«Έσται γαρ καιρός
ότε της υγιαινούσης διδασκαλίας ουκ ανέξονται, αλλά κατά τας επιθυμίας τας
ιδίας εαυτοίς επισωρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι την ακοήν…» Απ. Παύλος.
Από πολλού
γίνεται θόρυβος δια κάποιο βιβλίον ενός Καθολικού συγγραφέως. Είναι το βιβλίον
του Φούλτον, υπό τον τίτλον «Το πιο μεγάλο γεγονός». Ημφεσβητήθησαν ωρισμένα
σημεία του βιβλίου, αναφερόμενα εις το πάνσεπτον πρόσωπον της Κυρίας ημών
Θεοτόκου, κατά πόσον εναρμονίζονται προς την ορθόδοξον παράδοσιν. Και απεδείχθη,
κατόπιν σχετικών καταγγελιών, ότι εις το εν λόγω βιβλίον παρεισέφρησαν, υπό
μορφήν λογοτεχνικήν, φράσεις καθαπτόμεναι της γνησιότητος της παραδόσεως και
προσβάλλουσαι την Ορθόδοξον συνείδησιν. Το πράγμα εστοίχισε την προαγωγήν καλού
κληρικού, ως υπευθύνου, απαλλαγέντος από του βάρους του επισκοπικού αξιώματος,
όπερ μετ’ ολίγον θα επωμίζετο. Είναι
βέβαιον, ότι δεν υπήρχε πρόθεσις αλλοιώσεως των ιερών κειμένων, εκ μέρους του
κριθέντος ως υπευθύνου κληρικού. Μάλιστα, απολογούμενος, εβεβαίωσεν, ότι δια
του λογοτεχνήματος απέβλεπεν εις την ωφέλειαν των Χριστιανών. Δεν φρονούμεν,
ότι πρέπει να αμφισβητήσωμεν τας αγαθάς προθέσεις ενός τόσον ευλαβούς τέκνου
της Εκκλησίας, αγωνιζομένου υπέρ της κατισχύσεως του λόγου της πίστεως. Όχι
μόνον τούτο, αλλά δεν δυσκολευόμεθα και να αναγνωρίσωμεν, ότι, προκειμένου να
ελκυσθούν Χριστιανοί, αδιαφόρως διακείμενοι προς την Εκκλησίαν, ή να
αποσπασθούν από προδήλως φθοροποιά αναγνώσματα, έδωκεν εις την δημοσιότητα το υπ’
όψιν βιβλίον.
Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονώμεν, ότι ο λόγος του Θεού, αν και
απευθύνεται εις όλους τους μέλλοντας πιστεύσαι, εν τούτοις δεν προσφέρεται προς
όλους με ένα τρόπον. Η χριστιανική διδασκαλία, όσον αφορά εις την ηθικήν και
την πνευματικότητα αυτής, παρουσιάζει μίαν διαβάθμισιν «βάθους και ύψους και
μήκους και πλάτους». Δεν δύνανται όλοι οι άνθρωποι, είτε κατηχούμενοι είναι,
είτε πιστοί να δεχθούν τον λόγον του Κυρίου, όπως εξήλθεν από το «σεπτόν και
σεβάσμιον στόμα», ή από την γραφίδα των αγίων μαθητών και Αποστόλων. Εκτός των
δογμάτων, τα οποία δεν συζητούμεν, αλλά αποδεχόμεθα ως υπέρ λόγον και έννοιαν
αληθείας, η ηθική του Ευαγγελίου, την οποίαν καλούμεθα να κάμωμεν ζωήν, ούτε να
κατανοηθή εξ ίσου υπό πάντων δύναται, ούτε να βιωθή εις τον ίδιον βαθμόν. Το
Ευαγγέλιον της χάριτος εδόθη, βεβαίως, εις όλην την πληρότητά του και προς
όλους, αλλ’ έκαστος αντλεί εξ αυτού αναλόγως του αντλήματος, όπερ έχει. Λόγοι
φυσικής ικανότητος, κληρονομικότητος, ανατροφής, παιδείας, περιβάλλοντος,
καθορίζουν την χωρητικότητα εκάστου. Ο θείος Απόστολος Παύλος, άλλοτε «ποτίζει
γάλα» άλλοτε χορηγεί «τροφήν στερεάν», άλλοτε συνιστά «λάχανα», άλλοτε
επιτρέπει «πάντα» και πολλάκις αποκρύπτει την βαθυτέραν διδασκαλίαν, διότι,
λέγει, «σοφίαν λαλούμεν τοις τελείοις». Είναι ως εκ τούτου πρόδηλον, ότι
επιβάλλεται η μετάδοσις της χριστιανικής διδασκαλίας δια ποικίλων μέσων προς
τους νηπίους εν Χριστώ αδελφούς, όπως «δόλω λάβωμεν αυτούς», κατά τον «τα πάντα
τοις πάσι» γενόμενον Απόστολον. Και δια μυθιστοριών; Μάλιστα. Και δια λογοτεχνημάτων;
Ναι. Δια παντός μέσου, προκειμένου να προσφέρωμεν εις τον Χριστόν αδελφούς,
«υπέρ ων, κατά καιρόν απέθανε». Αλλά από του σημείου της οικονομίας και
συγκαταβάσεως, χάριν «των ασθενών τη
πίστει», μέχρι της νοθεύσεως της διδασκαλίας του Ευαγγελίου εν τω κλίματι της
Ορθοδόξου αγιωτάτης Εκκλησίας μας, «μέγα χάσμα εστήρικται». Και ναι μεν δεν
αποδίδομεν πρόθεσιν κακήν εις τον καλόν Αρχιμανδρίτην κ. Ιερώνυμον, δι’ όσα μη
στοιχούντα τη παραδόσει και τη «υγιαινούση διδασκαλία» περιέχονται εις το βιβλίον
του Καθολικού. Αλλά μαζί με την αστοχίαν, ην τω καταλογίζομεν, δικαίως
διερωτώμεθα αν ταύτα πρεσβεύη ή ου ο ίδιος. Δεν γνωρίζομεν αν εις τας συγγραφάς
του έχη διατυπώσει τα εαυτού φρονήματα περί του θέματος τούτου, άτινα φρόνιμον
είναι να επικαλεσθή προς ανατροπήν της κατηγορίας. Πάντως εις την περίπτωσιν
αυτήν επιβάλλεται, όπως προβή εις σχετικήν ομολογίαν της εαυτού πίστεως, ως
έπραττον και οι άγιοι ημών Πατέρες, δεδομένου, ότι και δι’ άλλα τινά, αναγόμενα
εις την Ορθόδοξον Παράδοσιν, κατηγορήθη κατά το παρελθόν. Αύτη είναι η μόνη
ορθή οδός προς κατασίγασιν της δικαίως εξεγερθείσης ορθοδόξου συνειδήσεως, αντί
των «κοσμικών κριτηρίων» και των αδίκων επιθέσεων υπό τινων «ου κατ’ επίγνωσιν»
συνηγορούντων εντύπων, ως εάν, οι ευθαρσείς εκείνοι θεολόγοι, οίτινες
διηρμήνευσαν το κοινόν ευσεβές αίσθημα, καταγγείλαντες αρμοδίως το πράγμα, δεν
είναι άξιοι παντός επαίνου. Το θέμα του σκανδαλώδους σημείου του βιβλίου του
Φούλτον, γεννά και άλλα τινά προβλήματα συναφή προς την ορθόδοξον ευσέβειαν και
παράδοσιν. Ανεγνωρίσαμεν την αναγκαιότητα της δια μυθιστοριών και
λογοτεχνημάτων οικοδομής των πιστών ή προσελεύσεως των «δυνάμει» ή κατ’ όνομα
χριστιανών. Τούτο όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταφεύγωμεν εις αναζήτησιν
βιβλίων εις την Δύσιν. Εξ όσων γνωρίζομεν, μακράν όντες του κόσμου, η Ελλάς η
Ορθόδοξος, υπερεπληρώθη ξενικών βιβλίων Καθολικών και Προτεσταντών συγγραφέων
και μάλιστα κοσμικών, ως εάν η Ορθόδοξος Εκκλησία εστερείτο συγγραμμάτων
Πατερικών, άλατι ηρτυμένων. Δικαίως υποπτευόμεθα, ότι ενεργείται τοιουτοτρόπως
λανθάνουσα διάβρωσις της ορθοδόξου πνευματικότητος, υπό ορθοδόξων αδελφών, είτε
εν γνώσει, ουκ οίδα, είτε εν αγνοία, ο Θεός οίδεν, απογυμνουμένων των πιστών εκ
της ωραίας και πνευματικής στολής του ορθοδόξου, της άνωθεν και εν αγίω
Πνεύματι υφανθείσης. Τι θα είπη ο κοσμικός Καθολικός ή Προτεστάντης, έστω και
κληρικός, εις την ψυχήν του Ορθοδόξου πιστού; Εάν οι άγιοι ημών Πατέρες
ελάλησαν εν Πνεύματι αγίω και ωκοδόμησαν την Ορθόδοξον ημών Εκκλησίαν επί την
πέτραν της αληθείας, πως οι απορρίπτοντες αυτούς Προτεστάνται θα διδάξουν τον
Χριστιανισμόν απλανώς; Ή , πως οι Καθολικοί, με τους οποίους διαφέρομεν, όχι
μόνον κατά τα δόγματα (λόγω των καινοτομιών των), αλλά και εις την
διανοητικότητα, και εις την ψυχολογίαν, και εις την πνευματικότητα, δεν θα μας νοθεύσουν
και τα δόγματα και την ορθόδοξον ζωήν, όταν τόσην σπουδήν επιδεικνύωμεν δια να
τους μεταφράσωμεν;
Από ετών διαπιστούμεν, με βαθυτάτην θλίψιν, ότι εντός του κλίματος της
Ορθοδοξίας γίνεται αληθής θραύσις εκ μέρους των ετεροδόξων, και πολύ ηλγήσαμεν
όταν, κατ’ επανάληψιν ανεγνώσαμεν εις το επίσημον όργανον της Εκκλησίας της
Ελλάδος, να προσαγορεύεται ο Πάπας, ως «άγιος πατήρ». Αφού λέγομεν «άγιος πατήρ»,
τότε ο απλούς λαός μας διατί να μη γίνεται εύκολος λεία της φιλοτίμου δράσεως
των Ουνιτών; Και υπάρχουν αφελείς Καθηγηταί του Πανεπιστημίου, οι οποίοι
κόπτονται υπέρ της συνεργασίας των Εκκλησιών, καθ’ ην στιγμήν, ουδεμίαν
αμφιβολίαν καταλείπουν εις ημάς οι Ουνίται εν Ελλάδι, ότι αγωνίζονται
σατανικώς, όπως υποτάξουν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν υπό τους «αγίους πόδας» του
«αγίου πατρός», O Tempora! O Mores! Φοβούμεθα μήπως, απολέσαντες την στοιχειώδη ευθιξίαν
της ορθοδόξου ημών συνειδήσεως—αν έχωμεν τοιαύτην—καταντήσωμεν ως φυλή το
σκύβαλον του κόσμου, με τα ποικίλα πλήγματα, άτινα υφιστάμεθα, ως Έθνος και ως
Εκκλησία. Η πληθύς των ξενικής προελεύσεως λογοτεχνημάτων, με την μορφήν της
ευσεβείας, δια την χρήσιν των «γάλακτι ποτιζομένων», δεν εμφανίζει μόνον την
από αρνητικής πλευράς παραπλάνησιν της συνειδήσεως των Ορθοδόξων. Προδίδει και
ασυγχώρητον άγνοιαν ή παραθεώρησιν των θησαυρών της φιλολογίας της ορθοδόξου
πνευματικότητος, δια της οποίας οικοδομούνται θετικώς αι ψυχαί προς μίαν βίωσιν
συνεπή προς το ιδιάζον ημίν ορθόδοξον πνεύμα. Θα ηθέλαμεν να ερωτήσωμεν, εάν
υπάρχη παράλληλος προοπτική δι’ εκδόσεις πατερικάς εκ μέρους εκείνων, οίτινες
αναλαμβάνουν να τροφοδοτούν τον ορθόδοξον λαόν μας, δια λογοτεχνικών
μεταφράσεων, προς χρήσιν, όπως λέγουν, των «ασθενών τη πίστει». Εάν διαδίδωμεν,
μετά τοσούτου ζήλου και κατά ένα είδος αποκλειστικότητος ευσεβείας τα
λογοτεχνήματα των ξένων, μεθ’ όλων των αμφιβόλων ορθοδόξως ή και ασεβών
διανοημάτων των, δεν έπεται εκ τούτου, ότι η ορθόδοξος διδασκαλία προς βίωσιν του
Χριστιανισμού ενετοπίσθη εις πλαίσια αισθητικών συγκινήσεων, τας οποίας
παράγουν εις τους αναγνώστας τα ζαχαρώδη λογοτεχνήματα; Αυτός είναι, λοιπόν, ο Χριστιανισμός, ον
εκήρυξεν ο Κύριος, ο μέγας Παύλος, και διηρμήνευσαν απλανώς οι ευρόντες την
«πράξιν εις θεωρίας επίβασιν» άγιοι Πατέρες; Και αν η μη βίωσις της εν Χριστώ
ζωής, ως την παρέδωκαν ημίν οι υπηρέται του Λόγου, δημιουργή κινδύνους δια την
σωτηρίαν της ψυχής, δεν πρέπει να μας εμβάλη εις ανησυχίας δια την εν τη
αιωνιότητι μοίραν των εν Χριστώ αγαπητών ημών αδελφών;
Η ανάγνωσις ενός, έστω, ευσεβούς λογοτεχνήματος, εάν δεν αποτελή
απώλειαν χρόνου, είναι πάντως «γάλα». Η επιτυχία των τοιούτων αναγνωσμάτων,
στηρίζεται εις την τέχνην του συγγραφέως να προκαλή ενδιαφέρον, «αδιάπτωτον την
προσοχήν», όπως λέγουν, να γεννά ποικίλα συναισθήματα, πολλάκις συγκρουόμενα,
να προκαλή θαυμασμόν από τας περιγραφάς της φύσεως, οίκτον, χαράν, αγανάκτησιν,
λύπην, αγάπην. Ό,τι εν πάση περιπτώσει, ονομάζομεν αισθητικήν απόλαυσιν. Αλλά ο
Χριστιανισμός είναι κάτι πέραν από τας αισθητικάς απολαύσεις. Είναι δια βίου
ηθικός και πνευματικός αγών, ούτινος, την μεν τραγικότητα δίδει η φράσις του
Αποστόλου Παύλου: «ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ, τις με ρύσεται εκ του σώματος του
θανάτου…», ως επίσης και η διατύπωσίς του περί του εν ημίν «αντιστρατευομένου
νόμου εν τοις μέλεσι της σαρκός»· το δε μεγαλείον του Χριστιανισμού
περικλείεται εις την χαράν του Αποστόλου, δια τας «εν Κυρίω θλίψεις και
παθήματά του». Μετά την ανάγνωσιν ενός γεγυμνωμένου βαθυτέρας Χριστιανικής
θεωρήσεως λογοτεχνήματος, ο αναγνώστης, αφού εξατμισθούν αι αναθυμιάσεις από τα
συναισθήματα εκείνα, τα «σκιάς ασθενέστερα και ονείρου απατηλότερα», μένει ως
και πρότερον κενός. Ενώ μετά την ανάγνωσιν ενός πατερικού βιβλίου, το οποίον
παρήχθη ως πλήρωμα της εν Χριστώ ζωής και διδάσκει απλανώς και με την εν αγίω
Πνεύματι γνώσιν, δια την κατάκτησιν της θείας ζωής και οικείωσιν του ακροτάτου
εφετού, που είναι ο Χριστός, ο Χριστιανός κατανύσσεται. Φιλοσοφεί επί της ζωής
αυτής και της άλλης, μετανοεί επί ταις αμαρτίαις του, λαμβάνει απόφασιν να ζήση
αγιώτερα, εξάπτεται εις αγάπην του Θεού και ευχαρίστως ακολουθεί τον Χριστόν
όχι μόνον προς την Θαβώριον κορυφήν αναβαίνοντα, αλλά και προς την
προφητοκτόνον πόλιν Ιερουσαλήμ πορευόμενον, οπόθεν θα άρη τον σταυρόν του, αφού
πρώτον πάθη πολλά. Η εν Χριστώ ζωή δεν είναι συναισθηματικαί και αισθητικαί
συγκινήσεις, αλλά ενυπόατατος ευσέβεια, γνωριζομένη από την κατ’ αίσθησιν της
ψυχής αγάπην του Χριστού, από τα δάκρυα του ιερού πένθους, από τους «αλαλήτους
στεναγμούς», δια το πάγκαλον εκείνο του Κυρίου κάλλος, δια «τον δριμύν και
αφόρητον έρωτα», δια τα άφραστα αγαθά της πόλεως εκείνης, «ης τεχνίτης και
δημιουργός ο Θεός», δια την αγάπην και σωτηρίαν των ομοψύχων και ομοπίστων εν
Χριστώ αδελφών.
Εις αυτό το πνευματικόν κλίμα, εντός του οποίου η ψυχή αισθάνεται εαυτήν
ως ξένην και πάροικον, «μη έχουσα ώδε μένουσαν πόλιν», εισάγουν μόνον τα ιερά
συγγράμματα των Πατέρων, τα οποία έγραψαν εν Πνεύματι αγίω. Δόξα τω καλώ και
αγίω Θεώ, ότι εις την ημετέραν γλώσσαν εγράφησαν τα θεοπαράδοτα λόγια και οι
Έλληνες Πατέρες κατέλιπον εις ημάς αμύθητον πλούτον διδασκαλίας, δι’ ης
αναγόμεθα «από γης προς ουράνια». Υπάρχουν ευτυχώς μεταφράσεις του αγίου
Χρυσοστόμου εις την απλουστέραν γλώσσαν, δια τους ολιγογραμμάτους, που είναι
«παγά λαλέουσα» του αγίου Πνεύματος, εφ’ όσον, δυστυχώς, ο πολύς λαός δεν
δύναται να αναγνώση απ’ ευθείας τα ιερά κείμενα, εξ αφορμής της διαφθαρείσης
ωραιοτάτης και πνευματικωτάτης γλώσσης μας, υπό της «εχπαιδευτικής
μεταρρύθμισης» η οποία εξακολουθεί εισέτι το ολέθριον έργον της. Εκδόται
ευσεβείς ανέλαβον να προσφέρουν εκλεκτά βιβλία, πεπληρωμένα Πνεύματος αγίου. Ο
εν Αθήναις Εκδοτικός Οίκος των κ. Αλ. Και Ε. Παπαδημητρίου δίδει εις πολυτελή
έκδοσιν την «Φιλοκαλίαν», ένα βιβλίον, το οποίον αποτελεί την βαθυτέραν
εκδήλωσιν της εν Χριστώ ζωής, οδηγούν τον αναγνώστην εις αγιωτάτας περιοχάς
πράξεως και θεωρίας, προς αυτήν την ακρώρειαν του θεϊκού έρωτος και του γνόφου
των αλαλήτων μυστηρίων. Βεβαίως, λόγω
του γλωσσικού ιδιώματος και του βάθους των νοημάτων, δεν είναι προσιτόν το
βιβλίον τούτο εις τον απλούν Χριστιανόν. Ελπίζομεν όμως, ότι θα καταστή
δυνατόν, δια της απλουστεύσεως της γλώσσης και των δυσνοήτων, να γίνη κτήμα του
ευσεβούς λαού μας όλων των τάξεων, ως επίσης ο «Ευεργετινός» και Συμεών ο Νέος
Θεολόγος. Παρά τας εκδόσεις του ανωτέρω Εκδοτικού Οίκου, ορθοδόξων
συγγραμμάτων, συμπορεύεται φιλοτίμως και ο εν Βόλω ευλαβέστατος εκδότης και
διευθυντής του παρόντος περιοδικού κ. Σωτήριος Σ. προσφέρων ως ήδυσμα
πνευματικόν από τετραετίας, τα πνευματικώτατα βιβλία του εν αγίοις πατρός ημών
Νικοδήμου του Αγιορείτου, ως είναι τα «Πνευματικά γυμνάσματα» η «Ν. Κλίμαξ», η
«Χριστοήθεια», ο «Κήπος Χαρίτων», όστις εκυκλοφόρησεν ήδη, με προοπτικήν να
ακολουθήση εις την σειράν των ωραίων τούτων εκδόσεων και το «Συμβουλευτικόν
Εγχειρίδιον». Αυτά τα βιβλία είναι κατά κυριολεξίαν ορθόδοξα, ως παραχθέντα από
γνησίως ορθόδοξον ζωήν και διδάσκοντα την μίμησιν Χριστού, και βοηθούντα εις
την εύρεσιν του Χριστού και την μετά του Χριστού «εκτυπωτέραν» συμβίωσιν «μέχρι
τερμάτων αιώνων».
Το
σκάνδαλον όπερ εξέσπασεν εις βάρος του Αρχιμ. κ. Ιερωνύμου Κοτσώνη, ως αντορθοδόξως
φρονούντος περί το πάνσεπτον πρόσωπον της αγιωτάτης Μητρός του Κυρίου, είναι
και σκάνδαλον εν τω χώρω της Ορθοδοξίας, δια την αδόκιμον και μετά σπουδής
διαπόρθμευσιν σαρκικών αναγνωσμάτων λογοτεχνών της Δύσεως, της Καθολικής ή
Προτεσταντικής, προς τον ορθόδοξον λαόν μας. θα ηυχόμεθα θερμώς όπως η Εκκλησία
της Ελλάδος εξ αφορμής της συζητήσεως περί α κατηγορείται ο καλός εκείνος
κληρικός, -- όστις εν τω ζήλω του, όπως ωφεληθή δια παντός μέσου ο ατυχής λαός
μας, έσφαλεν εις τα καίρια και όστις δέον να θρηνήση ενώπιον της Θεομήτορος,
«ει άρα αφεθήσεται η επίνοια της καρδίας του», -- μελετήση και το θέμα των
ξενικών εκδόσεων, αίτινες κατέκλυσαν την Ορθόδοξον Ελλάδα, διαστρέφουσαι τας
ορθοδόξους συνειδήσεις. Το σκάνδαλον των ασεβών σημείων θα αρθή εκ μέσου διότι
υποπίπτει ευκόλως εις την αντίληψιν. Το σκάνδαλον όμως της αντορθοδόξου
πνευματικότητος, δι’ ης οικοδομούνται αι ψυχαί πεπλανημένως, με αποτέλεσμα να
απόλλυνται, ως μη αισθητόν τοις πολλοίς, θα εξακολουθήση, αν μη ληφθούν τα
κατάλληλα μέτρα προς απώθησιν του αγγελοειδούς τούτου Δυτικού Σατανά εις την
φωλεάν του.
αθωνικά άνθη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου