πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου (χημικού-βιοχημικού)
Η όψιμη αυτή στροφή προς την «αναβάθμιση» της
γυναίκας στην Εκκλησία, με την αναβίωση του θεσμού των διακονισσών, που
καλλιεργείται έχει ως απώτερο στόχο την προώθηση και καθιέρωση της γυναικείας
Ιερωσύνης και στους δύο επόμενους βαθμούς, του Πρεσβυτέρου και του Επισκόπου,
μέσα στο χώρο της Ορθοδοξίας, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα στον Προτεσταντισμό.
Ο προβληματισμός γύρω από το ζήτημα της ιερωσύνης των γυναικών αποτελεί μια ιδέα ξένη προς την ορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση και εισάγεται στην ορθόδοξη θεολογική προβληματική μέσω των θεολογικών διαλόγων της σύγχρονης Οικουμενιστικής κίνησης.
Θεολόγοι διαφόρων προσανατολισμών επανεξετάζουν
και επεξεργάζονται τις θέσεις τους. Όσον αφορά τους Ορθοδόξους και τους
ΡΚαθολικούς, το ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών μπορεί να γίνει ένα εμπόδιο
που δύσκολα θα ξεπεραστεί, στο δρόμου του διαλόγου και της ενότητας της
Εκκλησίας. Το ζήτημα γίνεται κατ’ εξοχήν επίκαιρο μέσα στα πλαίσια του διαλόγου
με την Αγγλικανική Εκκλησία, καθώς συνάπτεται με το παλαιότερο θέμα της
αναγνώρισης των χειροτονιών της Εκκλησίας αυτής.
Οι θεολογικές όμως παραδοχές του
Προτεσταντισμού όσο και του ευρύτερου χώρου του Αγγλικανισμού γύρω από το
μυστήριο της ιερωσύνης είναι τελείως ξένες προς το περιεχόμενο της αντίστοιχης
διδασκαλίας της Ορθόδοξης εκκλησίας και απορρέουν από διαφορετικές
εκκλησιολογικές προϋποθέσεις αξιολόγησης της μυστηριακής εμπειρίας της
Εκκλησίας. Στην θεολογία των Προτεσταντών ο όρος χειροτονία προσεγγίζει
περισσότερο τους όρους εκλογή ή χειροθεσία του πιστού για την εκτέλεση ειδικών
εκκλησιαστικών διακονιών, με σαφή και άμεση συσχέτιση με την γενική ιερωσύνη των
πιστών, ενώ στην Ορθόδοξη εκκλησία ο όρος χειροτονία ταυτίζεται με την κανονική
μυστηριακή χειροτονία για την μετάδοση της ειδικής ιερωσύνης, της ιερατικής
εξουσίας. Η διαφορετική αυτή προσέγγιση και κατανόηση του μυστηρίου της
Ιερωσύνης στους προτεσταντικούς κύκλους οφείλεται στην αποδυνάμωση της
χριστοκεντρικής οντολογίας της Εκκλησίας που συνδυάζεται με την απόρριψη της
χριστοκεντρικής οντολογίας της ιερωσύνης και την ευρύτερη απόρριψη
ολόκληρης της πατερικής παράδοσης γύρω από το μυστήριο της ιερωσύνης και της
ιερατικής εξουσίας που οδηγεί και στην δυνατότητα απόρριψης της έννοιας της
κανονικής μυστηριακής χειροτονίας.
Η ιερωσύνη υφίσταται μέσα στην Εκκλησία για την
Εκκλησία αλλά δεν εξαρτάται από εκείνη παρά μόνον από τον ίδιο το Χριστό, που κατέχει
τη μοναδική θέση του Μεγάλου Αρχιερέα ἐν Ἀγίῳ Πνεύματι. Η προτεσταντική
άποψη περί Εκκλησίας δεν αναγνωρίζει ουσιαστική διαφορά μεταξύ Κληρικών και
Λαϊκών και διαπιστώνεται μια σύγχυση των πεδίων της Γενικής Ιερωσύνης των
Λαϊκών και της Μυστηριακής Ιερωσύνης της Εκκλησίας.
Ανατρέχοντας στην εκκλησιαστική παράδοση των
πρώτων χριστιανικών αιώνων, το ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών ουδέποτε
απασχολεί και προβληματίζει θεσμικά την εκκλησιαστική πράξη, πέρα από ορισμένες
αιρετικές ή σχισματικές προκλήσεις. Κατά την αποστολική και μεταποστολική εποχή
οι φορείς της ιερατικής εξουσίας και συνεχιστές της αποστολικής λειτουργίας της
επισκοπής είναι μόνον άνδρες, χωρίς να τίθεται το ζήτημα της κανονικής
δυνατότητας χειροτονίας ή μη των γυναικών. Εκείνοι οι οποίοι προβάλλουν την
χειροτονία των γυναικών ως θέμα είναι κυρίως οι Γνωστικοί και οι σχισματικοί
Μοντανιστές, καθώς και άλλες αιρετικές ή σχισματικές ομάδες όπως οι
Κολλυριδιανοί, οι Μαρκιωνίτες κ.α , που δίνουν στις γυναίκες τη
δυνατότητα να ασκήσουν καθήκοντα τα οποία παρουσιάζουν κάποια αντιστοιχία με
εκείνα των φορέων της ιερατικής εξουσίας. Η προσπάθεια αντιμετώπισης των
καινοφανών αυτών πράξεων των αιρετικών οδηγεί στην αφύπνιση της εκκλησιαστικής
συνείδησης κατά το β΄ μισό του 2ου αιώνα και στην παραγωγή συγκεκριμένων
επιχειρημάτων τα οποία κωδικοποιούνται και διασώζονται μέχρι σήμερα, στη
συριακή μετάφραση της Διδασκαλίας των Αποστόλων και στις Αποστολικές Διαταγές.
Τα κείμενα των Αποστολικών Διαταγών, αξιοποιούν
την Διδασκαλία των Αποστόλων και εξαντλούν την αντιρρητική θεολογική και
κανονική επιχειρηματολογία της εκκλησιαστικής παράδοσης και πράξης γύρω από τη
σχέση της γυναίκας με την ιερωσύνη. Θεολογική βάση αποτελεί όλη η παύλεια
διδασκαλία που καταδεικνύει τη θέση τόσο του άνδρα όσο και της γυναίκας εντός
της Εκκλησίας, σε σχέση πάντοτε με τη σχετική διήγηση του βιβλίου της Γένεσης
και του μυστηρίου της ἐν Χριστῷ θείας Οικονομίας. Όλα τα στοιχεία που
παρατίθενται στα κείμενα των Αποστολικών Διαταγών, καθώς και στην Διδασκαλία
των Αποστόλων παρουσιάζουν προγενέστερη θεολογική επεξεργασία επάνω στο ζήτημα
της χειροτονίας των γυναικών.
Σύμφωνα με την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση
η αποστολή της γυναίκας δεν περιέχει την ιδιότητα του ιερέα. Η έλλειψη
αγιογραφικών κειμένων που να αναφέρονται στην εισδοχή της γυναίκας στο μυστήριο
της ιερωσύνης, καθώς και η έλλειψη αντίστοιχων αγιοπατερικών, επιβεβαιώνουν την
παραπάνω θέση. Η γυναίκα απολαμβάνει πλήρη ισότητα ως προς τον άνδρα μπροστά
στη σωτηρία και η ίδια μπορεί να είναι προφήτης, αγία, Απόστολος αλλά όχι
ιερέας. Μέσα στα ιστορικά πλαίσια υπάρχουν γυναικείες μορφές που τιμητικά
λαμβάνουν τον τίτλο της ισαποστόλου όπως η αγία Μαγδαληνή, η αγία Θέκλα, η αγία
Ελένη η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η αγία Νίνα η απόστολος της Γεωργίας
αλλά καμία δεν εμφανίστηκε ως λειτουργός να ιερουργεί μυστήρια.
Ο Ιησούς Χριστός μέσα στην Καινή Διαθήκη
εγκαθιδρύει την ιεραρχία, όπου εκλέγει και καλεί τους Δώδεκα Αποστόλους χωρίς
να απευθυνθεί στην μητέρα Του ή σε κάποια άλλη γυναίκα αλλά τις επιτρέπει να
Τον ακολουθήσουν.
Στις Πράξεις των Αποστόλων τοποθετεί ο ίδιος
ο Κύριος στη θέση του Ιούδα τον Ματθία ως Απόστολο· οι Απόστολοι στις
αποστολικές κοινότητες που ιδρύουν εγκαθιστούν υπεύθυνους, προεστούς και
«πρεσβυτέρους – επισκόπους», οι οποίοι χειροτονούνται μέσω της επιθέσεως των
χειρών, ο απόστολος Παύλος τους προτείνει για την προεδρία και την ανάληψη των
ευθυνών των νέων αποστολικών κοινοτήτων, όμως και στην περίπτωση αυτή όπως και
στις προηγούμενες καλούνται αποκλειστικά άνδρες.
Ο Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ιδρύοντας την
Εκκλησία του για τη συνέχιση του απολυτρωτικού του έργου, ιδρύει και το
μυστήριο της ιερωσύνης, παραδίδοντας το μοναδικό ιερατικό, λειτουργικό και
ποιμαντικό αξίωμα στους Αποστόλους και μέσω αυτών στους διαδόχους τους,
επισκόπους και λοιπούς κληρικούς. Η άσκηση του ιερού αυτού λειτουργήματος
λοιπόν, γίνεται αποκλειστικά από άνδρες, οι οποίοι δέχονται το «χάρισμα τοῦ Θεοῦ»
διαμέσου της επιθέσεως των επισκοπικών χειρών και της επικλήσεως του Αγίου
Πνεύματος. Οφείλεται να τονιστεί το γεγονός ότι ούτε κατά τον Μυστικό Δείπνο,
που αποτελεί ουσιαστικά την ιδρυτική στιγμή του μυστηρίου της θείας
Ευχαριστίας, υπάρχει η παρουσία των γυναικών αλλά ούτε στον κύκλο των Δώδεκα
καθώς και στον διευρυμένο κύκλο των εβδομήκοντα μαθητών του Κυρίου, αλλά και
κατά την πλήρωση της θέσης του αποστολικού αξιώματος του Ιούδα, δεν
προτείνονται γυναίκες. Στη συνέχεια ούτε οι διάδοχοι των Αποστόλων και η
ευρύτερη αρχαία Καθολική Εκκλησία επιτρέπουν την είσοδο των γυναικών στον ιερό
κλήρο, θεσπίζοντας ειδικές διατάξεις που τις κρατούσαν μακριά από το
θυσιαστήριο. Ο περιορισμός της χειροτονίας στην ιερωσύνη μόνο στους άνδρες δεν
υπονοεί την ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, τη στιγμή που η θεία χάρη
οικονομείται δια και εντός των μυστηρίων και χορηγείται εξίσου σε κληρικούς και
λαϊκούς, σε άνδρες και γυναίκες.
Οικουμενιστικές
αντιλήψεις για την ιερωσύνη των γυναικών.
Στην ιστοσελίδα της Ακαδημίας θεολογικών
σπουδών Βόλου ο Κωνσταντίνος Γιοκαρίνης Δρ. θεολογίας Α.Π.Θ., Διδάσκων στο
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών γράφει τα
εξής:
«Είναι γνωστό ότι η Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία τηρούν αρνητική στάση στο θέμα της χειροτονίας των γυναικών, ενώ η
Αγγλικανική Εκκλησία και οι Εκκλησίες του ευρύτερου Προτεσταντικού χώρου έχουν
προβεί στη χειροτονία γυναικών και στους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης.
Για την Εκκλησία όμως του Θεού της Αγάπης δεν
υπάρχουν αδιέξοδα…..Είναι γεγονός ότι η προβαλλόμενη επιχειρηματολογία από
μέρους της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν θεμελιώνεται σε
αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων και η Εκκλησία σαφώς δεν αποφαίνεται εν
συνεδρίοις, αλλά εν Οικουμενικαίς Συνόδοις. Η επίκληση μιας δισχιλιετούς
πρακτικής της Εκκλησίας να επιλέγει μόνον άρρενα μέλη της, για να γίνουν φορείς
της μυστηριακής ιερωσύνης, η οποία έτυχε νομοκανονικής κατοχύρωσης και οι
αναφορές σε μη πράξεις του Κυρίου σχετικές με το θέμα δεν συνηγορούν αναγκαία
υπέρ μιας σαφούς Consensus Ecclesiae, εφόσον δεν υπάρχει απόφαση Οικουμενικής
Συνόδου. Κεντρικός
άξονας της επιχειρηματολογίας των υπερασπιστών της "ανδρικής"
ιερωσύνης είναι η πρόσληψη της ανδρώας μορφής του ανθρώπου από τον
ενανθρωπήσαντα Θεό Λόγο, καθόσον η ιερωσύνη είναι του Χριστού και ο φορέας
αυτής εικονίζει τον Μέγα Αρχιερέα Χριστό, γιατί επί του Σταυρού ο θεάνθρωπος
κατέστη θύμα και θύτης. Για να είναι, λοιπόν, ο φορέας φυσικό σημείο
μυστηριακής αναφοράς οφείλει ν' ανταποκρίνεται σε μία φυσική ομοίωση του
εικονιζόμενου. Η θέση αυτή εισάγει την έννοια της φυσικής μίμησης του Χριστού,
αλλά το ερώτημα είναι κατά πόσον "ο ιερέας είναι ηθοποιός επί σκηνής".
Έτσι, η σύνδεση του φύλου με την ιερωσύνη προσανατολίζει τη θεολογική σκέψη
στην αναζήτηση των θεολογικών λόγων, που υπαγορεύουν στην Εκκλησία κατά τρόπο
προστακτικό και απαράβατο να χρησιμοποιήσει τα βιολογικά γνωρίσματα του
ομοούσιου και διφυλικού ανθρώπου, ως κριτήρια καταξίωσης ή απαξίωσης,
καταλληλότητας ή μη για την πρόσληψη της Θείας Χάρης από μέρους του φορέα της
ιερωσύνης. Και ενώ ο άνθρωπος, ο δημιουργημένος ως άρρην και θήλυς, έχει ένα,
κοινό αρχέτυπο, το γνωστό στη θεολογική γλώσσα ως χριστολογικό, μόνο υπό την
άρρενα μορφή του μπορεί να εικονίζει το αρχέτυπό του. Και το σημαντικότερο
είναι ότι, ενώ στο πρόσωπο του Θεανθρώπου πραγματώνεται η αποκατάσταση της
ενότητας του ανθρώπου και του κόσμου, ο εικονισμός Του τελεί υπό τους όρους της
διαίρεσης. Άραγε πρόκειται για θεολογικές αντιφάσεις και
ασυνέπειες ή για αποπροσανατολισμό λόγω κοινωνικοπολιτισμικών επιδράσεων;
Έτσι, παράγονται πλείστα όσα θεολογικά
ερωτήματα, όπως: ποια είναι η φύση της ιερωσύνης; Πώς αυτή λειτουργεί; Τι
εικονίζει ο φορέας της; Το πρόσωπο του Θεανθρώπου ή την ανδρώα μορφή της
ανθρώπινης φύσης Του, καθ' όσον παντός εικονιζομένου ουχ η φύσις, αλλ' η
υπόστασις εικονίζεται.
Ακόμη, θα ήταν κατανοητή και η διατύπωση ενός
σημαντικότατου θεολογικού ερωτήματος. Για ποιους λόγους το δεύτερο πρόσωπο της
Αγίας Τριάδος προσέλαβε την άρρενα μορφή της ανθρώπινης φύσης; Και κατά
προέκταση ποια η φύση του φύλου και η θεολογική σημασία του άρρενος φύλου στην
πραγμάτωση της Θείας Οικονομίας; Ίσως ακόμη στο πλαίσιο μιας προβληματικής του
είδους αυτού θα ήταν δυνατό να τεθεί το ερώτημα: πώς κατανοούμε τη χρήση των
αγιοτριαδικών ονομάτων, Πατήρ, Υιός, που είναι φορτισμένα με άρρενα στοιχεία;
Τα ανωτέρω ενδεικτικά ερωτήματα προβάλλουν το πολυδιάστατο χαρακτήρα του όλου
θέματος και την αναμφισβήτητη σοβαρότητά του για την πραγμάτωση των στόχων της
Βασιλείας του Θεού.
Εφ' όσον,
όμως το κριτήριο του φύλου προβάλλεται ως βασική προϋπόθεση για την επιλογή του
φορέα, είναι προσδοκώμενη η αναζήτηση απαντήσεων στο δόγμα της Χαλκηδόνας, που
αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της Εκκλησίας. Μία προσεκτική ανάγνωσή του θα μας
πείσει ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά στο άρρεν φύλο, αλλά μόνο στην
τέλεια ανθρώπινη φύση του. Αν το φύλο αποτελεί συστατικό στοιχείο της
τελειότητας της ανθρώπινης φύσης, γιατί δεν συμπεριελήφθη στο δόγμα της
Χαλκηδόνος; Η αποδιδόμενη έμφαση στο άρρεν φύλο οδηγεί κατ' επέκταση στο
ερώτημα της συμπερίληψης ή μη στην τέλεια ανθρώπινη φύση του Θεού Λόγου του θήλεος,
γιατί σε αντίθετη περίπτωση, κατά την έκφραση του Γρηγορίου του Θεολόγου το
απρόσληπτον και αθεράπευτον……..Είναι προφανές ότι το θέμα της ιερωσύνης των
γυναικών εκτείνεται σε όλο το φάσμα της Θεολογίας, γι' αυτό θα πρέπει να
παραμείνει ανοικτό στη θεολογική έρευνα, ώστε στην Εκκλησία, με την καθοδήγηση
του Αγίου Πνεύματος να εκδιπλωθούν νέες πτυχές της αποκαλυμμένης Αλήθειας ως
προκοπή και πλουτισμός στην πίστη. Η συντηρούμενη μέχρι σήμερα, αρχές της τρίτης χιλιετίας,
ανδροκρατική δομή των κοινωνιών, παρά τα όποια βήματα για την απάλειψη μορφών
ανισότητας των δύο φύλων, δεν εκφράζει την ευχαριστιακή και εσχατολογική δομή
της Εκκλησίας.
ΣΧΟΛΙΑ. Στις παραπάνω διατυπωμένες απόψεις γίνεται ένα εσκεμμένο
λάθος.Αυτό είναι η αγνόηση της εκκλησιαστικής ιστορίας των Αποστολικών
χρόνων που αποτελεί παράδοση και πίστη. Η προσπάθεια του αρθρογράφου να
επιχειρηματολογήσει υπερ. της ιερωσύνης των γυναικών έχοντας ως βάση την
ανυπαρξία αποφάσεων Οικουμενικών Συνόδων, ανατρέπεται πλήρως από την πρακτική
του Χριστού και των Αποστόλων.
Εξετάζοντας τη ζωή και τη στάση της Παναγίας,
συμπεραίνεται ότι αποτελεί το σημαντικότερο πρόσωπο του σχεδίου της θείας
Οικονομίας για τη σωτηρίας του ανθρώπου και την διάνοιξη του δρόμου προς τη
Βασιλεία του Θεού. Είναι η γυναίκα που δεν επιδιώκει ούτε λαμβάνει επισκοπικούς
τίτλους μέσα στον πυρήνα της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας, γιατί έχει γνώση της
σπουδαιότητας της διακονίας της και τιμά την επιλογή του Υιού της να διορίσει
Αποστόλους του, τους δώδεκα μαθητές Του. Η Παρθένος δεν είναι διόλου επίσκοπος,
παρόλο που εικονογραφικά συχνά παριστάνεται με ωμοφόριο · αυτό αποτελεί σημείο
μόνο της μητρικής της προστασίας χωρίς κανένα ίχνος ιερατικής εξουσίας. Η
Θεοτόκος είναι η βοηθός του Χριστού στο λυτρωτικό έργο Του για τη σωτηρία της
ανθρωπότητας και ως Μητέρα του Σωτήρος δέχεται να πραγματοποιηθεί η Λύτρωση.
Επίλογος
Η χειροτονία των γυναικών αποτελεί ένα θέμα που
διχάζει τις χριστιανικές εκκλησίες και δημιουργεί έντονους προβληματισμούς και
σκεπτικισμό. Το παράδειγμα των λουθηρανικών εκκλησιών με την πρώτη χειροτονία
στη Σουηδία το 1958 δεν αργούν να ακολουθήσουν και άλλες χριστιανικές
κοινότητες, όπως η Αγγλικανική , προκαλώντας αναστάτωση και διχογνωμίες μεταξύ
των πιστών τους και παράλληλα ανοίγοντας έναν ατέρμονα κύκλο συζητήσεων για τη
λήψη αποφάσεων επί του θέματος. Οι παγκόσμιες κοινωνικές και θεολογικές
εξελίξεις έχουν αντίκτυπο στο Ορθόδοξο περιβάλλον, καθώς εδώ και αρκετά χρόνια
βρίσκεται σε διομολογιακό διάλογο στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου των
Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) και καλείται να λάβει ενεργό θέση.
Μέσα από μια σειρά θεολογικών σεμιναρίων, που
ξεκίνησαν μέσα στους διορθόδοξους κόλπους, συγκεντρώθηκαν πολλά στοιχεία για τη
θέση της γυναίκας μέσα στο σώμα της Εκκλησίας, σε όλη την πορεία της
εκκλησιαστικής Παράδοσης, κατανοήθηκε η ανάγκη επανεξέτασης του ρόλου των
λαϊκών στην ενεργό ζωή της Εκκλησίας και κατέστη σαφές πως το ζήτημα της
χειροτονίας των γυναικών, που τόσο ένθερμα υποστηρίζουν οι δυτικές ομολογιακές
χριστιανικές εκκλησίες, ξεκινά από τη θολή και ασαφή εικόνα που έχει
δημιουργηθεί για τη γενική και ειδική ιερωσύνη.
Ο προβληματισμός γύρω από το ζήτημα της
ιερωσύνης των γυναικών αποτελεί μια ιδέα ξένη προς την ορθόδοξη εκκλησιαστική
συνείδηση και εισάγεται στην ορθόδοξη θεολογική προβληματική μέσω των
θεολογικών διαλόγων της σύγχρονης Οικουμενιστικής κίνησης. Ανατρέχοντας στην
εκκλησιαστική παράδοση των πρώτων χριστιανικών αιώνων, το ζήτημα της
χειροτονίας των γυναικών ουδέποτε απασχολεί και προβληματίζει θεσμικά την
εκκλησιαστική πράξη, πέρα από ορισμένες αιρετικές ή σχισματικές προκλήσεις.
Ο περιορισμός της χειροτονίας στην ιερωσύνη
μόνο στους άνδρες δεν υπονοεί την ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, τη
στιγμή που η θεία χάρη οικονομείται δια και εντός των μυστηρίων και χορηγείται
εξίσου σε κληρικούς και λαϊκούς, σε άνδρες και γυναίκες. Από το γεγονός αυτό
συνάγεται το συμπέρασμα πως η Εκκλησία είναι βαθιά μυσταγωγική και εισέρχεται
στις διαστάσεις του χρόνου και του λειτουργικού διαστήματος με τη βοήθεια της
θείας χάρης, όπου η εκκλησιαστική εμπειρία προσφέρεται αδιακρίτως σε όλους τους
ανθρώπους. Ας μην ξεχνάμε ότι:
«Οι Μυροφόρες γυναίκες έμειναν ανεπανάληπτες
στη ζωή της εκκλησίας γι αυτό το διακόνημα. Οι ίδιες όχι μόνον δέχτηκαν τη θεία
χάρη, αλλά αντίκρισαν στον άδειο τάφο του Ιησού ,το φως της αναστημένης του
δόξας και εξεθαμβήθησαν. Και ας μην είχαν χειροτονία!»….(Δ.Κουκουρα-καθηγήτρια
θεολογίας)
1 σχόλιο:
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ
Το αδύνατο της χειροτονίας των γυναικών στην ειδική Ιερωσύνη θεμελιώνεται επί της Αγίας Γραφής και της δισχιλιετούς σταθεράς Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και εκδηλώνεται:
α. Εκ της φύσεως της γυναικός, η οποία αντιβαίνει στην έννοια της «πατρότητος», στην οποία εισέρχεται διά της Ιερωσύνης ο Κληρικός, ο οποίος εκλήθη όχι για να καταλάβη μία βιοποριστική εργασία εκ των υπαρχόντων στην κοινωνία, αλλά για να είναι μέτοχος της Ιερωσύνης του Χριστού, «εις τύπον και τόπον του Θεανδρικού αυτού Προσώπου».
β. επί του παραδείγματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο Οποίος δεν επέλεξε καμία γυναίκα ως μία των Αποστόλων Του.
γ. επί του παραδείγματος της Θεοτόκου, η οποία δεν άσκησε Ιερατικό λειτούργημα στην Εκκλησία, καίτοι αξιώθηκε να γίνη η μητέρα του σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού.
δ. επί της Αποστολικής παραδόσεως, κατά την οποία οι Απόστολοι, στοιχούντες τω παραδείγματι του Κυρίου, ουδέποτε χειροτόνησαν γυναίκες στην ειδική Ιερωσύνη της Εκκλησίας.
ε. επί τινων θέσεων της Παυλείου διδασκαλίας, περί της θέσεως των γυναικών στην Εκκλησία και
στ. επί του κριτηρίου της αναλογίας, συμφώνως προς το οποίο, αν επετρέπετο η άσκησις Ιερατικού λειτουργήματος υπό γυναικών, τότε θα έπρεπε να έχη ασκήσει τέτοιο λειτούργημα πρωτίστως η Θεοτόκος.
Δημοσίευση σχολίου