Άλλο είναι η διαίρεση και άλλο η διάκριση στον Θεό. Δεν έχουμε διαιρέσεις και διαχωρισμούς στον θεό αλλά έχουμε διάκριση.

Του Ασλανίδη Σταύρου από συνέχεια.

 

Η διάκριση του Θεού γίνεται αντιληπτή από τους σχολαστικούς και αποδίδεται το ίδιο με την διαίρεση. Αυτός που θέλει να χαιρετήσει ή να ασπασθεί τον Πέτρο αντί του Ιούδα μπορεί να το κάνει με επιτυχία. Όμως, αυτός που διαχωρίζει τον Πατέρα από τον Υιό και προσκυνάει τον Πατέρα ξεχωριστά από τον Λόγο, ή πρώτα τον ένα και μετά τον άλλο, αυτός προσκυνάει έναν Πατέρα χωρίς Λόγο, και αν στη συνέχεια προσκυνήσει και τον Λόγο, προσκυνάει έναν Λόγο χωρίς το αίτιο από το “είναι” Του!!! Δηλαδή προσκυνάει ημιτελή σύμβολα και ομοιώματα Τους. Εφόσον, λοιπόν, προσκυνάει ανύπαρκτα Πρόσωπα, και δεν είναι στην Μονάδα το πλήρωμα της Θεότητας, προσκυνάει είδωλα.


Ο Κύριος είπε: «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν». Ούτε ο Λόγος χωρίζεται από τον Πατέρα, ούτε ο Πατέρας υπήρξε ή είναι ποτέ άλογος. Και ο Λόγος, επομένως, είναι Θεός, και ο Πατέρας δεν είναι άλογος· γι' αυτό είπε: «ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοὶ» (Μ. Αθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν, λόγος Δ΄). τα λόγια του Χριστού, εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα, μας λένε ότι δεν είμαστε δύο ούτε ο ένας στα δεξιά του άλλου.

Οι Άγιοι μας δίνουν και παράδειγμα για το πώς δεχόμαστε τον Πατέρα και τον Υιό ως αχώριστη δυάδα. Ο Πατέρας και ο Υιός παρουσιάζονται με τη διπλή μορφή που έχουν, όπως η φωτιά και το φως της – μια δυάδα με διάκριση, με αδιαίρετη μορφή και ενέργεια. Δεν εμφανίζεται ποτέ η φωτιά χωριστά από το φως της, ούτε τελειώνει το ένα και αρχίζει το άλλο, αλλά και τα δύο μας δίνονται ως μια εικόνα και εμείς νοητά τα δεχόμαστε έτσι. Το ίδιο συμβαίνει μεταξύ Πατρός και Υιού. Δεν έχουμε τίποτα από τη διαίρεσή τους, αλλά έχουμε διδαχθεί λεκτικά τη διαφορά και τη διάκρισή τους. Γνωρίζουμε τη διάκριση, αλλά ποτέ δεν μπορούμε εμπειρικά να τους ξεχωρίσουμε.

Στη θεολογία μιλάμε για διάκριση, όχι για διαίρεση. Η διάκριση εμπεριέχεται στα κηρύγματα των πατέρων με δηλώσεις όπως: «Ο ένας Θεός είναι τρία Πρόσωπα», «ο Χριστός έχει δύο ασύγχυτες φύσεις», «κάθε Πρόσωπο του Θεού διακρίνεται αχώριστα σε ουσία και ενέργεια». Ποτέ δεν διαχωρίζουμε πρακτικά αυτά μεταξύ τους, ούτε μπορούμε να πούμε: «Από εδώ το ένα και από εκεί το άλλο», «σήμερα προσεγγίσαμε το ένα και αύριο το άλλο», «στον Ιορδάνη φανερώθηκε το ένα και στο Θαβώρ το άλλο». Αν γίνει κάτι τέτοιο, έχουμε αντίστοιχα τριθεΐα, Νεστοριανισμό ή άλλες αιρέσεις.

Έχουμε, λοιπόν, στη Θεολογία την Αδιαίρετη Διάκριση. Τα Πρόσωπα διακρίνονται όταν προσεγγίζουμε τον Θεό κατά τον τρόπο ύπαρξής τους. Όταν αφήνουμε τη λεκτική παραδοχή και περνάμε στην πρακτική εμπειρία, η λεκτική αναφορά και πίστη στην Τριάδα, σταματά και παραμένει στην διάκριση και δεν προχωράει στην διαίρεση σε χωριστά και σχισμένα μεταξύ τους υποκείμενα. Ομολογείται η Αγία Τριάδα, Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα, με ασύγχυτα Πρόσωπα και εμφανίζεται ως Μία Μορφή. Αυτό συμβαίνει και στην κτίση· όταν αγνοούμε πλήρως τη διαφορά μεταξύ δύο πραγμάτων, όπως δύο σταγόνες νερού, τότε τα θεωρούμε αδιαίρετα, η κάθε μία μπορεί κάλλιστα να λάβει την θέση της άλλης. Αντίθετα, ο Παύλος και ο Πέτρος είναι χωριστοί μεταξύ τους.

Έτσι, στην Ορθοδοξία, και ΜΟΝΟ σ’ αυτήν, έχουμε τις δύο αλήθειες: την Αδιαίρετη Διάκριση του Θεού και την Τριαδική Του Μονάδα. Έχουμε ταυτόχρονα Μονάδα και Τριάδα. Η Τριάδα δεν είναι αριθμητική, και η Μονάδα δεν σημαίνει ένα Πρόσωπο. Η Ορθοδοξία μιλά για Τριαδική Μονάδα, ενώ η αριστοτελική παιδεία μιλά χωριστά για μια τριάδα τριάδα και χωριστά για κάτι άλλο στην μονάδα. Η πρώτη λέει η μονάδα είναι και τριάδα ενώ η δεύτερη λέει άλλο και ξένο και ξεχωριστό είναι η μονάδα από την Τριάδα. Μόνο στην Εκκλησία, όταν θέλουμε να δοξολογήσουμε ή να προσκυνήσουμε τα Τρία Πρόσωπα, βρίσκουμε μπροστά μας την Αδιαίρετη Μονάδα.

Οι αριθμοί «Μονάδα» και «Τριάδα» στον Θεό δεν είναι αυτάρκεις. Σχίζουν μάλλον την αλήθεια αντί να την αληθεύουν το καθένα από μόνο του. ΄Τόσο η Μονάδα όσο και η τριάδα έχουν το ίδιο την πληρότητα, και περιλαμβάνουν το ίδιο όλον τον Θεό. Ο λόγος που γίνεται αυτό είναι ότι μόνο διακρίνουν τον θεό ως αριθμητικές έννοιες που δεν ανήκει καμία τους στον Θεό αλλά και οι δύο ανήκουν στα κτίσματα. Η Θεολογία ξεπερνά τη λογική και τα σωματικά. Ο Πατέρας είναι Πλήρης Θεός, ο Υιός είναι Πλήρης Θεός, και το Άγιο Πνεύμα είναι Πλήρης Θεός. Ομοίως, ο Τριαδικός Θεός είναι Πλήρης. Μόνο όταν γίνει αναφορά στο Υποστατικό Ιδίωμα του κάθε Προσώπου, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για το ιδιωτικό του χαρακτηριστικό.

Η Τριαδική Μονάδα σημαίνει ότι σε κάθε άλλη περίπτωση, πέρα από τα Υποστατικά Ιδιώματα, ο Πατέρας είναι πλήρης Θεός και αδιαίρετος από την Τριάδα, ο Υιός είναι πλήρης Θεός και αχώριστος από την Τριάδα, και το Άγιο Πνεύμα είναι πλήρης Θεός και αχώριστο από την Τριάδα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας θεολόγησαν αντίθετα με τις αριστοτελικές θεωρίες και τις συγγενικές αιρέσεις, που δέχονταν τις τρεις Υποστάσεις ως αριθμητική τριάδα. Στην Εκκλησία, ο Πατέρας έχει την Αρχή της Γέννησης και της Εκπόρευσης, αλλά ως προς τη μορφή, τη δόξα, την τιμή, την προσκύνηση, τη θέληση, την απόφαση και την ενέργεια, υπάρχει μία κυριότητα, μία δεσποτεία, μία βασιλεία μία εικόνα μία φωνή.

Ωστόσο, οι σχολαστικοί παρουσιάζουν τον Θεό σαν να αποτελείται από ένα και δύο ή και τρία χωρισμένα πρόσωπα. Η Εκκλησία δεν συμφωνεί με αυτό. Διαχωρίζει τα Πρόσωπα μόνο βάσει του Υποστατικού Ιδιώματος, που αφορά μόνο τον τρόπο ύπαρξής τους. Οι σχολαστικοί, όμως, προσθέτουν δικά τους χαρακτηριστικά και μοιράζουν δεξιά και αριστερά τον Θεό τους, δημιουργώντας ανθρωπομορφικές εικόνες.

Γι’ αυτόν τον λόγο η Εκκλησία δεν ομολογεί τρεις θεούς, αλλά έναν Θεό· δεν τον διαιρεί, αλλά τον διακρίνει σε τρεις Υποστάσεις. Η Αγία Τριάδα είναι μια αδιάσπαστη ενότητα, σαν τη μοναδική λάμψη τριών ήλιων που είναι ενωμένοι ώστε να απλώνουν το ίδιο φως. Η Θεότητα παραμένει αδιαίρετη («αμέριστος») ακόμα και όταν παραδεχόμαστε τη διάκρισή της σε τρεις Υποστάσεις.

Στα κτίσματα, η διάκριση των υποστάσεων γίνεται δεκτή ως πραγματική διαίρεση· Ο Πέτρος είναι πραγματικά ξεχωριστός από τον Παύλο. Οι δύο ή τρις υποστάσεις δεν αλληλοϋπάρχουν, η κάθε μία τους, δεν έχει μέσα της την άλλη, ούτε την πληρότητα τους· η καθεμία υφίσταται χωριστά, με πολλά ιδιωτικά χαρακτηριστικά που τις διαφοροποιούν. Γι’ αυτό λέμε: ένας, δύο, τρεις ή πολλοί άνθρωποι.

Ο Θεός είναι μοναδικός και γι' αυτό γνωρίζεται με πίστη, όχι με λογική ή παρομοίωση από τα κτίσματα. Ο Πατέρας και ο Υιός είναι δύο διακριτά Πρόσωπα, αλλά μαζί είναι ένας Θεός, με μία Θεότητα και μία Λατρεία, Μορφή, Δόξα, Τιμή και Προσκύνηση (είναι Ομοούσιοι). Αποδεχόμαστε πλήρως τόσο την ταυτότητα της ουσίας όσο και τη διαφορά των Προσώπων. Στη Μονάδα συμβολίζουμε τον ένα Θεό, και στην Τριάδα ομολογούμε τον τρόπο ύπαρξης των Προσώπων (γέννηση, εκπόρευση). Με σεβασμό αναφερόμαστε στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, χωρίς να τους υποβιβάζουμε με κτιστά χαρακτηριστικά.

Τα Πρόσωπα του Θεού διακρίνονται σε Τριάδα, και αυτό σημαίνει σεβασμό, όχι εξουσία να τον διαιρούμε. Δεν ορίζουμε πού, πώς και πότε είναι το κάθε Πρόσωπο, αλλά ομολογούμε τη διαφορετική ύπαρξή τους μόνο βάσει του Υποστατικού Ιδιώματος. Δεν είμαστε εμείς που αναγνωρίζουμε τα Πρόσωπα, αλλά μεταφέρουμε αυτό που διδαχτήκαμε. Αυτός που Γεννάει και Εκπορεύει είναι ο Πατέρας, αυτός που γεννάται είναι ο Υιός, και αυτός που εκπορεύεται είναι το Άγιο Πνεύμα. Αυτά τα λέμε και τα ομολογούμε ρηματικά. Ωστόσο, όταν τεθεί η ανάγκη να τα διαχωρίσουμε πρακτικά, αδυνατούμε να τα ξεχωρίσουμε εμπειρικά.

Για παράδειγμα, το όραμα του Δανιήλ δεν αναφέρεται σε δύο ξεχωριστά πρόσωπα ή σύμβολα των Υποστάσεων, αλλά ενώ παραμένει η ουσία του Θεού απρόσιτη, μας βεβαιώνεται η ύπαρξη της από την Ενέργειά Του που είναι η μόνη μεθεκτή. Η Ενέργεια πάλι δεν βοηθά στη διαίρεση των Υποστάσεων, αφού ως προς την πηγή της, αυτή είναι μία. Μία και κοινή των τριών Προσώπων είναι η ενέργεια του θεού, και βέβαια είναι αναρίθμητη ως προς την παροχή της στα κτίσματα. Αν λοιπόν η διήγηση στο όραμα του Δανιήλ, ληφθεί ως αισθητή περιγραφή, τότε και τα πρωτότυπα τους λαμβάνονται ως κτίσματα...

Το ίδιο αδιαίρετες, αλλά διακριτές είναι και οι δύο φύσεις του Χριστού. Οι δύο Φύσεις του Χριστού ενώνονται ασυγχύτως και αδιαιρέτως στο ένα Πρόσωπό Του. Είναι λάθος να προσεγγίζουμε τον Χριστό μόνο με μία από τις δύο Φύσεις Του, ή να απομονώνουμε την μία εξ αυτών. Ωστόσο αυτό που με την όραση, την αφή και την ακοή, είναι αδύνατο να γίνει, δεν περιορίζει τη λεκτική διατύπωση τους και την ομολογία της δυάδας. Μπορούμε να μιλάμε για τη δυάδα της ανθρωπότητας και της θεότητας, των δύο χωριστών φύσεων του Χριστού, αλλά πάντα εικονίζουμε και προσκυνούμε τον Χριστό ως αδιαίρετη Μονάδα.

Μόνο στην αναφορά, στην ομολογία των Υποστατικών Ιδιωμάτων παρουσιάζεται διακριτά ο Πατέρας από τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Αυτά και την ύπαρξη τους μας τα δίδαξε ο Κύριος· δεν προέρχονται από ανθρώπινη εμπειρία. Έχουμε την υποχρέωση να τα διαφυλάξουμε και να τα ομολογούμε, αλλά εκεί σταματά η διάκριση των Προσώπων. Πέραν αυτής, κάθε διάκριση σε σύμβολα, και εικόνες καθιστά διαίρεση και οδηγεί σε τριθεΐα.

Ποτέ δεν υπάρχει παρουσία Δυάδας ή τριάδας για να παραστήσει τον πλήρη Θεό. Σε κάθε περίπτωση προσέγγισης, αν εξαιρέσουμε την λεκτική αναφορά και την ομολογία της διακριτής ύπαρξης τους, ο Θεός λαμβάνεται αδιαίρετα στην Μονάδα. Η δυτική και εν τέλη αριστοτελική θεωρία, που διαχωρίζει τον Θεό σε αριθμητικά τρία Πρόσωπα, και μία Ουσία, διαφέρει από την ορθόδοξη παράδοση. Διατηρούν άλλη στάση και θέση για τον Πατέρα, άλλη για τον Υιό και άλλη για το Άγιο Πνεύμα ( εξ αυτού ήλθε και το φιλιόκβε). Η ορθόδοξη εκκλησία κήρυξε την πληρότητα του Θεού σε κάθε πρόσωπο.

Συνοπτικά, πιστεύουμε σε έναν Θεό σε Τρία Πρόσωπα, με πληρότητα μονάδας και ασύγχυτη Τριάδα, αΐδια διακριτά Πρόσωπα και ποτέ χωριστά. Ομολογούμε Μία μορφή, Μία εικόνα, Μία προσκύνηση. Επίσης πιστεύουμε σε αυτά που μας δίδαξε ο Χριστός, ο μόνος που γνωρίζει την αλήθεια του Θεού, πιστεύουμε στην ύπαρξη των τριών Υποστατικών Ιδιωμάτων που θέτουν τη διάκριση στην Τριαδική Μονάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: