Τροπάριον.
Έλυσε πρόσταγμα
Θεού παρακοή, και ξύλον ήνεγκε θάνατον βροτοίς, το μη ευκαίρως μεταληφθέν· εν
ασφαλεία της εριτίμου δε, εντεύθεν ζωής το ξύλον είργετο, ο μυκτιλόχου
δυσθαμούς ηνέωξεν, ευγνωμοσύνης κράζοντος· ο υπερύμνητος, των Πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
Πάλιν και εν τω
παρόντι Τροπαρίω αναφέρει ο ιερός Κοσμάς την περί του Αδάμ ιστορίαν· πως δηλαδή
με την παρακοήν του αθέτησε την εντολήν του Θεού, και εδιώχθη από το ξύλον της
ζωής, το οποίον άνοιξεν ο ληστής· ούτω γαρ επί λέξεως λέγει· η παρακοή του Αδάμ
έλυσε και αθέτησε την προσταγήν, όπου έδωκεν ο Θεός εις αυτόν και είπεν: «Από
παντός ξύλου του εν τω Παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν
καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ΄ αυτού» (Γέν. β:16-17).
Ο γαρ Αδάμ αντί να φάγη από τα άλλα ξύλα τα εν τω Παραδείσω ευρισκόμενα, αφήσας εκείνα, έφαγε πρώτον από το ξύλον της γνώσεως το εμποδισθέν υπό του Θεού, κατά την γνώμην του ιερού Θεοδωρίτου· το οποίον τούτο εστάθη μία μεγαλωτάτη καταφρόνησις του Αδάμ προς τον Θεόν. Όθεν το ξύλον εκείνο, επειδή δεν εφαγώθη από τον Αδάμ εις τον εύκαιρον και αρμόδιον καιρόν, επροξένησε θάνατον, τόσον εις τον Αδάμ, όσον και εις όλους τους απογόνους του· του Αδάμ γαρ φαγόντος του προπάτορος πάντων, και οι απόγονοι εκείνου οι εν τη οσφύϊ του Αδάμ κατά φύσιν και δύναμιν σπερματικήν περιεχόμενοι, ως φαγόντες λογίζονται. Όθεν και ο Απόστολος είπεν: «Επί τω Αδάμ πάντες ήμαρτον, εφ΄ ω (Αδάμ δηλ.) πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. ε:12). Εκ της παρακοής δε ταύτης τι ηκολούθησεν; Αλλοίμονον! Εμποδίσθη με μεγάλην ασφάλειαν το ξύλον της πολυτίμου ζωής· εδιόρισε γαρ ο Θεός τα Χερουβίμ και την φλογίνην Ρομφαίαν, ίνα φυλάττωσι την οδόν του ξύλου της ζωής και του Παραδείσου, ως είναι γεγραμμένον. Διατί; Ίνα μη έμβη ο Αδάμ εις αυτόν, και φάγη από το ξύλον της ζωής, και ούτω μείνη αθάνατος, εν τη παραβάσει και τη φθορά ευρισκόμενος, το οποίον ήτον ένα κακόν μέγιστον: «και νυν, φησί, μήποτε εκτείνη την χείρα αυτού, και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα» (Γέν. γ:22). Όθεν και Ιωσήφ ο Βρυέννιος λέγει: «Επεί ουν ο Αδάμ μετά την παράβασιν, του ξύλου της ζωής εφιέμενος τον Παράδεισον επεζήτει, εξ ούπερ είγε συνεχωρήθη μεταλαβείν, αθάνατος έμελλε μένειν ο αμαρτωλός· δια τούτο παρεωράτο μετανοών» (Λόγω περί της ενσάρκου οικονομίας τόμω β΄). Τούτο όμως το με τόσην ασφάλειαν φυλαττόμενον ξύλον της ζωής, άνοιξεν η καλή και ευχάριστος γνώμη του δικαίου ληστού· ευγνωμοσύνη γαρ αυτού ήτον, το να επιτιμά μεν τον συνεσταυρωμένον ληστήν, να μέμφεται δε τον εαυτόν του και να λέγη: «Ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει· και ημείς μεν δικαίως, άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν· ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξεν» (Λουκ. κγ: 40). Ο ληστής δε ούτος ήτον ενταυτώ και νυκτιλόχος και δυσθανής· νυκτιλόχος μεν, διότι ελόχα: ήτοι ενέδρευε την νύκτα, ζητών δια να κλέψη· δυσθανής δε: ήτοι κακοθάνατος ήτον και βιαιοθάνατος, διότι εξ αμαρτιών του υπέμεινε τον βίαιον και άτιμον θάνατον του Σταυρού. Ειπών γαρ αυτός το «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» με τον λόγον αυτόν, ως με κλειδί, άνοιξε την κεκλεισμένην θύραν του Παραδείσου και του ξύλου της ζωής, και ούτως εχαρίσθη εις όλους τους πιστεύοντας τω Χριστώ, και την μετάνοιαν αυτού μιμουμένους, η απόλαυσις και του Παραδείσου και του ξύλου της ζωής. Επιφέρει δε ο Μελωδός εν τω τέλει, ότι ο ληστής έκραξε τον αίνον των τριών Παίδων, δια να δείξη, ότι είναι εβδόμη Ωδή η παρούσα και ότι ο ληστής έδειξεν, ότι είναι Θεός ο μετ΄ αυτού σταυρωθείς. Όθεν και ο μέγας Αθανάσιος εις έπαινον του ληστού λέγει ταύτα: «ω ληστά πικρέ των Ιουδαίων κατήγορε· ω ληστά δικαιοσύνης συνήγορε· ω ληστά Παραδείσου φύλαξ· ω ληστά του Αδάμ περί την κτίσιν τιμιώτερε· ω του πρωτογόνου περί τον Παράδεισον βεβαιότερε· εκείνος ακαίρως εκτείνας την χείρα περί το ξύλον, εκλάπη την κτίσιν· συ δε ευκαίρως επί Σταυρού τας χείρας απλώσας, τον απολόμενον εκτήσω Παράδεισον· ω ληστά ευφυέστατε, ο τον προγονικόν κλήρον απολόμενον, δια μιας εντυχίας ανακτησάμενος· ω πως πρώτος Βασιλείαν εκαρπώσω· ω ληστά ρήματι μικρώ τον Ουρανόν υπανοίξας· ω ξένην επωδήν, πρόξενον θησαυρών μηχανησάμενος· ω άνοδον Ουρανού τον Σταυρόν ποιησάμενος· ω νομίμου ληστείας τοις ανθρώποις διδάσκαλε, ω ληστείαν επαινουμένην διδάξας· ω ποθουμένην κλοπήν υφηγούμενος» (Λόγω εις την Μεγάλην Παρασκευήν). Πόθεν δε εδανίσθη ο ιερός Κοσμάς το νόημα όπου είπεν ανωτέρω, ότι το ξύλον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν δεν εμεταλήφθη: ήτοι δεν εφαγώθη από τον Αδάμ ευκαίρως και εις τον αρμόδιον καιρόν; Από τον εις την Χριστού Γέννησιν, και εις το Πάσχα λόγον Γρηγορίου του Θεολόγου· εκεί γαρ ούτος λέγει αυτολεξεί: «Το δε ην, το ξύλον της γνώσεως, ούτε φυτευθέν απ΄ αρχής κακώς, ούτε απαγορευθέν φθονερώς. Αλλά καλόν μεν ην, ευκαίρως μεταλαμβανόμενον· θεωρία γαρ ην το φυτόν, ως η εμέ θεωρία, ης μόνοις επιβαίνειν ασφαλές τοις την έξιν τελεωτέροις· ου καλόν δε τοις απλουστέροις έτι και την έφεσιν λιχνοτέροις· ώσπερ ουδέ τροφή τελεία, λυσιτελής τοις απαλοίς έτι και δεομένοις γάλακτος». Εκ του λόγου δε τούτου συνάγομεν τέσσαρα πράγματα· πρώτον, ότι ο Αδάμ ήτον ατελής· δεύτερον, ότι το ξύλον της γνώσεως ήτον νοητόν· τρίτον, ότι το νοητόν αυτό ξύλον έμελλεν ο Αδάμ να το απολαύση ευκαίρως: ήτοι εν καιρώ τω πρέποντι, όταν ήθελε φθάση εις τελειότητα· και τέταρτον, ότι το νοητόν εκείνο ξύλον δεν ήτον καλόν εις τους απλοϊκωτέρους ακόμη όντας και ατελεστέρους, οποίος ήτον και ο Αδάμ· καθώς και η τελεία και στερεά τροφή δεν είναι ωφέλιμος εις τους απαλούς και τρυφερούς όντας, και χρείαν έχοντας από γάλα. Ούτω μεν αναγωγικώς ενόησε το ξύλον της γνώσεως ο Θεολόγος και είπεν, ότι η κατ΄ εκείνο θεωρία δεν συνέφερεν ακόμη εις τον Αδάμ, ατελή όντα· ο δε Θεσσαλονίκης Γρηγόριος προσθέττει, ότι αν και αισθητόν νοηθή το ξύλον εκείνο, πάλιν δεν συνέφερεν εις τον Αδάμ τότε ατελή όντα, να ίδη εμπαθώς και να φάγη από τον εκείνου γλυκύτατον καρπόν· διότι αυτό ήτον το πλέον ηδονικώτατον κατά την αίσθησιν από όλα τα δένδρα του Παραδείσου· «τελείων γαρ, φησίν, εστί καθ΄ έξιν θείας θεωρίας και αρετής, προσομιλείν τοις ηδίστοις κατ΄ αίσθησιν, και τον νουν μη απάγειν της προς Θεόν θεωρίας και των προς εκείνον ύμνον και προσευχών· αλλά ταύθ΄ ύλην ποιείσθαι και αφορμήν της προς Θεόν ανατάσεως» (Κεφ. μθ΄των φυσικών). Όθεν και συ, αδελφέ, εάν είσαι φρόνιμος, μάθε με ξένα έξοδα: ήτοι με την πτώσιν του Αδάμ να προφυλάττης τον εαυτόν σου από τα ηδονικά αντικείμενα, όπου απαντάς εν τω Κόσμω: «Πανούργος (ήτοι φρόνιμος) ιδών πονηρόν τιμωρούμενον κραταιώς αυτός παιδεύεται», λέγει ο Σολομών (Πρ. κβ: 3). Χάριν παραδείγματος, απαντάς ένα ωραίον πρόσωπον; Αυτό είναι ένα ξύλον της γνώσεως· όθεν πρόσεχε να μη θεωρήσης αυτό, όχι μόνον περιέργως, αλλά και κατά πάρεργον· διότι εμπαθής ων, έλκεσαι από την εκείνου ηδονήν και θανατώνεσαι. Δια τούτο σε συμβουλεύει ο Σειράχ: «Απόστρεψον οφθαλμόν από γυναικός ευμόρφου, και μη καραμάνθανε κάλλος αλλότριον· εν κάλλει γυναικός πολλοί επλανήθησαν» (Σειρ. θ:8). Ακούεις μίαν συμφωνίαν μουσικών, ή τραγωδίων ασέμνων, ή λόγια αισχρά; Αυτά είναι ένα ξύλον της γνώσεως· όθεν πρόσεχε, και μη σταθής να τα ακούσης με προσπάθειαν· αλλά κλείσον τα ώτα σου, ίνα μη ο νους σου ελκυσθή από την ηδονήν, και αφήση την ενθύμησιν του Θεού, τον Οποίον έχει χρέος να ενθυμάται πάντοτε κάθε Χριστιανός δια της προσευχής, κατά το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (α΄ Θεσσ. ε:15). Ευρίσκεις ευώδη πράγματα; Απαντάς ηδονικά και τρυφηλά φαγητά; Βλέπεις απαλά και καλλωπισμένα φορέματα; Όλα αυτά είναι ξύλον της γνώσεως, και πρόσεχε μη επιθυμήσης να τα απολαύσης· διότι η τούτων επιθυμία σε χωρίζει από τον Θεόν και θανατώνει την ψυχήν σου. Μη είπης εις τον εαυτόν σου, εγώ δεν βλάπτομαι από τας ηδονάς του Κόσμου· διότι ενίκησα τα πάθη, ή διότι είμαι γέρων και ασθενής, όχι! επειδή αυτός ο λογισμός είναι μία πλάνη και παγίς του Διαβόλου, με την οποίαν ζητεί να σε παγιδεύση και να απολέση την ψυχήν σου. Αλλά έχε πάντοτε έμπροσθέν σου παράδειγμα τον Αδάμ, και συλλογίζου ταύτα εις τον εαυτόν σου· αν ο Αδάμ ο χειρί Θεού πλασθείς, και με τόσα χαρίσματα στολισθείς, ήτον ακόμη ατελής, πως εγώ θέλω καυχηθή, ότι είμαι τέλειος; Και αν εκείνος ο μήπω πάθη δοκιμάσας, εμπαθώς είδε και έφαγεν από τον ηδονικόν εκείνον καρπόν, και ούτως έπεσε, πως εγώ ο εμπαθής δύναμαι να είπω, ότι απαθώς μεταχειρίζομαι τα ηδονικά πράγματα του Κόσμου, και δια τούτο δεν πίπτω; Εκείνος παρέβη μίαν φοράν και έκλαιεν εις όλην του την ζωήν· εγώ παραβαίνω καθ΄ εκάστην, και δεν κλαίω ούτε μίαν φοράν· εκείνος ήτον τόσον δυνατός και στερεός, ως κέδρος, και πάλιν έπεσε· και εγώ που έμεινα πλέον η σεσαθρωμένη και ευκολόπτωτος κουκουναρία; Δια τούτο, αδελφέ, θρήνει την ιδικήν σου ασθένειαν, και λέγε με τον Ζαχαρίαν: «Ολολυξάτω πίτυς, διότι πέπτωκε κέδρος» (Ζαχ. ια: 2). Μάθε δε και από τον ληστήν να είσαι και συ ευχάριστος, όταν πάσχης δια τας αμαρτίας σου, και γνώρισον τον Θεόν ως ευγνώμων. Και αν εκείνος ελογίσθη μετά ανόμων δια σε και την ιδικήν σου αμαρτίαν· συ γενού δι΄ εκείνον έννομος: ήτοι ακαλούθει εις τον Ευαγγελικόν νόμον του Χριστού, και προσκύνησον τον δια σε κρεμασθέντα: ήτοι υπόκυψον και γνώρισον, ότι ο Θεός είναι έφορος πάντων· τούτο γαρ είναι η προσκύνησις· και κρεμάμενος: ήτοι τιμωρούμενος ωφελήσου από την κακίαν: ήτοι ή από την κάκωσιν και τιμωρίαν, ή και από την αμαρτίαν. Πως; Και με τίνα τρόπον; Με το να γνωρίσης, ότι δια την αμαρτίαν σου πάσχεις· και ούτως ιλέωσαι τον Θεόν και εξαγόρασον την σωτηρίαν σου. Εάν ούτω κάμης, αγαπητέ, θέλεις έμβη εις τον Παράδεισον, και θέλεις γένη συγκληρονόμος του Χριστού και θέλεις απολαύσει τα αιώνια αγαθά. Έμβα δε μαζί με τον Ιησούν, οδηγόν ποιών Αυτόν, και με Εκείνον θεωρών τα κάλλη του Παραδείσου· ούτω σε παρακινεί να κάμνης ο Θεολόγος Γρηγόριος, λέγων: «Αν συσταυρωθής ως ληστής, ως ευγνώμων τον Θεόν γνώρισον· ει κακείνος μετά ανόμων ελογίσθη δια σε και την σην αμαρτίαν· συ γενού δι΄ εκείνον έννομος· προσκύνησον τον δια σε κρεμασθέντα, και κρεμάμενος κέρδανόν τι και παρά της κακίας· ώνησαι τω θανάτω την σωτηρίαν· εις τον Παράδεισον είσελθε μετά Ιησού, ώστε μαθείν ων εκπέπτωκας· τα εκεί κάλλη θεώρησον· τον γογγυστήν άφες αποθανείν έξω μετά της βλασφημίας» (Λόγ. εις το Πάσχα).
Ο γαρ Αδάμ αντί να φάγη από τα άλλα ξύλα τα εν τω Παραδείσω ευρισκόμενα, αφήσας εκείνα, έφαγε πρώτον από το ξύλον της γνώσεως το εμποδισθέν υπό του Θεού, κατά την γνώμην του ιερού Θεοδωρίτου· το οποίον τούτο εστάθη μία μεγαλωτάτη καταφρόνησις του Αδάμ προς τον Θεόν. Όθεν το ξύλον εκείνο, επειδή δεν εφαγώθη από τον Αδάμ εις τον εύκαιρον και αρμόδιον καιρόν, επροξένησε θάνατον, τόσον εις τον Αδάμ, όσον και εις όλους τους απογόνους του· του Αδάμ γαρ φαγόντος του προπάτορος πάντων, και οι απόγονοι εκείνου οι εν τη οσφύϊ του Αδάμ κατά φύσιν και δύναμιν σπερματικήν περιεχόμενοι, ως φαγόντες λογίζονται. Όθεν και ο Απόστολος είπεν: «Επί τω Αδάμ πάντες ήμαρτον, εφ΄ ω (Αδάμ δηλ.) πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. ε:12). Εκ της παρακοής δε ταύτης τι ηκολούθησεν; Αλλοίμονον! Εμποδίσθη με μεγάλην ασφάλειαν το ξύλον της πολυτίμου ζωής· εδιόρισε γαρ ο Θεός τα Χερουβίμ και την φλογίνην Ρομφαίαν, ίνα φυλάττωσι την οδόν του ξύλου της ζωής και του Παραδείσου, ως είναι γεγραμμένον. Διατί; Ίνα μη έμβη ο Αδάμ εις αυτόν, και φάγη από το ξύλον της ζωής, και ούτω μείνη αθάνατος, εν τη παραβάσει και τη φθορά ευρισκόμενος, το οποίον ήτον ένα κακόν μέγιστον: «και νυν, φησί, μήποτε εκτείνη την χείρα αυτού, και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα» (Γέν. γ:22). Όθεν και Ιωσήφ ο Βρυέννιος λέγει: «Επεί ουν ο Αδάμ μετά την παράβασιν, του ξύλου της ζωής εφιέμενος τον Παράδεισον επεζήτει, εξ ούπερ είγε συνεχωρήθη μεταλαβείν, αθάνατος έμελλε μένειν ο αμαρτωλός· δια τούτο παρεωράτο μετανοών» (Λόγω περί της ενσάρκου οικονομίας τόμω β΄). Τούτο όμως το με τόσην ασφάλειαν φυλαττόμενον ξύλον της ζωής, άνοιξεν η καλή και ευχάριστος γνώμη του δικαίου ληστού· ευγνωμοσύνη γαρ αυτού ήτον, το να επιτιμά μεν τον συνεσταυρωμένον ληστήν, να μέμφεται δε τον εαυτόν του και να λέγη: «Ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει· και ημείς μεν δικαίως, άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν· ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξεν» (Λουκ. κγ: 40). Ο ληστής δε ούτος ήτον ενταυτώ και νυκτιλόχος και δυσθανής· νυκτιλόχος μεν, διότι ελόχα: ήτοι ενέδρευε την νύκτα, ζητών δια να κλέψη· δυσθανής δε: ήτοι κακοθάνατος ήτον και βιαιοθάνατος, διότι εξ αμαρτιών του υπέμεινε τον βίαιον και άτιμον θάνατον του Σταυρού. Ειπών γαρ αυτός το «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» με τον λόγον αυτόν, ως με κλειδί, άνοιξε την κεκλεισμένην θύραν του Παραδείσου και του ξύλου της ζωής, και ούτως εχαρίσθη εις όλους τους πιστεύοντας τω Χριστώ, και την μετάνοιαν αυτού μιμουμένους, η απόλαυσις και του Παραδείσου και του ξύλου της ζωής. Επιφέρει δε ο Μελωδός εν τω τέλει, ότι ο ληστής έκραξε τον αίνον των τριών Παίδων, δια να δείξη, ότι είναι εβδόμη Ωδή η παρούσα και ότι ο ληστής έδειξεν, ότι είναι Θεός ο μετ΄ αυτού σταυρωθείς. Όθεν και ο μέγας Αθανάσιος εις έπαινον του ληστού λέγει ταύτα: «ω ληστά πικρέ των Ιουδαίων κατήγορε· ω ληστά δικαιοσύνης συνήγορε· ω ληστά Παραδείσου φύλαξ· ω ληστά του Αδάμ περί την κτίσιν τιμιώτερε· ω του πρωτογόνου περί τον Παράδεισον βεβαιότερε· εκείνος ακαίρως εκτείνας την χείρα περί το ξύλον, εκλάπη την κτίσιν· συ δε ευκαίρως επί Σταυρού τας χείρας απλώσας, τον απολόμενον εκτήσω Παράδεισον· ω ληστά ευφυέστατε, ο τον προγονικόν κλήρον απολόμενον, δια μιας εντυχίας ανακτησάμενος· ω πως πρώτος Βασιλείαν εκαρπώσω· ω ληστά ρήματι μικρώ τον Ουρανόν υπανοίξας· ω ξένην επωδήν, πρόξενον θησαυρών μηχανησάμενος· ω άνοδον Ουρανού τον Σταυρόν ποιησάμενος· ω νομίμου ληστείας τοις ανθρώποις διδάσκαλε, ω ληστείαν επαινουμένην διδάξας· ω ποθουμένην κλοπήν υφηγούμενος» (Λόγω εις την Μεγάλην Παρασκευήν). Πόθεν δε εδανίσθη ο ιερός Κοσμάς το νόημα όπου είπεν ανωτέρω, ότι το ξύλον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν δεν εμεταλήφθη: ήτοι δεν εφαγώθη από τον Αδάμ ευκαίρως και εις τον αρμόδιον καιρόν; Από τον εις την Χριστού Γέννησιν, και εις το Πάσχα λόγον Γρηγορίου του Θεολόγου· εκεί γαρ ούτος λέγει αυτολεξεί: «Το δε ην, το ξύλον της γνώσεως, ούτε φυτευθέν απ΄ αρχής κακώς, ούτε απαγορευθέν φθονερώς. Αλλά καλόν μεν ην, ευκαίρως μεταλαμβανόμενον· θεωρία γαρ ην το φυτόν, ως η εμέ θεωρία, ης μόνοις επιβαίνειν ασφαλές τοις την έξιν τελεωτέροις· ου καλόν δε τοις απλουστέροις έτι και την έφεσιν λιχνοτέροις· ώσπερ ουδέ τροφή τελεία, λυσιτελής τοις απαλοίς έτι και δεομένοις γάλακτος». Εκ του λόγου δε τούτου συνάγομεν τέσσαρα πράγματα· πρώτον, ότι ο Αδάμ ήτον ατελής· δεύτερον, ότι το ξύλον της γνώσεως ήτον νοητόν· τρίτον, ότι το νοητόν αυτό ξύλον έμελλεν ο Αδάμ να το απολαύση ευκαίρως: ήτοι εν καιρώ τω πρέποντι, όταν ήθελε φθάση εις τελειότητα· και τέταρτον, ότι το νοητόν εκείνο ξύλον δεν ήτον καλόν εις τους απλοϊκωτέρους ακόμη όντας και ατελεστέρους, οποίος ήτον και ο Αδάμ· καθώς και η τελεία και στερεά τροφή δεν είναι ωφέλιμος εις τους απαλούς και τρυφερούς όντας, και χρείαν έχοντας από γάλα. Ούτω μεν αναγωγικώς ενόησε το ξύλον της γνώσεως ο Θεολόγος και είπεν, ότι η κατ΄ εκείνο θεωρία δεν συνέφερεν ακόμη εις τον Αδάμ, ατελή όντα· ο δε Θεσσαλονίκης Γρηγόριος προσθέττει, ότι αν και αισθητόν νοηθή το ξύλον εκείνο, πάλιν δεν συνέφερεν εις τον Αδάμ τότε ατελή όντα, να ίδη εμπαθώς και να φάγη από τον εκείνου γλυκύτατον καρπόν· διότι αυτό ήτον το πλέον ηδονικώτατον κατά την αίσθησιν από όλα τα δένδρα του Παραδείσου· «τελείων γαρ, φησίν, εστί καθ΄ έξιν θείας θεωρίας και αρετής, προσομιλείν τοις ηδίστοις κατ΄ αίσθησιν, και τον νουν μη απάγειν της προς Θεόν θεωρίας και των προς εκείνον ύμνον και προσευχών· αλλά ταύθ΄ ύλην ποιείσθαι και αφορμήν της προς Θεόν ανατάσεως» (Κεφ. μθ΄των φυσικών). Όθεν και συ, αδελφέ, εάν είσαι φρόνιμος, μάθε με ξένα έξοδα: ήτοι με την πτώσιν του Αδάμ να προφυλάττης τον εαυτόν σου από τα ηδονικά αντικείμενα, όπου απαντάς εν τω Κόσμω: «Πανούργος (ήτοι φρόνιμος) ιδών πονηρόν τιμωρούμενον κραταιώς αυτός παιδεύεται», λέγει ο Σολομών (Πρ. κβ: 3). Χάριν παραδείγματος, απαντάς ένα ωραίον πρόσωπον; Αυτό είναι ένα ξύλον της γνώσεως· όθεν πρόσεχε να μη θεωρήσης αυτό, όχι μόνον περιέργως, αλλά και κατά πάρεργον· διότι εμπαθής ων, έλκεσαι από την εκείνου ηδονήν και θανατώνεσαι. Δια τούτο σε συμβουλεύει ο Σειράχ: «Απόστρεψον οφθαλμόν από γυναικός ευμόρφου, και μη καραμάνθανε κάλλος αλλότριον· εν κάλλει γυναικός πολλοί επλανήθησαν» (Σειρ. θ:8). Ακούεις μίαν συμφωνίαν μουσικών, ή τραγωδίων ασέμνων, ή λόγια αισχρά; Αυτά είναι ένα ξύλον της γνώσεως· όθεν πρόσεχε, και μη σταθής να τα ακούσης με προσπάθειαν· αλλά κλείσον τα ώτα σου, ίνα μη ο νους σου ελκυσθή από την ηδονήν, και αφήση την ενθύμησιν του Θεού, τον Οποίον έχει χρέος να ενθυμάται πάντοτε κάθε Χριστιανός δια της προσευχής, κατά το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (α΄ Θεσσ. ε:15). Ευρίσκεις ευώδη πράγματα; Απαντάς ηδονικά και τρυφηλά φαγητά; Βλέπεις απαλά και καλλωπισμένα φορέματα; Όλα αυτά είναι ξύλον της γνώσεως, και πρόσεχε μη επιθυμήσης να τα απολαύσης· διότι η τούτων επιθυμία σε χωρίζει από τον Θεόν και θανατώνει την ψυχήν σου. Μη είπης εις τον εαυτόν σου, εγώ δεν βλάπτομαι από τας ηδονάς του Κόσμου· διότι ενίκησα τα πάθη, ή διότι είμαι γέρων και ασθενής, όχι! επειδή αυτός ο λογισμός είναι μία πλάνη και παγίς του Διαβόλου, με την οποίαν ζητεί να σε παγιδεύση και να απολέση την ψυχήν σου. Αλλά έχε πάντοτε έμπροσθέν σου παράδειγμα τον Αδάμ, και συλλογίζου ταύτα εις τον εαυτόν σου· αν ο Αδάμ ο χειρί Θεού πλασθείς, και με τόσα χαρίσματα στολισθείς, ήτον ακόμη ατελής, πως εγώ θέλω καυχηθή, ότι είμαι τέλειος; Και αν εκείνος ο μήπω πάθη δοκιμάσας, εμπαθώς είδε και έφαγεν από τον ηδονικόν εκείνον καρπόν, και ούτως έπεσε, πως εγώ ο εμπαθής δύναμαι να είπω, ότι απαθώς μεταχειρίζομαι τα ηδονικά πράγματα του Κόσμου, και δια τούτο δεν πίπτω; Εκείνος παρέβη μίαν φοράν και έκλαιεν εις όλην του την ζωήν· εγώ παραβαίνω καθ΄ εκάστην, και δεν κλαίω ούτε μίαν φοράν· εκείνος ήτον τόσον δυνατός και στερεός, ως κέδρος, και πάλιν έπεσε· και εγώ που έμεινα πλέον η σεσαθρωμένη και ευκολόπτωτος κουκουναρία; Δια τούτο, αδελφέ, θρήνει την ιδικήν σου ασθένειαν, και λέγε με τον Ζαχαρίαν: «Ολολυξάτω πίτυς, διότι πέπτωκε κέδρος» (Ζαχ. ια: 2). Μάθε δε και από τον ληστήν να είσαι και συ ευχάριστος, όταν πάσχης δια τας αμαρτίας σου, και γνώρισον τον Θεόν ως ευγνώμων. Και αν εκείνος ελογίσθη μετά ανόμων δια σε και την ιδικήν σου αμαρτίαν· συ γενού δι΄ εκείνον έννομος: ήτοι ακαλούθει εις τον Ευαγγελικόν νόμον του Χριστού, και προσκύνησον τον δια σε κρεμασθέντα: ήτοι υπόκυψον και γνώρισον, ότι ο Θεός είναι έφορος πάντων· τούτο γαρ είναι η προσκύνησις· και κρεμάμενος: ήτοι τιμωρούμενος ωφελήσου από την κακίαν: ήτοι ή από την κάκωσιν και τιμωρίαν, ή και από την αμαρτίαν. Πως; Και με τίνα τρόπον; Με το να γνωρίσης, ότι δια την αμαρτίαν σου πάσχεις· και ούτως ιλέωσαι τον Θεόν και εξαγόρασον την σωτηρίαν σου. Εάν ούτω κάμης, αγαπητέ, θέλεις έμβη εις τον Παράδεισον, και θέλεις γένη συγκληρονόμος του Χριστού και θέλεις απολαύσει τα αιώνια αγαθά. Έμβα δε μαζί με τον Ιησούν, οδηγόν ποιών Αυτόν, και με Εκείνον θεωρών τα κάλλη του Παραδείσου· ούτω σε παρακινεί να κάμνης ο Θεολόγος Γρηγόριος, λέγων: «Αν συσταυρωθής ως ληστής, ως ευγνώμων τον Θεόν γνώρισον· ει κακείνος μετά ανόμων ελογίσθη δια σε και την σην αμαρτίαν· συ γενού δι΄ εκείνον έννομος· προσκύνησον τον δια σε κρεμασθέντα, και κρεμάμενος κέρδανόν τι και παρά της κακίας· ώνησαι τω θανάτω την σωτηρίαν· εις τον Παράδεισον είσελθε μετά Ιησού, ώστε μαθείν ων εκπέπτωκας· τα εκεί κάλλη θεώρησον· τον γογγυστήν άφες αποθανείν έξω μετά της βλασφημίας» (Λόγ. εις το Πάσχα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου