«Φθάσαντες πιστοὶ τὸ σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ,τὴν ἄφατον αὐτοῦμακροθυμίαν δοξάσωμεν...»(αἶν. Μ. Δευτ.)
Ἀπόψε, ἀγαπητοί μου, ἀρχίζει ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ Ἐκκλησία μας, φιλόστοργη μάνα, κάνει μία «οἰκονομία»· ὥρισετὰ «γράμματα» τοῦ ὄρθρου τῆς αὐριανῆς ἡμέρας νὰ διαβάζωνται σήμερα.Τὰ τροπάρια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶνε κατανυκτικά . Κεντοῦν καὶ μαλακώνουν καὶ τὴν πιὸ σκληρὴ καρδιά. Τὴν κάνουν νὰ σκεφθῇ τ᾿ ἁμαρτήματά της, νὰ πονέσῃ, νὰ κλάψῃ, καὶμετανοιωμένη νὰ πέσῃ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ πῇ σὰν τὸ λῃστὴ «Μνήσθητί μου,Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ἀρχίζει ἀπόψε ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Πολλὰ τροπάρια ἀκούγονται. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ θὰ πάρουμε ὡς θέμα ἐκεῖνο ποὺ λέει· «Φθάσαντες πιστοὶ τὸ σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν δοξάσωμεν...» (αἶν. Μ. Δευτ.). Τί σημαίνει αὐτό;
Πέλαγος ἦταν ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κ᾿ ἐμεῖς τὸ διαπλεύσαμε. Ἐρχόμαστε, ὕστερα ἀπὸ ταξίδι σαράντα ἡμερῶν, νὰ ῥίξουμε ἄγκυρα στὸ λιμάνι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Φτάσαμε, λέει, πιστοί. Ποῦ; Στὴν ἁγία καὶΜεγάλη Ἑβδομάδα. Γιατί ὀνομάζεται Μεγάλη Ἑβδομάδα; Διότι μεγάλα εἶνε ὅσα τελοῦνται κατ᾿ αὐτήν. Ἂν ρωτήσουμε, ποιά εἶνε ἡ σπουδαιότερη ὥρα τῆς ἀνθρωπότητος ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε μέχρι σήμερα, μερικοὶ τεχνοκράτες θ᾿ ἀπαντήσουν, ὅτι εἶνε ἡ ὥρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος πάτησε στὴ Σελήνη. Ματαιότης! Δὲν εἶνε αὐτὴ ἡ σπουδαιότερη ὥρα. Ἡ σπουδαιότερη ὥρα εἶνε ὅταν ὁ Θεάνθρωπος ὑψώθηκε στὸ σταυρό, μετέωρος μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω.19,30). Διότι τότε συνετρίβη τὸ κράτος τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁμαρτίας. Φθάσαμε, λοιπόν, στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ θὰ γιορτάσουμε τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου. Γιὰ τὰ πάθη ἂς κάνουμε μιὰ θεολογικὴ παρατήρησι. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἄνθρωπος, ὅπως ἐμεῖς· εἶνε καὶ Θεός. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας. Ὁ Χριστός, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, εἶνε «διφυὴς ἄνθραξ». Πάρτε ἕνα κάρβουνο καὶ βάλτετο στὴ φωτιά. Θὰ γίνῃ κόκκινο· καὶ δὲν ξεχωρίζει ἡ φωτιὰ ἀπὸ τὸ κάρβουνο. Ὅπως λοιπὸν τὸ ἀναμμένο κάρβουνο ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο οὐσίες ποὺ δὲν χωρίζουν, ἔτσι καὶ ὁ Θεάνθρωπος. Ἄνθραξ εἶνε ἡ σάρκα του ἡ ἁγία, καὶ πῦρ φωτεινὸ ἡ θεότητά του. Ὡς Θεὸς εἶνε ἀπαθής· ὡς ἄνθρωπος ὑφίσταται τὰ σεπτὰ πάθη.
Πάσχει σωματικῶς ὁ Χριστός. Ἕνας χυδαῖος ὑπηρέτης πλησιάζει καὶ δίνει ἰσχυρὸ ῥάπισμα στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου. Ἕνας βάναυσος στρατιώτης κατασκευάζει φραγγέλλιο καὶ μαστιγώνει τὸν Ἰησοῦ. Ἄλλος τὸν φτύνει στὸ πρόσωπο. Ἄλλος μὲ μυτερὰ καρφιὰ καὶ σφυριὰ καρφώνει τὰ ἅγια χέρια καὶ πόδια του. Ἄλλος τὸν λογχίζει. Ἄλλος τοῦ προσφέρει νὰ πιῇ ὄξος καὶ χολή. Καὶ ἄλλοι «διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά» του καὶ «ἐπὶ τὸν ἱματισμόν» του «ἔβαλον κλῆρον» (Ψαλμ. 21,19). Πάσχει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πάσχει καὶ ἡψυχή του πιὸ φρικτά. Πάσχει, ὅταν ὁ ἕνας μαθητής του τὸν προδίδει, ὁ ἄλλος τὸν ἀρνῆται, οἱ ἄλλοι τὸν ἐγκαταλείπουν, καὶ μόνος μονώτατος ὑπομένει τὸ μαρτύριο τοῦ σταυροῦ. Τότε ἀπὸ τὰ πανάχραντα χείλη του βγαίνουν τὰ δυσερμήνευτα ἐκεῖνα λόγια «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;»(Ματθ. 27,46)· λόγια, ποὺ μέχρι σήμερα κανένας θεολόγος δὲν μπόρεσε νὰ συλλάβῃ τὸ βάθος τους. Πάσχει ὁ Ἰησοῦς ὡς ἄνθρωπος. Ἀλλ᾿ ὡς Θεὸς μένει ἀπαθής.
«Ὡς λέων ἐκοιμήθη», λέει ὁ ἐμπνευσμένος ποιητής(αἶν. Μ. Σαββ. καὶ Γέν. 49,9). Εἶνε ἀρνίον ὁ Ἰησοῦς, πρᾶος καὶ ἀνεξίκακος· ἀλλὰ εἶνε καὶ λέων. Ποιός τολμᾷ νὰ πλησιάσῃ λέοντα, ἀκόμα κι ὅταν κοιμᾶται; Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὸν λέοντα, τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ καὶ τὶς δυνάμεις τοῦ κόσμου, τώρα ὡς ἀρνίον ἄκακον πάσχει.
Ἂν ἤθελε ὁ Χριστός, μποροῦσε μόνο τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ καὶ νὰ γίνουν σκόνη ὅσοι τὸν ἄγγιζαν. Μποροῦσε νὰ μαρμαρώσῃ τὰ χέρια τῶν σταυρωτῶν· νὰ ξεράνῃ τὴ γλῶσσα ἐκείνων ποὺ τὸν βλαστημοῦσαν, νὰ κάνῃ κάρβουνο καὶ στήλη ἅλατος ὅσους τόλμησαν νὰ τὸν διαπομπεύσουν. Ἀλλὰ μακροθυμεῖ καὶ τὰ ὑπομένει ὅλα. Ἂς δοξάσουμε «τὴν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν» , ἀναφωνεῖ μὲ θαυμασμὸ ὁ ἐμπνευσμένος Βυζαντινὸς ποιητής. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε, δόξα σοι» , θ᾿ ἀκούσουμε καὶ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε» , ἐπαναλαμβάνουμε κ᾿ ἐμεῖς. Ἐκεῖνα ὅμως ποὺ ὑπέφερε τότε, ἀγαπητοί μου, εἶνε λίγα μπροστὰ σ᾿ αὐτὰ ποὺ ὑποφέρει τώρα ἀπὸ μᾶς. Τὸ μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ συνεχίζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Οἱ Ἑβραῖοι τὸν σταύρωσαν μιὰ φορά· ἐμεῖς, οἱ λεγόμενοι Χριστιανοί, τὸν σταυρώνουμε κάθε μέρα. Ἑκατομμύρια λαοῦ χριστιανικοῦ, στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Εὐρώπη, στὸ Παρίσι, στὸ Λονδῖνο, στὸ Βερολῖνο καὶ ἀλλοῦ, ἄνθρωποι ποὺ καυχώμεθα γιὰ τὸ χριστιανισμό μας, σταυρώνουμε ἐκ νέου τὸ Χριστό. Καμμία γενεὰ δὲν ἁμάρτησε τόσο ὅσο ἡ δική μας. Γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη, ποιό ἔγκλημα δὲν διέπραξες! μοιχεία, πορνεία, ψευδομαρτυρίες, ἀπάτες, ἐγκλήματα φρικτὰ καὶ ἀποτρόπαια. Ποικίλη διαφθορὰ κατέκλυσε τὴν ἀνθρωπότητα. Καὶ ὄχι μόνο ἁμαρτάνουμε, ἀλλὰ καὶ δὲν μετανοοῦμε. Καὶ ὁ Κύριος τί κάνει; Μακροθυμεῖ! «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε». Μὲ ὅση εὐκολία ἐμεῖς μποροῦμε νὰ συνθλίψουμε κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα μας ἕνα σκουλήκι, ἔτσι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ συνθλάσῃ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς παντοδυναμίας του τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, τὸ σκουλήκι αὐτὸ κατὰ τὸν ψαλμῳδό· «Ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος…» (Ψαλμ. 21,7). Μποροῦσε ὁ Χριστός, ὁ «ἐπιβλέπων ἀβύσσους» (θ.Λειτ. Μ. Βασ.), ὁ κυβερνῶν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὁ Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος, νὰ διατάξῃ νὰ φουσκώσουν οἱ ποταμοὶ τὰ νερά τους νὰ καλύψουν τὶς κορυφὲς καὶ τῶν ὑψηλῶν ὀρέων.
Μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ πῇ στὸν ἥλιο νὰ πλησιάσῃ καὶ νὰ κάψῃ τὰ κεφάλια τῶν ἐνόχων. Μποροῦσε νὰ διατάξῃ τὰ ἄστρα νὰ γίνουν ἀστροπελέκια καὶ νὰ πέσουν πάνω στοὺς ἀσεβεῖς καὶ βλασφήμους. Καὶ ὅμως δὲν τὸ κάνει. Μακροθυμεῖ. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου Κύριε». Αὐτὴ εἶνε, ἀγαπητοί μου, μία πρακτικὴ ἑρμηνεία τοῦ γλυκυτάτου τροπαρίου ποὺ λέει «Φθάσαντες πιστοὶ τὸ σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν δοξάσωμεν· ὅπως τῇ αὐτοῦ εὐσπλαγχνίᾳ συνεγείρῃ καὶ ἡμᾶς, νεκρωθέντας τῇ ἁμαρτίᾳ, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος» .
Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες! Ἂς δοξάσουμε τὸ Θεὸ ποὺ φθάσαμε στὸ λιμάνι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ὁ Κύριος μᾶς δίνει νέα προθεσμία. Διαβάσατε τὸ Εὐαγγέλιο; Εἴδατε τί λέει; Λέει γιὰ κάποιον γεωργὸ ποὺ πῆγε στὸ ἀμπέλι του· εἶδε μιὰ συκιὰ ἄκαρπη, ἦταν ἕτοιμος νὰ τὴν κόψῃ μὲ τὸ τσεκούρι, καὶ κάποιος τοῦ εἶπε· Ἄφησέ την κι αὐτὸ τὸ χρόνο, μήπως κάνῃ καρπό (βλ. Λουκ. 13,8). Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ συκιὰ ἡ ἄκαρπη. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ γεωργός. Θὰ φιλοτιμηθοῦμε ἀπὸ τὴ μακροθυμία του; Θὰ κάνουμε ἐπὶτέλους τὸ βῆμα τῆς μετανοίας; Ὦ Θεέ μου, ποῦ μιλῶ; σὲ ἀνθρώπους ἢ σὲ βράχια; Ἀλλὰ καὶ τὰ βράχια τοῦ Γολγοθᾶ συγκλονίσθηκαν. Ξέρω πολὺ καλά, ὅτι ἀρκετοὶ ἀπὸ σᾶς ποτέ δὲν ἐξωμολογηθήκατε, ποτέ ἀπὸ τὰ μάτια σας δὲν ἔσταξε δάκρυ μετανοίας. Κλάψατε γιὰ τὸν πατέρα σας, γιὰ τὴ μητέρα σας, γιὰ ἄλλα προσφιλῆ σας πρόσωπα, ἀλλὰ γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά σας δὲν κλάψατε. Εἰς μάτην πάει ἡ ζωή σας. Προθεσμία μᾶς δίνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἐξοφλήσουμε τὰ χρέη τῶν ἁμαρτιῶν μας. Γι᾿ αὐτὸ ἔρχεται ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ ἡ Μεγάλη Παρασκευή. Ὁ καθένας μας, ὅπως ὁ λῃστὴς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, νὰ συναισθανθοῦμε τ᾿ ἁμαρτήματά μας. Κανείς δὲν εἶνε ἀναμάρτητος· εἴτε ἐπίσκοπος εἴτε πρεσβύτερος εἴτε ἀσκητὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναίκα, εἴτε ἀσπρομάλλης γέροντας εἴτε μικρὸ παιδί, ὅλοι ἁμαρτάνουμε. Ὅπως δὲν ὑπάρχει ψάρι ποὺ νὰ μὴ βρέχεται ἀπὸ τὴ θάλασσα, ἔτσι δὲν ὑπάρχει ἄνθρωποςποὺ νὰ μὴν τὸν βρέχῃ τὸ κῦμα τῆς ἁμαρτίας. Ἀδελφοί μου, ἂς δοξάσουμε τὸ Θεό, ποὺ φτάσαμε στὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα.
Νὰ μετανοήσουμε εἰλικρινά, νὰ ἐξομολογηθοῦμε, νὰ λουσθοῦμε στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, καὶ τὴ νύχτα τοῦ Πάσχα μὲ καθαρὴ καρδιὰ νὰ ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς, καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν»· ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου