"Ὁ Θεός πού εἶναι ἐδῶ, εἶναι παντοῦ".


ββάς Δουλς, μαθητής το ββ Βησσαρίωνα, διηγήθηκε:

‒ Πῆγα κάποτε στό κελλί τοῦ Γέροντα, καί τόν βρῆκα σέ στάση προσευχῆς, μέ τά χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό. Δεκατέσσερεις μέρες μεινε σ ατή τή στάση! στερα μέ φώναξε καί μο επε: "κολούθησέ με". Βγήκαμε μαζί στήν ρημο. Κάποια στιγμή δίψασα, καί το επα: "ββά, διψάω". Τότε κενος πρε τό δερμάτινο πανωφόρι μου καί πγε λίγο πιό πέρα, σέ πόσταση μις πετροβολις. Προσευχήθηκε, καί μο τό φερε πίσω γεμάτο νερό!

λλοτε πάλι, καθώς βαδίζαμε στή κροθαλασσιά, δίψασα καί το επα: "ββά, διψάω πολύ". Τότε Γέροντας προσευχήθηκε καί μο επε: "Πιές π τή θάλασσα". μέσως τό θαλασσινό νερό γινε γλυκό, καί πια. Γέμισα μάλιστα κι να γγεο. Βλέποντας Γέροντας τί κανα, μο λέει: "Γιατί πρες νερό;". Καί το ποκρίθηκα: "Συγχώρεσέ με, μήν τυχόν διψάσω πάλι παρακάτω". Καί Γέροντας μο επε: " Θεός πού εναι δ, εναι παντο".

Δεν υπάρχουν σχόλια: