Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου
Τάτση
Οι περισσότεροι χριστιανοί τῆς ἐποχῆς μας, ἐπηρεασμένοι ἀπό τή
νοοτροπία τοῦ κόσμου, δέν ἔχουν τήν πρέπουσα εὐαισθησία σέ θέματα πίστεως καί ἤθους.
Τούς ἀρέσει ἡ ἁμαρτωλή χαλάρωση, τό κοσμικό φρόνημα καί ἡ
ἄμβλυνση τῶν θείων ἐντολῶν. Ἐπιδιώκουν
τό
συμβιβασμό
μέ
ὅλους,
γιά
νά
περνοῦν
καλά,
δηλαδή
νά
ζοῦν
χωρίς
ἠθικούς
φραγμούς.
Θέλουν νά
ξεχάσουν καί τά βασικά δόγματα τῆς πίστεως, ἀλλά καί τίς μεγάλες διαφορές πού ἔχουμε
μέ τούς ἑτερόδοξους παπικούς καί προτεστάντες. Τά δέχονται ὅλα καί ἐντυπωσιάζονται
ἀπό τίς θεατρικές ἐμφανίσεις τοῦ πάπα, τόν ὁποῖο δυστυχῶς τά μέσα ἐνημέρωσης
προβάλλουν μέ τρόπο προκλητικό ὡς τόν μοναδικό θρησκευτικό ἡγέτη πού μπορεῖ νά ἐπηρεάσει
τίς τύχες ὅλου τοῦ κόσμου! Αὐτή ἡ ἐσφαλμένη ἄποψη κυριαρχεῖ καί ἐπαναλαμβάνεται
κάθε φορά πού ὁ πάπας κάνει τήν παραμικρή κίνηση ἤ δήλωση.
Ὅλοι αὐτοί οἱ χριστιανοί προφανῶς δέν ἀκολουθοῦν τό δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἡ πίστη δέν τούς μεταμορφώνει. Οἱ ἐντολές δέν τούς συγκινοῦν καί τό σοβαρότερο δέν ἔχουν τήν δύναμη νά ὁμολογήσουν τήν πίστη τους, γι᾿ αὐτό πρέπει νά παραδειγματιστοῦν ἀπό τούς μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι χάριν τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεώς τους δέχτηκαν τόν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Εἶναι ἀνάγκη νά καλλιεργεῖται στό λαό ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀγάπη πρός τήν Ἐκκλησία. Ἡ εὐθύνη ἀνήκει κυρίως στούς κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως πολλές φορές ἀσχολοῦνται μέ ἄλλα θέματα δευτερεύοντα ἤ μέ τόν οἰκουμενισμό, συγχρωτιζόμενοι καί συμπροσευχόμενοι μέ τούς ἑτερόδοξους, διατυπώνοντας συγχρόνως προκλητικές θεωρίες, μέ τίς ὁποῖες ἐξισώνουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τίς «ἐκκλησίες» τῶν παπικῶν καί προτεσταντῶν καί πάντα μέ τίς εὐλογίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη καί μερικῶν Μητροπολιτῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἕνας εὐσεβής θεολόγος σημειώνει σχετικά μέ τήν ὁμολογία πίστεως, πού πρέπει νά διακρίνει τόν κάθε ὀρθόδοξο χριστιανό, τά ἑξῆς: «Αὐτή τήν πίστη ὁμολογοῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί, ὅπως τή λάβαμε ἀπό τούς πατέρες μας, καί τή ζοῦμε στήν ἁγία Ἐκκλησία μας. Εἶναι ἡ πίστη πού μᾶς ζωογονεῖ καί μᾶς τρέφει, ὁ αἰώνιος θησαυρός καί ἡ σωτηρία μας. Μέ αὐτή τήν πίστη ἔζησε πάντα ἡ Ὀρθοδοξία καί ἀντίκρισε νικηφόρα τούς πάμπολλους ἐχθρούς της. Δυστυχῶς στίς μέρες μας καί σ᾿ ἕνα μέρος, εὐτυχῶς μικρό, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὀρθόδοξη αὐτή αἴσθηση ἀρχίζει νά ὑποχωρεῖ. Πολλοί σύγχρονοι, καί μάλιστα θεολόγοι(!), δέν πιστεύουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὑποβαθμίζουν τά δόγματα καί τήν παράδοσή της καί ἐρωτοτροποῦν ἀσύστολα μέ τίς αἱρετικές “ἐκκλησίες” τῆς Δύσης, σπεύδοντας σέ μιά κακότεχνη “ἕνωση” τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ Θεός νά τούς ἐλεήσει καί νά τούς φωτίσει» (Ἀνδρέα Θεοδώρου, «Τά σά ἐκ τῶν σῶν», Ἀθήνα 2000, σελ. 160). Παράλληλα μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεως χρειάζεται καί ἡ συνέπεια στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει τήν πίστη καί ἀναδεικνύει τό μεγαλεῖο της. Ἡ πίστη χωρίς τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν δέν ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία. Δέν βοηθάει σέ τίποτα καί βέβαια δέν ἐξασφαλίζει τή σωτηρία. Τό νά ἰσχυρίζεται κάποιος ὅτι εἶναι ὀρθόδοξος χριστιανός, χωρίς νά ἔχει πνευματική ζωή, εἶναι προκλητικό καί σκανδαλῶδες. Οὐσιαστικά εἶναι ἄρνηση τῆς πίστεως. Πρέπει λοιπόν νά ζοῦμε τήν Ὀρθοδοξία καί νά τήν προασπιζόμαστε πάντα, χωρίς τόν παραμικρό ἐνδοιασμό.
Ὅλοι αὐτοί οἱ χριστιανοί προφανῶς δέν ἀκολουθοῦν τό δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἡ πίστη δέν τούς μεταμορφώνει. Οἱ ἐντολές δέν τούς συγκινοῦν καί τό σοβαρότερο δέν ἔχουν τήν δύναμη νά ὁμολογήσουν τήν πίστη τους, γι᾿ αὐτό πρέπει νά παραδειγματιστοῦν ἀπό τούς μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι χάριν τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεώς τους δέχτηκαν τόν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Εἶναι ἀνάγκη νά καλλιεργεῖται στό λαό ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀγάπη πρός τήν Ἐκκλησία. Ἡ εὐθύνη ἀνήκει κυρίως στούς κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως πολλές φορές ἀσχολοῦνται μέ ἄλλα θέματα δευτερεύοντα ἤ μέ τόν οἰκουμενισμό, συγχρωτιζόμενοι καί συμπροσευχόμενοι μέ τούς ἑτερόδοξους, διατυπώνοντας συγχρόνως προκλητικές θεωρίες, μέ τίς ὁποῖες ἐξισώνουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τίς «ἐκκλησίες» τῶν παπικῶν καί προτεσταντῶν καί πάντα μέ τίς εὐλογίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη καί μερικῶν Μητροπολιτῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἕνας εὐσεβής θεολόγος σημειώνει σχετικά μέ τήν ὁμολογία πίστεως, πού πρέπει νά διακρίνει τόν κάθε ὀρθόδοξο χριστιανό, τά ἑξῆς: «Αὐτή τήν πίστη ὁμολογοῦμε οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί, ὅπως τή λάβαμε ἀπό τούς πατέρες μας, καί τή ζοῦμε στήν ἁγία Ἐκκλησία μας. Εἶναι ἡ πίστη πού μᾶς ζωογονεῖ καί μᾶς τρέφει, ὁ αἰώνιος θησαυρός καί ἡ σωτηρία μας. Μέ αὐτή τήν πίστη ἔζησε πάντα ἡ Ὀρθοδοξία καί ἀντίκρισε νικηφόρα τούς πάμπολλους ἐχθρούς της. Δυστυχῶς στίς μέρες μας καί σ᾿ ἕνα μέρος, εὐτυχῶς μικρό, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὀρθόδοξη αὐτή αἴσθηση ἀρχίζει νά ὑποχωρεῖ. Πολλοί σύγχρονοι, καί μάλιστα θεολόγοι(!), δέν πιστεύουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὑποβαθμίζουν τά δόγματα καί τήν παράδοσή της καί ἐρωτοτροποῦν ἀσύστολα μέ τίς αἱρετικές “ἐκκλησίες” τῆς Δύσης, σπεύδοντας σέ μιά κακότεχνη “ἕνωση” τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ Θεός νά τούς ἐλεήσει καί νά τούς φωτίσει» (Ἀνδρέα Θεοδώρου, «Τά σά ἐκ τῶν σῶν», Ἀθήνα 2000, σελ. 160). Παράλληλα μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεως χρειάζεται καί ἡ συνέπεια στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει τήν πίστη καί ἀναδεικνύει τό μεγαλεῖο της. Ἡ πίστη χωρίς τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν δέν ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία. Δέν βοηθάει σέ τίποτα καί βέβαια δέν ἐξασφαλίζει τή σωτηρία. Τό νά ἰσχυρίζεται κάποιος ὅτι εἶναι ὀρθόδοξος χριστιανός, χωρίς νά ἔχει πνευματική ζωή, εἶναι προκλητικό καί σκανδαλῶδες. Οὐσιαστικά εἶναι ἄρνηση τῆς πίστεως. Πρέπει λοιπόν νά ζοῦμε τήν Ὀρθοδοξία καί νά τήν προασπιζόμαστε πάντα, χωρίς τόν παραμικρό ἐνδοιασμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου