ναό και διέταξε να σταματήσουν την... ψαλμωδία! (τόσο φαίνεται τον πείραζαν το «Κύριε ελέησον» και το «λιβάνι»!) Δεν το κατάφερε να επιβληθεί και αναγκάσθηκε να περιμένει την απόλυση. Πλησίασε τότε τον Ιερέα και προσποιούμενος τον μετανοιωμένο, του εξήγησε ότι θα ήταν φρόνιμο να διανυκτερεύσει το βράδυ στο Αστυνομικό Τμήμα και το ξημέρωμα, «επί τω λόγω της τιμής του» ο ίδιος να τον συνοδεύσει στον Ναό για να λειτουργήσει! Οι πιστοί αμέσως υποψιάσθηκαν ότι κάποιο άσχημο παιχνίδι θα παιζόταν σε βάρος του Ιερέα τους και προσπάθησαν να τον πείσουν να μην δεχθεί. Ο π. Ακάκιος στην επιμονή και τις παρακλήσεις του Αστυνόμου λύγισε και τον ακολούθησε στο Τμήμα αφού προηγουμένως ζήτησε επιβεβαίωση του Αστυνομικού μπροστά στους πιστούς· - Μου δίνεις τον λόγο της τιμής σου ότι θα τηρήσεις ό,τι μου υποσχέθηκες; Και ο Αστυνόμος μπροστά στο Θεό και στους ανθρώπους τον διαβεβαίωσε! Οι πιστοί κατά την εντολή του π. Ακακίου επέστρεψαν στα σπίτια τους έχοντας πάντα την ανησυχία για τον Ιερέα τους. Το πρωί - πρωί, κατά την συμφωνία, ο Αστυνόμος ξύπνησε τον π. Ακάκιο για να τον οδηγήσει όμως με συνοδεία στην Θήβα και όχι στον Ναό, όπως του υποσχέθηκε δίνοντας μάλιστα και τον λόγο της... τιμής του! Γεμάτος λύπη και απογοήτευση τότε ο Γέροντας για την στάση του αστυνομικού τον ρωτά· - Έτσι, λοιπόν, κρατάς εσύ τον λόγο σου; Και ο αστυνόμος αδίστακτα του απαντά· - Την δουλειά μου έκανα και τίποτα περισσότερο. - Είσαι πολύ σπουδαίος άνθρωπος! Συγχαρητήρια! Ούτε λόγο έχεις εσύ, ούτε τιμή, ούτε ιερό καί όσιο!... - Πάψε πια, του αντιμίλησε ο αστυνόμος. Μην με κάνεις να σε μαυρίσω στο ξύλο! Χωρίς, λοιπόν, να πάρει είδηση κανένας, ο γέροντας Ακάκιος φυγαδεύθηκε εκείνο το πρωινό στην Θήβα και κλείσθηκε στην φυλακή. Κατάφερε όμως και ειδοποίησε αμέσως την Κοινότητα στην Αθήνα. Έτσι λίγο πριν ξεκινήσουν για τον Υπουργό των Εσωτερικών οι Γ.Ο.Χ. έλαβαν το κατωτέρω τηλεγράφημα· «Ευρίσκομαι εις κρατητήριον Θηβών. Ενεργήσατε απελευθέρωσίν μου. Ιερομόναχος Ακάκιος...». Ο Υπουργός εδικαίωσε τους Γ.Ο.Χ. αναγνωρίζοντας την παράνομη και αντιχριστιανική στάση των αστυνομικών και ευθύς διέταξε την απελευθέρωση του π. Ακακίου και διέταξε ανακρίσεις για τα περαιτέρω κατά του παρανομήσαντος αστυνόμου του Καπαρελίου. Ο π. Ακάκιος απελευθερώθηκε και διεκήρυξε μια ακόμη νίκη των Γ.Ο.Χ. με το χαρμόσυνο αυτή τήν φορά τηλεγράφημά του. «Και πάλιν ο Θεός δικαίωσε τούς Γ.Ο.Χ. Το δίκαιο εθριάμβευσε και πάλιν»!
http://353agios.blogspot.ca/2016/06/1931.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου