Ένας αδελφός προχωρημένος στην πνευματική ζωή, την ώρα
που έκαμνε τον κανόνα του μαζί με τον δικό του αδελφό, του ήταν αδύνατο να
συγκρατήσει τα δάκρυά του και σταματούσε να λέει τον ψαλμό. Μια φορά ο αδελφός
τον παρακάλεσε να του πει τι σκέφτεται την ώρα του κανόνα και κλαίει τόσο
πικρά.
Αυτός του είπε: “Συγχώρησέ με, αδελφέ. Εγώ πάντοτε όταν κάνω τον κανόνα μου, βλέπω τον κριτή κι εμένα τον ίδιο να στέκομαι μπροστά του σαν κατάδικος και να ανακρίνομαι και να μου λέει: “Γιατί αμάρτησες;” Λοιπόν, επειδή δεν έχω τι να απολογηθώ, μου κλείνεται το στόμα και γι αυτό χάνω τον στίχο του ψαλμού. Συγχώρησέ με όμως, που σε θλίβω. Κι αν σε αναπαύει, ας κάνει ο καθένας μας χωριστά από τον άλλον τον κανόνα του”.
Του λέει ο αδελφός: “Όχι, πάτερ, γιατί κι αν ακόμη εγώ δεν έχω πένθος, αλλ΄ όμως, όταν σε βλέπω, κακίζω τον εαυτό μου”.
Κι ο Θεός είδε την ταπείνωσή του, και χάρισε και σ΄ αυτόν το πένθος του αδελφού του.
Αυτός του είπε: “Συγχώρησέ με, αδελφέ. Εγώ πάντοτε όταν κάνω τον κανόνα μου, βλέπω τον κριτή κι εμένα τον ίδιο να στέκομαι μπροστά του σαν κατάδικος και να ανακρίνομαι και να μου λέει: “Γιατί αμάρτησες;” Λοιπόν, επειδή δεν έχω τι να απολογηθώ, μου κλείνεται το στόμα και γι αυτό χάνω τον στίχο του ψαλμού. Συγχώρησέ με όμως, που σε θλίβω. Κι αν σε αναπαύει, ας κάνει ο καθένας μας χωριστά από τον άλλον τον κανόνα του”.
Του λέει ο αδελφός: “Όχι, πάτερ, γιατί κι αν ακόμη εγώ δεν έχω πένθος, αλλ΄ όμως, όταν σε βλέπω, κακίζω τον εαυτό μου”.
Κι ο Θεός είδε την ταπείνωσή του, και χάρισε και σ΄ αυτόν το πένθος του αδελφού του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου