“Ἤμην πτωχὸν βοσκόπουλον εἰς τὰ ὄρη.
Δεκαοκτὼ ἐτῶν, καὶ δὲν ἤξευρα ἀκόμη ἄλφα. Χωρὶς νὰ τὸ ἠξεύρω, ἤμην
εὐτυχής. Τὴν τελευταίαν φορὰν ὁποὺ ἐγεύθην τὴν εὐτυχίαν ἦτον τὸ θέρος ἐκεῖνο τοῦ
ἔτους 187… Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, κ᾽ ἔβλεπα τὸ πρωίμως στρυφνόν, ἡλιοκαὲς πρόσωπόν
μου νὰ γυαλίζεται εἰς τὰ ρυάκια καὶ τὰς βρύσεις, κ᾽ ἐγύμναζα τὸ εὐλύγιστον, ὑψηλὸν
ἀνάστημά μου ἀνὰ τοὺς βράχους καὶ τὰ βουνά.
Τὸν χειμῶνα ποὺ ἤρχισ᾽ εὐθὺς κατόπιν μ᾽ ἐπῆρε
πλησίον του ὁ γηραιὸς πάτερ Σισώης, ἢ Σισώνης, καθὼς τὸν ὠνόμαζον οἱ χωρικοί
μας, καὶ μ᾽ ἔμαθε γράμματα. Ἦτον πρῴην διδάσκαλος, καὶ μέχρι τέλους τὸν προσηγόρευον
ὅλοι εἰς τὴν κλητικὴν «δάσκαλε». Εἰς τοὺς χρόνους τῆς Ἐπαναστάσεως ἦτον μοναχὸς
καὶ διάκονος. Εἶτα ἠγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθὼς ἔλεγαν, τὴν ἔκλεψεν, ἀπὸ ἕνα
χαρέμι τῆς Σμύρνης, τὴν ἐβάπτισε καὶ τὴν ἐνυμφεύθη.
Εὐθὺς μετὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων,
ἐπὶ Καποδίστρια κυβερνήτου, ἐδίδασκεν εἰς διάφορα σχολεῖα ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα, καὶ εἶχεν
οὐ μικρὰν φήμην, ὑπὸ τὸ ὄνομα «ὁ Σωτηράκης ὁ δάσκαλος». Ἀργότερα ἀφοῦ ἐξησφάλισε
τὴν οἰκογένειάν του, ἐνθυμήθη τὴν παλαιὰν ὑποχρέωσίν του, ἐφόρεσε καὶ πάλιν τὰ ράσα,
ὡς ἁπλοῦς μοναχὸς τὴν φορὰν ταύτην, κωλυόμενος νὰ ἱερατεύῃ, κ᾽ ἐγκατεβίωσεν ἐν
μετανοίᾳ, εἰς τὸ Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐκεῖ ἔκλαυσε τὸ ἁμάρτημά του, τὸ ἔχον
γενναίαν ἀγαθοεργίαν ὡς ἐξόχως ἐλαφρυντικὴν περίστασιν, καὶ λέγουν ὅτι ἐσώθη.
Ἀφοῦ ἔμαθα τὰ πρῶτα γράμματα πλησίον τοῦ
γηραιοῦ Σισώη, ἐστάλην ὡς ὑπότροφος τῆς Μονῆς εἴς τινα κατ᾽ ἐπαρχίαν ἱερατικὴν
σχολήν, ὅπου κατετάχθην ἀμέσως εἰς τὴν ἀνωτέραν τάξιν, εἶτα εἰς τὴν ἐν Ἀθήναις
Ριζάρειον. Τέλος, ἀρχίσας τὰς σπουδάς μου σχεδὸν εἰκοσαέτης, ἐξῆλθα
τριακοντούτης ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιον· ἐξῆλθα δικηγόρος μὲ δίπλωμα προλύτου…
Μεγάλην προκοπήν, ἐννοεῖται, δὲν ἔκαμα.
Σήμερον ἐξακολουθῶ νὰ ἐργάζωμαι ὡς βοηθὸς ἀκόμη εἰς τὸ γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινος
δικηγόρου καὶ πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τὸν ὁποῖον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς,
ἀλλὰ πιθανῶς ἐπειδὴ τὸν ἔχω ὡς προστάτην καὶ εὐεργέτην. Καὶ εἶμαι περιωρισμένος
καὶ ἀνεπιτήδειος, οὐδὲ δύναμαι νὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ τὴν θέσιν τὴν ὁποίαν κατέχω
πλησίον τοῦ δικηγόρου μου, θέσιν οἱονεὶ αὐλικοῦ.
Καθὼς ὁ σκύλος, ὁ δεμένος μὲ πολὺ κοντὸν
σχοινίον εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ αὐθέντου του, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γαυγίζῃ οὔτε νὰ δαγκάσῃ
ἔξω ἀπὸ τὴν ἀκτῖνα καὶ τὸ τόξον τὰ ὁποῖα διαγράφει τὸ κοντὸν σχοινίον,
παρομοίως κ᾽ ἐγὼ δὲν δύναμαι οὔτε νὰ εἴπω, οὔτε νὰ πράξω τίποτε περισσότερον
παρ᾽ ὅσον μοῦ ἐπιτρέπει ἡ στενὴ δικαιοδοσία, τὴν ὁποίαν ἔχω εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ
προϊσταμένου μου.
Ἡ τελευταία χρονιὰ ποὺ ἤμην ἀκόμη φυσικὸς ἄνθρωπος
ἦτον τὸ θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187… Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ᾽
ἔβοσκα τὰς αἶγας τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τὰ ὄρη τὰ παραθαλάσσια, τ᾽ ἀνερχόμενα
ἀποτόμως διὰ κρημνώδους ἀκτῆς, ὕπερθεν τοῦ κράτους τοῦ Βορρᾶ καὶ τοῦ πελάγους. Ὅλον
τὸ κατάμερον* ἐκεῖνο, τὸ καλούμενον Ξάρμενο*, ἀπὸ τὰ πλοῖα τὰ ὁποῖα κατέπλεον
ξάρμενα ἢ ξυλάρμενα*, ἐξωθούμενα ἀπὸ τὰς τρικυμίας, ἦτον ἰδικόν μου.
Ἡ πετρώδης, ἀπότομος ἀκτή μου, ἡ Πλατάνα, ὁ
Μέγας Γιαλός, τὸ Κλῆμα, ἔβλεπε πρὸς τὸν Καικίαν, καὶ ἦτον ἀναπεπταμένη πρὸς τὸν
Βορρᾶν. Ἐφαινόμην κ᾽ ἐγὼ ὡς νὰ εἶχα μεγάλην συγγένειαν μὲ τοὺς δύο τούτους ἀνέμους,
οἱ ὁποῖοι ἀνέμιζαν τὰ μαλλιά μου, καὶ τὰ ἔκαμναν νὰ εἶναι σγουρὰ ὅπως οἱ θάμνοι
κ᾽ αἱ ἀγριελαῖαι, τὰς ὁποίας ἐκύρτωναν μὲ τὸ ἀκούραστον φύσημά των, μὲ τὸ αἰώνιον
τῆς πνοῆς των φραγγέλιον.
Ὅλα ἐκεῖνα ἦσαν ἰδικά μου. Οἱ λόγγοι, αἱ
φάραγγες, αἱ κοιλάδες, ὅλος ὁ αἰγιαλός, καὶ τὰ βουνά. Τὸ χωράφι ἦτον τοῦ γεωργοῦ
μόνον εἰς τὰς ἡμέρας ποὺ ἤρχετο νὰ ὀργώσῃ ἢ νὰ σπείρῃ, κ᾽ ἔκαμνε τρὶς τὸ σημεῖον
τοῦ Σταυροῦ, κ᾽ ἔλεγεν: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, σπέρνω αὐτὸ τὸ χωράφι, γιὰ νὰ φᾶνε ὅλ᾽ οἱ ξένοι κ᾽ οἱ διαβάτες, καὶ
τὰ πετεινὰ τ᾽ οὐρανοῦ, καὶ νὰ πάρω κ᾽ ἐγὼ τὸν κόπο μου!»
Ἐγώ, χωρὶς ποτὲ νὰ ὀργώσω ἢ νὰ σπείρω, τὸ ἐθέριζα
ἐν μέρει. Ἐμιμούμην τοὺς πεινασμένους μαθητὰς τοῦ Σωτῆρος, κ᾽ ἔβαλλα εἰς ἐφαρμογὴν
τὰς διατάξεις τοῦ Δευτερονομίου χωρὶς νὰ τὰς γνωρίζω.
Τῆς πτωχῆς χήρας ἦτον ἡ ἄμπελος μόνον εἰς τὰς
ὥρας ποὺ ἤρχετο ἡ ἰδία διὰ νὰ θειαφίσῃ, ν᾽ ἀργολογήσῃ*, νὰ γεμίσῃ ἕνα καλάθι
σταφύλια, ἢ νὰ τρυγήσῃ, ἂν ἔμενε τίποτε διὰ τρύγημα. Ὅλον τὸν ἄλλον καιρὸν ἦτον
κτῆμα ἰδικόν μου.
Μόνους ἀντιζήλους εἰς τὴν νομὴν καὶ τὴν
κάρπωσιν ταύτην εἶχα τοὺς μισθωτοὺς τῆς δημαρχίας, τοὺς ἀγροφύλακας, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ
τῇ προφάσει, ὅτι ἐφύλαγαν τὰ περιβόλια τοῦ κόσμου, ἐννοοῦσαν νὰ ἐκλέγουν αὐτοὶ
τὰς καλυτέρας ὀπώρας. Αὐτοὶ πράγματι δὲν μοῦ ἤθελαν τὸ καλόν μου. Ἦσαν τρομεροὶ
ἀνταγωνισταὶ δι᾽ ἐμέ.
Τὸ κυρίως κατάμερόν μου ἦτον ὑψηλότερα, ἔξω
τῆς ἀκτῖνος τῶν ἐλαιώνων καὶ ἀμπέλων, ἐγὼ ὅμως συχνὰ ἐπατοῦσα τὰ σύνορα. Ἐκεῖ
παραπάνω, ἀνάμεσα εἰς δύο φάραγγας καὶ τρεῖς κορυφάς, πλήρεις ἀγρίων θάμνων,
χόρτου καὶ χαμοκλάδων, ἔβοσκα τὰ γίδια τοῦ Μοναστηρίου. Ἤμην «παραγυιός», ἀντὶ
μισθοῦ πέντε δραχμῶν τὸν μῆνα, τὰς ὁποίας ἀκολούθως μοῦ ηὔξησαν εἰς ἕξ. Σιμὰ εἰς
τὸν μισθὸν τοῦτον, τὸ Μοναστήρι μοῦ ἔδιδε καὶ φασκιὲς διὰ τσαρούχια, καὶ ἄφθονα
μαῦρα ψωμία ἢ πίττες, καθὼς τὰ ὠνόμαζαν οἱ καλόγηροι.
Μόνον διαρκῆ γείτονα, ὅταν κατηρχόμην κάτω,
εἰς τὴν ἄκρην τῆς περιοχῆς μου, εἶχα τὸν κὺρ Μόσχον, ἕνα μικρὸν ἄρχοντα λίαν ἰδιότροπον.
Ὁ κὺρ Μόσχος ἐκατοίκει εἰς τὴν ἐξοχήν, εἰς ἕνα ὡραῖον μικρὸν πύργον μαζὶ μὲ τὴν
ἀνεψιάν του τὴν Μοσχούλαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν υἱοθετήσει, ἐπειδὴ ἦτον χηρευμένος
καὶ ἄτεκνος. Τὴν εἶχε προσλάβει πλησίον του, μονογενῆ, ὀρφανὴν ἐκ κοιλίας
μητρός, καὶ τὴν ἠγάπα ὡς νὰ ἦτο θυγάτηρ του.
Ὁ κὺρ Μόσχος εἶχεν ἀποκτήσει περιουσίαν εἰς
ἐπιχειρήσεις καὶ ταξίδια. Ἔχων ἐκτεταμένον κτῆμα εἰς τὴν θέσιν ἐκείνην, ἔπεισε
μερικοὺς πτωχοὺς γείτονας νὰ τοῦ πωλήσουν τοὺς ἀγρούς των, ἠγόρασεν οὕτως ὀκτὼ ἢ
δέκα συνεχόμενα χωράφια, τὰ περιετείχισεν ὅλα ὁμοῦ, καὶ ἀπετέλεσεν ἓν μέγα διὰ
τὸν τόπον μας κτῆμα, μὲ πολλῶν ἑκατοντάδων στρεμμάτων ἔκτασιν. Ὁ περίβολος διὰ
νὰ κτισθῇ ἐστοίχισε πολλά, ἴσως περισσότερα ἢ ὅσα ἤξιζε τὸ κτῆμα· ἀλλὰ δὲν τὸν ἔμελλε
δι᾽ αὐτὰ τὸν κὺρ Μόσχον θέλοντα νὰ ἔχῃ χωριστὸν οἱονεὶ βασίλειον δι᾽ ἑαυτὸν καὶ
διὰ τὴν ἀνεψιάν του.
Ἔκτισεν εἰς τὴν ἄκρην πυργοειδῆ ὑψηλὸν οἰκίσκον,
μὲ δύο πατώματα, ἐκαθάρισε καὶ περιεμάζευσε τοὺς ἐσκορπισμένους κρουνοὺς τοῦ
νεροῦ, ἤνοιξε καὶ πηγάδι πρὸς κατασκευὴν μαγγάνου διὰ τὸ πότισμα. Διῄρεσε τὸ κτῆμα
εἰς τέσσαρα μέρη· εἰς ἄμπελον, ἐλαιῶνα, ἀγροκήπιον μὲ πλῆθος ὀπωροφόρων δένδρων
καὶ κήπους μὲ αἱμασιὰς ἢ μποστάνια.
Ἐγκατεστάθη ἐκεῖ, κ᾽ ἔζη διαρκῶς εἰς τὴν ἐξοχήν,
σπανίως κατερχόμενος εἰς τὴν πολίχνην. Τὸ κτῆμα ἦτον παρὰ τὸ χεῖλος τῆς
θαλάσσης, κ᾽ ἐνῷ ὁ ἐπάνω τοῖχος ἔφθανεν ὣς τὴν κορυφὴν τοῦ μικροῦ βουνοῦ, ὁ
κάτω τοῖχος, μὲ σφοδρὸν βορρᾶν πνέοντα, σχεδὸν ἐβρέχετο ἀπὸ τὸ κῦμα.
Ὁ κὺρ Μόσχος εἶχεν ὡς συντροφιὰν τὸ
τσιμπούκι του, τὸ κομβολόγι του, τὸ σκαλιστήρι του καὶ τὴν ἀνεψιάν του τὴν
Μοσχούλαν. Ἡ παιδίσκη θὰ ἦτον ὣς δύο ἔτη νεωτέρα ἐμοῦ. Μικρὴ ἐπήδα ἀπὸ βράχον εἰς
βράχον, ἔτρεχεν ἀπὸ κολπίσκον εἰς κολπίσκον, κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἔβγαζε
κοχύλια, κ᾽ ἐκυνηγοῦσε τὰ καβούρια. Ἦτον θερμόαιμος καὶ ἀνήσυχος ὡς πτηνὸν τοῦ
αἰγιαλοῦ. Ἦτον ὡραία μελαχροινή, κ᾽ ἐνθύμιζε τὴν νύμφην τοῦ ᾌσματος τὴν ἡλιοκαυμένην,
τὴν ὁποίαν οἱ υἱοὶ τῆς μητρός της εἶχαν βάλει νὰ φυλάῃ τ᾽ ἀμπέλια· «Ἰδοὺ εἶ
καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή· ὀφθαλμοί σου περιστεραί…» Ὁ λαιμός της, καθὼς
ἔφεγγε καὶ ὑπέφωσκεν ὑπὸ τὴν τραχηλιάν της, ἦτον ἀπείρως λευκότερος ἀπὸ τὸν χρῶτα
τοῦ προσώπου της.
Ἦτον ὠχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα καὶ μοῦ ἐφαίνετο
νὰ ὁμοιάζη μὲ τὴν μικρὴν στέρφαν αἶγα, τὴν μικρόσωμον καὶ λεπτοφυῆ, μὲ
κατάστιλπνον τρίχωμα, τὴν ὁποίαν ἐγὼ εἶχα ὀνομάσει Μοσχούλαν. Τὸ παράθυρον τοῦ
πύργου τὸ δυτικὸν ἠνοίγετο πρὸς τὸν λόγγον, ὁ ὁποῖος ἤρχιζε νὰ βαθύνεται πέραν
τῆς κορυφῆς τοῦ βουνοῦ, ὅπου ἦσαν χαμόκλαδα, εὐώδεις θάμνοι, καὶ ἀργιλλώδης γῆ
τραχεῖα. Ἐκεῖ ἤρχιζεν ἡ περιοχή μου. Ἕως ἐκεῖ κατηρχόμην συχνά, κ᾽ ἔβοσκα τὰς αἶγας
τῶν καλογήρων, τῶν πνευματικῶν πατέρων μου.
Μίαν ἡμέραν, δὲν ἠξεύρω πῶς, ἐνῷ ἐμέτρουν
καθὼς ἐσυνήθιζα τὰς αἶγάς μου (ἦσαν ὅλαι πενηνταὲξ κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον· ἄλλοτε
ἀνεβοκατέβαινεν ὁ ἀριθμός των μεταξὺ ἑξῆντα καὶ σαρανταπέντε), ἡ Μοσχούλα, ἡ εὐνοουμένη
μου κατσίκα, εἶχε μείνει ὀπίσω, καὶ δὲν εὑρέθη εἰς τὸ μέτρημα. Τὰς εὕρισκα ὅλας
55. Ἐὰν ἔλειπεν ἄλλη κατσίκα, δὲν θὰ παρετήρουν ἀμέσως τὴν ταυτότητα, ἀλλὰ
μόνον τὴν μονάδα ποὺ ἔλειπεν· ἀλλ᾽ ἡ ἀπουσία τῆς Μοσχούλας ἦτον ἐπαισθητή. Ἐτρόμαξα.
Τάχα ὁ ἀετὸς μοῦ τὴν ἐπῆρε;
Εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα, τὰ κάπως χαμηλότερα, οἱ
ἀετοὶ δὲν κατεδέχοντο νὰ μᾶς ἐπισκέπτωνται συχνά. Τὸ μέγα ὁρμητήριόν των ἦτον ὑψηλὰ
πρὸς δυσμάς, εἰς τὸ κατάλευκον πετρῶδες βουνόν, τὸ καλούμενον Ἀετοφωλιὰ
φερωνύμως. Ἀλλὰ δὲν μοῦ ἐφαίνετο ὅλως παράδοξον ἢ ἀνήκουστον πρᾶγμα, ὁ ἀετὸς νὰ
κατῆλθεν ἐκτάκτως, τρωθεὶς ἀπὸ τὰ κάλλη τῆς Μοσχούλας, τῆς μικρᾶς κατσίκας μου.
Ἐφώναζα ὡς τρελός:
― Μοσχούλα!… ποῦ εἶν᾽ ἡ Μοσχούλα;
Οὔτε εἶχα παρατηρήσει τὴν παρουσίαν τῆς
Μοσχούλας, τῆς ἀνεψιᾶς τοῦ κὺρ Μόσχου, ἐκεῖ σιμά. Αὐτὴ ἔτυχε νὰ ἔχῃ ἀνοικτὸν τὸ
παράθυρον. Ὁ τοῖχος τοῦ περιβόλου τοῦ κτήματος, καὶ ἡ οἰκία ἡ ἀκουμβῶσα ἐπάνω εἰς
αὐτόν, ἀπεῖχον περὶ τὰ πεντακόσια βήματα ἀπὸ τὴν θέσιν ὅπου εὑρισκόμην ἐγὼ μὲ τὰς
αἶγάς μου. Καθὼς ἤκουσε τὰς φωνάς μου, ἡ παιδίσκη ἀνωρθώθη, προέκυψεν εἰς τὸ
παράθυρον καὶ ἔκραξε:
― Τί ἔχεις καὶ φωνάζεις;
Ἐγὼ δὲν ἤξευρα τί νὰ εἴπω· ἐν τοσούτῳ ἀπήντησα:
― Φωνάζω ἐγὼ τὴν κατσίκα μου, τὴ Μοσχούλα!…
Μὲ σένα δὲν ἔχω νὰ κάμω.
Καθὼς ἤκουσε τὴν φωνήν μου, ἔκλεισε τὸ
παράθυρον κ᾽ ἔγινεν ἄφαντη.
Μίαν ἄλλην ἡμέραν μὲ εἶδε πάλιν ἀπὸ τὸ
παράθυρόν της εἰς ἐκείνην τὴν ἰδίαν θέσιν. Ἤμην πλαγιασμένος εἰς ἕνα ἴσκιον, ἄφηνα
τὰς αἶγάς μου νὰ βόσκουν, κ᾽ ἐσφύριζα ἕνα ἦχον, ἓν ᾆσμα τοῦ βουνοῦ αἰπολικόν.
Δὲν ἠξεύρω πῶς τῆς ἦλθε νὰ μοῦ φωνάξῃ:
―Ἔτσι ὅλο τραγουδεῖς!… Δὲ σ᾽ ἄκουσα ποτέ
μου νὰ παίζῃς τὸ σουραύλι!… Βοσκὸς καὶ νὰ μὴν ἔχῃ σουραύλι, σὰν παράξενο μοῦ
φαίνεται!…
Εἶχα ἐγὼ σουραύλι (ἤτοι φλογέραν), ἀλλὰ δὲν
εἶχα ἀρκετὸν θράσος ὥστε νὰ παίζω ἐν γνώσει ὅτι θὰ μὲ ἤκουεν αὐτή… Τὴν φορὰν
ταύτην ἐφιλοτιμήθην νὰ παίξω πρὸς χάριν της, ἀλλὰ δὲν ἠξεύρω πῶς τῆς ἐφάνη ἡ
τέχνη μου ἡ αὐλητική. Μόνον ἠξεύρω ὅτι μοῦ ἔστειλε δι᾽ ἀμοιβὴν ὀλίγα ξηρὰ σῦκα,
κ᾽ ἕνα τάσι γεμᾶτο πετμέζι.
Μίαν ἑσπέραν, καθὼς εἶχα κατεβάσει τὰ γίδια
μου κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους
γλαφυροὺς κολπίσκους καὶ ἀγκαλίτσες τὸ κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς
προβλῆτας καὶ ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς τόσους ἑλιγμοὺς
καὶ δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τὸ ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον, χορεῦον μὲ ἀτάκτους
φλοίσβους καὶ ἀφρούς, ὅμοιον μὲ τὸ βρέφος τὸ ψελλίζον, ποὺ ἀναπηδᾷ εἰς τὸ λῖκνόν
του καὶ λαχταρεῖ νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ χορεύσῃ εἰς τὴν χεῖρα τῆς μητρὸς ποὺ τὸ ἔψαυσε
― καθὼς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τὰ γίδια μου διὰ ν᾽ «ἁρμυρίσουν» εἰς τὴν
θάλασσαν, ὅπως συχνὰ ἐσυνήθιζα, εἶδα τὴν ἀκρογιαλιὰν ποὺ ἦτον μεγάλη χαρὰ καὶ
μαγεία, καὶ τὴν «ἐλιμπίστηκα», κ᾽ ἐλαχτάρησα νὰ πέσω νὰ κολυμβήσω. Ἦτον τὸν Αὔγουστον
μῆνα.
Ἀνέβασα τὸ κοπάδι μου ὀλίγον παραπάνω ἀπὸ τὸν
βράχον, ἀνάμεσα εἰς δύο κρημνοὺς καὶ εἰς ἕνα μονοπάτι τὸ ὁποῖον ἐχαράσσετο ἐπάνω
εἰς τὴν ράχιν. Δι᾽ αὐτοῦ εἶχα κατέλθει, καὶ δι᾽ αὐτοῦ ἔμελλα πάλιν νὰ ἐπιστρέψω
εἰς τὸ βουνὸν τὴν νύκτα εἰς τὴν στάνην μου. Ἄφησα ἐκεῖ τὰ γίδια μου διὰ νὰ
βοσκήσουν εἰς τὰ κρίταμα καὶ τὰς ἁρμυρήθρας, ἂν καὶ δὲν ἐπεινοῦσαν πλέον. Τὰ ἐσφύριξα
σιγὰ διὰ νὰ καθίσουν νὰ ἡσυχάσουν καὶ νὰ μὲ περιμένουν. Μὲ ἄκουσαν κ᾽ ἐκάθισαν ἥσυχα.
Ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἐξ αὐτῶν τράγοι ἦσαν κωδωνοφόροι καὶ θὰ ἤκουον μακρόθεν τοὺς
κωδωνισμούς των, ἂν τυχὸν ἐδείκνυον συμπτώματα ἀνησυχίας.
Ἐγύρισα ὀπίσω, κατέβην πάλιν τὸν κρημνόν, κ᾽
ἔφθασα κάτω εἰς τὴν θάλασσαν. Τὴν ὥραν ἐκείνην εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλιος, καὶ τὸ
φεγγάρι σχεδὸν ὁλόγεμον ἤρχισε νὰ λάμπῃ χαμηλά, ὣς δύο καλαμιὲς ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ
βουνὰ τῆς ἀντικρινῆς νήσου. Ὁ βράχος ὁ δικός μου ἔτεινε πρὸς βορρᾶν, καὶ πέραν ἀπὸ
τὸν ἄλλον κάβον πρὸς δυσμάς, ἀριστερά μου, ἔβλεπα μίαν πτυχὴ ἀπὸ τὴν πορφύραν
τοῦ ἡλίου, ποὺ εἶχε βασιλέψει ἐκείνην τὴν στιγμήν.
Ἦτον ἡ οὐρὰ τῆς λαμπρᾶς ἁλουργίδος ποὺ
σύρεται ὀπίσω, ἢ ἦτον ὁ τάπης, ποὺ τοῦ ἔστρωνε, καθὼς λέγουν, ἡ μάννα του, διὰ
νὰ καθίσῃ νὰ δειπνήσῃ.
Δεξιὰ ἀπὸ τὸν μέγαν κυρτὸν βράχον μου, ἐσχηματίζετο
μικρὸν ἄντρον θαλάσσιον, στρωμένον μὲ ἄσπρα κρυσταλλοειδῆ κοχύλια καὶ λαμπρὰ
ποικιλόχρωμα χαλίκια, ποὺ ἐφαίνετο πὼς τὸ εἶχον εὐτρεπίσει καὶ στολίσει αἱ
νύμφαι τῶν θαλασσῶν. Ἀπὸ τὸ ἄντρον ἐκεῖνο ἤρχιζεν ἕνα μονοπάτι, διὰ τοῦ ὁποίου ἀνέβαινέ
τις πλαγίως τὴν ἀπότομον ἀκρογιαλιάν, κ᾽ ἔφθανεν εἰς τὴν κάτω πόρταν τοῦ
τοιχογυρίσματος τοῦ κὺρ Μόσχου, τοῦ ὁποίου ὁ ἕνας τοῖχος ἔζωνεν εἰς μῆκος ἑκατοντάδων
μέτρων ὅλον τὸν αἰγιαλόν.
Ἐπέταξα ἀμέσως τὸ ὑποκάμισόν μου, τὴν
περισκελίδα μου, κ᾽ ἔπεσα εἰς τὴν θάλασσαν. Ἐπλύθην, ἐλούσθην, ἐκολύμβησα ἐπ᾽ ὀλίγα
λεπτὰ τῆς ὥρας. ᾘσθανόμην γλύκαν, μαγείαν ἄφατον, ἐφανταζόμην τὸν ἑαυτόν μου ὡς
νὰ ἤμην ἓν μὲ τὸ κῦμα, ὡς νὰ μετεῖχον τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῆς ὑγρᾶς καὶ ἁλμυρᾶς
καὶ δροσώδους. Δὲν θὰ μοῦ ἔκανε ποτὲ καρδιὰ νὰ ἔβγω ἀπὸ τὴν θάλασσαν, δὲν θὰ ἐχόρταινα
ποτὲ τὸ κολύμβημα, ἂν δὲν εἶχα τὴν ἔννοιαν τοῦ κοπαδιοῦ μου. Ὅσην ὑπακοὴν καὶ ἂν
εἶχαν πρὸς ἐμὲ τὰ ἐρίφια, καὶ ἂν ἤκουον τὴν φωνήν μου διὰ νὰ καθίσουν ἥσυχα, ἐρίφια
ἦσαν, δυσάγωγα καὶ ἄπιστα ὅσον καὶ τὰ μικρὰ παιδία. Ἐφοβούμην μήπως τινὰ ἀποσκιρτήσουν
καὶ μοῦ φύγουν, καὶ τότε ἔπρεπε νὰ τρέχω νὰ τὰ ζητῶ τὴν νύκτα εἰς τοὺς λόγγους
καὶ τὰ βουνὰ ὁδηγούμενος μόνον ἀπὸ τὸν ἦχον τῶν κωδωνίσκων τῶν τράγων! Ὅσον ἀφορᾷ
τὴν Μοσχούλαν, διὰ νὰ εἶμαι βέβαιος, ὅτι δὲν θὰ μοῦ φύγῃ πάλιν, καθὼς μοῦ εἶχε
φύγει τὴν ἄλλην φοράν, ὁπότε ὁ ἄγνωστος κλέπτης (ὢ νὰ τὸν ἔπιανα) τῆς εἶχε
κλέψει, ὁ ἀνόητος, τὸν ἐπίχρυσον κωδωνίσκον μὲ τὸ κόκκινον περιδέραιον ἀπὸ τὸν
λαιμόν, ἐφρόντισα νὰ τὴν δέσω μ᾽ ἕνα σχοινάκι εἰς τὴν ρίζαν ἑνὸς θάμνου ὀλίγον
παραπάνω ἀπὸ τὸν βράχον, εἰς τὴν βάσιν τοῦ ὁποίου εἶχα ἀφήσει τὰ ροῦχά μου πρὶν
ριφθῶ εἰς τὴν θάλασσαν.
Ἐπήδησα ταχέως ἔξω, ἐφόρεσα τὸ ὑποκάμισόν
μου, τὴν περισκελίδα μου, ἔκαμα ἕνα βῆμα διὰ νὰ ἀναβῶ. Ἄνω τῆς κορυφῆς τοῦ
βράχου, τοῦ ὁποίου ἡ βάσις ἐβρέχετο ἀπὸ τὴν θάλασσαν, θὰ ἔλυα τὴν Μοσχούλαν, τὴν
μικρὴν αἶγά μου, καὶ μὲ διακόσια ἢ περισσότερα βήματα θὰ ἐπέστρεφα πλησίον εἰς
τὸ κοπάδι μου. Ὁ μικρὸς ἐκεῖνος ἀνήφορος, ὁ ὀλισθηρὸς κρημνὸς ἦτον δι᾽ ἐμὲ ἄθυρμα,
ὅσον ἕνα σκαλοπάτι μαρμαρίνης σκάλας, τὸ ὁποῖον φιλοτιμοῦνται νὰ πηδήσουν ἐκ τῶν
κάτω πρὸς τὰ ἄνω ἁμιλλώμενα τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐνῷ ἔκαμα τὸ πρῶτον βῆμα,
ἀκούω σφοδρὸν πλατάγισμα εἰς τὴν θάλασσαν, ὡς σώματος πίπτοντος εἰς τὸ κῦμα. Ὁ
κρότος ἤρχετο δεξιόθεν, ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἄντρου τοῦ κογχυλοστρώτου καὶ
νυμφοστολίστου, ὅπου ἤξευρα, ὅτι ἐνίοτε κατήρχετο ἡ Μοσχούλα, ἡ ἀνεψιὰ τοῦ κὺρ
Μόσχου, κ᾽ ἐλούετο εἰς τὴν θάλασσαν. Δὲν θὰ ἐρριψοκινδύνευα νὰ ἔλθω τόσον σιμὰ
εἰς τὰ σύνορά της, ἐγὼ ὁ σατυρίσκος τοῦ βουνοῦ, νὰ λουσθῶ, ἐὰν ἤξευρα ὅτι ἐσυνήθιζε
νὰ λούεται καὶ τὴν νύκτα μὲ τὸ φῶς τῆς σελήνης. Ἐγνώριζα ὅτι τὸ πρωί, ἅμα τῇ ἀνατολῇ
τοῦ ἡλίου, συνήθως ἐλούετο.
Ἔκαμα δύο-τρία βήματα χωρὶς τὸν ἐλάχιστον
θόρυβον, ἀνερριχήθην εἰς τὰ ἄνω, ἔκυψα μὲ ἄκραν προφύλαξιν πρὸς τὸ μέρος τοῦ ἄντρου,
καλυπτόμενος ὄπισθεν ἑνὸς σχοίνου καὶ σκεπόμενος ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, καὶ
εἶδα πράγματι ὅτι ἡ Μοσχούλα εἶχε πέσει ἀρτίως εἰς τὸ κῦμα γυμνή, κ᾽ ἐλούετο…
Τὴν ἀνεγνώρισα πάραυτα εἰς τὸ φῶς τῆς
σελήνης τὸ μελιχρόν, τὸ περιαργυροῦν ὅλην τὴν ἄπειρον ὀθόνην τοῦ γαληνιῶντος
πελάγους, καὶ κάμνον νὰ χορεύουν φωσφορίζοντα τὰ κύματα. Εἶχε βυθισθῆ ἅπαξ καθὼς
ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, εἶχε βρέξει τὴν κόμην της, ἀπὸ τοὺς βοστρύχους τῆς ὁποίας
ὡς ποταμὸς ἀπὸ μαργαρίτας ἔρρεε τὸ νερόν, καὶ εἶχεν ἀναδύσει· ἔβλεπε κατὰ τύχην
πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἤμην ἐγώ, κ᾽ ἐκινεῖτο ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ προσπαίζουσα καὶ πλέουσα. Ἤξευρε
καλῶς νὰ κολυμβᾷ.
Διὰ νὰ φύγω ἔπρεπεν ἐξ ἅπαντος νὰ πατήσω ἐπὶ
μίαν στιγμὴν ὀρθὸς εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, εἶτα νὰ κύψω ὄπισθεν θάμνων, νὰ
λύσω τὴν αἶγά μου, καὶ νὰ γίνω ἄφαντος κρατῶν τὴν πνοήν μου, χωρὶς τὸν ἐλάχιστον
κρότον ἢ θροῦν. Ἀλλ᾽ ἡ στιγμὴ καθ᾽ ἣν θὰ διηρχόμην διὰ τῆς κορυφῆς τοῦ βράχου ἤρκει
διὰ νὰ μὲ ἴδῃ ἡ Μοσχούλα. Ἦτον ἀδύνατον, καθὼς ἐκείνη ἔβλεπε πρὸς τὸ μέρος μου,
νὰ φύγω ἀόρατος.
Τὸ ἀνάστημά μου θὰ διεγράφετο διὰ μίαν
στιγμὴν ὑψηλὸν καὶ δεχόμενον δαψιλῶς τὸ φῶς τῆς σελήνης, ἐπάνω τοῦ βράχου. Ἐκεῖ
ἡ κόρη θὰ μὲ ἔβλεπε, καθὼς ἦτον ἐστραμμένη πρὸς τὰ ἐδῶ. Ὤ! πῶς θὰ ἐξαφνίζετο. Θὰ
ἐτρόμαζεν εὐλόγως, θὰ ἐφώναζεν, εἶτα θὰ μὲ κατηγόρει διὰ σκοποὺς ἀθεμίτους, καὶ
τότε ἀλλοίμονον εἰς τὸν μικρὸν βοσκόν!
Ἡ πρώτη ἰδέα μου ἦτον νὰ βήξω, νὰ τῆς δώσω ἀμέσως
εἴδησιν, καὶ νὰ κράξω: «― Βρέθηκα ἐδῶ, χωρὶς νὰ ξέρω… Μὴν τρομάζῃς!… φεύγω ἀμέσως,
κοπέλα μου!»
Πλήν, δὲν ἠξεύρω πῶς, ὑπῆρξα σκαιὸς καὶ ἄτολμος.
Κανεὶς δὲν μὲ εἶχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εἰς τὰ βουνά μου. Συνεστάλην,
κατέβην πάλιν κάτω εἰς τὴν ρίζαν τοῦ βράχου κ᾽ ἐπερίμενα.
«Αὐτὴ δὲν θ᾽ ἀργήσῃ, ἔλεγα μέσα μου· τώρα θὰ
κολυμπήσῃ, θὰ ντυθῇ καὶ θὰ φύγῃ… Θὰ τραβήξῃ αὐτὴ τὸ μονοπάτι της, κ᾽ ἐγὼ τὸν
κρημνόν μου!»
Κ᾽ ἐνθυμήθην τότε τὸν Σισώην, καὶ τὸν
πνευματικὸν τοῦ μοναστηρίου, τὸν παπα-Γρηγόριον, οἵτινες πολλάκις μὲ εἶχον
συμβουλεύσει νὰ φεύγω, πάντοτε, τὸν γυναικεῖον πειρασμόν!
Ἐκ τῆς ἰδέας τοῦ νὰ περιμένω δὲν ὑπῆρχεν ἄλλο
μέσον ἢ προσφυγή, εἰμὴ ν᾽ ἀποφασίσω νὰ ριφθῶ εἰς τὴν θάλασσαν, μὲ τὰ ροῦχα, ὅπως
ἤμην, νὰ κολυμβήσω εἰς τὰ βαθέα, ἄπατα νερά, ὅλον τὸ πρὸς δυσμὰς διάστημα, τὸ ἀπὸ
τῆς ἀκτῆς ὅπου εὑρισκόμην, ἐντεῦθεν τοῦ μέρους ὅπου ἐλούετο ἡ νεᾶνις, μέχρι τοῦ
κυρίως ὅρμου καὶ τῆς ἄμμου, ἐπειδὴ εἰς ὅλον ἐκεῖνο τὸ διάστημα, ὣς ἡμίσεος
μιλίου, ἡ ἀκρογιαλιὰ ἦτον ἄβατος, ἀπάτητος, ὅλη βράχος καὶ κρημνός. Μόνον εἰς τὸ
μέρος ὅπου ἤμην ἐσχηματίζετο τὸ λῖκνον ἐκεῖνο τοῦ θαλασσίου νεροῦ, μεταξὺ
σπηλαίων καὶ βράχων.
Θ᾽ ἄφηνα τὴν Μοσχούλαν μου, τὴν αἶγα, εἰς τὴν
τύχην της, δεμένην ἐκεῖ ἐπάνω, ἄνωθεν τοῦ βράχου, καὶ ἅμα ἔφθανα εἰς τὴν ἄμμον
μὲ διάβροχα τὰ ροῦχά μου (διότι ἦτον ἀνάγκη νὰ πλεύσω μὲ τὰ ροῦχα), στάζων ἅλμην
καὶ ἀφρόν, θὰ ἐβάδιζα δισχίλια βήματα διὰ νὰ ἐπιστρέψω ἀπὸ ἄλλο μονοπάτι πάλιν
πλησίον τοῦ κοπαδιοῦ μου, θὰ κατέβαινα τὸν κρημνὸν παρακάτω διὰ νὰ λύσω τὴν
Μοσχούλαν τὴν αἶγά μου, ὁπότε ἡ ἀνεψιὰ τοῦ κὺρ Μόσχου θὰ εἶχε φύγει χωρὶς ν᾽ ἀφήσῃ
βεβαίως κανὲν ἴχνος εἰς τὸν αἰγιαλόν. Τὸ σχέδιον τοῦτο ἂν τὸ ἐξετέλουν, θὰ ἦτον
μέγας κόπος, ἀληθὴς ἆθλος. Θὰ ἐχρειάζετο δὲ καὶ μίαν ὥραν καὶ πλέον. Οὐδὲ θὰ ἤμην
πλέον βέβαιος περὶ τῆς ἀσφαλείας τοῦ κοπαδιοῦ μου.
Δὲν ὑπῆρχεν ἄλλη αἵρεσις, εἰμὴ νὰ περιμένω.
Θὰ ἐκράτουν τὴν ἀναπνοήν μου. Ἡ κόρη ἐκείνη δὲν θὰ ὑπώπτευε τὴν παρουσίαν μου. Ἄλλως
ἤμην ἐν συνειδήσει ἀθῷος.
Ἐντοσούτῳ ὅσον ἀθῷος καὶ ἂν ἤμην, ἡ
περιέργεια δὲν μοῦ ἔλειπε. Καὶ ἀνερριχήθην πάλιν σιγὰ-σιγὰ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ εἰς
τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, καλυπτόμενος ὄπισθεν τῶν θάμνων· ἔκυψα νὰ ἴδω τὴν
κολυμβῶσαν νεάνιδα.
Ἦτον ἀπόλαυσις, ὄνειρον, θαῦμα. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ
ὣς πέντε ὀργυιὰς ἀπὸ τὸ ἄντρον, καὶ ἔπλεε, κ᾽ ἔβλεπε τώρα πρὸς ἀνατολάς,
στρέφουσα τὰ νῶτα πρὸς τὸ μέρος μου. Ἔβλεπα τὴν ἀμαυρὰν καὶ ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς
κόμην της, τὸν τράχηλόν της τὸν εὔγραμμον, τὰς λευκὰς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τοὺς
βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεόμενα, μελιχρὰ καὶ ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς
σελήνης. Διέβλεπα τὴν ὀσφύν της τὴν εὐλύγιστον, τὰ ἰσχία της, τὰς κνήμας, τοὺς
πόδας της, μεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τὸ κῦμα. Ἐμάντευα τὸ στέρνον
της, τοὺς κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τὰς ριπὰς
καὶ τῆς θαλάσσης τὸ θεῖον ἄρωμα. Ἦτον πνοή, ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον ἐπιπλέον
εἰς τὸ κῦμα· ἦτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς
τῶν ὀνείρων…
Οὔτε μοῦ ἦλθε τότε ἡ ἰδέα ὅτι, ἂν ἐπάτουν ἐπάνω
εἰς τὸν βράχον, ὄρθιος ἢ κυρτός, μὲ σκοπὸν νὰ φύγω, ἦτον σχεδὸν βέβαιον, ὅτι ἡ
νέα δὲν θὰ μ᾽ ἔβλεπε, καὶ θὰ ἠμποροῦσα ν᾽ ἀποχωρήσω ἐν τάξει. Ἐκείνη ἔβλεπε πρὸς
ἀνατολάς, ἐγὼ εὑρισκόμην πρὸς δυσμὰς ὄπισθέν της. Οὔτε ἡ σκιά μου δὲν θὰ τὴν ἐτάραττεν.
Αὕτη, ἐπειδὴ ἡ σελήνη ἦτον εἰς τ᾽ ἀνατολικά, θὰ ἔπιπτε πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος, ὄπισθεν
τοῦ βράχου μου, κ᾽ ἐντεῦθεν τοῦ ἄντρου.
Εἶχα μείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καὶ δὲν ἐσκεπτόμην
πλέον τὰ ἐπίγεια.
Δὲν δύναμαι νὰ εἴπω ἂν μοῦ ἦλθον πονηροί,
καὶ συνάμα παιδικοὶ ἀνόητοι λογισμοί, ἐν εἴδει εὐχῶν κατάραι. «Νὰ ἐκινδύνευεν ἔξαφνα!
νὰ ἔβαζε μιὰ φωνή! νὰ ἔβλεπε κανένα ροφὸν εἰς τὸν πυθμένα, τὸν ὁποῖον νὰ ἐκλάβῃ
διὰ θηρίον, διὰ σκυλόψαρον, καὶ νὰ ἐφώναζε βοήθειαν!…»
Εἶναι ἀληθές, ὅτι δὲν ἐχόρταινα νὰ βλέπω τὸ
ὄνειρον, τὸ πλέον εἰς τὸ κῦμα. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ἀλλοκότως, μοῦ ἐπανῆλθε
πάλιν ἡ πρώτη ἰδέα… Νὰ ριφθῶ εἰς τὰ κύματα, πρὸς τὸ ἀντίθετον μέρος, εἰς τὰ ὄπισθεν,
νὰ κολυμβήσω ὅλον ἐκεῖνο τὸ διάστημα ἕως τὴν ἄμμον, καὶ νὰ φύγω, νὰ φύγω τὸν
πειρασμόν!…
Καὶ πάλιν δὲν ἐχόρταινα νὰ βλέπω τὸ ὄνειρον…
Αἴφνης εἰς τὰς ἀνάγκας τοῦ πραγματικοῦ κόσμου μ᾽ ἐπανέφερεν ἡ φωνὴ τῆς κατσίκας
μου. Ἡ μικρὴ Μοσχούλα ἤρχισεν αἴφνης νὰ βελάζῃ!…
Ὤ, αὐτὸ δὲν τὸ εἶχα προβλέψει. Ἠμποροῦσα νὰ
σιωπῶ ἐγώ, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν ἦτον εὔκολον νὰ ἐπιβάλω σιωπὴν εἰς τὴν αἶγά μου. Δὲν
ἤξευρα καλὰ ἂν ὑπῆρχον πρόχειροι φιμώσεις διὰ τὰ θρέμματα, ἐπειδὴ δὲν εἶχα
μάθει ἀκόμη νὰ κλέπτω ζωντανὰ πράγματα, καθὼς ὁ ἄγνωστος ἐχθρός, ὁ ὁποῖος τῆς εἶχε
κλέψει τὸν κωδωνίσκον· ἀλλὰ δὲν τῆς εἶχε κόψει καὶ τὴν γλῶσσαν διὰ νὰ μὴ βελάζῃ.
― Μὲ ράμνον πολύκλαδον εἰς τὸ στόμα, ἢ μὲ σπαρτίον περὶ τὸ ρύγχος, ἢ ὅπως ἄλλως·
ἀλλὰ καὶ ἂν τὸ ἤξευρα ποῦ νὰ τὸ συλλογισθῶ!
Ἔτρεξα τότε παράφορος νὰ σφίγξω τὸ ρύγχος
της μὲ τὴν παλάμην, νὰ μὴ βελάζῃ… Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐλησμόνησα τὴν κόρην τὴν
κολυμβῶσαν χάριν αὐτῆς ταύτης τῆς κόρης. Δὲν ἐσκέφθην ἂν ἦτον φόβος νὰ μὲ ἰδῇ,
καὶ ἡμιωρθώθην κυρτὸς πάντοτε, κ᾽ ἐπάτησα ἐπὶ τοῦ βράχου, διὰ νὰ προλάβω καὶ
φθάσω πλησίον τῆς κατσίκας.
Συγχρόνως μ᾽ ἐκυρίευσε καὶ φόβος ἀπὸ τὴν
φιλοστοργίαν τὴν ὁποίαν ἔτρεφα πρὸς τὴν πτωχὴν αἶγά μου. Τὸ σχοινίον μὲ τὸ ὁποῖον
τὴν εἶχα δέσει εἰς τὴν ρίζαν τοῦ θάμνου ἦτον πολὺ κοντόν. Τάχα μὴν «ἐσχοινιάσθη»,
μὴν ἐμπερδεύθη καὶ περιεπλάκη ὁ τράχηλός της, μὴν ἦτον κίνδυνος νὰ πνιγῇ τὸ
ταλαίπωρον ζῷον;
Δὲν ἠξεύρω ἂν ἡ κόρη ἡ λουομένη εἰς τὴν
θάλασσαν ἤκουσε τὴν φωνὴν τῆς γίδας μου. Ἀλλὰ καὶ ἂν τὴν εἶχεν ἀκούσει, τί τὸ
παράδοξον; Ποῖος φόβος ἦτον; Τὸ ν᾽ ἀκούῃ τις φωνὴν ζῴου ἐκεῖ ποὺ κολυμβᾷ, ἀφοῦ
δὲν ἀπέχει εἰμὴ ὀλίγας ὀργυιὰς ἀπὸ τὴν ξηράν, δὲν εἶναι τίποτε ἔκτακτον.
Ἀλλ᾽ ὅμως, ἡ στιγμὴ ἐκείνη, ποὺ εἶχα
πατήσει εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, ἤρκεσεν. Ἡ νεαρὰ κόρη, εἴτε ἤκουσεν εἴτε ὄχι
τὴν φωνὴν τῆς κατσίκας ―μᾶλλον φαίνεται ὅτι τὴν ἤκουσε, διότι ἔστρεψε τὴν κεφαλὴν
πρὸς τὸ μέρος τῆς ξηρᾶς…― εἶδε τὸν μαῦρον ἴσκιον μου, τὸν διακαμόν* μου, ἐπάνω
εἰς τὸν βράχον, ἀνάμεσα εἰς τοὺς θάμνους, καὶ ἀφῆκε μισοπνιγμένην κραυγὴν
φόβου…
Τότε μὲ κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη ἀπερίγραπτος.
Τὰ γόνατά μου ἐκάμφθησαν. Ἔξαλλος ἐκ τρόμου, ἠδυνήθην ν᾽ ἀρθρώσω φωνήν, κ᾽ ἔκραξα:
― Μὴ φοβᾶσαι!… δὲν εἶναι τίποτε… δὲν σοῦ
θέλω κακόν!
Καὶ ἐσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος ἂν ἔπρεπε
νὰ ριφθῶ εἰς τὴν θάλασσαν, μᾶλλον, διὰ νὰ ἔλθω εἰς βοήθειαν τῆς κόρης, ἢ νὰ
τρέξω καὶ νὰ φύγω… Ἤρκει ἡ φυγή μου νὰ τῆς ἔδιδε μεγαλύτερον θάρρος ἢ ὅσον ἡ
παραμονή μου καὶ τὸ τρέξιμόν μου εἰς βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατὰ συγκυρίαν ὄχι
παράδοξον, καθότι ὅλοι οἱ αἰγιαλοὶ καὶ αἱ θάλασσαι ἐκεῖναι ἐσυχνάζοντο ἀπὸ τοὺς
ἁλιεῖς, μία βάρκα ἐφάνη νὰ προβάλλῃ ἀντικρύ, πρὸς τὸ ἀνατολικομεσημβρινὸν
μέρος, ἀπὸ τὸν πέρα κάβον, τὸν σχηματίζοντα τὸ δεξιὸν οἱονεὶ κέρας τοῦ
κολπίσκου. Ἐφάνη πλέουσα ἀργά, ἐρχομένη πρὸς τὰ ἐδῶ, μὲ τὰς κώπας· πλὴν ἡ ἐμφάνισίς
της, ἀντὶ νὰ δώσῃ θάρρος εἰς τὴν κόρην, ἐπέτεινε τὸν τρόμον της.
Ἀφῆκε δευτέραν κραυγὴν μεγαλυτέρας ἀγωνίας.
Ἐν ἀκαρεῖ τὴν εἶδα νὰ βυθίζεται, καὶ νὰ γίνεται ἄφαντη εἰς τὸ κῦμα.
Δὲν ἔπρεπε τότε νὰ διστάσω. Ἡ βάρκα ἐκείνη ἀπεῖχεν
ὑπὲρ τὰς εἴκοσιν ὀργυιάς, ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου ἠγωνία ἡ κόρη, ἐγὼ ἀπεῖχα μόνον
πέντε ἢ ἓξ ὀργυιάς. Πάραυτα, ὅπως ἤμην, ἐρρίφθην εἰς τὴν θάλασσαν, πηδήσας μὲ τὴν
κεφαλὴν κάτω, ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βράχου.
Τὸ βάθος τοῦ νεροῦ ἦτον ὑπὲρ τὰ δύο ἀναστήματα.
Ἔφθασα σχεδὸν εἰς τὸν πυθμένα, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀμμόστρωτος, ἐλεύθερος βράχων καὶ
πετρῶν, καὶ δὲν ἦτο φόβος νὰ κτυπήσω. Πάραυτα ἀνέδυν καὶ ἀνῆλθον εἰς τὸν ἀφρὸν
τοῦ κύματος.
Ἀπεῖχον τώρα ὀλιγώτερον ἢ πέντε ὀργυιὰς ἀπὸ
τὸ μέρος τοῦ πόντου, ὅπου ἐσχηματίζοντο δῖναι καὶ κύκλοι συστρεφόμενοι εἰς τὸν ἀφρὸν
τῆς θαλάσσης, οἱ ὁποῖοι θὰ ἦσαν ὡς μνῆμα ὑγρὸν καὶ ἀκαριαῖον διὰ τὴν ἀτυχῆ
παιδίσκην· τὰ μόνα ἴχνη τὰ ὁποῖα ἀφήνει ποτὲ εἰς τὴν θάλασσαν ἀγωνιῶν ἀνθρώπινον
πλάσμα!… Μὲ τρία στιβαρὰ πηδήματα καὶ πλευσίματα, ἐντὸς ὀλίγων στιγμῶν, ἔφθασα
πλησίον της…
Εἶδα τὸ εὔμορφον σῶμα νὰ παραδέρνῃ κάτω,
πλησιέστερον εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πόντου ἢ εἰς τὸν ἀφρὸν τοῦ κύματος, ἐγγύτερον τοῦ
θανάτου ἢ τῆς ζωῆς· ἐβυθίσθην, ἥρπασα τὴν κόρην εἰς τὰς ἀγκάλας μου, καὶ ἀνῆλθον.
Καθὼς τὴν εἶχα περιβάλει μὲ τὸν ἀριστερὸν
βραχίονα, μοῦ ἐφάνη ὅτι ᾐσθάνθην ἀσθενῆ τὴν χλιαρὰν πνοήν της εἰς τὴν παρειάν
μου. Εἶχα φθάσει ἐγκαίρως, δόξα τῷ Θεῷ!… Ἐντούτοις δὲν παρεῖχε σημεῖα ζωῆς ὁλοφάνερα…
Τὴν ἐτίναξα μὲ σφοδρὸν κίνημα, αὐθορμήτως, διὰ νὰ δυνηθῇ ν᾽ ἀναπνεύσῃ, τὴν ἔκαμα
νὰ στηριχθῇ ἐπὶ τῆς πλάτης μου, καὶ ἔπλευσα, μὲ τὴν χεῖρα τὴν δεξιὰν καὶ μὲ τοὺς
δύο πόδας, ἔπλευσα ἰσχυρῶς πρὸς τὴν ξηράν. Αἱ δυνάμεις μου ἐπολλαπλασιάζοντο
θαυμασίως.
ᾘσθάνθην ὅτι προσεκολλᾶτο τὸ πλάσμα ἐπάνω
μου· ἤθελε τὴν ζωήν της· ὤ! ἂς ἔζη, καὶ ἂς ἦτον εὐτυχής. Κανεὶς ἰδιοτελὴς
λογισμὸς δὲν ὑπῆρχε τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὸ πνεῦμά μου. Ἡ καρδία μου ἦτο
πλήρης αὐτοθυσίας καὶ ἀφιλοκερδείας. Ποτὲ δὲν θὰ ἐζήτουν ἀμοιβήν!
Ἐπὶ πόσον ἀκόμη θὰ τὸ ἐνθυμοῦμαι ἐκεῖνο τὸ ἁβρόν, τὸ ἁπαλὸν σῶμα
τῆς ἁγνῆς κόρης, τὸ ὁποῖον ᾐσθάνθην ποτὲ ἐπάνω μου ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ἄλλως ἀνωφελοῦς
ζωῆς μου! Ἦτον ὄνειρον, πλάνη, γοητεία. Καὶ ὁπόσον διέφερεν ἀπὸ ὅλας τὰς ἰδιοτελεῖς
περιπτύξεις, ἀπὸ ὅλας τὰς λυκοφιλίας καὶ τοὺς κυνέρωτας τοῦ κόσμου ἡ ἐκλεκτή, ἡ
αἰθέριος ἐκείνη ἐπαφή! Δὲν ἦτο βάρος ἐκεῖνο, τὸ φορτίον τὸ εὐάγκαλον, ἀλλ᾽ ἦτο ἀνακούφισις
καὶ ἀναψυχή. Ποτὲ δὲν ᾐσθάνθην τὸν ἑαυτόν μου ἐλαφρότερον ἢ ἐφ᾽ ὅσον ἐβάσταζον
τὸ βάρος ἐκεῖνο… Ἤμην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε νὰ συλλάβῃ μὲ τὰς χεῖράς του
πρὸς στιγμὴν ἓν ὄνειρον, τὸ ἴδιον ὄνειρόν του…
Ἡ Μοσχούλα ἔζησε, δὲν ἀπέθανε. Σπανίως τὴν εἶδα ἔκτοτε, καὶ δὲν ἠξεύρω
τί γίνεται τώρα, ὁπότε εἶναι ἁπλῆ θυγάτηρ τῆς Εὔας, ὅπως ὅλαι.
Ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐπλήρωσα τὰ λύτρα διὰ τὴν ζωήν της. Ἡ ταλαίπωρος μικρή
μου κατσίκα, τὴν ὁποίαν εἶχα λησμονήσει πρὸς χάριν της, πράγματι «ἐσχοινιάσθη»·
περιεπλάκη κακὰ εἰς τὸ σχοινίον, μὲ τὸ ὁποῖον τὴν εἶχα δεμένην, καὶ ἐπνίγη!…
Μετρίως ἐλυπήθην, καὶ τὴν ἔκαμα θυσίαν πρὸς χάριν της.
Κ᾽ ἐγὼ ἔμαθα γράμματα, ἐξ εὐνοίας καὶ ἐλέους τῶν καλογήρων, κ᾽ ἔγινα
δικηγόρος… Ἀφοῦ ἐπέρασα ἀπὸ δύο ἱερατικὰς σχολάς, ἦτον ἑπόμενον!
Τάχα ἡ μοναδικὴ ἐκείνη περίστασις, ἡ ὀνειρώδης ἐκείνη ἀνάμνησις
τῆς λουομένης κόρης, μ᾽ ἔκαμε νὰ μὴ γίνω κληρικός; Φεῦ! ἀκριβῶς ἡ ἀνάμνησις ἐκείνη
ἔπρεπε νὰ μὲ κάμῃ νὰ γίνω μοναχός.
Ὀρθῶς ἔλεγεν ὁ γηραιὸς Σισώης ὅτι «ἂν ἤθελαν νὰ μὲ κάμουν
καλόγερον, δὲν ἔπρεπε νὰ μὲ στείλουν ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι…» Διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς
ψυχῆς μου ἤρκουν τὰ ὀλίγα ἐκεῖνα κολλυβογράμματα, τὰ ὁποῖα αὐτὸς μὲ εἶχε
διδάξει, καὶ μάλιστα ἦσαν καὶ πολλά!…
Καὶ τώρα, ὅταν ἐνθυμοῦμαι τὸ κοντὸν ἐκεῖνο σχοινίον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον
ἐσχοινιάσθη κ᾽ ἐπνίγη ἡ Μοσχούλα, ἡ κατσίκα μου, καὶ ἀναλογίζωμαι τὸ ἄλλο
σχοινίον τῆς παραβολῆς, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι δεμένος ὁ σκύλος εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀφέντη
του, διαπορῶ μέσα μου ἂν τὰ δύο δὲν εἶχαν μεγάλην συγγένειαν, καὶ ἂν δὲν ἦσαν ὡς
«σχοίνισμα κληρονομίας» δι᾽ ἐμέ, ὅπως ἡ Γραφὴ λέγει.
Ὤ! ἂς ἤμην ἀκόμη βοσκὸς εἰς τὰ ὄρη!…”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου