http://agiooros.org/viewtopic.php?f=43&t=9766
Μιά φορά ήταν μιά γριά καί κάθε πρωΐ έβγαινε στός δάσος καί μάζευε ξύλα γιά τή φωτιά της καί χορταράκια, γιά νά φάει. Καθώς εγύριζε μιά μέρα φορτωμένη στόν ώμο τά ξύλα καί στήν ποδιά της τά χόρτα, στό δρόμο συναντάει τόν χάροντα.
-Γειά καί χαρά σου, χάροντα, τοϋ λέει, γιά ποιόν μέ τό καλό;
-Γιά τοϋ λόγου σου θειά, τής λέει ό χάροντας.
Άντε, ετοιμάσου νά σέ πάρω.
-Τώρα, τοϋ λέει, νά πάω σπίτι νά ξεφορτωθώ καί νά ετοιμασθώ. Καί γιά νάχω καλό ρώτημα, σάν πώς θέλεις νά ετοιμασθώ;
- Όπως θέλεις εσύ, άπαντάει ό χάροντας.
Τότε ή γριά πηγαίνει στό σπίτι, άνάβει τό τζάκι καί βάζει νά βράσει τά χόρτα. Υστερα έπιασε νά ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε καί κουλούρια γιά συγχώρεση.
Υστερα έστρωσε τραπέζι καί περίμενε νά ψηθοϋν τά ψωμιά.
Τότε παρουσιάσθηκε o χάροντας καί τή ρωτάει:
-Ε, ετοιμάστηκες θειά;
-Περιμένω γιέ μου νά βράσουν τά χόρτα, νά ξεφουρνίσω τό ψωμί καί νά φαμε. Δέν κάθεσαι καί του λόγου σου νά φας μαζί μου;
-Μά δέν μ’ έχεις κακία θειά, πού θά σου πάρω τήν ψυχή;
-Μπά, γιατί νά σού΄χω κακία.
Όπου τήν πας τήν ψυχή μου, θάρχομαι κι εγώ μαζί.
-Καί τό κορμάκι σου, που θά τ'αφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ό χάροντας.
- Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει ή γριά. Εγώ θά τό παραδώσω στόν Θεό καί θά μου τό φυλάει. Είδες πού βάζομε σταυρό πάνω απ’ τά μνήματα;
‘Απάνω στήν ώρα έβρασαν καί τά χόρτα, μύρισε καί τό ψωμί στό φούρνο καί ή γριά κατέβασε τό φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στό τραπέζι δυό πιάτα χόρτα καί κάμποσες φέτες ψωμί.
Ό χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος καί δέν ήθελε νά φάει.
Δέν μου κάνει κέφι νά παίρνω ανθρώπους, πού δέν κλαίνε, λέει στή γριά.
Καί δεν μου λές κι εμένα τό λόγο; λέει ή γριά.
Τί σημασία έχει άν κλαίνε ή όχι;
“Οταν κλαίνε καί θρηνούνε, μόνο τότε είναι δικοί μου καί τούς πάω στήν κόλαση. Όταν είναι ευχαριστημένοι καί ήσυχοι, μου τούς παίρνει o Θεός καί τούς πάει ίσια στόν Παράδεισο.
-Γι’ αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει ή γριά. Φάε λίγο νά ζεσταθεί ή ψυχή σου, νά κάνεις τό σταυρό σου, μήπως καί πάψεις νά κολάζεις τόν κόσμο.
Τότε o χάροντας έσκασε απ’ τό κακό του, πετιέται επάνω καί φεύγει λέγοντας.
-’Εσένα έτσι κι έτσι χαμένη σ’ έχω. Τί κάθομαι καί χασομερώ μαζί σου.
Έτσι έφυγε o χάροντας κι ή γριά ζει ακόμα καί ποιος ξέρει πόσο ακόμα θά ζει καί θά ‘ναι καί ευχαριστημένη καί καλόγνωμη.
Μιά φορά ήταν μιά γριά καί κάθε πρωΐ έβγαινε στός δάσος καί μάζευε ξύλα γιά τή φωτιά της καί χορταράκια, γιά νά φάει. Καθώς εγύριζε μιά μέρα φορτωμένη στόν ώμο τά ξύλα καί στήν ποδιά της τά χόρτα, στό δρόμο συναντάει τόν χάροντα.
-Γειά καί χαρά σου, χάροντα, τοϋ λέει, γιά ποιόν μέ τό καλό;
-Γιά τοϋ λόγου σου θειά, τής λέει ό χάροντας.
Άντε, ετοιμάσου νά σέ πάρω.
-Τώρα, τοϋ λέει, νά πάω σπίτι νά ξεφορτωθώ καί νά ετοιμασθώ. Καί γιά νάχω καλό ρώτημα, σάν πώς θέλεις νά ετοιμασθώ;
- Όπως θέλεις εσύ, άπαντάει ό χάροντας.
Τότε ή γριά πηγαίνει στό σπίτι, άνάβει τό τζάκι καί βάζει νά βράσει τά χόρτα. Υστερα έπιασε νά ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε καί κουλούρια γιά συγχώρεση.
Υστερα έστρωσε τραπέζι καί περίμενε νά ψηθοϋν τά ψωμιά.
Τότε παρουσιάσθηκε o χάροντας καί τή ρωτάει:
-Ε, ετοιμάστηκες θειά;
-Περιμένω γιέ μου νά βράσουν τά χόρτα, νά ξεφουρνίσω τό ψωμί καί νά φαμε. Δέν κάθεσαι καί του λόγου σου νά φας μαζί μου;
-Μά δέν μ’ έχεις κακία θειά, πού θά σου πάρω τήν ψυχή;
-Μπά, γιατί νά σού΄χω κακία.
Όπου τήν πας τήν ψυχή μου, θάρχομαι κι εγώ μαζί.
-Καί τό κορμάκι σου, που θά τ'αφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ό χάροντας.
- Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει ή γριά. Εγώ θά τό παραδώσω στόν Θεό καί θά μου τό φυλάει. Είδες πού βάζομε σταυρό πάνω απ’ τά μνήματα;
‘Απάνω στήν ώρα έβρασαν καί τά χόρτα, μύρισε καί τό ψωμί στό φούρνο καί ή γριά κατέβασε τό φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στό τραπέζι δυό πιάτα χόρτα καί κάμποσες φέτες ψωμί.
Ό χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος καί δέν ήθελε νά φάει.
Δέν μου κάνει κέφι νά παίρνω ανθρώπους, πού δέν κλαίνε, λέει στή γριά.
Καί δεν μου λές κι εμένα τό λόγο; λέει ή γριά.
Τί σημασία έχει άν κλαίνε ή όχι;
“Οταν κλαίνε καί θρηνούνε, μόνο τότε είναι δικοί μου καί τούς πάω στήν κόλαση. Όταν είναι ευχαριστημένοι καί ήσυχοι, μου τούς παίρνει o Θεός καί τούς πάει ίσια στόν Παράδεισο.
-Γι’ αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει ή γριά. Φάε λίγο νά ζεσταθεί ή ψυχή σου, νά κάνεις τό σταυρό σου, μήπως καί πάψεις νά κολάζεις τόν κόσμο.
Τότε o χάροντας έσκασε απ’ τό κακό του, πετιέται επάνω καί φεύγει λέγοντας.
-’Εσένα έτσι κι έτσι χαμένη σ’ έχω. Τί κάθομαι καί χασομερώ μαζί σου.
Έτσι έφυγε o χάροντας κι ή γριά ζει ακόμα καί ποιος ξέρει πόσο ακόμα θά ζει καί θά ‘ναι καί ευχαριστημένη καί καλόγνωμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου