ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΔΙΑΔΟΧΟΝ

 Θα ήτο πολύ ωφέλιμον να εγνωρίζαμε τον βίον και την πολιτείαν του αγίου Πατρός μας Διαδόχου. Εν τούτοις, επειδή έζησε κατά τα μέσα του ε΄ αιώνος σε μίαν απομακρυσμένην επαρχίαν της Ηπείρου, τα βιογραφικά στοιχεία του είναι ελάχιστα.                                                                                      
Γνωστόν είναι ότι υπήρξεν Επίσκοπος Φωτικής, η οποία τοποθετείται στην σημερινήν Παραμυθίαν. Η επισκοπή Φωτικής φέρεται ως σημαντική για πολλούς αιώνας και σήμερα είναι γνωστοί τέσσαρες Επίσκοποι κατά την εποχήν του αγίου Πατρός· ο Ιωάννης, ο οποίος συμμετέσχε στην Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, ο διαδεχθείς τούτον άγιος Διάδοχος και οι επίσης διαδεχθέντες πιθανόν τον Άγιον, Ιλάριος και ο Φλωρέντιος.                                                                   
Ο θείος Διάδοχος εγεννήθη κατά τας πρώτας δεκαετίας του ε΄ αιώνος και εγένετο Επίσκοπος Φωτικής στην περίοδον των ετών 451 – 458, εκοιμήθη δε εν Κυρίω περί το 486. Εάν είναι κάπως εκπληκτικόν το ότι, ένας τόσον μεγάλος θεολόγος και μυστικός Πατήρ δεν μνημονεύεται παρά ελάχιστα υπό των συγχρόνων του, δύναται εξ ίσου ανέτως να εξηγηθή το φαινόμενον, εάν ληφθή υπ΄ όψιν η απομεμακρυσμένη γεωγραφική θέσις της Φωτικής τότε, χωρίς να αναφερθή και η σπουδή του αγίου Διαδόχου όπως μείνη άγνωστος, κατ΄ εκφραζομένην επιθυμίαν του εκ ταπεινώσεως στο 13ο κεφάλαιον. Ο άγιος Πατήρ, όπως είναι ιστορικώς εξακριβωμένον, ήτο ένας εκ των Επισκόπων Ηπείρου, που υπέγραψαν την προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ Επιστολήν δια τον θάνατον του Αλεξανδρείας Προτερίου το έτος 458, της συγγραφής αυτής αποδιδομένης εις τον άγιον Διάδοχον βάσει εσωτερικής τεκμηριώσεως. Επίσης εις τον πρόλογον της Ιστορίας του Βίκτωρος Επισκόπου Βίτης, τέλη του ε΄ αιώνος, ο άγιος Διάδοχος αποκαλείται λόγιος και μακάριος ανήρ, «άξιος κάθε επαίνου, διότι τα έργα του, σαν άστρα λαμπρά, στολίζουν το καθολικόν δόγμα». Και ο Μ. Φώτιος (εν Βιβλιοθήκη κωδ. 231) αναφέρει την πληροφορίαν, ότι από την Συνοδικήν επιστολήν του αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων προκύπτει, ότι ο άγιος Διάδοχος Φωτικής υπήρξεν ένας από τους κυριωτέρους αντιπάλους των μονοφυσιτών, παρ΄ όλον ότι κατά το έτος 451, που συνήλθεν η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, εις την οποίαν παρέστη Ιωάννης ο Φωτικής, δεν ήτο Επίσκοπος.                                                      
Με τον άγιον Διάδοχον και το έργον του ησχολήθησαν πολλοί ημέτεροι και ξένοι θεολόγοι, πλην όμως συστηματικάς θεολογικάς εργασίας παρουσίασαν από μεν των Ρωμαιοκαθολικών ο Ed. des Places, από δε τους Ορθοδόξους ο καθηγητής Παν. Χρήστου. 
                                                                       
Ο des Places, καθηγητής του Βιβλικού Ινστιτούτου της Ρώμης, παρέδωσεν εις την γαλλικήν σε κριτικήν έκδοσιν της σειράς S.C. την Όρασιν, τον Λόγον εις την Ανάληψιν και τα Ρ΄ Κεφάλαια συν τη Κατηχήσει, μόνα γνωστά έργα του Διαδόχου. Την κριτικήν αυτήν έκδοσιν ακολουθούμεν εις την παρούσαν εργασίαν μας, διότι το κείμενον των Εκατόν Κεφαλαίων εις την «Φιλοκαλίαν», παρ΄ ότι είχεν υποστή από τον εκδότην αυτής, άγιον Νικόδημον τον αγιορείτην, σχετικήν επεξεργασίαν δι΄ αντιβολής περισσοτέρων των 3-4 χειρογράφων κωδίκων, εν τούτοις δεν είναι απηλλαγμένη μερικών παραλλαγών, όχι βεβαίως σημαντικών. Δεν είναι επίσης γνωστών πότε εγράφησαν τα έργα αυτά του αγίου Πατρός. Πάντως τον αποδεικνύουν όχι μόνον εντριβή της μυστικής θεολογίας διδάσκαλον, αλλά και κάτοχον της δογματικής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έτσι δια μεν του μη εκτεταμένου Λόγου του εις την Ανάληψιν, αναδεικνύεται βαθύς γνώστης της θεολογίας περί της ενώσεως ασυγχύτως των δύο εν Χριστώ φύσεων, διελέγχων τους Μονοφυσίτας της εποχής του. Δια της Οράσεως, εισάγει ένα υψηλής θεολογίας και βαθυτάτης πνευματικότητος διάλογον μεταξύ του Ιωάννου του Βαπτιστού και αυτού. Με τον θείον αυτόν διάλογον θίγονται μία σειρά από θέματα δογματικά και πνευματικά, που προεκάλουν προφανώς στον ε΄ αιώνα αι αιρέσεις του ανθρωπομορφισμού και του μασσαλιανισμού δηλαδή εάν έχη μορφήν το θείον, πως οράται, τι είναι το θείον φως ή πως είδε το Άγιον Πνεύμα ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, αλλά και τι ήτο η «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Παραθέτομεν μικρόν απόσπασμα από τον διάλογον της Οράσεως, ως δείγμα της «λεπτότητος και καλλιεργείας του αγίου Διαδόχου, της καθαρότητος του ύφους του, που τον αναδεικνύουν πραγματικόν Έλληνα του 5ου αιώνος», όπως λέγει ο des Places.               
«--Τι δη τοσούτον την έρημον εθαύμασας, ειπέ μοι, δέομαί σου; Νύκτωρ ηρεμούσης μου της ψυχής ηρώτουν ωσανεί παρόντα τον σοφόν Ιωάννην. Ω πολύφημε και μήτηρ Εκκλησία, τι περί το άγριον εκείνο και ανεπιμέλητον ούτως θερμώς, πάλιν έλεγον, διέκεισο πρόσωπον; Ή τι την ανθρωπίνας ακοάς τέρπουσαν βοήν αψύχω ούτως ηδέως εβόας εν ερήμω; Και αυτός, μάλλον δε ως αυτός μοι παρεισελθών διελέχθη λόγοις·                                       
--Και πως, έφη, σοι λαλήσαι δυνήσομαι, ο έξω που ων του φθαρτού αιώνος τω τέως εν αυτώ έως ο Θεός θέλει ενδιάγοντι, φίλε;                                           
--Δυνήση, έφην, θαυμάσιε, τον έρωτά σου της σοφίας ει θελήσεις οφθήναί μοι εν ερωτήσεσι λόγων, και ει βούλει συντάξομαι, εις αυτό φθάσας το χωρίον των λόγων, ίνα συ μεν διδάξης, εγώ δε μάθω τίνος δη χάριν έτερψας ούτως τοις λόγοις και τω βίω την ερημίαν, ανδρείε, πόλιν αρετών εκείσε συστησάμενος;                                                                                                        
--Βίου μεν, έφη, καθαρότητος ίχνος, ερημίας οσμή, πολιτικών δε ηθών απαλλαγή η της εκεί σιωπής εύσχημος ομιλία, και δια τούτο την ζάλην των ανθρωπίνων εκείσε διαλύων λογισμών τη δυνάμει της υπομονής διετέλουν, εν πνεύματι το ρήμα περιμένων ης εμνήσθης βοής.                                  
–Καλώς. Τι ουν το σχήμα της βοής; Τούτο γαρ τέως παρά σου μαθείν ορέγομαι.                                                                                                                            
–Την του Ισραήλ, έφη, ωμίλει κουφότητα· επειδή γαρ εκείνοι κηρώ ώσπερ αγνωμοσύνης εσφράγισαν τας εαυτών ακοάς, απωθούμενοι τον ήχον της γνώσεως του Υψίστου, τα θηριώδη έθνη εκ των ερήμων τόπων εις απάντησιν προεκαλούμην της αυτού πίστεως, αινίγματι σαφεί μορφών την θεωρίαν.                                                                                                                   
–Και τις, έφην εγώ, ο του κηρυττομένου σημάνας την δύναμιν;                            
--Ρήμα, έφη, πατρικόν, εν πνεύματι ενεχθέν.                                                                   
–Πιστώς. Αλλά πως ον ουκ ήδεις επεγίνωσκες, ειπέ μοι;                                                 
--Εν μορφή ανθρώπου κράτος εώρων θείον.                                                                 
–Εγώ δε σε και της τόλμης, έφην, εθαύμασα, θεσπέσιε.                                                      
–Ποίας; Έφη.                                                                                                                          
–Ότι δη άνθρωπος ων υιόν εβάπτιζες Θεού.                                                                
–Τη υπακοή, έφη, την τόλμαν ιασάμην· υπακοής γαρ ουδέν ταπεινότερον».
Η γλώσσα του αγίου Διαδόχου παρουσιάζει πρωτοτυπίαν και αττικήν χάριν. Η πρωτοτυπία του οφείλεται ίσως εις την απομόνωσιν της Ηπείρου από τα μεγάλα εκκλησιαστικά κέντρα κατά την εποχήν του. Αλλά τόσον η χρήσις νέων λέξεων όσον και το ιδιάζον ύφος του, οφείλονται εις τον εκλεπτυσμένον νουν του και εις την ανάγκην εκφράσεως ειδικών πνευματικών αλλοιώσεων της ψυχής του. Το φαινόμενον της παραγωγής νέων λέξεων και νέων φραστικών τύπων, είναι κοινόν μεταξύ των μυστικών και Νηπτικών Πατέρων. Βιούντες εν Αγίω Πνεύματι εντόνως και μη απευθυνόμενοι αμέσως εις ένα ωρισμένον κοινόν, κατέθεταν ελευθέρως τας εμπειρίας των «εν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πράξ. β: 2). Ο Μ. Φώτιος, αναφερόμενος στα 100 κεφάλαια του αγίου Διαδόχου, μεταξύ άλλων λέγει τα εξής· «…Τούτοις ουν τοις δέκα (εννοεί τους προτασσομένους δέκα Όρους) τα εκατόν υποτέτακται. Και έστιν ούτος ο λόγος εις το άριστον τοις ασκουμένοις συγκείμενος και τοις εν αυταίς εγγεγυμνασμένοις ταις τελειοποιοίς πράξεσιν ουδ΄ ασαφές τι εμπαρεχόμενος· η γαρ δια πείρας γνώσις ευχερώς της δια λόγων επιβατεύει διδασκαλίας…» (Βιβλιοθήκη, κωδ. 201). Ο δε άγιος Νικόδημος ο Άγιορείτης, ερμηνεύων και τας απόψεις των προ αυτού αγίων Πατέρων, περί της πνευματικής αξίας των ρ΄ κεφ., μεταξύ άλλων εγκωμίων γράφει· «ότι δε ην και σοφός ανήρ, πράξει και θεωρία διαλάμπων, εκ του σωζομένου αυτού τούτου λόγου, παντί τω βουλομένω καταμαθείν έξεστιν· ον δια μακράς πείρας, φιλοσοφίας και θείας αναβάσεις εν τη καρδία διαθέμενος, άριστα συνεγράψατο. Εν εκατόν δε κεφαλαίοις διελών, και αυτά, ως ειπείν, τα βαθύτερα όργια της ευκτικής αρετής μετ΄ ακριβείας απάσης ανακαλύψας· ναι μην, και Γραφικοίς ρήμασι και γνώσεως ακριβούς θεωρίας καταπυκνώσας, οίόν τινα αρχέτυπον της ιεράς Νήψεως διδασκαλίαν εκ πασών συγκειμένην των αρετών τοις μετ΄ αυτόν, μικρού δειν, άπασι νηπτικοίς, θεοφόροις τε και θεολόγοις πατράσι κατέλιπε. Δια τούτο και πολλούς αν εύροις εξ αυτών πυκνά προς τα κεφάλαια ταύτα, ως εις απηκριβωμένους αποβλέποντας πίνακας και τας αφορμάς εκ τούτων και μαρτυρίας αυταίς λέξεσιν εις τα αυτοίς φιλοπονηθέντα παράγοντας νηπτικά…» (Φιλοκαλία, 1ος τόμ.).                                                                                      
Τα ανωτέρω είναι αρκετά για να φανερώσουν την επίδρασιν που ήσκησαν τα ρ΄ κεφ. του αγίου Διαδόχου στην διαμόρφωσιν της πνευματικής παραδόσεως της Ορθοδοξίας, αποτελέσαντα αρχέτυπον της ιεράς Νήψεως και της μυστικής θεολογίας. Στους διαφόρους κώδικας τα ρ΄ κεφ. φέρονται με διαφόρους τίτλους, επικρατέστερος των οποίων είναι: «Κεφάλαια ασκητικά και γνωστικά εκατόν». Των ρ΄ κεφαλαίων προηγείται η έκθεσις δέκα Όρων, που αποτελούν την ακροτάτην έκφρασιν της εν Χριστώ ζωής, η οποία συνίσταται στην πίστιν, ως έννοιαν περί Θεού απαθή· στην ελπίδα, ως εκδημίαν του νου προς τα ελπιζόμενα· στην υπομονήν, κατά την οποία τελεί κανείς εις αδιάλειπτον αναμονήν του αοράτου Θεού, τον οποίον βλέπει ως ορατόν· στην αφιλαργυρίαν, που συνίσταται στο να μη θέλη κανείς να έχη τίποτα, εν αντιθέσει με εκείνον που θέλει σφοδρώς· στην επίγνωσιν του Θεού, που καταφαίνεται σ΄ εκείνον, όστις αγνοεί τελείως τον εαυτόν του, επειδή ζη εν Θεώ· στην ταπεινοφροσύνην, την συνισταμένην στην λήθην των όσων καλών κανείς επιτυγχάνει· στην αοργησίαν, που έχει ως χαρακτηριστικόν την θερμήν επιθυμίαν προς αποφυγήν της οργής· στην αγνότητα, που εκφράζεται ως αίσθησις της ψυχής πάντοτε ηνωμένης με τον Θεόν· στην αγάπην, που γνώρισμά της είναι η αύξησις της φιλίας προς τους υβρίζοντας· και τέλος, στην αλλοίωσιν της ψυχής, που συνίσταται στην διαρκή εντρύφησιν του Θεού και στην χαράν, από την αναμονήν τού, για τους άλλους φοβερού, θανάτου. Τα ρ΄ κεφ. φαίνεται ότι εξεδόθησαν δια πρώτην φοράν εις την Φιλοκαλίαν υπό των εκδοτών της Αγίων Μακαρίου Κορίνθου και Νικοδήμου Αγιορείτου το 1782 βάσει αγιορειτικών χειρογράφων, ως ήδη εγράψαμεν, τα οποία ανήκουν εις το αποφθεγματικόν και γνωμικόν φιλολογικόν είδος χάριν ευκόλου απομνημονεύσεως. Εξ άλλου η άρραφος μορφή των, αποβλέπει εις την αυτοτελή και χωρίς συνοχήν με άλλα προβλήματα παρουσίασιν των αγιοπνευματικών εμπειριών, παρ΄ ότι δύναται κανείς να διακρίνη μίαν, μακρυνήν ή άμεσον, εσωτερικήν σχέσιν μεταξύ των κεφαλαίων.                                                                                      
Η εις κεφάλαια μορφή ολοκλήρων θεολογικών και πνευματικών πραγματειών, την οποίαν ηκολούθησαν πολλοί άγιοι Πατέρες, επελέγη ίσως προς διευκόλυνσιν των συντακτών των. Όντως, αι πνευματικαί εμπειρίαι αναφέρονται σε συγκεκριμένα θεολογικά και πνευματικά θέματα, τα οποία, λόγω της ποικιλίας των, δεν επιτρέπουν συστηματικήν επεξεργασίαν. Άλλωστε αυτή η φύσις ξεχωριστών και σε περιωρισμένον χρόνον ακεραιουμένων εμπειριών, καθορίζει την μορφήν των κεφαλαίων. Επειδή όμως τα κεφάλαια όλων των Πατέρων στρέφονται περί την ενιαίαν ψυχήν, τα πάθη της – τα ψεκτά και τα θεία – σε όλες τις παραλλαγές και εκφάνσεις των, ως και περί τας ενεργείας του Αγίου Πνεύματος και των δαιμόνων και υποδεικνύονται τρόποι και μέθοδοι εμπειρικοί, επόμενον είναι να μη στερούνται εσωτερικής αλληλεξαρτήσεως και σχετικής αλληλουχίας. Έπρεπεν όμως να ευρισκώμεθα στην πνευματικήν κατάστασιν των αγίων Πατέρων, των οποίων ο νους περιελάμπετο από το άκτιστον φως του Αγίου Πνεύματος, η ψυχή ολόκληρος εφλέγετο από την αγάπην του Θεού, η ταπείνωσις συγκρατούσε σε αυτογνωσίαν τον θεωμένον, αλλ΄ όχι εκτός κινδύνου, άνθρωπον, το σώμα των, μετέχον των ακτίστων ενεργειών, συνευφραίνετο με την ψυχήν, αι πνευματικαί θεωρίαι διαδέχοντο η μίαν την άλλην, η προσευχή εντός της καρδίας είχεν αποβή φύσις, δι΄ αυτό και η μυστική ένωσίς των με τον Θεόν δεν διεκόπτετο, «πάσχοντες» - για να κατανοήσωμεν διατί προτιμούσαν την άρραφον αυτήν μέθοδον των ασυνδέτων εξωτερικώς κεφαλαίων.                                                                      
Πράγματι, συνεχόμενοι οι άγιοι Πατέρες από την ακάματον ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος και ζώντες ένα χωρίς τέλος παρόν, μίαν κατάστασιν εντόνου υπαρξιακού έρωτος, που αποκλείει την διαχρονικήν κίνησιν της ψυχής σε παρελθόν και μέλλον, αλλά και σε οτιδήποτε άλλο, που αίρει την μέθεξιν του βιουμένου παρόντος, προτιμούσαν να κενώνουν τους θησαυρούς των εμπειριών των αποσπασματικά, με την οιονεί αποφθεγματικήν μορφήν των κεφαλαίων, παρά να εκδιπλούνται και να «σκεδάννυνται» σε εκτεταμένες πραγματείες θεμάτων, συστηματικώς και μεθοδικώς επεξεργαζομένων. Ακριβώς από αυτήν την πάμφωτον και ερωτικήν εν Πνεύματι κατάστασιν της ψυχής και του νου, του αγίου Διαδόχου, ανέβλυσαν τα ηδύτατα «Γνωστικά Κεφάλαια», ως ουσία και μορφή, τα οποία απευθύνονται κυρίως προς μοναχούς, αλλά έχουν γενικωτέραν σημασίαν και αφορούν εις όλην την Εκκλησίαν, διότι αναφέρονται σε όλα τα προβλήματα της χριστιανικής ψυχής, καλουμένης να ανέλθη σε υψηλότατες σφαίρες εν Χριστώ ζωής. Θεωρούμεν δε περιττόν να αναλύσωμεν εις την Εισαγωγήν το περιεχόμενον των Κεφαλαίων, δεδομένου ότι η ανάλυσις, αι συσχετίσεις και αι αναφοραί των γίνονται εις τα εκτεταμένα σχόλια, με τον σκοπόν, όπως αποβούν όσον το δυνατόν περισσότερον κατανοητά υπό των εν Χριστώ αδελφών.


Α.α.

Δεν υπάρχουν σχόλια: