«Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ
Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε,
τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τόβαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ
κοιμίσῃ. Ἕνα βοϊδάκι κι ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτα τους στὸ παχνὶ κι ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ
ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θἄρθῃ τὸ
βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴ Λουλούδω!
Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακρυὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρες τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κι ἔπεσαν κι ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον
ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια
ποὺ ἔψαλλαν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ»! Ἔμειναν
γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ
παχνί, πολλὴν ὥρα, κι ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θἄρθῃ τὸ
βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴ Λουλούδω!
Ἔφτασαν κι οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλες τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κι ἐφοροῦσαν μακρυὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι,
κι ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε καὶ ἐκάθισε
στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νυχτὸς τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς
βασιλικοὶ γέροι
ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλες
τους, ἐμβῆκαν στὸ Σπήλαιο, κι ἔπεσαν κι ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκκια τους, κι ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν. Νά! τώρα θἄρθῃ τὸ
βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴ Λουλούδω!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου