Δέν ἔχουν
ἀντιληφθῆ ὅτι διασποῦν
τήν ἑνότητα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων
καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
Μεταφέρουν εἰς τόν Ὀρθόδοξον χῶρον
τήν προβληματικήν τῶν
Προτεσταντῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριψαν
τήν παράδοσιν καί τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζοντες τήν Ὀρθόδοξονθεολογίαν μέ τήν ἐπιστημονικήν. Ἀποδομοῦν τάς βασικάς ἀρχάς τῆς θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ μεταπατερική θεολογία, ἡ ὁποία προωθεῖται εἰς τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν Θεολογικήν Ἀκαδημίαν Βόλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, εἶναι συνυφασμένη μέ τήν ἐπιστημονικήν θεολογίαν, ἡ ὁποία εἰς πολλά σημεῖα ἀποδομεῖ τάς βασικάς ἀρχάς τῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Τήν θέσιν αὐτήν διατυπώνει ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος μέ ἄρθρον του εἰς τό ἐπίσημον ὄργανον τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς του, τό ὁποῖον ἐξεδόθη τόν μῆνα Αὔγουστον. Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης δέν κατονομάζει τήν Ἀκαδημίαν Βόλου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως
Δημητριάδος, ἀλλά ὅλοι γνωρίζομεν ἀπό τήν παρακολούθησιν τῶν δραστηριοτήτων της ὅτι ἀπό ἐκεῖ προέρχεται ἡ «μεταπατερική θεολογία».
Ὁ Σεβ.
Μητροπολίτης κατακεραυνώνει τούς «μεταπατερικούς θεολόγους» καί τούς
κατηγορεῖ εὐθέως ὅτι ὑπονομεύουν τήν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν ὡς αὕτη συναντᾶται εἰς τά λειτουργικά κείμενα καί τήν
λατρευτικήν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας.
Αἱ θέσεις:
Τό πλῆρες κείμενον τῶν θέσεων τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου, ὡς αὐτάς ἐδημοσίευσεν
εἰς τήν «Ἐκκλησιαστικήν Παρέμβασιν» τοῦ μηνός Αὐγούστου, ἔχουν ὡς ἀκολούθως:
«Στὶς ἡμέρες μας γίνεται εὐρύτατος λόγος γιὰ τὴν λεγόμενη
“μεταπατερικὴ θεολογία”. Ὁποιονδήποτε ὁρισμὸ καὶ ἂν δώση
κανεὶς σὲ αὐτὸ τὸ φαινόμενο, ἕνα εἶναι
βέβαιο, ὅτι πρόκειται
γιὰ μιὰ “θεολογία”, πού ἀλλοιώνει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὀρθόδοξη θεολογία καὶ τὴν συνδέει μὲ τὴν λεγομένη “ἐπιστημονικὴ” θεολογία, ἡ ὁποία σὲ πολλὰ σημεῖα ἀποδομεῖ ὅλες τὶς βασικὲς ἀρχὲς τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας. Πολλοὶ θεολόγοι, χρησιμοποιώντας τὴν λογικοκρατία, τὸν στοχασμὸ καὶ τὴν
βιβλικὴ μέθοδο ἐρεύνης, πού ἀναπτύχθηκε
στὸν προτεσταντικὸ χῶρο, προσπαθοῦν νὰ ἑρμηνεύσουν
τὰ προφητικά, ἀποστολικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα σὲ μιὰ ἄλλη
κατεύθυνση ἀπὸ αὐτὴν πού ἔχει δώσει ἡ ὀρθόδοξη θεολογία. Στὸ μικρὸ αὐτὸ σχόλιο θὰ περιορίσω τὸν λόγο σὲ μιὰ πτυχὴ αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας. Ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους
τούς συγχρόνους θεολόγους καθηγητὴς Σάββας Ἀγουρίδης,
τὸν ὁποῖο εἶχα καθηγητὴ στὴν ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης, κάνει λόγο γιὰ τὶς “ἀπόπειρες
ἐντός τοῦ βιβλικοῦ ἐπιστημονικοῦ χώρου πρὸς τὴν
κατεύθυνση τῆς
διασπάσεως τῆς συνέχειας τῆς ἑνότητας τοῦ βιβλικοῦ μηνύματος πρὸς τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση”. Τί σημαίνει αὐτὸ στὴν
πραγματικότητα; Οἱ Προτεστάντες βιβλικοὶ ἐπιστήμονες, τοὺς ὁποίους μερικοὶ βιβλικοὶ ὀρθόδοξοι
θεολόγοι θαυμάζουν καὶ τοὺς ἀντιπαραθέτουν πρὸς τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς ὁποίους
δὲν θεωροῦν ἐπιστήμονες,
ὑποστηρίζουν
τὴν ἄποψη ὅτι ὑπάρχει διάσπαση στὴν διδασκαλία μεταξὺ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ὁμιλοῦν γιὰ τὸ ὅτι οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
ἄκουγαν γιὰ τὸν Θεό, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι
εἶδαν τὸν Θεὸ διακρίνουν μεταξὺ τῶν Προφητῶν πρὸ τῆς βαβυλωνιακῆς αἰχμαλωσίας καὶ Προφητῶν μετὰ τὴν βαβυλωνιακὴ αἰχμαλωσία
γράφουν γιὰ πρωτοκανονικὰ καὶ δευτεροκανονικὰ βιβλία στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, γιὰ Πρῶτο-Ἠσαΐα, Δεύτερο-Ἠσαΐα καὶ Τρίτο-Ἠσαΐα, γιὰ διαφορὰ μεταξὺ Χριστοῦ τῆς ἱστορίας καὶ Χριστοῦ τῆς πίστεως, γιὰ ἰδιαίτερες “σχολὲς” μεταξὺ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου καὶ Ἀπ. Παύλου, γιὰ ἀλλοίωση
τῆς ἀρχικῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Πρώτης Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους Πατέρες καὶ πολλὰ ἄλλα. Αὐτὰ διδάσκονται
οἱ φοιτητὲς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν ἀπὸ μερικοὺς μοντέρνους ἐπιστήμονες καθηγητὲς καὶ στὴν συνέχεια οἱ θεολόγοι αὐτὰ
τὰ μεταφέρουν στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀνεπιγνώστως, εἴτε στὸ
μάθημα τῶν θρησκευτικῶν στὰ Σχολεῖα, εἴτε στὸ κήρυγμα
καὶ στὰ Συνοδικὰ ὄργανα. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται στὸν ἀντίποδα αὐτῆς τῆς νοοτροπίας, γιατί, σύμφωνα μὲ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ὑπάρχει διάσταση καὶ διάσπαση μεταξύ τῆς θεολογίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων,
ἀφοῦ ὅλοι αὐτοὶ εἶχαν τὴν ἴδια ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ἡ
διαφορὰ
εἶναι ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη οἱ Προφῆτες καὶ οἱ Δίκαιοι εἶχαν ἐμπειρία τοῦ Ἀσάρκου Λόγου καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες εἶχαν καὶ ἔχουν ἐμπειρία τοῦ
Σεσαρκωμένου Λόγου. Ἔτσι, ὑπάρχει ταυτότητα ἐμπειριῶν, ὅπως ὁμολογοῦμε
στὸ
Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας: “Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι
ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν...”. Ὅμως, οἱ ἅγιοι διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἐξέφρασαν τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία, πού εἶχαν μὲ ὅρους τῆς ἐποχῆς
τους. Τίποτε
ἄλλο, καμμιὰ ἄλλη διαφορὰ δὲν ὑπάρχει. Οἱ “μεταπατερικοὶ
θεολόγοι”, οἱ ὁποῖοι βαυκαλίζονται ὅτι κάνουν ἐπιστήμη, μεταφέρουν
στὸν ὀρθόδοξο
χῶρο
τὴν προβληματικὴ τῶν Προτεσταντῶν, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἀπέρριψαν
τὴν Παράδοση καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐξετάζουν καὶ ἑρμηνεύουν τὰ βιβλικὰ κείμενα μὲ τὶς λογικοκρατικὲς ἀπόψεις
τους, ἐρευνοῦν
τὸ γράμμα, ἀλλὰ τοὺς διαφεύγει τὸ πνεῦμα τῶν Γραφῶν καὶ
τῶν Πατερικῶν κειμένων. Τίθεται τὸ ἐρώτημα: Γιατί οἱ
μεταπατερικοὶ θεολόγοι ἐνσυνειδήτως ἢ ἀσυνειδήτως ἀποδεσμεύονται ἀπὸ τὴν
ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅπως τὴν διατυπώνουν οἱ Πατέρες; Γιατί ὑπονομεύουν
τὴν
ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὅπως συναντᾶται στὰ λειτουργικὰ
κείμενα καὶ τὴν λατρευτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, χάριν μιᾶς ἐπιστημονικῆς
θεολογίας;
Γιατί
διασποῦν τὴν ἑνότητα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων
καὶ τῶν Πατέρων;».
"Oρθόδοξος Τύπος"
"Oρθόδοξος Τύπος"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου