Δευτέρα 27 Αυγούστου
Ο Όσιος
Ποιμήν.
Μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἀδέλφια τοῦ ἔκαναν
μικρὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα σὲ μία μικρὴ σκήτη στὴν Αἴγυπτο.
Ἡγούμενος αὐτῆς τῆς
ἀδελφότητας ἦταν ὁ Ποιμήν, ποὺ
εἶχε ὅλα τὰ προσόντα πραγματικοῦ ποιμένας ψυχῶν.
Ἡ φήμη του εἶχε φθάσει σὲ μακρινὲς περιοχὲς
καὶ πολὺς κόσμος ἐρχόταν νὰ τὸν δεῖ
καὶ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ.
Αὐτός, ὅμως, δεχόταν μόνο τοὺς μικροὺς καὶ
ταπεινούς. Ὅσοι ἔρχονταν ἀπὸ περιέργεια, δὲν
τοὺς δεχόταν, ἔστω καὶ ἂν
ἦταν ἄρχοντες.
Κάποτε ἕνας
ἀπ' αὐτοὺς θύμωσε ποὺ
δὲν τὸν δέχθηκε. Καὶ ἐπειδὴ
ἦταν δικαστής, συνέλαβε τὸν μοναχογιὸ τῆς ἀδελφῆς του Ὁσίου, μὲ
τὴν ἰδέα ὅτι τώρα θὰ
ἐρχόταν ὁ ἴδιος ὁ
Ποιμὴν σὲ αὐτόν. Ὁ
Ὅσιος, ὅμως, ἔγραψε πρὸς
αὐτόν: «Ἐξέτασον τὸν ἀνεψιόν μου κατὰ
τοὺς νόμους. Εἶναι ἔνοχος;
Τιμώρησέ τον. Ἐὰν ὅμως δὲν εἶναι, κᾶμε ὅπως
θέλεις». Ὁ
δικαστὴς θαύμασε τὰ γραφόμενα τοῦ Ὁσίου καὶ ἀμέσως ἀπέλυσε τὸν ἀνεψιό του.
Ὅλα αὐτά βέβαια, τὰ κατάφερνε ὁ Ποιμήν, διότι καλλιεργοῦσε τὸ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, τὴν ταπεινοφροσύνη. Συχνὰ μάλιστα ἔλεγε: «Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ταπείνωσιν, ὅσην ἀπὸ τὸν ἀέρα τὸν ὁποῖον εἰσπνέει. Ἡ ταπεινοφροσύνη τοῦ πνεύματος εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς». Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν πέθανε εἰρηνικά, προκύπτοντας σὲ ὅλες τὶς χριστιανικὲς ἀρετές.
Ὅλα αὐτά βέβαια, τὰ κατάφερνε ὁ Ποιμήν, διότι καλλιεργοῦσε τὸ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, τὴν ταπεινοφροσύνη. Συχνὰ μάλιστα ἔλεγε: «Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ταπείνωσιν, ὅσην ἀπὸ τὸν ἀέρα τὸν ὁποῖον εἰσπνέει. Ἡ ταπεινοφροσύνη τοῦ πνεύματος εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς». Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν πέθανε εἰρηνικά, προκύπτοντας σὲ ὅλες τὶς χριστιανικὲς ἀρετές.
Ο Άγιος Φανούριος ο Μεγαλομάρτυρας ο Νεοφανής.
Ἄγνωστος
στοὺς ἀρχαίους Συναξαριστές.
Ἔγινε
γνωστὸς ἀπὸ τυχαῖα
εὕρεση τῆς εἰκόνος του τὸν
14ο αἰώνα
στὴν Ρόδο, ὅταν ἔσκαβαν παλιὰ
σπίτια στὸ νότιο μέρος τοῦ παλιοῦ τείχους. Ἐκεῖ βρέθηκε ἀρχαῖος ναὸς
μὲ πολλὲς κατεστραμμένες εἰκόνες καὶ μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἡ
καλὰ διατηρημένη εἰκόνα ἐπὶ
τῆς ὁποίας ὁ τότε μητροπολίτης Ρόδου Νεῖλος ὁ Β’ ὁ
Διασπωρινὸς (1355 – 1369)
διάβασε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου
«ὁ ἅγιος Φανῶ». Ὁ Ἅγιος παριστανόταν σὰν νεαρὸς στρατιώτης, κρατώντας στὸ δεξιό του χέρι σταυρό, πάνω στὸν ὁποῖο ἦταν λαμπάδα ἀναμμένη, γύρω δὲ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τὰ 12 μαρτύριά του.
Τὸν ἀρχαῖο αὐτὸ ναὸ ἀνοικοδόμησε ὁ Νεῖλος καὶ τὸν ἀφιέρωσε στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου
Φανουρίου, ποὺ ὅπως φαίνεται συνέταξε καὶ τὴν Ἀκολουθία
του.
(Ἡ ἀναφορὰ στὸ Νέο Λειμωνάριο ὅτι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου βρέθηκε τὸ 1500, εἶναι λανθασμένη. Διότι ὁ ἐπίσκοπος Ρόδου Νεῖλος ὑπῆρξε τὸν 14ο αἰώνα).
(Ἡ ἀναφορὰ στὸ Νέο Λειμωνάριο ὅτι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου βρέθηκε τὸ 1500, εἶναι λανθασμένη. Διότι ὁ ἐπίσκοπος Ρόδου Νεῖλος ὑπῆρξε τὸν 14ο αἰώνα).
Ο Άγιος Λιβέριος ο Ομολογητής.
Ὁ Ἅγιος Λιβέριος ὁ ὁμολογητὴς διαδέχθηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης, τὸν Πάπα Ἰούλιο. Ὁ Λιβέριος ἦταν συνήγορος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Ἐπίσης
προστάτεψε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο Α’, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας
Κωνστάντιος τὸν
καταδίωξε γιὰ τὴν ὀρθόδοξη συμπεριφορά του.
Καὶ ὅταν ὁ Πάπας
Λιβέριος ἦρθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ διαφώνησε σὲ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα μὲ τὸν
προστάτη τοῦ Ἀρειανισμοῦ Κωνστάντιο, αὐτὸς τὸν ἐξόρισε στὴν Θεσσαλονίκη.
Κατόπιν ὅμως ἐπανῆλθε στὸν θρόνο του καὶ πέθανε σὲ βαθὺ γῆρας.
Κατόπιν ὅμως ἐπανῆλθε στὸν θρόνο του καὶ πέθανε σὲ βαθὺ γῆρας.
Ο Όσιος Επίσκοπος Κορδούης της Ισπανίας.
Ἔζησε
στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ
γενναία συμμετοχή του στοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Πῆρε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια, καθὼς καὶ σ’ αὐτὴ τῆς
Σαρδικῆς τὸ ἔτος 347.
Ἐπίσης
συνέπραξε στὸ νὰ ἀθωωθεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀπὸ τὶς ἐναντίον του κατηγορίες ἐκ μέρους τῶν Ἀρειανῶν. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ αὐτοκράτορας
Κωνστάντιος καταδίωκε ἀμείλικτα
τὸν Ἀθανάσιο, τὸ ἴδιο ἔκανε
καὶ στὸν Ἱεράρχη τῆς Κορδούης Ὅσιο, ποὺ ὑπέβαλε
σὲ πολλὲς ἐξορίες καὶ κακοπάθειες.
Ὁ Ὅσιος ὅμως, κράτησε ὄρθιο τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του μέχρι τέλους. Δίκαια λοιπὸν τὸν ἐγκωμιάζει γι’ αὐτὰ ὁ Θεοδώρητος, ὁ δὲ Μέγας Ἀθανάσιος
Ὁ Ὅσιος ὅμως, κράτησε ὄρθιο τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του μέχρι τέλους. Δίκαια λοιπὸν τὸν ἐγκωμιάζει γι’ αὐτὰ ὁ Θεοδώρητος, ὁ δὲ Μέγας Ἀθανάσιος
τὸν τιτλοφορεῖ πατέρα τῶν Ἐπισκόπων.
Βάπτιση του
Αιθίοπα Ευνούχου από τον Άγιο Φίλιππο
Διαβάζουμ ἀπὸ τὶς
Πράξεις Αποστόλων κεφ. η’ 26 – 40 :
26 Τότε ἄγγελος Κυρίου εἶπε εἰς τὸν
Φίλιππον, «Σήκω καὶ
πήγαινε πρὸς
νότον, εἰς τὸν δρόμον ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν
Γάζαν (εἶναι
δρόμος ἔρημος).
27 Καὶ σηκώθηκε καὶ πῆγε. Ἕνας Αἰθίοψ, εὐνοῦχος, ἀξιωματικὸς τῆς Κανδάκης, τῆς βασιλίσσης τῶν Αἰθιόπων, ὁ ὁποῖος ἦτο γενικὸς ταμίας της, εἶχε ἔλθει εἰς τῆν Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ
προσκυνήσῃ
28 καὶ ἐπέστρεφε. Καθήμενος εἰς τὸ ἀμάξι
του ἐδιάβαζε τὸν προφήτην Ἡσαΐαν.
29 Εἶπε δὲ τὸ Πνεῦμα εἰς τὸν
Φίλιππον, «Πήγαινε καὶ
προσκολλήσου εἰς αὐτὸ τὸ ἀμάξι».
30 Ὅταν ὁ Φίλιππος ἔφθασε κοντὰ, τὸν ἄκουσε νὰ διαβάζῃ τὸν προφήτην Ἡσαΐαν καὶ τοῦ εἶπε, «Ἆραγε καταλαβαίνεις αὐτὰ ποὺ
διαβάζεις;».
31 Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Πῶς νὰ μπορέσω νὰ καταλάβω ἐὰν δὲν μὲ ὁδηγήσῃ
κάποιος;» . Καὶ
παρεκάλεσε τὸν
Φίλιππον νὰ ἀνεβῇ καὶ νὰ καθήσῃ μαζί του.
32 Ἡ περικοπὴ τῆς γραφῆς ποὺ ἐδιάβαζε ἦτο ἡ ἑξῆς: Ὡς πρόβατον ὡδηγήθη εἰς τὴν σφαγὴν καὶ ὅπως ὁ ἀμνὸς ποὺ εἶναι ἄφωνος ἐμπρὸς σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν κουρεύει, ἔτσι δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του·
33 διὰ
τοῦ πάθους του ἡ καταδίκη ἔλαβε τέλος· τὴν δὲ γενεάν του ποιός θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν διηγηθῇ; Διότι ἔφυγε ἡ ζωἠ του ἀπὸ τὴν γῆν.
34 Τότε ὁ
εὐνοῦχος εἶπε εἰς
τὸν Φίλιππον, «Σὲ παρακαλῶ, πές μου διὰ ποιὸν λέγει αὐτὸ ὁ προφήτης; Διὰ
τὸν ἑαυτόν του ἢ διὰ κάποιον ἄλλον;».
35 Τότε ὁ
Φίλιππος ἄνοιξε τὸ στόμα του καί, κάνοντας ἀρχὴν ἀπὸ τὴν γραφὴν
αὐτήν, τοῦ ἐκήρυξε τὴν
χαρμόσυνην ἀγγελίαν περὶ τοῦ Ἰησοῦ.
36 Καθὼς
δὲ ἐπήγαιναν εἰς τὸν δρόμον, ἔφθασαν εἰς
ἕνα μέρος ποὺ εἶχε νερὸ
καὶ λέγει ὁ εὐνοῦχος,
«Νά, νερό, τί μὲ ἐμποδίζει νὰ βαπτισθῶ;».
37 [Καὶ
ὁ Φίλιππος τοῦ εἶπε, «Ἐὰν
πιστέυῃς μὲ ὅλη τὴν
καρδιά σου, ἐπιτρέπεται».
Ἐκεῖνος ἀπεκρίθη, «Πιστεύω ὅτι
ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ»].
38 Καὶ
διέταξε νὰ σταθῇ τὸ ἁμάξι
καὶ κατέβηκαν καὶ οἱ δύο εἰς
τὸ νερό, καὶ ὁ Φίλιππος καὶ
ὁ εὐνοῦχος, καὶ
τὸν ἐβάπτισε.
39 Ὅταν
ἀνέβηκαν ἀπὸ τὸ
νερό, τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἅρπαξε
τὸν Φίλιππον καὶ δὲν τὸν
εἶδε πλέον ὁ εὐνοῦχος,
ἐβάδιζεν ὅμως τὸν δρόμον του χαρούμενος.
40 Ὁ Φίλιππος εὑρέθηκε εἰς τὴν Ἄζωτον καὶ διερχόμενος ὅλας τὰς πόλεις ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιον μέχρις ὅτου ἦλθε εἰς τὴν Καισάρειαν.
40 Ὁ Φίλιππος εὑρέθηκε εἰς τὴν Ἄζωτον καὶ διερχόμενος ὅλας τὰς πόλεις ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιον μέχρις ὅτου ἦλθε εἰς τὴν Καισάρειαν.
Η Αγία
Ανθούσα η νέα
Μαρτύρησε,
ἀφοῦ τῆς ἔβαλαν τρίχινο κουρέλι καὶ μία μεγάλη πέτρα στὸ λαιμὸ καὶ τὴν ἔριξαν μέσα σ' ἕνα πηγάδι.
Ο Άγιος
Αρκάδιος ο βασιλιάς
Κανεὶς ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς δὲν ἀναφέρει
τὸν βασιλιὰ Ἀρκάδιο (395 – 408) σὰν Ἅγιο.
Συναντᾶται ἡ μνήμη του μόνο στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σελ. 105 ἔκδ. Καλλίστου ἀρχιμ.) μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Μαρτύριο.
Ἴσως ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων νὰ εἶχε κάποιους σημαντικοὺς λόγους νὰ τὸν κατατάξει μεταξὺ τῶν Ἁγίων της.
Ἴσως ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων νὰ εἶχε κάποιους σημαντικοὺς λόγους νὰ τὸν κατατάξει μεταξὺ τῶν Ἁγίων της.
Ο Όσιος Θεόκλητος
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Συναντᾶται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 ὡς ἑξῆς:
«Τῇ αὕτῃ ἡμέρᾳ τοῦ Ὁσίου Θεοκλήτου. Οὗτος ἣν ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως, ἀξίαν ἔχων μαγίστρου, καὶ καταλιπῶν τὸν κόσμον ἀνῆλθεν ἐν τῷ ὄρει τοῦ Ὀλύμπου, κακεῖσε ἀποταξάμενος καὶ ἀσκήσας ἔτεσι πλείστοις ἐκοιμήθη».
«Τῇ αὕτῃ ἡμέρᾳ τοῦ Ὁσίου Θεοκλήτου. Οὗτος ἣν ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως, ἀξίαν ἔχων μαγίστρου, καὶ καταλιπῶν τὸν κόσμον ἀνῆλθεν ἐν τῷ ὄρει τοῦ Ὀλύμπου, κακεῖσε ἀποταξάμενος καὶ ἀσκήσας ἔτεσι πλείστοις ἐκοιμήθη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου