«Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ
χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν μείνη καὶ
ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῆ» (Ἰω. ιε´ 11). «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ,
λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν θὰ γεννήση τὸ παιδίον,
οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη
ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε·
πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν
χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν.» (Ἰω. ιστ´ 20).
ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῆ» (Ἰω. ιε´ 11). «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ,
λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν θὰ γεννήση τὸ παιδίον,
οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη
ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε·
πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν
χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν.» (Ἰω. ιστ´ 20).
Κι᾿ αὐτὴ ἡ βεβαιότητα ποὺ δέχεται μυστικά, τὸν κάνει νὰ χαίρεται πνευματικά. Καὶ πάλι λέγει ὁ Κύριος παρακάτω στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία: «Μακάριοι ἐστὲ ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ,» (Ματθ. ε´ 11). Καὶ κατὰ τὸν μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους: «Ἀμήν, Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ᾿ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται.» (Ἰω.ιστ´ 20). Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ τὰ λένε χαρὲς οἱ ἄνθρωποι, δὲν εἶναι ἀληθινὲς χαρές· μιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρά, τούτη ἢ ἡ πονεμένη χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ξαγοράζεται μὲ τὴ θλίψη, γιὰ τοῦτο κι᾿ ὁ Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλ. τέλεια, ἀληθινή, σίγουρη. (Ἰω. ιστ´ 25). Κι᾿ ὁ ἅγιος Παῦλος στὶς Ἐπιστολές του λέγει πολλὰ γι᾿ αὐτὴ τὴ βλογημένη θλίψη ποὺ εἶναι συμπλεγμένη μὲ τὴ χαρά: «Ἡ λύπη γιὰ τὸν Θεό, λέγει, φέρνει ἀμετάνοιωτη μετάνοια γιὰ τὴ σωτηρία (δηλ. ἡ λύπη ποὺ νοιώθει ὅποιος πιστεύει στὸν Θεό, κάνει ὥστε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοιώσει καὶ νὰ σωθεῖ, χωρὶς νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ γυρίσει πίσω στὴν ἁμαρτία), ἐνῶ ἡ λύπη τοῦ κόσμου φέρνει τὸν θάνατο.» (Κορινθ. Β´, ζ´ 10). Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει πὼς οἱ χριστιανοὶ φαίνουνται στοὺς ἀσεβεῖς πὼς εἶναι λυπημένοι, μὰ στ᾿ ἀληθινὰ χαίρουνται: «ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β´, στ´ 10). Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν παντοτινὴ χαρὰ φτερωμένος ὁ ἅγιος Παῦλος, γράφει ὁλοένα στοὺς μαθητάδες του: «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε!» (Φιλιπ. δ´ 4). «Πάλιν χαρῆτε.» (Φιλιπ. β´ 28). «Πάντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε´ 16). «Λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Β´ ζ´ 16).
Μέσα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ εἶναι ὁ ἴσκιος τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι παραστημένα ὅλα σὰν σκεπασμένα, συμβολικά, ὅπως εἶναι ἡ θυσία τοῦ Ἀβραάμ, τύπος τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, οἱ δώδεκα γυιοὶ τοῦ Ἰακὼβ τύπος τῶν δώδεκα ἀποστόλων, κλπ. Ἔτσι καὶ τὸ πικρὸ νερὸ τῆς Μερρᾶς ποὺ τὸ ἔκανε γλυκὸ ὁ Μωυσῆς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, παριστάνει τὴ λύπη τῆς ἁμαρτίας ποὺ τὴν ἄλλαξε ὁ Χριστὸς σὲ χαρά, «εἰς ὕδωρ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον». Τούτη τὴν πνευματικὴ Χαρὰ ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὰ δάκρυα, ἔνοιωσε μέσα του κι᾿ ὁ Δαυῒδ κ᾿ ἔλεγε: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με», «Κύριε, μὲ τὴ λύπη ἄνοιξες τὴν καρδιά μου.» Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωΐ ἀγαλλίασις.» (Ψαλμ. κθ´) καὶ πάλι λέγει: «Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔτρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί» (Ψαλμ. κθ´). Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Γεύσασθε καὶ ἴδατε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος. Μακάριος ἀνὴρ ὁ ἐλπίζων ἐπ᾿ αὐτόν.» (Ψαλμ. λγ´). Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων, καὶ ἐκ πασῶν αὐτῶν ρύσεται αὐτοὺς ὁ Κύριος.» (Ψαλμ. λγ´).
Γι᾿ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ χαρὰ ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς σὲ ὅσους τὸν ἀγαποῦνε καὶ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ θλίψη, γράψανε πολλὰ καὶ θαυμαστὰ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τὴ λέγει Χαροποιὸν πένθος καὶ Χαρμολύπη. «Πένθος γιὰ τὸν Θεό, λέγει, εἶναι τὸ νἆναι σκυθρωπὴ ἡ ψυχή σου, κ᾿ ἡ καρδιά σου νὰ ποθεῖ νὰ πικραίνεται, καὶ ν᾿ ἀποζητᾶ ὁλοένα αὐτὸ ποὺ διψᾶ, κ᾿ ἐπειδὴ δὲν τὸ βρίσκει, νὰ τὸ κυνηγᾶ μὲ πόνο καὶ νὰ τρέχει ξοπίσω τοῦ κλαίγοντας ἀπαρηγόρετα». «Βάστα γερὰ τὴ μακάρια τούτη χαρμολύπη καὶ τὴν ἁγιασμένη κατάνυξη, καὶ μὴν πάψεις νὰ τὴν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὡς ποὺ νὰ σὲ κάνει νὰ ὑψωθεῖς ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ νὰ σὲ παραστήσει καθαρὸν στὸν Χριστό». «Ὅποιος πορεύεται ἀδιάκοπα μὲ θλίψη, αὐτὸς γιορτάζει ἀκατάπαυστα· κι᾿ ὅποιος ὁλοένα διασκεδάζει, αὐτὸς μέλλεται νὰ ἀπολάψει θλίψη αἰώνια». «Ἐγὼ λογιάζοντας τὶ λογῆς εἶναι τούτη ἡ θλιμένη κατάνυξη, ἀπορῶ· πῶς γίνεται, κάποιο πράγμα ποὺ λέγεται κλάψιμο καὶ λύπη, νὰ ἔχει μέσα του τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη περιμπλεγμένα συναμεταξύ τους σὰν τὸ μέλι μὲ τὸ κερὶ .» Αὐτὴ ἡ οὐράνια παρηγοριὰ εἶναι κάποια ἀνακούφιση καὶ θεϊκὴ ξαλάφρωση ποὺ παρηγορὰ τὴν πονεμένη καὶ λυπημένη ψυχή, ὁποὺ θλίβεται γιατὶ χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες της. Αὐτὴ ἡ βοήθεια εἶναι μία θεϊκὴ ἐνέργεια ποὺ ξανανηώνει καὶ καινουργιεύει τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ὁποὺ κατάπεσε στὴν πίκρα καὶ στὴ σκληρὴ λύπη, καὶ στέκεται καταφαρμακωμένη ἀπὸ τὴν ἀμέτρητη πίκρα της, ἀπελπισμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες της. Καὶ τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τὰ πονεμένα δάκρυά της σὲ κάποια παρηγοριὰ θαυμαστὴ κι᾿ ἀνακουφιστική». «Κανένα πράγμα δὲν ταιριάζει μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο αὐτὸ τὸ χριστιανικὸ πένθος». «Ὅποια ἐνάρετη ζωὴ κι ἂν κάνουμε, ἂν δὲν ἔχουμε καρδιὰ θλιμένη καὶ πονεμένη, γιὰ μάταιη κι᾿ ἀδιαφόρετη λογαριάζεται. Τοῦτο τὸ βλογημένο καὶ θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μιὰ ὄρεξη πονεμένη τῆς καρδιᾶς, ποὺ ζητᾶ μὲ δάκρυα καὶ μὲ μεγάλον πόθο τὸν Θεό».
Κι᾿ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγει: «Σὰν λυτρωθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, καὶ σὰν περάσει μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ τὴν πονηρὴ θάλασσα, καὶ βλέπει μπροστά της τοὺς ἐχθρούς της νὰ χάνουνται, στοὺς ὁποίους ἤτανε πρωτήτερα δούλα, ἀναγαλλιάζει μὲ μία χαρὰ ἀνεκλάλητη καὶ δοξασμένη, γιατὶ παρηγοριέται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ξεκουράζεται στὸν Κύριο. Τότε τὸ πνεῦμα ποὺ ἔλαβε, τραγουδᾶ κάποιο καινούριο τραγούδι μὲ τὸ τύμπανο, ἤγουν μὲ τὸ σῶμα, καὶ μὲ τῆς κιθάρας, ἤγουν τῆς ψυχῆς, τὶς λογικὲς κόρδες καὶ τοὺς λεπτότατους λογισμούς, καὶ μὲ τὸ δοξάρι τῆς θείας χάρης, καὶ ψέλνει ὕμνους στὸν ζωοδότη Χριστό.» «Σὲ τοῦτο οἱ χριστιανοὶ εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ μεγάλη ἀπόσταση ὑπάρχει ἀνάμεσά τους, γιατὶ ἔχουνε τὸν νοῦ τους καὶ τὴ διάνοιά τους στὸ οὐράνιο φρόνημα, καὶ καθρεφτίζουνε μέσα τους τὰ αἰώνια ἀγαθά, ἐπειδὴς ἔχουνε τὸ ἅγιον Πνεῦμα· γιατὶ γεννηθήκανε ἄνωθεν κι᾿ ἀξιωθήκανε νὰ γίνουνε τέκνα τοῦ Θεοῦ μὲ ἀλήθεια καὶ μὲ δύναμη, καὶ κατασταθήκανε σταθεροὶ καὶ στέρεοι κι᾿ ἀσάλευτοι κι᾿ ἀναπαυμένοι ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς ἀγῶνες καὶ κόπους, χωρὶς νὰ ταράζονται πιὰ ἀπὸ ἄστατους καὶ μάταιους λογισμούς. Σ᾿ αὐτὸ εἶναι πιὸ μεγάλοι καὶ πιὸ καλοὶ ἀπὸ τὸν κόσμο, ἐπειδὴς ἔχουνε τὸ νοῦ τους καὶ τὸ φρόνημα τῆς ψυχῆς τους στὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει γι᾿ αὐτὰ τὰ βλογημένα δάκρυα: «Ἂν δὲν φτάξεις στὰ δάκρυα, μὴν νομίσεις πὼς ἔφταξες κάπου στὴ διαγωγή σου καὶ στὴν πολιτεία σου, γιατὶ ὡς τὰ τότε, τὸν κόσμο ὑπηρετοῦνε οἱ κρυφοὶ διαλογισμοί σου, δηλαδὴ μὲ τὸν ἔξω ἄνθρωπο κάνεις τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ μέσα ἄνθρωπος εἶναι ἀκόμα ἄκαρπος· ἐπειδὴ ὁ καρπός του ἔρχεται ἀπὸ τὰ δάκρυα. Γιατὶ σὰν φτάξςεις στὴ χώρα τους, τότε νὰ ξέρεις πὼς βγῆκε ἡ διάνοιά σου ἀπὸ τὴ φυλακὴ τούτου τοῦ κόσμου κι᾿ ἔβαλε τὸ πόδι της στὴ στράτα τοῦ καινούριου κόσμου, κι᾿ ἄρχισε νὰ μυρίζει ἐκεῖνον τὸν καινούριον ἀέρα τὸν θαυμαστόν. Καὶ τότε ἀρχίζουνε νὰ τρέχουνε τὰ δάκρυα, ἐπειδὴ κοντεύει νὰ γεννηθεῖ τὸ πνευματικὸ νήπιο. Γιατὶ ἡ χάρη, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα ὅλων, βιάζεται νὰ γεννήσει στὴν ψυχὴ κάποιον θεϊκὸ τύπο μυστικὰ στὸ φῶς τῆς μέλλουσας ζωῆς. Καὶ σὰν φτάξει ἡ ὥρα νὰ γεννηθεῖ, τότες ὁ νοῦς ἀρχίζει νὰ κινιέται σὲ κάποια πράγματα τοῦ κόσμου, ὅπως ἡ ἀναπνοὴ ποὺ παίρνει τὸ ἀγέννητο μωρὸ μέσα στὴν κοιλιὰ καὶ θρέφεται· κ᾿ ἐπειδὴ δὲ μπορεῖ νὰ βαστάξει σὲ κάποιο πράγμα ποὺ δὲν εἶναι συνηθισμένο, συνειθισμένο, ἄξαφνα ἀρχίζει νὰ σαλεύει τὸ κορμί του σὰν νὰ θέλει νὰ κλάψει μ᾿ ἕνα κλάψιμο ἀνακατεμένο μὲ τὴ γλυκύτητα τοῦ μελιοῦ. Κι᾿ ὅσο θρέφεται τὸ μέσα βρέφος, τόσο περισσότερα δάκρυα ἔρχουνται.» Κι᾿ ἀλλοῦ γράφει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος: «Πρῶτα δοκιμάζει μὲ πειρασμοὺς ὁ Θεός, ὕστερα δείχνει τὸ χάρισμα. Δόξα στὸν δεσπότη ποὺ μᾶς δίνει τὴν ὑγεία μας μὲ γιατρικὰ στυφά.» Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Ὅλοι οἱ ἅγιοι θλιμένοι μισέψανε ἀπὸ τούτη τὴ ζωή· κι᾿ ἂν οἱ ἅγιοι πενθούσανε καὶ τὰ μάτια τους γεμίζανε πάντα δάκρυα, ὥσπου φύγανε ἀπὸ τούτη τὴ ζωή, ποιὸς δὲν θὰ κλάψει; Ἡ παρηγοριὰ τοῦ χριστιανοῦ γεννιέται ἀπὸ τὸ κλάψιμο· κι᾿ ἂν οἱ τέλειοι κ᾿ οἱ νικηφόροι κλάψανε ἐδῶ κάτω, πῶς θὰ παραδεχτεῖ νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τὸ κλάψιμο αὐτὸς ποὺ εἶναι γεμάτος πληγές; αὐτὸς ποὺ ἔχει μπροστά του κειτάμενο τὸ κουφάρι του, καὶ ποὺ βλέπει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του νεκρωμένον ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, χρειάζεται καὶ διδασκαλία μὲ ποιὸν λογισμὸ θὰ μεταχειρισθεῖ τὰ δάκρυα;» Κι᾿ ἀλλοῦ γράφει: «Καλότυχοι ὅσοι εἶναι καθαροὶ στὴν καρδιά, γιατὶ δὲν περνᾶ ὥρα ποὺ δὲν νοιώθουνε τούτη τὴ χαρὰ τῶν δακρύων, καὶ μέσα σ᾿ αὐτὴ βλέπουνε τὸν Κύριο. Κ᾿ ἐνῶ ἀκόμα τὰ δάκρυα εἶναι στὰ μάτια τους, ἀξιώνουνται νὰ θωροῦνε τὰ μυστήριά του μὲ τὸ ὕψος τῆς προσευχῆς τους, καὶ δὲν κάνουνε ποτὲ προσευχὴ ποὺ νὰ μὴν εἶναι βρεγμένη μὲ δάκρυα. Κι᾿ αὐτὸ εἶναι ποὺ λέγει ὁ Κύριος «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται.» Γιατὶ ἀπὸ τὸ πένθος ἔρχεται κανένας στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, γιὰ τοῦτο εἶπε μὲν ὁ Κύριος πὼς αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε, μὰ δὲν ἐξήγησε ποιὰ παρηγοριὰ θὰ πάρουνε· γιατὶ σὰν ἀξιωθεῖ ὁ χριστιανὸς μὲ τὰ δάκρυα νὰ περάσει τὴ χώρα τῶν παθῶν καὶ νὰ φτάξει στὸν κάμπο τῆς καθαρότητας τῆς ψυχῆς, τότε τὸν βρίσκει αὐτὴ ἡ παρηγοριὰ ποὺ δὲν βρίσκεται σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, τότε καταλαβαίνει ποιὰ παρηγοριὰ βρίσκει στὸ τέλος τῆς λύπης, ποὺ τὴν δίνει ὁ Θεὸς μὲ τὴν καθαρότητα σ᾿ ὅσους θλίβουνται· γιατὶ δὲν γίνεται νὰ θλίβεται κανένας ἀδιάκοπα καὶ νὰ πειράζεται κι᾿ ἀπὸ τὰ πάθη, ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ χάρισμα δίνεται σὲ κείνους ποὺ δὲν ἔχουνε πάθη, τὸ νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θλίβουνται. Τὴ βοήθεια ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸ κλάψιμο, κανένας δὲν τὴ γνωρίζει, παρὰ μονάχα ἐκεῖνοι ποὺ παραδώσανε τὶς ψυχές τους σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο.» Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Ὁ πλοῦτος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι παρηγοριὰ ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸ πένθος, καὶ ἡ χαρὰ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν πίστη καὶ ποὺ λάμπει στὰ κατάβαθα τῆς διανοίας.» Καὶ σὲ ἄλλο μέρος γράφει: «Οἱ καλὲς πράξεις ποὺ γίνουνται χωρὶς τὴ λύπη τῆς διάνοιας, εἶναι σὰν ἕνα σῶμα ἄψυχο».
Κι᾿ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος λέγει: «Καλότυχος ἐκεῖνος ποὺ μὲ γνώση θὰ ἐπιθυμήσει νὰ κλαίγει, καὶ ποὺ θὰ χύσει δάκρυα μὲ κατάνυξη ἀπάνω στὴ γῆ σὰν καλὰ μαργαριτάρια μπροστὰ στὸν Κύριο».
Πολλὰ γράφει γιὰ τὸ χαροποιὸ πένθος κι᾿ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος: «Ἂς ποθήσουμε, λέγει, μὲ ὅλη τὴν ψυχή μας ἐκεῖνα ποὺ μᾶς προστάζει ὁ Θεός, φτώχια πνευματική, ἤγουν ταπείνωση, παντοτινὴ θλίψη, νύχτα καὶ μέρα, ἀπ᾿ ὅπου ἀναβρύζει κάθε ὥρα ἡ χαρὰ τῆς ψυχῆς κ᾿ ἡ παρηγοριὰ σὲ κείνους ποὺ ἀγαπᾶνε τὸν Θεό. Γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θλίψη ἀποχτιέται κ᾿ ἡ πραότητα σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται ἀληθινά. Ἀπὸ τὸ πένθος «πεινοῦνε καὶ διψοῦνε τὴν δικαιοσύνη», ἤγουν ὅλες τες ἀρετές, καὶ ζητᾶνε πάντα τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ ξεπερνᾶ κάθε νοῦ ἀνθρώπινον. Ἀπὸ τὴν παντοτινὴ θλίψη γίνουνται κ᾿ ἐλεήμονες καὶ καθαροὶ στὴν καρδιὰ καὶ γεμάτοι ἀπὸ εἰρήνη κ᾿ εἰρηνοποιοὶ κι᾿ ἀνδρεῖοι στοὺς πειρασμούς. Ἀπὸ τὸ πένθος μισεῖ κανένας τὰ κακά. Ἀπὸ τὸ πένθος ἀνάβει στὴν ψυχὴ ὁ θεϊκὸς ζῆλος ποὺ δὲν τὴν ἀφήνει πιὰ νὰ ἡσυχάσει ὁλότελα, εἴτε νὰ γυρίσει στὸ κακὸ μαζὶ μὲ τοὺς κακούς. Ἀλλὰ τὴν γεμίζει ἀπὸ ἀνδρεία καὶ δύναμη στὸ νὰ κάνει ὑπομονὴ μέχρι τέλος στοὺς πειρασμούς.» Καὶ σ᾿ ἄλλο μέρος λέγει: «Πρωτήτερα ἀπὸ τὸ πένθος γιὰ τὸν Θεό, εἶναι ἡ ταπείνωση, κ᾿ ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸ ἀκολουθεῖ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη ἀνέκφραστη. Κι᾿ ὁλόγυρα στὴν ταπείνωση ποὺ γίνεται γιὰ τὸν Θεὸ φυτρώνει ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας· γιατὶ ὅσο νομίζει κανένας μὲ ὅλη τὴν ψυχή του τὸν ἑαυτό του πιὸ ἁμαρτωλὸν ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τόσο πληθαίνει μαζὶ μὲ τὴν ταπείνωση ἡ ἐλπίδα, κι᾿ ἀνθίζει μέσα στὴν καρδιά του, καὶ τὴν πληροφορεῖ πὼς μέλλει νὰ σωθεῖ μὲ τὴν ταπείνωση. Ὅσο κατεβαίνει κανένας σὲ βάθος ταπείνωσης καὶ καταδικάζει καὶ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του γιὰ ἀνάξιο νὰ σωθεῖ, τόσο πικραίνεται καὶ βγάζει πηγὲς ἀπὸ δάκρυα, καὶ κατ᾿ ἀναλογία μὲ τὰ δάκρυα καὶ μὲ τὴ θλίψη του ἀναβρύζει στὴν καρδιά του ἡ πνευματικὴ χαρά, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὴ ἀναβρύζει ἡ ἐλπίδα καὶ μεγαλώνει μαζί της καὶ δίνει τὴν πληροφορία βεβαιότερη.» Κι᾿ ἀλλοῦ γράφει: «Πρέπει κάθε ἕνας νὰ στοχάζεται τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ προσέχει μὲ φρονιμάδα, ὥστε νὰ ἔχει τὸ θάρρος σὲ μονάχη τὴν ἐλπίδα, χωρὶς τὴ λύπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ταπείνωση, οὔτε πάλι νὰ θαρεύεται στὴν ταπεινοφροσύνη καὶ στὰ δάκρυα, χωρὶς τὴν πνευματικὴ ἐλπίδα καὶ χαρὰ ποὺ ἔρχονται μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα.» Κι᾿ ἀλλοῦ πάλι γράφει: «Γίνεται καὶ λύπη χωρὶς πνευματικὴ ταπείνωση, κι᾿ ἐκεῖνοι ποὺ θλίβονται ἔτσι, νομίζουνε πὼς αὐτὸ τὸ πένθος καθαρίζει τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ μάταια πλανιοῦνται, ἐπειδὴς εἶναι στερημένοι ἀπὸ τὴ γλυκύτητα τοῦ πνεύματος ποὺ γίνεται μυστικὰ μέσα στὸ νοερὸ θησαυροφυλάκιο τῆς ψυχῆς καὶ δὲν γεύουνται ἀπὸ τὴ χρηστότητα τοῦ Κυρίου. Γιὰ τοῦτο οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι ἀνάβουνε γλήγορα καὶ θυμώνουνε καὶ δὲν μποροῦνε νὰ καταφρονήσουνε ὁλότελα τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Μὰ ὅποιος δὲν τὰ καταφρονέσει ὁλότελα τοῦτα, καὶ δὲν ἀποχτήσει μίσος μ᾿ ὅλη τὴν ψυχή του γι᾿ αὐτά, δὲν εἶναι δυνατὸ ν᾿ ἀποχτήσει ποτὲ βέβαιη κι᾿ ἀδίσταχτη ἐλπίδα πὼς θὰ σωθεῖ, ἀλλὰ τριγυρίζει παντοτινὰ μὲ ἀμφιβολία ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ἐπειδὴ δὲν ἔβαλε θεμέλιο ἀπάνω σὲ πέτρα.» Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει αὐτὸς ὁ ἅγιος: «Τὸ πένθος εἶναι διπλὸ κατὰ τὶς ἐνέργειες: σὰν νερὸ σβύνει μὲ τὰ δάκρυα ὅλη τη φλόγα τῶν παθῶν, καὶ ξεπλύνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν μολυσμὸ ποὺ προξενοῦσε στὴν ψυχή· καὶ πάλι σὰν φωτιὰ ζωοποιεῖ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος κι᾿ ἀνάβει καὶ πυρώνει καὶ ζεσταίνει τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ἀνάβει στὸν ἔρωτα καὶ στὸν πόθο τοῦ Θεοῦ.» Καὶ σὲ ἄλλο μέρος πάλι γράφει: Ὅποιος συλλογίζεται μὲ αἴσθηση τῆς ψυχῆς πὼς εἶναι ἀνάξιος νὰ δεχτεῖ τὸν Θεὸ καὶ πὼς ἡ πολιτεία του, ὅσο καλὴ κι᾿ ἂν εἶναι, εἶναι τιποτένια μπροστὰ στὴν πολιτεία τῶν ἁγίων, χωρὶς ἄλλο θὰ πενθήσει μὲ κεῖνο τὸ πένθος ποὺ εἶναι ἀληθινὰ μακαριώτατο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔρχεται κι᾿ ἡ παρηγοριά, καὶ κάνει τὴν ψυχὴ πραεία· γιατὶ ἡ χαρὰ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴ θλίψη εἶναι ὁ ἀρραβώνας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.» Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Ὅπου εἶναι ταπεινοφροσύνη, ἐκεῖ εἶναι κι᾿ ἡ φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι᾿ ὅπου εἶναι φώτιση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ εἶναι καὶ φωτοχυσία τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς μὲ σοφία καὶ γνώση τῶν μυστηρίων του. Κι᾿ ὅπου εἶναι αὐτά, ἐκεῖ εἶναι κ᾿ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, κ᾿ ἡ γνώση τῆς βασιλείας, κ᾿ οἱ κρυφοὶ θησαυροὶ τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ, ποὺ μέσα τους εἶναι καὶ τὸ φανέρωμα τῆς πνευματικῆς φτώχιας. Κι᾿ ὅπου εἶναι αἴσθηση πνευματικῆς φτώχιας, ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ χαρούμενο πένθος, ἐκεῖ εἶναι καὶ τὰ παντοτινὰ δάκρυα, ποὺ καθαρίζουνε ἐκείνη τὴν ψυχὴ ποὺ τὰ ἀγαπᾶ καὶ τὴν κάνουνε ὁλόκληρη φωτεινή. Ὤ, δάκρυα ποὺ ἀναβλύζετε ἀπὸ θεϊκὸν φωτισμὸ κι᾿ ἀνοίγετε τὸν οὐρανὸ καὶ μοῦ προξενᾶτε θεϊκὴ παρηγοριά! Γιατὶ ἀπὸ τὴ χαρὰ κι᾿ ἀπὸ τὸν πόθο ποὺ ἔχω, λέγω πάλι καὶ πολλὲς φορὲς τὰ ἴδια; Γιατὶ ὅπου εἶναι πλῆθος δάκρυα μὲ γνώση ἀληθινή, ἐκεῖ εἶναι καὶ λάμψη θείου φωτός, κι᾿ ὅπου εἶναι λάμψη θείου φωτός, ἐκεῖ εἶναι κι᾿ ὅλα τὰ καλά, κ᾿ ἐκεῖ εἶναι τυπωμένη μέσα στὴ καρδιὰ κ᾿ ἡ σφραγίδα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀπ᾿ ὅπου προέρχονται ὅλοι οἱ καρποὶ τῆς ζωῆς. Ἀπὸ τὰ δάκρυα γιὰ τὸν Χριστὸ βγαίνουνε τοῦτοι οἱ καρποί, ἡ πραότητα, ἡ εἰρήνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ χρηστότητα, ἡ ἀγαθωσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἐγκράτεια. Ἀπὸ τὰ δάκρυα βγαίνει τὸ νὰ ἀγαπᾶ κανένας τοὺς ἐχθρούς του καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ γι᾿ αὐτούς, τὸ νὰ χαίρεται στοὺς πειρασμούς, τὸ νὰ καυχιέται στὶς θλίψεις, τὸ νὰ στοχάζεται σὰν δικές του τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀλλουνῶν καὶ νὰ κλαίγει γι᾿ αὐτές, τὸ νὰ βάζει τὴ ζωή του σὲ θάνατο γιὰ τοὺς ἀδελφούς του μὲ προθυμία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου