Ὅσο πλησιάζομε πρὸς τὴν «Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν», τὰ Χριστούγεννα, τόσο περισσότερο τὸ περιεχόμενο τῶν κυριακάτικων ἀναγνωσμάτων, ἀποστολικῶν και εὐαγγελικῶν, εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ ἄρωμα Χριστουγέννων.
Ἔτσι, στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς Ι’ Λουκᾶ ἔγινε λόγος γιὰ τὸ «πλήρωμα τοῦ χρόνου», ὅταν «ἐξαπέστειλε ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ», ὥστε ἐμεῖς, οἱ πρώην δοῦλοι τοῦ νόμου, νὰ λογιζώμαστε πλέον ὄχι ὡς ὑπόδουλοι, διὰ τῆς ὑπακοῆς στὸν νόμο, ἀλλὰ ὡς υἱοὶ Θεοῦ καὶ κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του, διὰ τῆς πίστεως στὸν δωρεοδότη Χριστὸ (Γαλ. η’ 4-11).
Ὁμοίως καὶ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς ΙΑ’ Λουκᾶ, τῆς Κυριακῆς τῶν Προπατόρων, γίνεται λόγος γιὰ τὸν «οἰκοδεσπότη», ὁ ὁποῖος «ἐποίησε δεῖπνο μέγα» καὶ ἔστειλε τὸν «δοῦλο» του νὰ εἰδοποιήσῃ τοὺς «κεκλημένους» νὰ προσέλθουν, «ὅτι ἤδη ἕτοιμα ἐστι πάντα» (Λουκ. ιδ’ 15-24). Ὁ δοῦλος δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν Πατέρα «γενόμενος δοῦλος», ὑπήκοος δηλαδὴ στὸ θέλημά Του καὶ μάλιστα «ἄχρι θανάτου» (Φιλιππησίους β´ 9), προκειμένου νὰ σωθοῦμε ἐμεῖς, ἀπεκδυόμενοι «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον», τὸν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐνδυόμενοι «τὸν νέον, τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντός Του», ὅπως ἀκούσαμε στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἴδιας ἡμέρας (Κολοσ., γ’ 4-11).
«Κεκλημένοι», λοιπόν, στὴν τράπεζα τῆς Βασιλείας Του, «τὴν ἠτοιμασμένην ἡμῖν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ., κε’ 34), εἴμαστε ὅλοι, «ἐκλεκτοί», ὅμως, μόνον ὅσοι δεχόμαστε τὸ κάλεσμά Του καὶ γινόμαστε «δοῦλοι Κυρίου», ὑπήκοοι δηλαδὴ τοῦ θελήματός Του, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔγινε ὑπήκοος τοῦ Πατρός Του. Τέτοιοι ἐκλεκτοὶ ὑπῆρξαν οἱ Προπάτορες τοῦ Κυρίου, ὅσοι ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὸν Δαβίδ, τὸν ἀκριβῶς προπάτορά Του, εὐηρέστησαν σὲ Αὐτόν. Δὲν ἔγιναν, ἑπομένως, ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες εὐάρεστοι στὸν Κύριο, δὲν ὑπήκουσαν ὅλοι στὸ θέλημά Του καὶ δὲν συμ-μορφώθηκαν ὅλοι μὲ αὐτό.
Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε «πολλοὶ οἱ κλητοί, ὀλίγοι δὲ οἱ ἐκλεκτοί» (Ματθ., κβ’ 14), καὶ στὴν θέση ὅσων δὲν ἀνταποκρίθηκαν στὴν πρόσκλησή του πρόσταξε τὸν δοῦλο του νὰ καθίσῃ ἄλλους, ἁμαρτωλούς. Τοὺς ἀνάγκασε, μάλιστα, μὲ τὴν δύναμη τοῦ λόγου του, νὰ εἰσέλθουν, διότι ἀπὸ μόνοι των δὲν ἦταν, ἀσφαλῶς, σὲ θέση νὰ προσέλθουν, καθὼς ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς ἦσαν «χωλοί», δυσκολεύονταν νὰ ὀρθοποδήσουν, ἄλλοι ἦσαν «τυφλοί», δὲν ἔβρισκαν τὸν δρόμο, ἄλλοι «πτωχοί», στερημένοι ἀπὸ τὶς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις, καὶ ἄλλοι «ἀνάπηροι», ἀνεπαρκεῖς σωματικά, ψυχικὰ ἤ πνευματικά (ὅ. π. Λουκ. ιδ’ 21).
Ὁ Κύριος, συνεπῶς, δὲν ξεχωρίζει τοὺς ἀνθρώπους, προσκαλεῖ ὅλους στὸ πλούσιο τραπέζι του, διότι «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Τιμ., Α’ β’ 4). Ἐξ ἄλλου δὲν ἦλθε γιὰ νὰ καλέσει τοὺς δικαίους ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ εἶχαν ἀνάγκη νὰ μετανοήσουν (Μάρκ., β’ 17). Ὁ βαθμός, βεβαίως, ἀνταποκρίσεως καθ’ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς προσκεκλημένους, «πρώτους» καὶ «δεύτερους», Ἰσραηλίτες καὶ ἐθνικούς, «δικαίους» καὶ «ἁμαρτωλούς», ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς ἑτοιμότητός των νὰ δεχθοῦν τὴν πρόσκλησή Του καὶ νὰ γίνουν «πιστοὶ δοῦλοι», «τέκνα Κυρίου».
Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουν «τέκνα Κυρίου» καὶ μάλιστα «ἀγαθὰ καὶ ἀμώμητα ἐν μέσῳ γενεᾶς σκολιᾶς καὶ διεστραμμένης» (Φιλιπ., β’ 14-15), χρειάζεται νὰ ἀπεκδυθοῦν «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ», νὰ ἀποβάλλουν «τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν…» καὶ νὰ ἐνδυθοῦν «σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν…, ἐπὶ πᾶσιν δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος» (Κολοσ., γ’ 9-14).
Βλέπετε ὁ ἀγαθὸς Θεός, λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, μᾶς καλεῖ νὰ ζήσωμε «ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι» (ὅ.π. 12). Ἐπειδή, ὅμως, γνωρίζει ὅτι ἀπὸ μόνοι μας ἀδυνατοῦμε νὰ τὰ καταφέρωμε, λόγῳ τῆς ἐξαρτήσεώς μας ἀπὸ τὰ γήϊνα («ἀγρὸν ἀγοράζομεν»), ἐξ αἰτίας τῶν ἀλόγων μας ἐπιθυμιῶν («ζεύγη βοῶν δοκιμάζομεν») καὶ τῆς φιληδονίας μας («γυναῖκα γαμοῦμεν»), μᾶς ἑτοιμάζει ὁ Ἴδιος, ὡς φιλεύσπλαγχνος Πατέρας, ἕνα δεῖπνο μεγάλο καὶ πλούσιο, πολὺ ἀνώτερο καὶ γλυκύτερο ἀπ’ ὅλες τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου, καὶ μᾶς ἀποστέλλει πρόσκληση μέσῳ τοῦ Υἱοῦ Του, ποὺ γίνεται δοῦλος σὲ μᾶς «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα», γιὰ νὰ μᾶς δείξῃ τὸν δρόμο τῆς λυτρώσεως ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν παθῶν καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσῃ ἀπὸ τὴν γῆ τῆς ἁμαρτίας στὸν οὐρανὸ τῆς σωτηρίας.
Ἐμεῖς δὲν χρειάζεται νὰ κάνωμε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἀποδεχθοῦμε ἁπλῶς τὴν εὐγενική Του πρόσκληση, νὰ λάβωμε τὴν βοήθεια ποὺ μᾶς προσφέρει καὶ τὰ μέσα ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει, τὴν μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν θεία κοινωνία. Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι θὰ κατορθώσωμε νὰ ξεφύγωμε ἀπὸ τὶς «πλατεῖες» ὁδοὺς τῆς ἁμαρτίας καὶ τὶς «ῥῦμες» τῶν πόλεων, ὥστε νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν εὐρύχωρη καὶ οὐράνια πόλη Του καὶ νὰ γευθοῦμε ὅλοι μαζί, «ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι», τὸ ἕτοιμο καὶ πλουσιοπάροχο δεῖπνο τῆς ἀτέρμονης Βασιλείας Του. Ἀμήν!
Καλὰ καὶ Εὐλογημένα Χριστούγεννα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου