Χαρακτηριστικά καί στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει: «εἰ μέν γάρ δόγμα ἔχει διεστραμμένον, κἄν ἄγγελος ᾖ, μή πείθου». Τό «μή πείθου» δέν ἔχει φυσικά τήν ἔννοια νά μήν πεισθῆς στό διεστραμμένο δόγμα τοῦ προεστῶτος, ἀλλά νά μήν ὑποταχθῆς εἰς αὐτόν.
Στήν ἑρμηνεία τοῦ ΡΜΓ΄(143) ψαλμοῦ ὁ ἅγιος μᾶς δίδει παραστατικά τό μέτρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας στά θέματα τῆς πίστεως. Λέγει δέ τά ἑξῆς: «Ὅταν οὖν εὐποιεῖν δέῃ, πᾶς ἄνθρωπός σοι ἐγγύς ἔστω · ὅταν δέ ὁ τῆς ἀληθείας γυμνάζηται λόγος, ἐπιγίνωσκε τόν οἰκεῖον καί τόν ἀλλότριον. Κἂν ἀδελφόν ἔχῃς ὁμοπάτριον καί ὁμομήτριον, καί μή κοινωνήσῃ σοι κατά τόν τῆς ἀληθείας νόμον, ἔστω σοι τοῦ Σκύθου βαρβαρικώτερος · κἂν Σκύθης, κἂν Σαυρομάτης ᾖ, τῶν δογμάτων δέ εἰδῇ τήν ἀκρίβειαν, καί πιστεύῃ τοῦτο ὃ καί αὐτός σύ, αὐτοῦ τοῦ τάς αὐτάς ὠδῖνας σοί λύσαντος
οἰκειότερος ἔστω καί ἐγγύτερος · καί τόν βάρβαρον καί τόν οὐ τοιοῦτον ἐντεῦθεν διακρίνωμεν, μή ἀπό τῆς γλώττης, μηδέ ἀπό τοῦ γένους, ἀλλ’ ἀπό τῆς γνώμης καί τῆς ψυχῆς. Τοῦτο γάρ μάλιστα ἄνθρωπος, ὅταν δογμάτων ἀκρίβειαν ἔχῃ καί πολιτείαν φιλόσοφον...» (ΕΠΕ 7, 400 καί P.G. 55, 461). Kαί εἰς αὐτό τό σημεῖο μέ πολύ σαφήνεια ὁ ἅγιος ξεχωρίζει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν οἱανδήποτε ἄλλη βοήθεια καί συμπαράστασι. Τά παραδείγματα πού ἀναφέρει, τῶν βαρβάρων καί πολεμικῶν λαῶν, δεικνύουν καθαρά ὅτι ἡ ἀληθινή πίστις μᾶς ἑνώνει μέ τόν πλέον βάρβαρο καί ἀπολίτιστο, ἐνῶ ἡ πλάνη καί ἡ αἵρεσις καί τόν πλέον οἰκεῖο τόν καθιστᾶ ἐκκλησιαστικά τόν μεγαλύτερο ξένο καί ἐχθρό. Καί ὅλα αὐτά βεβαίως, χωρίς νά περιμένωμε συνοδικές ἀποφάσεις, ἰσχύουν δι’ ὅλους. Παρ’ ὅτι λοιπόν, ὅπως βλέπομε, ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διδάσκει σαφῶς τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικά φρονοῦντας προεστῶτας, ἄν ἐξετάσωμε τήν στάσι του καί τήν διδασκαλία του κατά τήν περίοδο τῆς ἐξορίας του, θά διαπιστώσωμε ἀβίαστα ὅτι ὑπερέβη ὅλους τούς ἄλλους ἁγίους εἰς τό θέμα τῆ ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Ἐπίσκοπο, διότι κατά τήν περίοδο τῆς ἐξορίας του ἐδίδασκε σαφῶς καί ἀπροκάλυπτα τήν ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι ἀπό τούς Ἐπισκόπους ὄχι μόνο διά θέματα πίστεως, ἀλλά καί διά θέματα δικαιοσύνης. Αὐτός δηλαδή, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι τό σχίσμα δέν τό συγχωρεῖ οὔτε τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου, προέτρεπε, ἐνεθάρρυνε καί ἐγκωμίαζε ὅσους διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς διαδόχους του Ἀρσάκιο καί Ἀττικό καί ὅσους ἐπικοινωνοῦσαν μετ’ αὐτῶν καί μάλιστα ὑφιστάμενοι διωγμούς, κινδύνους καί μαρτύρια. Ὅλοι αὐτοί δέ «οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης» (ὄχι πίστεως), κληρικοί καί λαϊκοί παρέτειναν τό σχίσμα, διά τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τόν Πατριάρχη καί τούς κοινωνοῦντας μέ αὐτόν, μέχρι τῆς ἐπαναφορᾶς τῶν λειψάνων του ἀπό τά Κόμανα στήν Κωνσταντινουπολι ἐπί Πατριάρχου Πρόκλου, δηλαδή διάστημα περισσότερο ἀπό τριάντα χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου