Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΤΗΣ ΝΑΪΝ (Γ’ ΛΟΥΚΑ) ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ

Ἡ ἀνθρωπότητα μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, εὑρίσκεται σέ χηρεία .Ἡ ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου μόνη, ἔρημη, χωρίς τόν Νυμφίο της, ἀτενίζει τό σῶμα ἀπό τό ὁποῖο χωρίζεται βιαίως, στό φέρετρο τῆς ἀπογνώσεως. Ἡ παντοτινή νεότης στήν παραδείσια κατάσταση, στό κάλλος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ κοινωνία τοῦ Πλάστη μέ τό πλάσμα διαρρηγνύεται. Τό πρόσωπο ἀμαυρώνεται, ἀλλοτριώνεται. Ἡ κοιλάδα ἔξω καί ἀπέναντι ἀπό τόν Παράδεισο, γίνεται χῶρος δακρύων καί στεναγμῶν.

Διά τῆς παρακοῆς, ὁ θάνατος κυριεύει. Ξάφνου, μπροστά σ’ αὐτήν τήν τραγικότητα, προβάλλει ὁ Θεάνθρωπος Μεσσίας μέ τήν συνοδεία Του. Στέκεται ἀπέναντι στή συνοδεία τοῦ θανάτου. Τά δάκρυα τῆς μάνας καί τῶν ἄλλων, συγκινοῦν βαθέως τήν καρδίαν τοῦ Ἰησοῦ. Μέ θεϊκή τρυφερότητα ἀπευθύνεται στή μάνα, ἡ ὁποία δέν τοῦ ἀπήυθυνε καμία παράκληση, προκειμένου στήν περίπτωση αὐτήν νά λάβει βοήθεια. Αὐθορμήτως ὁ Ἰησοῦς ἐκ τῆς καλοσύνης καί ἀγαθότητος Αὐτοῦ, πλησιάζει τήν χήρα καί τήν παρηγορεῖ. «Μή κλαίεις, διότι μετ’ ὀλίγον ὁ υἱός σου θά ἀναζήσει. Ἐγώ εἶμαι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή». Ἀγγίζει τή σορό καί μέ ἐξουσία μοναδική, προστάζει τόν θανόντα νέον, νά σηκωθεῖ.

«Παραχρῆμα, ὄν γάρ κατέπιε πόθῳ ὁ Ἅδης, τρόμῳ ἀπέλυσεν».[1] Πιάνοντάς τον ἀπό τό χέρι, τόν παρέδωσε στήν μητέρα του. Νικάει ἡ ζωή, ἡττᾶται ὁ θάνατος. Τό ἐσφαγμένον Ἀρνίον ἐξῆλθεν νικῶν καί ἴνα νικήση. Ὁ Σατανᾶς ὀδύρεται γιά τήν πτῶσιν τῆς κηδεμονίας του, τῆς σκοτεινῆς βασιλείας του, ἐπί τῆς ἀνθρωπότητος.

Ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ξεσκεπάζεται τό ψέμα τοῦ ψεύστη καί ἀνθρωποκτόνου. Ὁ Νυμφίος Χριστός μέ τήν ἀνάπλασιν, νυμφεύεται καί πάλι τήν ψυχή τοῦ καθενός μέ τήν πίστιν, τό θεῖον βάπτισμα, τήν θεία κοινωνία καί καταργεῖται γιά πάντα ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος, μέ τό σωτήριον πάθος Του, τήν λαμπροφόρον Ἀνάσταση καί τήν ἔνδοξον Ἀνάληψή Του.

Τώρα πλέον ὁ θάνατος εἶναι κοίμησις πού ὁδηγεῖ πρός τήν ζωήν . Μέ θεῖο πόθο καί θεία γνώση καί τήν ἐμπειρία αὐτήν, μάρτυρες καί ἅγιοι προσμένουν τήν ἔξοδο ἀπό αὐτήν τήν προσωρινότητα, ποθώντας τήν αἰωνιότητα. Προάγεται ἔτσι ἡ πνευματική ζωή καί δοξάζεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.

Συνεπῶς ἐκεῖνος ὅπου πετυχαίνει καί ἀποκτᾶ ἐμπειρία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, οὔτε τόν θάνατο λογίζεται διά θάνατον καί ὅταν βλέπει νεκρόν ἔμπροσθεν του, κείμενον, δέν ἀκούει τῶν πολλῶν τά ὅποια λόγια ἤ μοιρολόγια, συλλογιζόμενος τούς στεφάνους παρά Θεοῦ. Δέν λυπᾶται, δέν ἀπελπίζεται, ἀλλά μάλιστα χαίρεται, διά τό νά εἶναι στολισμένος μέ τίς ἀρετές, τίς ἐντολές. Κάθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἀνυπομονεῖ νά χωριστεῖ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ὥστε νά συναντήσει τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πού εἶναι ὁ Χριστός.

Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἐλπίδος δέν λυπᾶται. Οὐδέν ταράσσεται, ὅταν πλησιάζει ἤ τοῦ ἔλθει ὁ θάνατος· διότι ἡξεύρει πώς ὁ θάνατος εἶναι μετάστασις καί δρόμος πρός τούς στεφάνους, πρός τήν οὐράνια πατρίδα. « Οὐ γάρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν».[2]

Ἐντούτοις, σεβαστή γερόντισσα, ὑπάρχουν κι αὐτοί πού τούς ξεγελᾶ ὁ διάβολος, μέ τό νά κάνουν πολλά κακά. Τούς βλέπεις ἀπό τό ἕνα μέρος νά φιλοσοφοῦν καί ἀπό τό ἄλλο νά θεομαχοῦν. Τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες καί ἄδικοι, τρέμουν τήν ὥρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.Τούς παρατηρεῖς μέ πόση ἀπόγνωση καί ἔμφοβοι προσπαθοῦν άπό κάπου νά πιαστοῦν, ἐκείνη τήν ὥρα τοῦ τέλους. Τά μάτια τους, μέ πικρά δάκρυα καί ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου τους γεμάτη ἀγωνία, ζητοῦν ἀπεγνωσμένα κάποια βοήθεια. Ὡς γνωρίζουμε ὅλοι, ἀρχίζουν πλέον καί βλέπουν τήν άλήθεια.

Στό κρεβάτι τοῦ πόνου, μέ γουρλωμένα τά μάτια καί πολύ ἀγωνία, ἀτενίζουν δεξιά καί ἀριστερά, πάνω καί κάτω, τά δαιμόνια νά τούς φοβερίζουν καί νά διεκδικοῦν τήν ταλαίπωρη ψυχή τους, ἀπό τούς ἁγίους Ἀγγέλους. Τέτοιες οἰκτρές καταστάσεις, βεβαιώνονται ἀπό πολλές ἀξιόπιστες μαρτυρίες, στήν ἁγία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Δηλαδή ἀνθρώπους πού ἔζησαν μέ ἀκηδία καί ἀμέλεια ὡς πρός τήν πίστιν στόν Χριστόν, τρέμοντας τή φοβερή αὐτή ὥρα, νά ψιθυρίζουν μέ ὁδυρμούς καί θρήνους τό : « τί ἔπαθα, τί ἔπαθα, τί ἔπαθα»!!!

Ἐντούτοις ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, δέεται καί οἱ λειτουργοί ἱερεῖς προσεύχονται εἰς τόν Θεόν, μέ εὐχές ἅγιες καί πολλές ἐλεημοσύνες. Τελοῦν εὐχέλαια καί ἐνίοτε διαβάζουν τήν ἀκολουθία εἰς ψυχορραγοῦντα. Προσπαθοῦν οἱ λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου θεανθρώπου Χριστοῦ, ἔστω καί στό ἔσχατο τέλος, εἰ δυνατόν, νά πετύχουν τήν ἐξομολόγηση καί τήν θεία κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, πού εἶναι αὐτά τά χαρισματικά μυστήρια τά καλύτερα ἐφόδια γιά κάθε ψυχή πάντοτε καί προπαντός στό τέλος τῆς ἐδῶ βιοτῆς.

Γνωρίζουμε παρά ταῦτα ἀδελφοί μου, στό τέλος τέλος, ὅτι ὁ παντελεήμων Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐλευθέρωσε τό γένος τῶν ἀνθρώπων καί δίδαξε ὅτι ἕνας καί μοναδικός εἶναι ὁ ὄντως θάνατος, δηλαδή ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τόν Χριστόν καί τήν ἁγίαν Του Ἐκκλησία καθώς καί ἡ τραγική ἀπιστία καί ἀμετανοησία. Αὐτός εἶναι ὁ ὄντως θάνατος πού φέρει μέσα του τήν ἀντιτριάδα τοῦ Σατανᾶ, ἤτοι τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο. Ἐντούτοις ὁ Χριστός ἐργάζεται ἀδιάκοπα καί ἐλευθερώνει τόν κάθε ἄνθρωπο πού τό ἐπιθυμεῖ. Ἐξ’ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἡ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου προτροπή καί ἐντολή: « Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ἧ Χριστός ἡμᾶς, ἠλευθέρωσε, στήκετε, καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε».[3]

Τοῦτο καθίσταται δυνατόν γιά τόν καθένα πού πιστεύει, σύμφωνα καί μέ τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ: « πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».[4] Ἐν τῷ θεανθρώπῳ Κυρίῳ Χριστῷ, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή εἶναι ὁμοούσιες. Οἱ ἀρετές ὅλες εἶναι θυγατέρες τῆς πίστεως στόν Ἰησοῦν. « … διά πίστεως γάρ περιπατοῦμεν, οὐ διά εἴδους».[5]

Συνεπῶς ξαναλέμε καί τονίζουμε μέ ἔμφαση. Ἕνας εἶναι ὁ θάνατος. Καί εἶναι ὄντως φριχτός καί φοβερός· δηλαδή ἡ μή κοινωνία μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα καί τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ἐπομένως καταλήγουμε ὅτι: Ὁ θεάνθρωπος Χριστός εἶναι γιά μᾶς τούς χριστιανούς πάντοτε, τά πάντα σέ ὅλους τούς κόσμους. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. (Ἅγιος Πορφύριος)

Ὁ Ίησοῦς, ὁ Μεσσίας εἶπε: « Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου, ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»· ἡ Ἀνάσταση πού ἦλθε νά μᾶς δωρίσει καί πάλι τόν Παράδεισο, ἀπό τόν ὁποῖο ξεπέσαμε καί νά μᾶς καταστήσει ἀδελφούς Του, στή Βασιλεία τοῦ Πατρός Του, ἐξαλείφοντας ἀπό τίς καρδιές μας, κάθε πόνο, λύπη, στεναγμό καί ἀπό τά μάτια μας κάθε δάκρυ, προετοιμάζοντας τό σῶμα μας, γιά τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν καί τήν αἰώνιον ζωήν, τήν αἰωνιότητα καί κοινωνία μ’ Αὐτόν.

Ἀδελφοί μου, στά πράγματα τῆς πίστεως δέν ὑπάρχουν συμβιβασμοί. Εἶναι θέμα αἰωνίου ζωῆς ἤ αἰωνίου θανάτου.Ἀς μή ξεχνᾶμε ποτέ τούς λόγους τοῦ Εὐαγγελίου: « Πᾶν δέ, ὅ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστί».[6]

Χριστός Ἀνέστη, χαρά μου.

Στόν Ἀναστάντα Ἰησοῦν, ἡ Δόξα καί τό Κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.



[1]Τροπάριο Παρακλητικῆς

[2](Ἐβρ. 13,14)

[3](Γαλ.5, 1)

[4](Μάρκ.9, 23)

[5](Β’ Κορινθ.5, 7)

[6](Ρωμ. 14,23)

Δεν υπάρχουν σχόλια: