Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που προϋποθέτει και σχετίζονται με την όραση του Θεού και ποιο είναι το πρόσωπο της επιφάνειας Του. Του Ασλανίδη Σταύρου

Από συνέχεια.

 

Η διαστρέβλωση και η εκκοσμίκευση της Θεοφάνειας.

 

Η παράδοση της εκκλησίας μας διδάσκει ότι, ενώ προσεγγίζουμε και μπορούμε να απεικονίσουμε την ανθρώπινη υπόσταση, με κάποια από τα αληθινά υποστατικά χαρακτηριστικά της ή με συμβολική απεικόνιση όπως το στέμμα ή το χρυσόβουλο είναι σύμβολα αντί του προσώπου του βασιλιά. Ωστόσο η εικόνα ή το σύμβολο δεν εισέρχονται ούτε αγγίζει το Ασώματο και Απρόσιτο “είναι” του Θεού.

Όμως ενώ λέμε ότι δεν υπάρχει εικόνα με τρία πρόσωπα του Θεού, ταυτόχρονα λέμε ότι υπάρχει μία, μοναδική και τέλεια εικόνα. Υπάρχει η μία αληθινή εικόνα του Χριστού, η οποία είναι απείρως ανώτερη από όλες τις άλλες εικόνες. Αυτή η Εικόνα είναι ενυπόστατη και είναι κατά φύση εικόνα(ομοούσια). Όλες οι άλλες εικόνες είναι είτε κατά την κτιστή φύση ή κατά χάρη αντίγραφα. Στον άνθρωπο κατά φύση αμυδρά εικόνα (διότι ξεφεύγει στην πιστότητα, στον χρόνο στον χώρο, στο ήθος, στις ενέργειες, στην βούληση και στο θέλημα), είναι το παιδί προς τους γονείς. Εντούτοις μεταξύ τους υπάρχει τέλεια αυτονομία, ενώ σε καμιά περίπτωση δεν παραμένουν ένα. Αντίθετα από όλα αυτά ο Χριστός είπε ότι Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα. Όσο αφορά την δεύτερη περίπτωση, μια κατά οικονομία εικόνα, αυτή είναι από άλλα υλικά και από άλλο σχήμα. Απλά αυτή με κάποιον νοητικό συνειρμό, παραπέμπει νοητικά στο πρωτότυπο της. Εδώ δεν υπάρχει μεταξύ τους το ομοούσιο. Συμπερασματικά μόνο στον Χριστό είναι όλος ο Πατέρας είναι μέσα Του, είναι αδιαίρετοι και Ένα και είναι με δική Του υπόσταση. Για αυτό η μόνη ζωντανή και αληθινή εικόνα των πάντων και κυρίως του Θεού είναι ο Χριστός, Αυτός είναι μονογενής και μόνος Θεός στον κόσμο, στον χρόνο, στον Χώρο. Αυτός είναι η κοινωνία και η σωτηρία μας.

Έχουμε λοιπόν την εικόνα του Χριστού που είναι η τέλεια εικόνα του Θεού και ταυτόχρονα η Θεία Υπόσταση Του και ο τριαδικός Θεός παραμένει Απρόσιτη και Απερίγραπτη. Αυτό το δόγμα, καθορίζει και την θεολογία των εικόνων. Δηλώνει πρακτικά ότι όποιος κάνει τριπρόσωπη παράσταση του Θεού, εκδηλώνει ταυτόχρονα χριστομαχία (άρνηση της τέλειας εικόνας του θεού στο πρόσωπο Του) Τριθεΐα (σχίζει σε τρία κομμάτια τον Θεό) και ειδωλολατρεία (περιγράφει στις αισθήσεις της ανθρώπινης φύσης, με τρία υλικά και κτιστά σχήματα τον ασώματο και απερίγραπτο Θεό του ουρανού).

Αλλά ο Θεός έχει άλλη, διαφορετική από τα κτίσματα, πρωτότυπη και μοναδική προσέγγιση. Ο Αδιαίρετος Θεός – η Μονάδα που ονομάζουμε Θεός ή όπως αλλού ονομάζεται, Γιαχβέ, ή Πατέρας ή Άγιο Πνεύμα – Αυτός όλος ή χωριστά με το ειδικό ή το ολικό όνομα είναι πάντα ο Πλήρης Θεός. Σε κάθε περίπτωση και όνομα είναι ο ίδιος πάντα και ο πλήρης θεός, είτε σε κάθε όνομα όπως του Σαβαώθ, του Γιαχβέ, του Πατέρα, του Υιού, του Αγίου Πνεύματος και του Χριστού. Αυτός είναι η μία Μορφή, η Εικόνα και η προσκύνηση τους. Αυτός είναι ο Ένας και Πλήρης Θεός. Έτσι από την αδιαίρετη δυάδα προσέγγισης του Θεού που έχουμε εντούτοις παράλληλα αναφερόμαστε σε Τριάδα. Εμπειρικά αυτό σημαίνει με την αναφορά και την ομολογία της Τριάδας συναντάμε ή μετέχουμε εμπειρικά την Μονάδα. Αυτά τα δύο, η Τριάδα και Μονάδα εντάσσονται ταυτόχρονα στο μυστήριο της Τριαδικής Μονάδας ή με άλλα λόγια στο μυστήριο της Αδιαίρετης Τριάδας.

 

Τα υποστατικά ιδιώματα

 

Στα κτίσματα, ο ιδιωτικός χαρακτήρας ενός προσώπου ορίζεται πρωτίστως από την εξωτερική εμφάνιση, η οποία αποτελεί κριτήριο διαχωρισμού. Κάθε υπόσταση έχει ένα ή περισσότερα ιδιώματα που θεμελιώνουν τη διαφορά μεταξύ των προσώπων. Αυτά περιλαμβάνουν ατομικά χαρακτηριστικά, όπως χρώμα, εμφάνιση, διαστάσεις, σωματική διάπλαση, αλλά και τον τόνο, τη χροιά της φωνής, καθώς και πνευματικές και κοινωνικές ιδιότητες – γνώσεις, νοητικό επίπεδο, συναισθηματική ωριμότητα και ικανότητες επικοινωνίας. Παρόμοια, τα έργα, οι ενέργειες και οι δυνάμεις του καθενός συνιστούν τον ιδιωτικό του χαρακτήρα και αιτιολογούν τον διαχωρισμό του.

Στον Θεό, ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν υφίσταται ως ατομικό ιδίωμα. Ιδιότητες όπως η δύναμη, η φιλανθρωπία, η βούληση, η απόφαση, η ομιλία, η ακοή, η αποστολή, ο αγιασμός και οι ενέργειες είναι κοινές και πανομοιότυπες και στα τρία Πρόσωπα. Δεν είναι υποστατικά, αλλά ιδιώματα της Φύσης ή της Ουσίας Του. Τα πάντα πλην ενός που είναι υποστατικό, είναι φυσικά ιδιώματα, είναι αδιαίρετα στην τριάδα, είναι στην μονάδα. Αυτή είναι ακριβώς συστήνει την άμορφη Μορφή Του. Λέγεται άμορφη διότι είναι Άκτιστος και η Μορφή για να συνεννοούμαστε. Η Μορφή ως μονάδα και από το πλήθος και στα πρόσωπα είναι μία και μοναδική και συναριθμείται ως ένας μέσα από όλη την αποφατική και από όλη την καταφατική Θεολογία.

Τα υποστατικά ιδιώματα καθορίζουν τον τρόπο διάκρισης ή διαίρεσης ή με όποια ονομασία λεχθεί αυτή. Ό,τι είναι ταυτόσημο, ό,τι έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, δεν διαιρείται και, ως εκ τούτου, δεν ονομάζεται, δεν συμβολίζεται, δεν εικονίζεται, δεν δοξάζεται ή δεν προσκυνείται χωριστά. Αντίθετα, όταν κάτι ή κάποιος διαιρείται, ή εμφανίζεται, συνομιλεί ή έχει δικές του ενέργειες, αυτά συνδέονται με τα υποστατικά του ιδιώματα και αυτός που τα έχει, ταυτόχρονα αποκτά ιδιωτικό πρόσωπο. Με το ατομικό Πρόσωπο λοιπόν εισέρχεται η δυνατότητα και γίνεται πράξη το να ξεχωρίζει το κάθε πρόσωπο από τα άλλα. Μετά από αυτό μετά από την διαίρεση και την αυτόνομη ιδιοκτησία υποστατικών χαρακτήρων, λέμε ότι το τάδε πρόσωπο έχει ιδιωτική εορτή και ξεχωριστή τιμή και προσκύνηση. Αν πάλι έχει μία μορφή όπως έχει το σώμα και ψυχή κάθε ανθρώπου, τότε λέμε μία εορτή, μία όραση, μία προσκύνηση.

 

 

Η αδιαίρετη διάκριση στον Θεό και η διαίρεση στον κόσμο.

 

Στην συνέχεια για να γίνουν ποιο κατανοητά αυτά θα υπάρξει μια πρακτική σύγκριση μεταξύ της αδιαίρετης διάκρισης στον Θεό και της διαίρεσης στον κόσμο. Ο αριθμός δύο ή τρία στην κτίσματα και τον άνθρωπο αναφέρεται ή αφορά πολλαπλά αντικείμενα ή ανθρώπους και προκύπτουν μέσα ή μετά από κάποια διαίρεση. Στην κτίση όταν ο Πατέρας γεννά ή ακόμα ποιο καθαρά όταν η μητέρα τίκτει, τότε έχουμε διαφορά, στην μορφή, στην δόξα, στην τιμή και στον ασπασμό. Ο Θεός δεν έχει καμία σχέση με αυτόν τον τρόπο προσέγγισης. Σε Αυτόν έχουμε αδιαίρετη διάκριση ή θεολογικά λέμε ότι έχουμε Αΐδια Γέννηση και Εκπόρευση. Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα διακρίνονται αδιαιρέτως πάντοτε και ασταμάτητα από τον Πατέρα. Η Αγία Τριάδα δια της μίας Φύσης της, ήρθε και δεν ήρθε στον κόσμο. Από την μία λέμε όλη η Φύση του Θεού ήταν στον Χριστό, ήταν Πλήρης Θεός ο Χριστός, ήρθε λοιπόν Χριστολογικά στον κόσμο. Από την άλλη και ταυτόχρονα με αυτό λέμε ότι η Φύση του Θεού είναι και παραμένει Απρόσιτη και έξω από τον κόσμο.

Έτσι λοιπόν όταν γίνεται λόγος για διαίρεση, τόσο στον Θεό όσο και στα κτίσματα, τότε αυτή δεν έχει την ίδια σημασία. Είναι άλλο η διάκριση που γίνεται στον Θεό και άλλη η χρονική, τοπική, τροπική διαίρεση που γίνεται στα κτίσματα. Η διαίρεση λοιπόν των Τριών Προσώπων του Θεού, στηρίζεται πάνω σε ορισμένα κριτήρια, και σε κάθε διάκριση εξετάζονται τα υποστατικά ιδιώματα του καθενός – δηλαδή, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ανήκουν σε κάθε υπόσταση. Κατά παρόμοιο τρόπο όταν γίνεται λόγος για προσιτό Θεό και Απρόσιτο Αυτός όλος είναι στον ουρανό σώματος, Απερίγραπτος και Απρόσιτος και όλος ήρθε στην γη, έζησε περπάτησε και συνέφαγε κοντά μας. Ωστόσο η ομοιότητα του Τριαδικού Θεού στον ουρανό και όλου του Θεού στο Πρόσωπο του Χριστού είναι το Αδιαίρετο της μία Μορφής, της μίας Τιμής και της μία Προσκύνησης Του.

Θα μελετήσουμε λοιπόν αυτά τα φαινόμενα, στα τρία Πρόσωπα του Θεού, όπως μας παραδόθηκαν από την εκκλησία και τον άγιο από την Δαμασκό. Θα εξετάσουμε την ταυτόχρονη παρουσία όλου του Θεού, την Πληρότητα της Τριάδας και την Μονάδα που πηγάζει από το αδιαίρετο της. Θα μελετήσουμε τη μία ενέργεια και τον ένα Μεσίτη – που είναι σύμβολο, εικόνα και άνθρωπος πλήρης και όλος Θεός, κατά πάντα όμοιος με εμάς εκτός της αμαρτίας. Με άλλα λόγια, θα επιβεβαιώσουμε την αδιαίρετη διαίρεση που δίδαξε ο Κύριος, λέγοντας «εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα».

 

Μια είναι η Μορφή του Θεού.

 

Φυσικά, Αυτά συμβαίνουν δια την ασθένεια μας, μας δόθηκαν για την απιστία μας και για να κατανοήσουμε κατά επίνοια την ύπαρξη του Θεού. Ο Θεός δεν έχει σώμα, χρονική ή χωρική θέση. Ως Πηγή των πάντων, έχει αυτήν την κοινή Μορφή, που συνδέεται με τη Φύση Του και το Ευαγγέλιο. Όπως δηλώνουν οι Άγιοι Πατέρες, τον αδιαίρετο Θεό, που δεν έχει υποστατική μορφή, «δεν τον είδε κανείς». Στον Θεό έχουμε, μία βούληση, μία δύναμη, μία ενέργεια, μία δοξολογία, μία προσκύνηση – όλα αυτά συγκροτούν την Μορφή Του, αναφέρονται σε όλο και πλήρη Θεό.

Ο Θεός είναι Αμερής οποιαδήποτε αναφορά, οποιοδήποτε χαρακτήρας, οποιοδήποτε ιδίωμα της Μορφής του αυτό αποτελεί την τέλεια πληρότητα του. Πουθενά δεν περισσεύει ούτε υπάρχει ο χώρος για να δεχτεί κάποιο μέρος του Θεού. Αν υπήρχε σύμβολο του θεού, όπως ο παλαιός των ημερών ή η περιστερά ή κάπως αλλιώς αυτό καταρχήν λέμε ότι ακόμα και από μόνο του δεν θα στεκόταν. Αν όμως κάνουμε την υπόθεση ότι κάποια στιγμή στάθηκε στην θέση του Θεού, τότε αυτόματα σημαίνει την παραδοχή ότι το σύμβολο έγινε θεός. Μάλιστα επειδή δεν υπάρχει μερικώς η κατά συνθήκη Θεός, αυτό σημαίνει το σύμβολο έγινε ο πλήρης Θεός.

 

Τα φυσικά ιδιώματα του Θεού.

 

Τα φυσικά ιδιώματα όχι μόνο αναφέρονται στην μονάδα του Τριαδικού Θεού, αλλά και μεταξύ τους δεν είναι πολλά ούτε διαφορετικά αλλά ένα, αφού ο Θεός, αδιαίρετος και χωρία πολυμορφία, χωρίς μίξη. Με απλά λόγια ο Θεός είναι Απλός, χωρίς να τον χαρακτηρίζει οποιαδήποτε σύνθεση. Δεν μπορεί δηλαδή να είναι απερίγραπτος και επιπλέον Απρόσιτος και άλλα πολλά ακόμα. Βέβαια είναι γνωστό ότι υπάρχει μεγάλη ποικιλία ονομάτων που αφορά την αναφορά των φυσικών ιδιωμάτων αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου σύνθεση. Αυτό προέρχεται από τις αδυναμίες και από τα κτιστά ιδιώματα της γλώσσας. Ωστόσο στην πραγματικότητα το φυσικό ιδίωμα του θεού είναι ένα. Δεν υπάρχει δεύτερο ιδίωμα ή περισσότερα ιδιώματα, αλλά όλα περιγράφουν με περιφραστικό τρόπο ακριβώς τον ένα και απλό Θεό.

Συμπερασματικά υπάρχει αδιαίρετος τριάδα και Μία Φύση, μία Μορφή, μία κοινή Ενέργεια που φθάνει στην κτίση ως αμέτρητα χαρίσματα. Ο Θεός είναι πάντα Τριαδική Μονάδα και προσεγγίζεται μέσω της μίας κοινής στην Τριάδα Μορφής, την μία Επιφάνειας και της μοναδικής Μεσιτείας ανάμεσα στον Τριαδικό Θεό και στους ανθρώπους. Ενώ παραμένει Απρόσιτος και Απερίγραπτος ο Θεός εντούτοις, ταυτόχρονα έχουμε αόρατη όραση, μη ακουστή φωνή και άγνωστη γνώση. Έχουμε το βίωμα της Τριάδας στην Μονάδα Του. Όλα αυτά μας τα εξήγησε ο Χριστός.

«εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα».

«Αυτός που βλέπει εμένα, ταυτόχρονα βλέπει τον Πατέρα».

 

Μέσα από αυτήν την τριαδική Μονάδα υπάρχει η αδιαίρετη διάκριση σε Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα. Αυτό το «ένα» ανήκει στη Μορφή του Θεού, που δεν ανήκει στο χρόνο, δεν έχει σχήμα, χώρο ή θρόνο. Κανένα Πρόσωπο δεν έχει ιδιωτική ομιλία, ακοή, τιμή, εορτή, όραση ή προσκύνηση· η μόνη διαφορά είναι ο τρόπος ύπαρξής Του. Αυτό που ονομάζουμε «Θεός» είναι κοινό στα τρία πρόσωπα και είναι ένα με τη Φύση Του. Το υποστατικό ιδίωμα δεν καθιστά το ένα Πρόσωπο «περισσότερο» Θεό από το άλλο· ο Πατέρας, αν και έχει την αρχή, είναι ακριβώς ο ίδιος Θεός με τον Υιό. Οι ΄δυο πάλι είναι ο ίδιος Θεός με το Άγιο Πνεύμα. Το μόνο ιδιωτικό που διαχωρίζει το πρόσωπο έχει να κάνει με τον τρόπο ύπαρξης τους και δεν το κατέχει ο κόσμος ως γνωστό ή διακριτή οντότητα, αλλά αυτό το διδάχθηκε γνωρίζει την ύπαρξη του και ταυτόχρονα παραμένει άγνωστο στην σημασία του ως ένα ενδοτριαδικό ιδίωμα. Σε μας φθάνει ταυτόχρονα και μαζί από την τριάδα, ή από τον πλήρη τριαδικό Πατέρα, ή από τον πλήρη τριαδικό Θεό Υιό ή από τον πλήρη τριαδικό Θεό Άγιο Πνεύμα, η μία Δύναμη, ο ένας Αγιασμός, η μία Δόξα, η μία Ενέργεια – όλα κοινά στα τρία Πρόσωπα, όλα ως μονάδα.

 

 

Ο Παλαιός των ημερών, η περιστερά, το φως της Μεταμόρφωσης, οι πύρινες γλώσσες είναι η συμβολική απόδοση της μέθεξης της Άκτιστης και Αδιαίρετης Ενέργειας του Θεού.

 

Κάθε Πρόσωπο είναι ο Πλήρης Θεός, και η ένωση δύο ή τριών Προσώπων παραμένει ένας Πλήρης Θεός. Ποτέ η Μονάδα δεν αποσπάται από την Τριάδα: έχουμε αδιαίρετη Τριάδα και Τριαδική Μονάδα. Οι άγιοι, με καθαρή καρδιά, βλέπουν τον Θεό μέσω της Ενέργειάς Του, η οποία είναι μία και κοινή και στα τρία Πρόσωπα.

Οι εκφράσεις παλαιός των ημερών, φωνή εκ του ουρανού, περιστερά πύρινες γλώσσες τρίτος ουρανός είναι σύμβολα μιας «άγνωστης γνώσης» και μιας «αόρατης όρασης». Είναι ανθρωπομορφικές εκφράσεις για να πιστοποιήσουν την ύπαρξη αποκλείοντας το φανταστικό ίνδαλμα. Χαρακτηρίστηκαν σαν σύμβολα αλλά αυτός δεν δηλώνει με ακρίβεια αυτό που είναι. Ο πιο θεολογικός όρος οριστικοποιήθηκε στις ησυχαστικές έριδες του 14ου αιώνα. Από τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τους ομόφρονες του, οι αναβάσεις και η κοινωνία με την θεότητα εκφράστηκαν με τον όρο «Μέθεξη» του Θεού. Αυτή δεν είναι απλή αίσθηση, αλλά προσέγγιση της Ενέργειάς του Θεού, παραμένοντας απρόσιτη η Ουσία Του. Εδώ διευκρινίζεται ότι η διάκριση Ουσίας και Ενέργειας δεν λέγεται Αριστοτελικός, αλλά αφορά τη θεϊκή Ενέργεια, η οποία και σαν έννοια είναι άγνωστη στους φιλοσόφους και στους Λατίνους.

Αν σταματήσουμε τον λόγο στην δυάδα Ουσίας και Ενέργειας του Θεού, και μάλιστα αν νοηθεί σαν διαίρεση η δυάδα τότε κινδυνεύει να παρερμηνευτεί σε διθεΐα.

Ωστόσο δεν γίνεται λόγος σε διαίρεση του Θεού σε ουσία και ενέργεια. Μιλάμε για Αδιαίρετη διάκριση της ουσίας από την ενέργεια του Θεού. Μόνο με την διάκριση και όχι με μια διαίρεση παραμένει το ορθόδοξο δόγμα, έχοντας μία Αρχή ο Θεός. Επιπλέον προσθέτουμε τι ακριβώς θα σημαίνει αν γίνει η διαίρεση του Θεού σε Ουσία και Ενέργεια. Η θεία Ενέργεια, αν θα μπορούσε να απομονωθεί και αν θα έμενε μόνη της, δηλαδή αν την δούμε αυτόνομα, σαν ένα πρόσωπο ή σαν ένα σύμβολο, ή σαν κάτι που έχει δική του οντότητα, τότε αυτό που προβάλλεται δεν θα ήταν τίποτα άλλο παρά κάτι σαν ίνδαλμα, σαν όνειρο που περνάει και χάνεται αμέσως. Αυτό συμβαίνει επειδή κατά ους Πατέρες: «δεν υπάρχει υπόσταση ανενέργητος και ενέργεια ανυπόστατη». Άρα από την στιγμή που παλαιός των ημερών και υιό του ανθρώπου, ή ο Χριστός και η περιστερά ή η φωνή από τον ουρανό γίνουν δύο, αν υπάρξει διαίρεση μεταξύ τους, τότε κατευθείαν η ενέργεια δηλαδή ο Παλαιός των ημερών, η περιστερά ή η φωνή από τον ουρανό αυτονομείται από τον Χριστό, γίνεται ανυπόστατος ενέργεια, και άρα γίνεται ίνδαλμα, γίνεται φάντασμα που έχει αρχή και τελειώνει με το πέρας της Θεοφάνειας. Η ερμηνεία λοιπόν του Δανιήλ και της Θεοφάνειας της Βάπτισης βασίζεται στην εισαγωγή της αδιαίρετης διάκρισης, των φυσικών ιδιωμάτων του Χριστού.

Αφού λοιπόν ένα είναι η ουσία με την ενέργεια για αυτό και ο Παλαιός των Ημερών και η Περιστερά δεν είναι τίποτα από μόνα τους, αν διαιρεθούν από την ουσία του Θεού· Ωστόσο είναι τα «Άγια των Αγίων» μόνο όταν συνοδεύονται από την υπόσταση του Χριστού, που ήρθε στη γη. Αυτός είναι πάντα μαζί Τους, αυτός έφερε το πλήρωμα της ενέργειας του Θεού, είτε είναι φανερή είτε όχι, και «τα πάντα δι' αυτού έγιναν».

Αν απομονώσουμε την εμφάνιση του Χριστού από το όραμα του Δανιήλ, χάνεται ο Παλαιός των Ημερών. Αν απομονώσουμε την υπόστασή Του από τον Ιορδάνη, τότε χάνεται η περιστερά. Αν δεν πήγαινε ο Χριστός στην κορυφή του Θαβώρ ποτέ δεν θα φανερωνόταν το άκτιστο φως εκεί. Αν τον απομακρύνουμε από τη Μεταμόρφωση, χάνεται το φως. Και αν φύγει από την Πεντηκοστή, χάνονται οι πύρινες γλώσσες, η πνευματική ζωή, τα μυστήρια και ολόκληρη η Εκκλησία.

Γενικά αν δεν ερχόταν ο Χριστός στην γη με το έργο που μας άφησε, τον Σταυρό, την Ανάσταση και την Ανάληψη, οι συνέπειες της πτώσης από τον παράδεισο θα συνεχίζονταν , καμία θεοφάνεια δεν θα είχε γίνει και δεν θα δινόταν η βασιλεία του Θεού μέσα μας δεν θα υπήρχε όραση του θεού στον μέλλοντα αιώνα. Μάλιστα αυτό ο αποκλεισμός δεν θα περιοριζόταν μόνο στους ανθρώπους, κατά επέκταση θα ίσχυε και στους αγγέλους.

 

Η Χριστολογία και η χριστομαχία.

 

Κατήλθε από τον ουρανό ο Χριστός, έφερε μαζί του την ανθρώπινη σάρκα γιατί το σχέδιο του θεού ήταν να γίνει η νίκη της αμαρτίας δια της ανθρώπινης φύσης. Αυτό το έφερε στα δεξιά του Πατρός και μας το είπε για να γνωρίσουμε ότι σε αυτήν κατοίκησε όλη η θεότητα, όλη η ενέργεια του Θεού. αυτή είναι η προσκύνηση της αγίας τριάδας, ο Χριστός έφερε το ανθρώπινο σώμα στα δεξιά του Πατρός, Η προσκύνηση λοιπόν είναι η ενανθρώπηση, η διδασκαλία , ο σταυρός, η ανάσταση η Ανάληψη και Δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Αυτή είναι η συγκατάβαση. Ο μακαρισμός που λέει ότι οι καθαροί θα δουν τον θεό δεν σημαίνει αξιομισθία αλλά συγκατάθεση του ανθρώπου στην δωρεά του θεού. Η Θεοφάνεια ήταν σαν σκιά πριν την έλευση του είτε ποιο καθαρά , στην εποχή της χάριτος είναι ακριβώς αυτή η βεβαίωση, η ομολογία ότι ο Χριστός είναι ο πλήρης Θεός και εκτός αυτού το μηδέν. Άρα και δίπλα του, σε τοπική διάταξη στα δεξιά του, στον χρόνο και στον κόσμο δεν υπάρχει απολύτως τίποτα.

Πιστεύουμε ότι ο Θεός έχει τρία διακριτά Πρόσωπα και ταυτόχρονα ότι δεν διαχωρίζεται το ένα με το άλλο κατά την ανθρώπινη έννοια. Αυτό δεν είναι ανισορροπία, αλλά μυστηριακή προσέγγιση της αδιαίρετης διακρίσεως. Η Αγία Τριάδα γίνεται αντιληπτή ως αδιαίρετη Τριαδική Μονάδα. Τα Πρόσωπά Της δεν είναι όπως τα κτίσματα. Κάθε Πρόσωπο έχει την ίδια Ουσία και είναι ο Πλήρης Θεός· κάθε Πρόσωπο είναι η Πλήρης Αγία Τριάδα, διαφοροποιούμενο μόνο από το υποστατικό Του ιδίωμα, που αφορά τον τρόπο ύπαρξής Του: την αρχή της Γέννησης (Υιός) ή της Εκπόρευσης (Άγιο Πνεύμα). Η δόξα, η τιμή, η προσκύνηση, η βούληση, η απόφαση, η ενέργεια και η μορφή ανήκουν στη Μονάδα και είναι κοινά και στα τρία Πρόσωπα, πλην των υποστατικών ιδιωμάτων.

Η σαφή διάκριση μεταξύ Μονάδας και Τριάδας είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε την όραση, τη δόξα, την τιμή και την προσκύνηση του Θεού. Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Ο άγιος αυτός συγκέντρωσε, επαναδιατύπωσε και διευκρίνισε αναλυτικά το δόγμα, ειδικά ανέπτυξε την θεολογία από την Έκτη Οικουμενική Σύνοδο.

Από την Τριάδα και τη Μονάδα του Θεού, είπαμε ότι όλα είναι κοινά πλην των υποστατικών ιδιωμάτων. Στο κοινό Του συναντάμε τον Θεό, ενώ στα ιδιώματα εκδηλώνεται η ενδοτριαδική σχέση. Αφήνοντας την Τριάδα των Υποστάσεων και λόγω του αδιαιρέτου Του, μένουμε στη Μονάδα, στην Ουσία. Εδώ, διακρίνουμε τον Θεό από αυτό που εκπορεύεται από Αυτόν, το «είναι» από την «ενέργεια» ή τη «δύναμή» Του, διατηρώντας πάλι αδιαίρετη την ένωση Ουσίας και Ενέργειας. Ενώ ο Θεός είναι αδιαίρετος, η διάκριση Ουσίας και Ενέργειας δεν γίνεται από εμάς, αλλά βιώνεται εμπειρικά, ενώ παραμένουν αχώριστα. Αυτό που εμφανίστηκε στον κόσμο είναι η Ενέργεια της Υπόστασης, ποτέ η Ουσία Της. Η ενέργεια πάλι δεν έχει αυτονομία αλλά λαμβάνει οντότητα μέσα από το πρόσωπο του Θεού. Προσκυνούμε την Ενέργεια, όχι κάτι υλικό, και ταυτόχρονα η προσκύνηση αναφέρεται πάντα στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Αυτό το μυστήριο αναπτύσσεται σε ολόκληρη τη λειτουργική γραμματεία: στο ένα όνομα, στη Μονάδα, στην Ενέργεια αναφερόμαστε, η οποία είναι ενωμένη με τη μία Ουσία των τριών Προσώπων. Γι' αυτό ο Χριστός είπε: «βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Και στη Λειτουργία, η δόξα αναπέμπεται στη Μονάδα («σοι την δόξα») και στη συνέχεια αναφέρεται ρητά στην Τριάδα («τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι»).

 

Πως λαμβάνοντα τα τρία πρόσωπα και η μια ουσία στους ανθρώπους και πως στον Θεό.

Οι Απόστολοι Πέτρος, Ιωάννης και Ιάκωβος, μοιράζονται την ίδια ανθρώπινη φύση αλλά είναι τρία διακριτά πρόσωπα. Αντίθετα ο Θεός αν και Αυτός έχει τρία Πρόσωπα, είναι προσωπικός, ωστόσο αυτό διαφοροποιείται από τα κτίσματα διότι αρνείται κάθε μορφή ανθρωπομορφικού περσοναλισμού. Όλος ο Θεός είναι ο Πατέρας, όλος ο Θεός είναι ο Υιός, όλος ο Θεός είναι το Άγιο Πνεύμα και όλος ο Θεός είναι ο Πατέρας, ο Υιός, και το Άγιο Πνεύμα τριάδα αχώριστη και αδιαίρετη.

Ο ίδιος ο Χριστός μίλησε για αυτή τη θεολογία, που δεν ήταν πλήρως κατανοητή ούτε από τους Προφήτες, ούτε από τους Αποστόλους πριν την Πεντηκοστή. Η θεολογία του Θεού δεν είναι σαν τρεις άγγελοι, ορατοί ή αόρατοι, όπου το κάθε σύμβολο αντιστοιχεί σε ξεχωριστή θέση, τιμή, εορτή ή προσκύνηση. Στον Θεό, ο Πατέρας έχει μία βούληση, μία απόφαση, μία ενέργεια με τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Το «μίλησε ο Πατέρας» σημαίνει αυτόματα ότι μίλησε ο Υιός μίλησε το Άγιο πνεύμα, και ότι μίλησε η Αγία Τριάδα. Το «φανερώθηκε “είδος” του Αγίου Πνεύματος, σημαίνει ότι φανερώθηκε η μία δόξα της Αγίας Τριάδας. Η προσκύνηση του Λόγου είναι προσκύνηση του Αδιαιρέτου Τριαδικού Θεού.

Η πλάνη που έγινε πολλή οικεία στους χριστιανούς, να χωρίζουν όπως θέλουν τα Πρόσωπα, να Τα τοποθετούν εδώ κι εκεί, να ερμηνεύουν μια το ένα να μιλάει, μια το άλλο μας επισκέπτεται περσοναλιστικά, η απόδοση στον καθένα της τριάδας με ξεχωριστή μορφή και εορτή, είναι η μητέρα όλων των αιρέσεων. Ας σταθούμε καλός, ας σταθούμε με σεβασμό έναντι του Θεού. Μία είναι η Μορφή, και με πληρότητα προσκυνείται όλος ο Θεός στο Πρόσωπο του Χριστού. Κάθε άλλη προσκύνηση, εκτός από αυτή του Χριστού, ακυρώνει το Έργο Του και είναι χριστομαχία. Η αποδοχή οποιασδήποτε «κοινωνίας» έξω από τον Χριστό, το Έργο Του, τον Σταυρό, την Ανάσταση, την Ανάληψη και την Πεντηκοστή – δηλαδή έξω από τα Μυστήρια της Εκκλησίας – αποτελεί αλλοίωση της πνευματικής ζωής και ψευδή κοινωνία με τον Θεό.

Δεν υπάρχει θεολογία μακριά από τον Χριστό. Με την Έλευσή Του, δεν ακύρωσε την Παλαιά Διαθήκη, αλλά την εκπλήρωσε. Αυτή η πλήρωση έγινε σταδιακά μέσω του Έργου, του Λόγου, του Σταυρού, της Αναστάσεως, της Αναλήψεως και τελειοποιήθηκε με την Πεντηκοστή. Δεν ήρθε ο Θεός ξανά και ξανά, δεν δίδαξε διαδοχικά διαφορετικά Πρόσωπα, ούτε εμφανίστηκε ποτέ το ένα Πρόσωπο χωριστά από τα άλλα. Όλο το Έργο είναι δικό Του και εξυπηρετεί από την αρχή τη μία Αλήθεια. Όπως στη διατροφή των παιδιών, προστίθενται σταδιακά τροφές σύμφωνα με την ικανότητα αποδοχής.

Ο Κύριος υποσχέθηκε να στείλει το Άγιο Πνεύμα για να διδάξει. Αυτή η «αποστολή» (πέμψη) δεν είναι ενδοτριαδική, δεν είναι προς την αΐδια υπόσταση, ούτε είναι η Εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος η οποία έχει αιτία μόνο από τον Πατέρα. Ο Υιός, ομοούσιος με το Άγιο Πνεύμα, στέλνει το Άγιο Πνεύμα στον κόσμο, αλλά στον κόσμο ούτε εκπορεύεται ούτε είναι το Απρόσιτο από τον κόσμο Άγιο Πνεύμα.

Η διαφορά μεταξύ των δύο προτάσεων βρίσκεται στο ότι από την μια μεριά ο Υιός πέμπει την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο και από την άλλη ο Πατέρας Εκπορεύει την Υπόσταση του Αγίου Πνεύματος και αυτό γίνεται έξω από τον χώρο, αχρόνος και χωρίς οποιαδήποτε σχέση με τον κόσμο, αυτό γίνεται Αΐδια. Ωστόσο πάντοτε και σε κάθε μία περίπτωση, ένα είναι το Άγιο Πνεύμα, ενώ διακρίνεται αδιαιρέτως.

Το αδιαίρετο του Θεού φάνηκε με ειδική αναφορά στην Σύνοδο του 1071. Διευκρινίστηκε στην Σύνοδο ότι τα Πρόσωπα δεν ξεχωρίζουν, δεν είναι ατομικά ή περσοναλιστικά πρόσωπα στον χρόνο ή τον χώρο· Θεσπίστηκε ό,τι σε κάθε αναφορά του ενός εκ των τριών Προσώπων του Θεού, ότι λέγεται ή αποδίδεται στο ένα όνομα του Θεού, αν εξαιρέσουμε την αναφορά στον τρόπο ύπαρξης των προσώπων, τότε η αναφορά του καθενός Προσώπου του Θεού, αυτή γενικεύεται και αφορά ολόκληρη την Αδιαίρετη Τριάδα. Αποστέλλει ή πέμπει το Άγιο Πνεύμα στον κόσμο, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα ως ένας Θεός.

Ο Χριστός λοιπόν έπεμψε, εμφύσησε το Άγιο Πνεύμα στους μαθητές, το απέστειλε στον κόσμο πολλές φορές και το ξαναέστειλε ποιο πανηγυρικά την Πεντηκοστή. Δεν άφησε, να αγγίξουν τον ίδιο πριν από την Πεντηκοστή, γιατί θέλησε να τον προσεγγίσουν σε λίγες ημέρες, να Τον δουν αληθινά με το νέο σώμα με την πνευματική όραση, με ανώτερη προσκύνηση, γνώση του αναστημένου του σώματος που θα ερχόταν μετά την Ανάληψη, στην Πεντηκοστή. Την ημέρα της Πεντηκοστής δεν άλλαξε η «φρουρά» του κόσμου, δεν έφυγε ο Χριστός για να έρθει στην θέση του το Άγιο Πνεύμα. Δεν ήταν συμφωνία ανάμεσα σε Πρόσωπα, η αντικατάσταση, ούτε ήρθε το ένα για να επιβεβαιώσει ή να συμπληρώσει το άλλο Πρόσωπο. Απλά ήρθε με το αναστημένο σώμα και με την αποστολή του Αγίου Πνεύματος, ως Πνεύμα του Υιού, ήρθε ποιο πνευματικά ο Χριστός.

Σε κάθε περίπτωση ήταν και είναι παρών κοντά μας ο Πλήρης και Αδιαίρετος Θεός και αυτό που αλλάζει ήταν και είναι η πνευματική του ανθρώπου. Δεν αλλάζει ο Θεός ούτε αντικαθιστά το ένα το άλλο πρόσωπο αλλά αλλάζει η ικανότητα, και το αυτεξούσιο του ανθρώπου για να δεχτεί όλο και περισσότερο από την ενέργεια του Θεού, η οποία είναι μία και κοινή και στα τρία Πρόσωπα. Αυτή η ενέργεια κατοικεί μέσα μας και συνιστά την Βασιλεία των Ουρανών. Αυτή περιλαμβάνει και την υπόσχεση ότι θα μείνει μαζί μας, χωρίς να αναιρείται από την έλευση του Αγίου Πνεύματος την Πεντηκοστή. Δεν υπήρξε στην Πεντηκοστή αλλαγή στις Υποστάσεις του Θεού. μας βεβαίωσε ό Χριστός ότι θα μείνει μαζί μας έως την συντέλεια του κόσμου και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Μόνο που αυτό είναι και το πρόβλημα των χριστομάχων. Διαβάλλουν συστηματικά ότι ο Θεός είναι πάντοτε μαζί μας.

Ο ίδιος ακριβώς Θεός ήταν στα νερά του Ιορδάνη, ο ίδιος στη φωνή από τον ουρανό, ο ίδιος ως Παλαιός των Ημερών και ως Ερχόμενος Υιός του Ανθρώπου, ο ίδιος στο Θαβώρ, Αυτός είναι πριν και μετά την Ανάσταση, ο ίδιος στην Ανάληψη και στην Πεντηκοστή. Ποτέ δεν ήρθε κάποιος «άλλος». Πως μπορεί να φύγει, πού θα πάει ο Πανταχού Παρών και από πού θα ερχόταν ένας άλλος Θεός; Πώς θα μιλούσε ο ένας και θα άκουγε ο άλλος; Πώς θα μπαίνανε στον χρόνο ξεχωριστά; Πώς θα αντικαθιστούσε ο ένας τον άλλον ή θα Τον βεβαίωνε; Πως μπορεί να αλλάξει σε κάτι ο κόσμος με την αλλαγή των ομοούσιων και χωρίς διαφορές προσώπων του Θεού. Αν φύγει η αγάπη και έρθει η αγάπη τι μπορεί να αλλάξει άραγε;

 

Η παρερμηνεία των προφητικών διηγήσεων, χάρη στην κατασκευή μιας τριπρόσωπης παράστασης του Θεού.

 

Ας επεκταθούμε λίγο ακόμα και ας δούμε και τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης. Πώς ο ένας Θεός μιλούσε στον Αβραάμ, ενώ οι άλλοι δύο δήθεν παραστεκόταν βουβά δίπλα τους; Πώς ο ένας συνομιλούσε μαζί με τον προπάτορα, ενώ οι άλλοι ξεχώρισαν και πήγαν στον Λωτ; Πώς, στο όραμα του Δανιήλ, ο ένας καθόταν στον θρόνο και ο άλλος «ερχόταν»; Και γιατί το Άγιο Πνεύμα φαίνεται συχνά να απουσιάζει από τις αφηγήσεις; Πώς μπορεί ο τριπρόσωπος Θεός να απεικονίζεται σαν να είναι τρεις ξεχωριστοί χαρακτήρες σε μια σκηνή, με το Άγιο Πνεύμα να «κινείται» για να βρει τη θέση Του ανάμεσά Τους; Αν ο Θεός αποφάσιζε να έρθει μόνο συμβολικά, τότε μάταια θα ήταν όλη η Παλαιά και Καινή Διαθήκη, οι υποσχέσεις, οι προφητείες, το Έργο του Χριστού, οι μαρτυρίες και οι αγώνες των Αγίων. Γιατί να υπάρχει η Εκκλησία και τα Μυστήρια της, αν μπορούσαμε να προσκυνήσουμε τον Θεό απλώς συμβολικά; Γιατί να ακολουθήσουμε τον δρόμο του Σταυρού, αν υπήρχε μια «άνετη» και «λαμπρή» οδός απευθείας από τον ουρανό που θα ακύρωνε την Ταπείνωση της Φάτνης και του Σταυρού; Αυτή θα ήταν μια δαιμονική καινοτομία, ένα είδωλο.

 

 

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.

 

Όλα αυτά αναφέρονται για να κατανοήσουμε ότι ο τρόπος προσέγγισης των κτισμάτων είναι εντελώς διαφορετικός από τον τρόπο προσέγγισης του Θεού. Μέσα σε αυτή τη σύγχυση, της άγνωστης γνώση και αόρατης όρασης, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός έρχεται να διευκρινίσει και να μας πει ότι προσεγγίζουμε διαφορετικά τα κτίσματα και αντίθετα θεολογεί πώς προσεγγίζουμε τον Θεό.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας λέει ότι είναι εκ διαμέτρου αντίθετος ο τρόπος που προσεγγίζονται τα κτίσματα και ο τρόπος προσέγγισης προς τον Θεό. Εξετάζει την διαφορά μεταξύ κτισμάτων και των Θείων Προσώπων, πότε η κάθε μία εμφανίζεται και πώς υφίσταται. Δηλώνει ότι διαφέρει ουσιαστικά η προσέγγιση της υπόστασης ενός ανθρώπου από αυτήν του αδιαιρέτου Θεού.

Στη συνέχεια, συγκρίνει τον τρόπο προσέγγισης ανάμεσα στα κτίσματα και στον Θεό. Μας λέει πως τα κτίσματα προσεγγίζονται μόνο μέσα από τα ατομικά πρόσωπα και όχι από την συγγένεια τους ενώ από την άλλη ο Θεός προσεγγίζεται μόνο μέσα από την συγγένεια μεταξύ των υποστάσεων Του. Ο Θεός προσεγγίζεται μυστηριακά μόνο στην μονάδα Του, μόνο στην αχώριστη συγγένεια Του.

Η αδιαίρετη διάκριση του Θεού φαίνεται στην πράξη και στην διατύπωση της Θεολογίας. Έτσι εξηγείται το γιατί οι γραφές αναφέρονται πάντα μέσα από την συγγένεια του Θεού. Από τον Θεό μας δόθηκε η συγγένεια Του και μόνο. Διδαχθήκαμε ότι ο Θεός είναι Απρόσιτος, Απερίγραπτος, Αναφής, Αχώρητος, Άυλος… Πάντα όμως η αναφορά τόσο της καταφατικής όσο και της αποφατικής θεολογία είναι στην μονάδα Του. Χρησιμοποιείται το όνομα του στον ενικό αριθμό και συναντάμε στον ενικό τα επίθετα του Θεού. Λέγεται μόνο προς την μονάδα του Θεού και όχι στον πληθυντικό αριθμό της τριάδας, ότι Ένας παντοδύναμος είναι ο Θεός και Μία είναι η ενέργεια του Θεού. εδώ σημειώνουμε στην μονάδα του Θεού μας λέει και ο ευαγγελιστής ότι κανείς δεν είδε τον Θεό, ποτέ δεν υποπίπτει σε έκφραση που παραπέμπει σε τριθεΐας, δηλαδή δεν μας λέει ότι τον Πατέρα , τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα δεν του είδε κανείς. Μας λέει το ένα πρόσωπο, άλλοτε ο Θεός και άλλοτε ο Πατέρας δηλώνοντας έτσι ότι μία είναι η Μορφή του και αρκείται σε αυτό.

Ανάμεσα στον απαθή και αναλλοίωτο Θεό, το μόνο που κινείται “προς” και “για” εμάς είναι η μυστηριακή μέθεξη της χάριτος, της ενέργειας, της δύναμης και του αγιασμού. Αυτή είναι Μία και προέρχεται κοινά από τα τρία πρόσωπα, όχι σαν μία και μία και μία αλλά είναι μοναδικά μία κατά την Μία Θεία Φύση όπως προαναφέρθηκε. Ένας ο Θεός μία η Θεότητα Του, μία και η προσκύνηση Του.

Η ενέργεια του Θεού δεν διαφοροποιείται από πρόσωπο σε πρόσωπο του Θεού. Αυτό σημαίνει ούτε η περιστερά, ούτε ο παλαιός των ημερών, ούτε κάποια άλλη από τις ονομασίες της ενέργειας του Θεού, καμία Δωρεά του Θεού δεν ήρθε αποκλειστικά ή ιδιωτικά από ένα εκ των τριών πρόσωπο του Θεού. Η ενέργεια του Θεού έχει ακριβώς την ίδια αποτύπωση και Πηγή της είναι πάντα μαζί και τα τρία Πρόσωπα του Θεού. Αυτό το κοινό της ενέργειας στα πρόσωπα του Θεού το λέμε ότι η ενέργεια Του συνδέεται με την μία Φύση ή την μία Ουσία Του.

Όσο αφορά δε την παράλογη θέση ότι ο συμβολισμός την μέθεξης της ενέργειας του Θεού γίνεται και σύμβολο διαφορετικό για την κάθε μια υπόσταση του θεού, αυτό ξεπερνάει όλες τις ύβρεις όλων των εποχών. Δεν είναι περισσότερο συνδεδεμένη με τον Πατέρα ο παλαιός των ημερών ούτε η φωνή από τον ουρανό είναι ιδιωτικά δική Του. Παρόμοια λέμε ότι δεν είναι εικόνα η περιστερά και οι πύρινες Γλώσσες που αντιπροσωπεύουν περισσότερο ή καλύτερα το Πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος.

 

 

Δεν πρέπει να συγχέουμε την θεολογία με αυτά που λένε οι φιλόσοφοι. Μόνο στα κτίσματα γνωρίζουμε τα πρόσωπα από τα λεγόμενά τους και τις πράξεις τους. Έτσι οι άνθρωποι, αφού κατανοηθούν οι υποστάσεις, στην συνέχεια μέσω της νοητικής σκέψης, ταξινομούνται σε κοινότητες (π.χ., μέσα από πρόσωπα δευτερευόντως λέμε τι λέει η Δυτική Εκκλησία, οι Στωικοί φιλόσοφοι, κ.λ.π.). Αναγνωρίζουμε αντικείμενα και κατασκευές που δημιούργησαν συγκεκριμένες υποστάσεις και σε επέκταση αξιολογούμε τους πολιτισμούς τους. Στους ανθρώπους λοιπόν ξεκινάμε από το συγκεκριμένο πρόσωπο και γενικεύουμε με την λογική στην κοινότητα του.

Ωστόσο στον Θεό, κατά την θεολογία του αγίου, η προσέγγιση γίνεται αντίστροφα. Το Πρόσωπο του θεού είναι απόλυτα άγνωστο και απρόσιτο. Το μόνο που μας δόθηκε για κάθε Πρόσωπο είναι η γνώση του Υποστατικού Του Ιδιώματος, που αφορά μόνο τον τρόπο ύπαρξής Του: ο Πατέρας έχει την αρχή της Γέννησης και της Εκπόρευσης, ο Υιός Γεννάται αιωνίως, και το Άγιο Πνεύμα Εκπορεύεται αιωνίως. Πέραν αυτού το πρόσωπο λογίζεται, καθοράται, δοξάζεται και προσκυνείται μέσα από την συγγένεια Τού μέσα από την μονάδα Του.

Ας επιστρέψουμε στο Απρόσιτο και Απερίγραπτο του Θεού. Όλα, εκτός από την ύπαρξη τριών προσώπων με τρία υποστατικά ιδιώματα, όλα είναι άγνωστα στον Θεό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Ευαγγέλιο και οι Άγιοι δηλώνουν ότι «δεν είδαμε τον Θεό» – μιλώντας για το αδιαίρετο Του, αφού ενώ η Υπόσταση εικονίζεται στον Υιό, το ίδιο το Πρόσωπο παραμένει παντελώς απρόσιτο, εκτός από τη γνώση του υποστατικού ιδιώματος. Γι' αυτό, όταν μιλάμε για τον Θεό, μιλάμε για το σύνολό Του. Πάντα από την Μονάδα Του, από το Κοινό του Θεού, ανεβαίνουμε κατά “επίνοια” στα Πρόσωπά Του.

Όταν πάλι θέλει η Γραφή να τονίσει ότι η μονάδα δεν σημαίνει αυτό που έλεγε ο Σαβέλιος, ότι ο θεός και σε εμάς και αΐδια είναι ένας μας λέει στην παλαιά διαθήκη το πρόσωπο του Πατέρα, στην παρουσία του Χριστού, ότι ήρθε ο Ομοούσιος Υιός του και μετά από την Ανάληψη του Χριστού , το όνομα του Τριαδικού Θεό μας το δίνει μέσα από το όνομα του Αγίου πνεύματος. Πάντα τριαδικός και Πλήρης Θεός φανερώνεται και προσκυνείται μόνο που άλλοτε μας δόθηκε στο όνομα του Πατέρα, του Γιαχβέ ή του Σαβαώθ, άλλοτε στου Υιού και λόγου του Θεού, μαζί με το όνομα του Χριστού και στις πράξεις των αποστόλων και στις επιστολές τους συνηθίζεται ο θεός και θεότητα να εισάγονται με το όνομα του Αγίου Πνεύματος.

Με αυτήν την θεολογία τονίζει το Ευαγγέλιο ότι ο Θεός είναι προσωπικός, μας μιλά για ένα από τα Πρόσωπά Του, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτό, λόγω του Αδιαιρέτου Του, ολόκληρο τον Θεό. Είναι, λοιπόν, ένα πράγμα να είναι προσωπικός και με τρία Πρόσωπα, και άλλο να παραμένει πάντα αδιαίρετος, όπου μόνο διανοητικά και με την ομολογία του υποστατικού ιδιώματος περνάμε από τον Αδιαίρετο Θεό στο Πρόσωπό Του.

Από τον Θεό, λοιπόν, γνωρίζουμε τόσο τα υποστατικά όσο και τα φυσικά Του Ιδιώματα. Τα πρώτα είναι για την ύπαρξη της τριάδας στην οποία αναφερόμαστε και αυτήν ομολογούμε. Τα δεύτερα που είναι αυτός που λέμε Θεός, είναι στην μονάδα του. Μέσα στην καταφατική και αποφατική θεολογία, συναντάμε την μονάδα Του, αν και και μετά από αυτές παραμένει απρόσιτος και άγνωστος. Λέμε, για παράδειγμα, ότι είναι Φιλάνθρωπος, Παντοδύναμος, Αγαθός, η Αλήθεια. Λέμε αντίστοιχα, ότι είναι Απρόσιτος, Αναφής, «Τον είδε κανείς». Όλα αυτά λέγονται πάντα για την Τριάδα, και συχνά αυτό συνεχίζεται με ομολογία ή αναφορά στην Τριάδα για να τονιστεί η τριαδική μονάδα, η προσωπική και η αχώριστη ύπαρξη του Θεού. Ομολογούμε τα προσωπικά χαρακτηριστικά, αλλά μένουμε στην απρόσιτη προσέγγιση της μία Φύσης Του. Η τριαδική Μονάδα εφαρμόζεται ταυτόχρονα και η μια μέθεξη της ενέργεια του Θεού, η μια εικόνα, το ένα σύμβολο, ο ένας μεσίτης Χριστός, όπως επίσης η μία πνευματική μορφή, εν τέλη η μονάδα ταυτίζεται στα τρία Πρόσωπα Του.

Έτσι έχουμε για παράδειγμα, τον Ιωάννη που λέει «τον Θεόν ουδείς έωρακεν πώποτε» και αλλού «τον Πατέρα κανείς δεν άκουσε». Από αυτά το όνομα του Πατέρα δεν προστίθεται μετά το όνομα του Θεού, για να ξεχωρίσει ή να διαχωρίσει σε άλλη περίπτωση τον Πατέρα από τον Θεό, αλλά για να επιβεβαιώσει ότι ο Θεός είναι προσωπικός και ότι ο θεός και ο Πατέρας είναι ένα, όπως αλλού μας είπε ο Χριστός και ο Πατέρας είναι ένα. Δεν έχει ατομικό χαρακτήρα το όνομα. Αφού το ένα Πρόσωπό Του είναι απερίγραπτο, τότε κάθε Πρόσωπο του Αδιαιρέτου Θεού είναι εξίσου Απρόσιτο και Απερίγραπτο. Στον Θεό, λοιπόν, πηγαίνουμε από το Κοινό Του στα Πρόσωπά Του, βεβαιώνοντας έτσι την προσωπική ύπαρξη τριών διακριτών Υπάρξεων.

Ό,τι αναφέρεται στο Κοινό του Θεού – ότι είναι απερίγραπτος, απρόσιτος, φιλάνθρωπος, ότι μίλησε από τον ουρανό, “έβρεξε” το μάννα – είναι αδύνατο να εξατομικευτεί ή να αποδοθεί σε ένα μόνο Πρόσωπο με δική Του δόξα, δέηση, προσκύνηση ή όραση. Αυτά μας τα ξεκαθαρίζει ο πολύτιμος στο δόγμα, Ιωάννης ο Δαμασκηνός.

 

 

Πρακτικά πως προσεγγίζεται ο Θεός και πως ο άνθρωπος.

 

Στα κτίσματα, βλέπουμε τα πρόσωπα διαιρεμένα και δεν βλέπουμε μια ένωση που να Τα καθιστά αδιαίρετα. Έχουμε δυάδες, τριάδες και ομάδες αγίων (π.χ., Άγιοι Ανάργυροι, Τρεις Ιεράρχες, Επτά Μακκαβαίοι, Δώδεκα Απόστολοι), όπου το κάθε πρόσωπο προσεγγίζεται, προσκυνείται και δοξάζεται ξεχωριστά. Το σύνολό τους μπορεί να λογίζεται ως άθροισμα ή ενίσχυση, αλλά ποτέ η Μονάδα (ο ένας Άγιος) δεν είναι το ίδιο με τη Δυάδα ή το Σύνολο. Η προσκύνηση του συνόλου έρχεται μετά την επίνοια του καθενός.

Κάποιοι από πλάνη, τολμούν, υπολογίζουν και μεταφέρουν αυτή την σωματική αντίληψη και στον Θεό. Όπως έκαναν οι φιλόσοφοι στους ανθρώπους, λαμβάνουν παρόμοια τα Πρόσωπά του Θεού με ανθρωπομορφικό, περσοναλιστικό τρόπο: Θέλουν το κάθε Πρόσωπο να λαμβάνει τη «θέση» Του, να ακούει ξεχωριστές αιτήσεις, να απαντά ατομικά, να έχει τη δική Του όραση, την ατομική φωνή, ξεχωριστή δόξα, διαφορετικά τροπάρια και εορτή. Αυτά που συμβαίνουν μόνο στη φαντασία τους τα παρουσιάζουν ως θεολογία.

Γνωρίσαμε τον Αδιαίρετο Θεό στο Πρόσωπο του Χριστού. Ακόμα και η Παναγία, που έχει μητρική εξουσία, Τον αποκαλεί «Υιέ μου και Θεέ μου», ποτέ δεν Τον διαχωρίζει ως «Υιό του Θεού» μακριά από την πληρότητα της Θεότητας. Είναι αδύνατο να χωρίσουμε τα Πρόσωπα του Θεού, όπως διευκρινίζει και η Σύνοδος του 1071. Ταυτόχρονα και αδιαίρετα συναντάμε πάντα ολόκληρο τον Θεό. Ακούμε για τον Πατέρα και συναντάμε την Τριάδα. Ακούμε το όνομα του Υιού και προσκυνούμε την Τριάδα. Στέλνεται το Άγιο Πνεύμα και η χάρη και ο αγιασμός ανήκουν στην Τριάδα. Πάντα προσεγγίζεται Αδιαίρετα ο Θεός. Κατά επίνοια, όμως, μαθαίνουμε για τα Υποστατικά Ιδιώματα: Πατέρας είναι Αυτός που έχει την Αρχή, Υιός είναι Αυτός που Γεννάται, Άγιο Πνεύμα είναι Αυτός που Εκπορεύεται. Αυτή η γνώση, ωστόσο, δεν έρχεται ως εμπειρία ή βιωματική αίσθηση, αλλά ως δόγμα πίστης.

 

Προσεγγίζουμε τα πρόσωπα στους ανθρώπους. Δοξάζουμε και Προσκυνούμε τον Μ. Βασίλειο που αυτός έδωσε την δύναμη του λόγου και του έργου, μέσα από λόγους κανόνες και την θεία λειτουργία. Δοξάζουμε και Προσκυνούμε τον άγιο Γρηγόριο που έδωσε την θεολογία στον ουρανό και την έλευση του Αγίου Πνεύματος στην εκκλησία. Δοξάζουμε και Προσκυνούμε τον άγιο Ιωάννη που έδωσε την λειτουργική ζωή, την ηθική και τον την ερμηνεία και την διδασκαλία των γραφών.

Η τριπρόσωπη εικόνα των τριών ιεραρχών σαφώς και μπορεί να γίνει αλλά δεν έχει κάποια ξεχωριστή προσέγγιση η τριπρόσωπη εικόνα τους από τις τρις προσωπικές τους εικόνες ούτε ποτέ έγινε μία η προσκύνηση τους. Είναι η ίδια η προσέγγιση από τον συνάθροιση των τριών χωρίς η κοινή εικόνα να μεταβάλει την προσκύνηση και την δόξα τους. Δεν έχει κάτι διαφορετικό η τριάδα που διαφοροποιεί τη δόξα του καθενός. Κατά επίνοια λοιπόν και για πέσει η ένταση από την διένεξη και τον ανταγωνισμό, ήλθε στους πιστούς η τριπρόσωπη εορτή και αυτό έδωσε επιπλέον λαμπρότητα στην κοινή αλλά παραμένοντας τριπλή προσκύνηση τους. Δηλαδή για το κέρδος της εκκλησίας έγινε η κατά επίνοια συνάθροιση τους και παρέμεινε σε αυτούς η δόξα της ενέργειας του Θεού που δόξασε τον καθένα του. Η εορτή και η προσκύνηση λοιπών των τριών ιεραρχών είναι η δόξα του Αγίου Πνεύματος που πήγε στον καθένα σαν πρόσωπο.

 

Συνοψίζοντας λοιπόν την προσκύνηση των αγίων, βλέπουμε ότι ο καθένας άγιος έχει την ιδιωτική του ζωή και μια ξεχωριστή και διαφορετική προσέγγιση. Μετά από αυτήν την αναφορά στις μονάδες των αγίων και στηριζόμενοι σε αυτήν την προσωπική αγιότητα, κατά επίνοια δημιουργήθηκε η εορτή των τριών ιεραρχών. Επιπλέον έχουμε τους τρις ιεράρχες σε τριάδα, ενώ παραμένει η ξεχωριστή δόξα εορτή και προσκύνηση στον καθένα. Αυτό λοιπόν τονίζεται επειδή το ίδιο λάθρα έγινε και στον τριαδικό θεό. Θέλουμε να δούμε ποια είναι η διαφορά και γιατί δεν μπορεί αυτό που ισχύει στους ανθρώπους δεν γίνεται στο Θεό.

 

Ας δούμε λοιπόν και το αντίθετο που συμβαίνει στην προσέγγιση στον Θεό. Κανένα ιδιωτικό από τα πρόσωπα του Θεού, (ιδιωτικό και υποστατικό ιδίωμα είναι η σχέση ύπαρξης των προσώπων και μόνο) δεν συνδέεται με την ενέργεια, - δύναμη – αγιασμός - πρόνοια του Θεό. Αυτά είναι στην Μονάδα του Θεού και αυτή είναι ο μόνος τρόπος προσέγγισης που έρχεται σε εμάς από τον Θεό. Αυτό λοιπόν κάνει αδύνατη κάποια ιδιωτική κοινωνία με ένα πρόσωπο του Θεού, ερήμην της τριάδος. Αυτό σημαίνει στο θεό είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε μέσα από κάποιο πρόσωπο τον Θεό παρά μόνο μέσα από την συγγένεια του, την πληρότητα του, την τριάδα, την τριαδική Μ9νάδα. Αυτός πάλι όπως αναφέρθηκε φόρεσε σάρκα για την δική μας σωτηρία, ήτοι για την κοινωνία μαζί μας. Επιπλέον ο Χριστός έφερε πάνω του το πλήρωμα της Θεότητας και από αυτό μας έδωσε όχι αισθητός, διότι είναι Άρρητη, αλλά μεθεκτός. Αυτή λέγεται και θεοφάνεια και όραση και ακοή και γνώση και κοινωνία με τον Θεό.

Έτσι στον Θεό ακόμα και την αδυναμία όρασης και προσέγγισης του δεν την αναφέρει σε αναφορά με πρόσωπο αλλά προς τον Θεό ή προς το ένα πρόσωπο του που έχει την πληρότητα. Διότι σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις η αποδοχή είναι μιας Μορφής του Θεού. Έτσι ποτέ δεν λέχθηκε απερίγραπτος ξεχωριστά ο Πατέρας ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Επίσης η καταφατική και η αποφατική Θεολογία αναφέρεται με ακριβή συνέπεια μόνο στην Μονάδα του Θεού. Ο Θεός στη μονάδα λέγεται πολυεύσπλαχνος, παντοδύναμος, φιλάνθρωπος, πανταχού παρών, γνωρίζοντας τα μέλλοντα, γνωρίζει τα κρύφια, είναι Παντογνώστης. Η αποφατική θεολογία πάλι αναφερεται αποκλειστικά στην μονάδα του Θεού. Λέει ο Απερίγραπτος, ο Απρόσιτος, ο Ανείδεος, ο Αχώρητος, ο Αμερής ...

Ο τρισάγιος ύμνος και πάλι μιλάει για την το αδιαίρετο του Θεού και ταυτόχρονα μας δίνει τρις φορές τον πλήρη Θεό και όχι τρις φορές τα ατομικά Του πρόσωπα. Μας διδάσκει ότι είναι Τριαδικός και Θεός και ισχυρός και χωρίς θάνατο. Αναφέρεται στα ονόματα Θεός, ισχυρός και αθάνατος τα οποία δηλώνουν την συγγένεια του Θεού, είναι της φύσεως και όχι των υποστάσεων ιδιώματα. Αυτά όχι τυχαία ανήκουν στο ενωμένο και αδιαίρετο της Τριάδας του Θεού, στην μονάδα του.

Με αυτό δίνεται τρις φορές η αδιαίρετη πληρότητα του Θεού και όχι τρις φορές το υποστατικό του Θεού. όταν αυτό δεν δίνεται ούτε σε μια ευχή πόσο μάλλον είναι πλάνη να δοθεί σε τριπρόσωπη παράσταση η υποστατική τριάδα. Εντούτοις επειδή η υμνολογία ομολογεί και αναφέρεται στην άγνωστη γνώση, αυτό μας το μεταφέρει επαναλαμβάνοντας τρις φορές την δοξολογία που ανήκει στην μονάδα του Θεού.

Ο τρισάγιο ύμνο λέει “άγιος ο θεός άγιος ισχυρός και άγιος αθάνατος”. Αν ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρις ξεχωριστές τιμές, δοξολογίες και δεήσεις , μία για το κάθε πρόσωπο, τότε δεν θα αναφερόταν στα ιδιωτικά και κοινά ιδιώματα που ταυτίζονται και στα τρία πρόσωπα του Θεού, αλλά θα επέλεγε τα τρία ιδιωτικά ή υποστατικά ιδιώματα που διαχωρίζουν το κάθε πρόσωπο του Θεού από τα άλλα.

Συμπερασματικά είναι βλάστημη και εκδηλώνει τριθεΐα να πούμε άγιος και δόξα στον πατερα που έχει την αρχή της Γέννησης και της Εκπόρευσης, άγιο το δεύτερο πρόσωπο που έχει Γεννηθεί από το Πατέρα και άγιος το τρίτο πρόσωπο που εκπορεύεται από τον Πατέρα. Μια τέτοια θέση θα εισήγαγε τρις δόξες θα καταργούσε το ομότιμο, το ομόδοξο και την μία προσκύνηση. Αντίθετα η υμνολογία μένει πιστή στην τριαδική μονάδα και λέει τρις φορές την δόξα στην μονάδα. Μένει πιστή στην τριαδική μονάδα επίσης όταν λαμβάνει τον Χριστό πλήρη θεό και στο πρόσωπο του προσκυνείται ο πλήρης τριαδικός θεός. Μένει πιστή στην τριαδική μονάδα επίσης όταν ερμηνεύει την μία Θεοφάνεια στο πρόσωπο του Χριστού που είναι μέσα στο Άκτιστο φως, με άλλα λόγια έχοντας το πλήρωμα της Ενέργειας του τριαδικού Θεού.

 

«Χρ δ εδέναι, τι τερν στι τ πργματι θεωρεσθαι κα λλο τ λγ κα πινοίᾳ. ᾿Επ μν ον πντων τν κτισμτων μν τν ποστσεων διαρεσις πργματι θεωρεται· πργματι γρ Πτρος το Παλου κεχωρισμνος θεωρεται. Η δ κοιντης κα συνφεια κα τ ν λγ κα πινοίᾳ θεωρεται. Νοομεν γρ τ ν, τι Πτρος κα Παλος τς ατς εσι φσεως κα κοινν μαν χουσι φσιν· καστος γρ ατν ζῷόν στι λογικν θνητν, κα καστος σρξ στιν μψυχωμνη ψυχ λογικ τε κα νοερ. Ατη ον κοιν φσις τ λγ στ θεωρητ. Οδ γρ α ποστσεις ν λλλαις εσν· δίᾳ δ κστη κα ναμρος, γουν καθ᾿ αυτν κεχρισται, πλεστα τ διαιροντα ατν κ τς τρας χουσα· κα γρ κα τπ διεστκασι κα χρν διαφρουσι κα γνμ μερζονται κα σχι κα μορφ, γουν σχματι κα ξει κα κρσει κα ξίᾳ κα πιτηδεματι κα πσι τος χαρακτηριστικος διμασι· πλον δ πντων τ μ ν λλλαις λλ κεχωρισμνως εναι. Οθεν κα δο κα τρες νθρωποι λγονται κα πολλο. Τοτο δ κα π πσης στιν δεν τς κτσεως.»

«᾿Επ δ τς γας κα περουσου κα πντων πκεινα κα λπτου Τριδος τ νπαλιν. ᾿Εκε γρ τ μν κοινν κα ν πργματι θεωρεται δι τε τ συναΐδιον κα τ ταυτν τς οσας κα τς νεργεας κα το θελματος κα τν τς γνμης σμπνοιαν τν τε τς ξουσας κα τς δυνμεως κα τς γαθτητος ταυττητα –οκ επον μοιτητα, λλ ταυττητα– κα τ ν ξαλμα τς κινσεως· μα γρ οσα, μα γαθτης, μα δναμις, μα θλησις, μα νργεια, μα ξουσα, μα κα ατ ο τρες μοιαι λλλαις, λλ μα κα ατ κνησις τν τριν ποστσεων.»

«ν γρ καστον ατν χει πρς τ τερον οχ ττον πρς αυτν, τουτστιν τι κατ πντα ν εσιν Πατρ κα Υἱὸς κα τ γιον Πνεμα πλν τς γεννησας κα τς γεννσεως κα τς κπορεσεως· πινοίᾳ δ τ διρημνον.» (Ιω. Δαμασκηνού, Κεφ. 8. Περ τς γίας Τριάδος. κδοσις κριβς τς ρθοδόξου πίστεως.)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: