Βάλε λίγα χρήματα στην άκρη για τα γεράματά σου...


Κάποιος χριστιανός σ΄ ένα χωριό είχε ένα μικρό περιβολάκι. Το καλλιεργούσε κι΄ από ό,τι του απέδιδε, κρατούσε τόσα μόνο, όσα του χρειάζονταν να συντηρήται φτωχικά. Τα υπόλοιπα τα έδινε στους φτωχούς ελεημοσύνη. Μα κάποτε ο διάβολος, για να τον εμποδίση από το καλό, άρχισε να σπέρνη ζιζάνια στην ψυχή του. Του ψιθύριζε λοιπόν στο νου:  Βάλε λίγα χρήματα στην άκρη για τα γεράματά σου. Μπορεί να σου έλθη και καμμιά αρρώστεια και να μην είσαι σε θέσι να εργάζεσαι. Παρασύρθηκε ο άνθρωπος από τους λογισμούς του. Περιώριζε σιγά-σιγά τις ελεημοσύνες του για να κάνη οικονομίες. Με τον καιρό γέμισε ένα μικρό κιούπι με χρυσά νομίσματα. Όταν το έθαψε ικανοποιημένος σ΄ ένα λάκκο του περιβολιού του, για να το έχη στα γεράματά του, του ήρθε ξαφνικά βαρειά αρρώστεια και σάπισε το πόδι του. Ξέθαψε έτσι το κιούπι πολύ γρήγορα για να ξοδεύη τις οικονομίες του σε γιατρούς και φάρμακα, χωρίς ωφέλεια όμως. Το πόδι χειροτέρευε κι΄ οι γιατροί πήραν την απόφασι να το κόψουν. Την παραμονή της ημέρας που ωρίστηκε η οδυνηρή εγχείρησι, πήρε κοντά στο κρεβάτι του ο κηπουρός το κιούπι του κι΄ άρχισε να μετρά και να ξαναμετρά τα τελευταία υπολείμματα της οικονομίας του που θα έδινε την επομένη στους γιατρούς για να τον αφήσουν χωρίς πόδι. Είχε τώρα πικρά μετανοήσει που στήριξε πιο πολύ τις ελπίδες του στα χρυσά νομίσματα, παρά στον Κύριόν του και τον παρακαλούσε μ΄ όλη του την ψυχή να τον συγχωρήση. Καθώς προσευχόταν κι΄ έκλαιε παρουσιάστηκε μπροστά του Άγιος Άγγελος. –Τα χρήματα που σύναξες, στερώντας τα από τους φτωχούς, σου χρησίμευσαν σε τίποτα; Τον ερώτησε με αυστηρή φωνή. –Όχι, κυριέ μου. Αναγνωρίζω πως έσφαλα. Ω, αν τύχω συγγνώμης, δε θα ξαναπέσω στο ίδιο σφάλμα. Μόνο η ελπίδα στο Θεό είναι σταθερή και βεβαία, φώνεξε ο δυστυχής μ΄ όλο τον πόνο της ψυχής του. Τότε ο αγαθός Άγγελος άγγιξε το πονεμένο πόδι και παρευθύς το έγιανε. Το πρωϊ που πήγαν οι γιατροί με τα χειρουργικά τους εργαλεία να το ακρωτηριάσουν, τον βρήκαν υγιέστατο να σκάβη το μικρό του περιβόλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: